Ρώτησαν κάποιο Γέροντα, ποιο είναι το έργο της ξενιτείας και εκείνος, αντί άλλης απαντήσεως, διηγήθηκε το ακόλουθο περιστατικό:
Ένας νέος άφησε την πατρίδα του και ξενιτεύτηκε για τον Χριστό. Πήγε σε μια σκήτη βαθιά στην έρημο και ζήτησε να γίνει Μοναχός. Τον δέχτηκαν. Οι αδελφοί της σκήτης είχαν έθιμο να τρώγουν κάθε Κυριακή, ύστερα από τη Θεια Λειτουργία, όλοι μαζί σε κοινό τραπέζι. Πήγε και ο ξένος να καθίσει μαζί τους την πρώτη Κυριακή που βρέθηκε στην εκκλησία.
- Ποιος είναι αυτός; Ρωτούσαν μεταξύ τους οι Μοναχοί. Ποιος τον προσκάλεσε να φάει;
Επειδή κανένας δεν τον ήξερε, του είπαν να σηκωθεί να φυγή. Ο νέος χωρίς αντίρρηση έφυγε αμέσως. Σε λίγο όμως μετανόησαν οι Αδελφοί για την συμπεριφορά τους στον ξένο και έστειλαν να τον φέρουν πίσω. Εκείνος παρευθύς εγύρισε. Εθαύμασαν την ακακία του οι Μοναχοί και όταν τελείωσε το φαγητό τον ρώτησαν:
- Τι να σκέφτηκες τάχα, Αδελφέ, όταν σε διώξαμε από το τραπέζι και πάλι σε φέραμε πίσω;
- Σκέφτηκα, αποκρίθηκε με απλότητα εκείνος, πως δεν είμαι καλλίτερος από το σκυλί που φεύγει, σαν το διώχνουν, και όταν πάλι το φωνάζουν έρχεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου