Σ |
τεκόταν στο στασίδι του σ’ όλη τη διάρκεια της πρωινής ακολουθίας της Μ. Παρασκευής. Είχε ακούσει αλληλοδιαδόχως αναγνώσματα και τροπάρια, ψαλμούς και προφητείες, είχε δει το σώμα το ακήρατο να κατεβαίνει και να τυλίγεται στο λευκό σεντόνι.
Είχε φθάσει η ώρα να ψαλλεί το υπέροχο εκείνο δοξαστικό που τόσο αγαπούσε, το δοξαστικό των αποστίχων του Εσπερινού: «Σε τον αναβαλλόμενον το φως ώσπερ ιμάτιον…». Έψελνε κι αυτός μαζί ακολουθώντας τους δρόμους που μόνο ένας μεγάλος ποιητής έχει τη δύναμη να σε οδηγήσει. Κι ο ποιητής του δοξαστικού ήταν όντως μεγάλος.
Κάπου στη δεύτερη φράση της πρώτης προτάσεως, εκεί που τα ανθρώπινα επίθετα πάλευαν να ζωγραφίσουν το πώς έβλεπε ο Ιωσήφ τον γλυκύτατο Ιησού, κάπου ανάμεσα στα «νεκρόν, γυμνόν, άταφον» σήκωσε το βλέμμα προς το μέρος του επιταφίου. Δε φαινόταν από το σημείο που στεκόταν παρά μονάχα ο μαύρος, ξύλινος σταυρός, άδειος πια από το σώμα του Αγαπημένου. Κι εκεί … πίσω από τα σταυρό, σε δεύτερο πλάνο πρόβαλλε κατά το ήμισυ ένα πρόσωπο. Το πρόσωπο μιας γυναίκας, γιαγιάς πια. Είχε επάνω του την πατίνα του χρόνου, σκληρή και γλυκιά μαζί, με ρυτίδες και λακκουβάκια, με τα λευκά μαλλιά τραβηγμένα πίσω να αφήνουν ελεύθερο ένα μέτωπο που ‘χε ζωγραφισμένο το χρόνο επάνω του. Τα μάτια της ήταν κορνιζαρισμένα στα γυαλιά της πρεσβυωπίας έτσι όπως κορνιζάρουμε για να προστατέψουμε και να αναδείξουμε κάτι πολύτιμο. Το στόμα γέρικο πια, ελαφρά σουρωμένο έψαλλε. Και μαζί του έψαλλε με πάθος όλο το πρόσωπο, όλη η ύπαρξη. «Πώς σε κηδεύσω Θεέ μου; Ή πώς σινδόσιν ειλήσω; ποίες χερσίν δε προσψαύσω το σον ακήρατο σώμα;»
Το ήξερε εκείνο το πρόσωπο. Δεν ήταν η πρώτη φορά που το έβλεπε. Ωστόσο ήταν τέτοια η δύναμη, τέτοιο το πάθος που το κατέκλυζε σήμερα ώστε τον καθήλωσε πάνω της κι ας ήταν η μέρα της αποκαθηλώσεως.
Τότε θυμήθηκε.
Τότε κατάλαβε.
Θυμήθηκε την ιστορία της γυναίκας εκείνης και εννόησε το γιατί μπορούσε εκείνη να καταλάβει τον Ιωσήφ, τον Νικόδημο, την Παναγία Μητέρα. Να ταυτιστεί μαζί τους.
Νέα μητέρα είχε φέρει στον κόσμο τρία παιδιά με μοναδικό σκοπό όπως αποδείχτηκε να τα ξεπροβοδίσει στην αιωνιότητα.
Τρία μικρά, γλυκά παιδιά που ήρθαν εδώ στον κόσμο χωρίς να χαρούν τίποτε άλλο παρά το μητρικό χάδι της, την ακατάπαυστη και αλύγιστη φροντίδα της, το πάντοτε γελαστό μπροστά τους πρόσωπό της.
Τρία παιδιά, όχι ταυτόχρονα μα το ένα μετά το άλλο, να γεννιούνται, να ζουν αρκετά για να σε δέσουν συναισθηματικά κοντά τους και μετά να αναχωρούν αφήνοντας πίσω τη σπαραγμένη καρδιά σου.
Κι εσύ να πρέπει κάθε φορά να ζεις το ίδιο δράμα,
την ίδια ανάβαση στο Γολγοθά,
την ίδια αναμονή του τέλους.
Τι γρήγορα που γίνονται οι σκέψεις μας! Μόλις δυο φράσεις παρακάτω ξανάπιασε τον ήχο: «Πώς σε κηδεύσω Θεέ μου;…» Την έβλεπε να συνεχίζει με το ίδιο πάθος και οι ρυτίδες στο πρόσωπό της –συγχώρεσέ με Εσταυρωμένε!- του φάνηκαν τώρα σαν τις δικές της πληγές απ’ τα καρφιά, επουλωμένες ίσως μα ακόμα ορατές, σημεία πόνου και θριάμβου, σημεία νίκης.
Και τότε, μόνον τότε κατάλαβε το πάθος. Κατάλαβε την ελπίδα μα και τη βεβαιότητα της αναστάσεως εκείνης της γριάς πια μάνας. Της βεβαιότητας πως ο Θάνατος νικήθηκε, και πως μαζί με το γλυκύτατο Ιησού θα αναστηθούν και τα δικά της λατρεμένα.
Ήταν πια σίγουρος πιο πολύ από ποτέ. Νενίκηται ο Θάνατος.
Γύρισε στο πλάι το κεφάλι να αδειάσουν πιο εύκολα τα μάτια του. Μια άλλη μάνα στεκόταν αμίλητη εκεί. Το δικό της εννιάχρονο είχε ξαμολυθεί για τον ουρανό καβάλα σε ένα ποδήλατο…
Καλή Ανάσταση
Αλεξανδρεύς
7 σχόλια:
Απλώς.....τ έ λ ε ι ο!!!!!!!Δεν μπορώ να πω κάτι άλλο.Η συγκίνηση δεν με αφήνει να πω κάτι άλλο...Στο έχω ξαναπεί πως στα πεζά είσαι πολύ καλός!
Αλεξανδρέα πάλι με συγκίνησες. Μαζί με τα δικά σου τα μάτια, τρέχουν και τα δικά μου.
Τι σκληροί που είμαστε. Τι αναισθησία και τι αχαριστία έχουμε...
Ο Θεός να μας ελεήσει...
Αυτό το «Καλή Ανάσταση» θέλει μεγάλη πίστη και αντοχή για κάποιον που έχει ζήσει το θάνατο σε δικά του πρόσωπα.
Το διάβασα σαν… να το ζούσα ως παρατηρητής.
Γράφεις μαγευτικά….
Εξαιρετικό και πολύ αληθινό! Διαβάζοντάς το δεν περίμενα να έχει αυτή την εξέλιξη, ομολογώ με ξάφνιασε! Τι καταπληκτικό που είναι αυτό το τροπάριο Αλεξανδρέα!
Όπως επίσης και το άλλο που ψέλνεται (δυστυχώς μάλλον σπάνια), λίγο πριν την έξοδο του επιταφίου ή αμέσως μετά, που μιλάει για τον μεγάλο ΞΕΝΟ...
Σήμερα στο ναό που ήμουν, ο ιερέας στο τέλος της ακολουθίας της αποκαθηλώσεως διάβασε για αρκετή ώρα ονόματα κεκοιμημένων, ενώ τον περιτριγύριζαν μαυροφορεμένες γυναίκες...
Το γράψιμό συυ σήμερα συγκινητικό. Τι να πεις κανείς σ' αυτές τις μάνες ; Τα λόγια είναι περιττά. Νομίζω ένα "Κύριε ελέησον" είναι αρκετό. Και για τους αδικοχαμένους και για μας τους "χαμένους" .
Καλή Ανάσταση!
Αριστούργημα το γράψιμό σου.
Να είσαι σίγουρος ότι αν έφερε την υπογραφή κάποιου «γνωστού» στο κοινό, θα έγραφαν πολλά για το ταλέντο, την πίστη, την λογοτεχνικότητα.
Τώρα ας απόλαυση την χαρά της δημιουργίας σου και ότι σε κάποιους άρεσε.
Είμαι από αυτούς που δεν γράφουν…….
Άρα σε πολλούς αρέσεις, και δεν στο έχουν πει….
Δημοσίευση σχολίου