τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Πατρῶν
κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Γιορτάσαμε ἀδελφοί μου γιά μία ἀκόμα φορά τό Πάσχα. Θεωρῶ ὅτι τοῦτο τό Πάσχα ἦταν ξεχωριστό. Ἡ συμμετοχή τοῦ Λαοῦ ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Κοινή ἡ διαπίστωση ὅτι ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει ὅτι ἡ μόνη καταφυγή καί δύναμή του, σέ ὧρες δύσκολες, ἀλλά καί πάντοτε εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Ἐσταυρωμένου καί Ἀναστάντος Κυρίου μας.
Ἔχοντας νωπές τίς ἐμπειρίες ἀπό τόν λαμπρό καί πανευφρόσυνο ἑορτασμό, κάνομε ὡρισμένες σκέψεις καί τίς ἐκφράζομε ὡς δρόσον ἀγάπης πατρικῆς πρός τά πνευματικά μας παιδιά.
· Προκειμένου, ἀγαπητοί μου, νὰ ἴδωμεν μὲ τοὺς πνευματικούς μας ὀφθαλμοὺς καὶ νὰ συνειδητοποιήσωμε, τὴν μεγίστη δωρεὰ τῆς Ἀναστάσεως, πρέπει νὰ γνωρίσωμε σὲ ποιὰ κατάσταση βρισκόταν ὁ ἄνθρωπος, πρὸ τῆς εἰς Ἅδου Καθόδου τοῦ Κυρίου μας καὶ τῆς ἐκ νεκρῶν Ἀναστάσεώς του.
Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς βοηθάει πολὺ σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο. «Καὶ ὄντας ἡμᾶς νεκροὺς τοῖς παραπτώμασι συνεζωοποίησε τῷ Χριστῷ΄ χάριτι ἐστὲ σεσωσμένοι΄ καὶ συνήγειρε καὶ συνεκάθισεν ἐν τοῖς ἐπουρανίοις, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ...» (Ἐφεσ. Β’ 5-6).
Ὁ Ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ μιλάει μὲ γλῶσσα ἀπόλυτη, ὅτι εἴμασταν νεκροὶ ἐξ αἰτίας τῆς ἁμαρτίας, πρὸ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Κυρίου στὸν κόσμο, πρό τοῦ πάθους καὶ τῆς Ἀναστάσεώς του.
Τὸ βάθος τῶν λόγων τοῦ οὐρανοβάμονος Παύλου ἔγκειται στὸ ὅτι μιλάει γιὰ τὰ παραπτώματα, γιὰ τὴν ἁμαρτία δηλαδή, ὄχι ὡς μιά ἁπλὴ ἀστοχία ἢ ἀποτυχία τοῦ ἀνθρώπου, ὡς μιά ἁπλὴ παράβαση, ἀλλά ὡς ἕνα σύντριμμα, ὡς ἕνα βαθὺ ὀντολογικὸ καὶ ὑπαρξιακὸ γεγονός.
Μιλάει γιὰ τὴν στέρηση τῆς θείας χάριτος, τὴ διακοπὴ τῆς κοινωνίας μὲ τὸν Θεό, μιλάει γιὰ τόν θάνατο.
Ἔφτασε, μᾶς λέγει, ὁ ἄνθρωπος ἐξ αἰτίας τῆς ἁμαρτίας, στὴν ἀνυπαρξία, συναντήθηκε μὲ τὸ ἀπόλυτο σκοτάδι, ἔχασε τὸν προορισμό του, νεκρώθηκε ἀφοῦ ἔγινε ἀναίσθητος στὴν ἀγαπητικὴ σχέση καὶ κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπό του.
Στὰ ἴδια πλαίσια θὰ μᾶς μιλήσουν καὶ οἱ θεοφόροι πατέρες τῆς Ἐκκλησίας προκειμένου νὰ μᾶς περιγράψουν τὴν φοβερὴ καὶ φρικτὴ κατάσταση τοῦ θανάτου στὴν ὁποία εἶχε περιέλθει ὁ ἄνθρωπος ἐξ αἰτίας τῆς ἁμαρτίας.
Ὁ Ἱερὸς Δαμασκηνὸς κάνει λόγο γιὰ σκοτασμὸ τοῦ νοός, γιὰ ζόφωση τῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ ἐντός του ἀνθρώπου, γιὰ ἀπογύμνωση τοῦ δημιουργήματος τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὴν ζωοποιὸ χάρη, τοῦ Οὐράνιου Πατέρα, ἐξ αἰτίας τῆς ἐπαναστάσεως τοῦ ἀνθρώπου ἐναντίον τοῦ Δημιουργοῦ του.
Γνωστή, ἐπίσης τυγχάνει ἡ φράση, ὅτι ἐνεδύθησαν οἱ ἄνθρωποι, ἕνεκα τῆς φοβερᾶς πτώσεως, χιτώνας δερματίνους, ποὺ σημαίνει ὅτι ἔγιναν ἔμπειροι τῆς φθορᾶς, ἀπέκτησαν ζωὴ βοσκηματώδη. «Ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὦν, οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι ταῖς ἀνοήτοις καὶ ὁμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ. 49,12).
Ποιὸς λοιπὸν μποροῦσε νὰ σώσῃ τὸν ἄνθρωπο, νὰ τὸν ἐπαναφέρῃ στὴν πρώτη μακαριότητα, νὰ τοῦ χαρίσῃ τὴν καινή, τὴν καινούργια δηλ. ζωή; «Οὔτε ἄγγελος, οὔτε ἄνθρωπος, ἀλλὰ αὐτὸς ὁ Κύριος», ὡς λέγει χαρακτηριστικὰ ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία. Ὅταν, λοιπόν, ὁ πόθος γιὰ τὴν λύτρωση, παρεβίασε τοῦ οὐρανοῦ τὶς πύλες, τότε ὁ Θεὸς κλίνας οὐρανοὺς κατέβη καὶ προσέλαβε τὴν ἀνθρώπινη φύση γιὰ νὰ ἀπαθανατίσῃ τὸ πρόσλημμα. Δὲν ἦλθε ἕνας ἁπλὸς διδάσκαλος γιὰ νὰ διδάξῃ περὶ τῆς καλῆς ζωῆς, ἢ περὶ τοῦ σωστοῦ δρόμου ἢ περὶ μιᾶς ἠθικῆς ποιότητος τῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλ’ἦλθε ὄντως ὁ ἴδιος ὁ Θεός γενόμενος ἄνθρωπος. Ἦλθε ἡ Ὁδὸς καὶ ἡ Ἀλήθεια καὶ ἡ Ζωή. Ἦλθε «ἵνα οἱ ἄνθρωποι ζωὴν ἔχωσι καὶ περισσὸν ἔχωσι» (Ἰωάνν. Ι,10)
Σήμερα ἐπικρατεῖ ἕνα πνεῦμα συγκρητισμοῦ, μέσα ἀπὸ τὸ ὁποῖο, λυσσαλέα ἐπιχειροῦν κάποιοι να περάσουν τὸ μήνυμα, ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἦταν μέν ἕνα ἱστορικὸ πρόσωπο, ἀλλὰ ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι μύστες τῶν θρησκειῶν. Γι’αὐτὸ ἀγωνιζόμεθα, ὡς Ἐκκλησία, νὰ μὴ περάσῃ ἕνα τέτοιο μήνυμα, ἀφοῦ ἕνας ἁπλός δάσκαλος, ἀστέρας ἢ κοινωνικὸς ἐπαναστάτης ἢ ὁ,τιδήποτε ἄλλο, πάντως ὄχι Θεός, δὲν προσφέρει στὸν ἄνθρωπο τὴν ἔξοδο ἀπὸ τὸν ὠκεανὸ τῆς ἀπελπισίας καὶ τὴν κατατρόπωση τοῦ θανάτου, ὁ ὁποῖος θάνατος εἶναι τὸ «σκιάχτρο», τὸ φόβητρο τῆς ζωῆς μας.
Ἂν ἦταν ἔτσι τὰ πράγματα, ἀδελφοί μου, τότε ἡ Μεγάλη Παρασκευὴ θὰ ἦταν ἡ τελευταία ἡμέρα τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἐλπίδος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ἀφοῦ ἐλιτάνευσαν καὶ εἶδαν τὴν ζωὴν ἐν τάφῳ κειμένην.
Ἔτσι λοιπόν, οἱ θεοφώτιστοι νόες, οἱ Ἅγιοι Πατέρες, τὰ χρυσέα στόματα τῆς ἀληθείας, μιλᾶνε ὄχι ἁπλῶς γιὰ σωτηρία ἀπὸ μιά κατάσταση δύσκολη, ἀλλὰ γιὰ τὴν θέωση, ἡ ὁποία δὲν εἶναι μόνο ἡ λύτρωση ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ ἡ ἐλευθερία ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ διαβόλου, ἀλλὰ ἡ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, ποὺ εἶναι τὸ «τέλος», ὁ σκοπὸς τῆς δημιουργίας, τῆς πορείας καὶ τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι χαρακτηριστικοὶ οἱ ὅροι ποὺ χρησιμοποιοῦνται γιὰ νὰ δηλώσουν οἱ Πατέρες αὐτὴ τὴν δωρεὰ καὶ χάρη. «Ἀποκατάστασις, ἀνακαίνισις, καινὴ ζωή...».
· Ὅμως ἕνα ἐρώτημα βασανίζει τὸ εἶναι μας, αὐτὲς κυρίως τὶς ἡμέρες ποὺ ζοῦμε μέσα στὸ ἀναστάσιμο κλῖμα. Ἀφοῦ ὁ Κύριος μᾶς ἀνέστησε, ἀφοῦ ἔσπασε τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου γιατί ὑπάρχουν νεκροὶ καὶ μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του; Εἶναι θλιβερὴ ἡ διαπίστωση, ὅτι ὑπάρχουν νεκροὶ καὶ μετὰ τὴν «ἀνακεφαλαίωση, τὴν ἀναγέννηση καὶ τὴν διά τῆς Ἀναστάσεως ἀνακαίνιση».
Αὐτὸ ὀφείλεται, ὡς ἀντιλαμβάνεσθε, ὄχι στὴν «ἀδυναμία» τοῦ Ἀναστάντος, ἀλλὰ στὴν δική μας κακὴ χρήση τῆς ἐλευθερίας τὴν ὁποία μᾶς ἔχει δώσει ὁ Θεός, ὡς μέγιστο δῶρο.
Δὲν ζεῖ κάποιος ἂν δὲν θελήσῃ νὰ πιαστῇ ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Ἀναστάντος. Ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὕα, ἂν προσέξωμε τὴν εἰκόνα τῆς εἰς Ἅδου καθόδου τοῦ Κυρίου, ζοῦν τὴν συγκλονιστικὴ στιγμὴ κατά τήν ὁποία ἑλκύονται ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν, πιασμένοι ἀπὸ τὰ Ἄχραντα Χέρια τοῦ Κυρίου, ποὺ φέρουν τοῦ τόπους τῶν ἥλων. Ἂν δὲν γινόταν αὐτό θὰ ἔμεναν στὸν Ἅδη.
Ἰδοὺ, λοιπὸν, ἡ ἀπάντηση στὸ ἐρώτημά μας.
· Εἶναι νεκρὸς ὅποιος δὲν εἶναι ἑνωμένος μὲ τὸν Χριστό. Τὸ λέγομεν κατὰ ἀπόλυτον καὶ κατηγορηματικὸν τρόπο. Καὶ ἐπειδή ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι νεκρὸς ὅποιος δὲν εἶναι ἐντός της Ἐκκλησίας. Εἶναι νεκρός ὅποιος δέν ἀξιοποιεῖ τὴν χάρη καὶ τὴν δωρεὰ ἡ ὁποία δίδεται διά τῶν Ἱερῶν Μυστηρίων.
· Ὅποιος ἀγωνίζεται σὲ προσωπικό, ἀτομικὸ ἐπίπεδο, νὰ ἐπιτύχῃ τὴν ἔξοδο ἀπὸ τὸ σκοτάδι καὶ τὴν ὅποια δυσχέρεια, χωρὶς τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ματαιοπονεῖ, ἀφοῦ βαδίζει ὡς ἀποσταμένος καί νυχτωμένος στρατοκόπος, ποὺ ἡ πορεία του εἶναι καταδικασμένη νὰ φτάσῃ στὴν συντριβή, μέσα ἀπὸ ἕνα βοσκηματώδη βίο.
· Ὅποιοι κοπιάζουν μέσα ἀπὸ τὸν οἰκογενειακὸ βίο νὰ στερεώσουν τὴν ἐπιτυχία τὴν δική τους καὶ τῶν παιδιῶν τους ἀποκλειστικά σὲ κοσμικὲς βάσεις ἀπατῶνται, ἀφοῦ μόνο ὁ Ἀναστάς συνδέει τὰ πρόσωπα ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης καὶ τῆς ἀγάπης. Πῶς θὰ σταθῇ μιά οἰκογένεια, χωρὶς τὴν ἀγάπη, τὸν σεβασμό, τὴν τιμή, τὴν ἀξιοπρέπεια; Πῶς θά ὑπάρξῃ εὐτυχία ὅταν λείπῃ ἀπό τό σπίτι ὁ λίθος ὁ ἀκρογωνιαῖος, ὃς ἐστὶν Ἰησοῦς Χριστός;
· Εἶναι νεκρὴ μιά κοινωνία, ἡ ὁποία δὲν στηρίζεται στὶς ἀρχὲς ποὺ δίδαξε ὁ Θεάνθρωπος. Πολλοὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ ἰσχυρισθοῦν: «Τί θέλετε, λοιπὸν, νὰ δημιουργήσουμε μιά θεοκρατική κοινωνία;» Ἐμεῖς ἀπαντᾶμε. Ἐπιθυμοῦμε νά ἔχωμε μιά κοινωνία ἐλευθέρων ἀνθρώπων. Ψάξτε παντοῦ, ἐρευνήσατε ὡς θέλετε καί ὅσο θέλετε, μελετήσατε ὅλα τὰ βιβλία τοῦ κόσμου καὶ ἂν εὕρετε ἄλλην διδασκαλία τελειωτέραν ἐκείνης τοῦ Θεανθρώπου καὶ ἐμεῖς θὰ σᾶς ἀκολουθήσωμε. Καὶ τί θέλετε, λοιπόν, μιά κοινωνία ζούγκλα; Ἐν πολλοῖς τὸ ἔχομε καταφέρει, ἀφοῦ ὡς ἔχει εὐστόχως εἰπωθεῖ, «Δίχως Θεὸ ὅλα ἐπιτρέπονται». Εἶστε εὐχαριστημένοι ἀπό τήν σημερινή κοινωνία;
Γι’αὐτὸ καὶ συνεχίζομε καὶ ἐπιμένομε, φέροντες ὡς Ἐκκλησία τὴν εὐθύνη ἔναντι τῶν τέκνων μας, ἀλλά καί ὅλου τοῦ κόσμου, καὶ ἐπισημαίνομε.
· Εἶναι νεκρὴ καὶ ἡ παιδεία ἡ ὁποία δὲν βασίζεται στὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Τί νὰ τὰ κάνῃ τὸ παιδί, ὅσα γράμματα καὶ ἂν μάθη, ἂν παραμένει ὡς ἄνθρωπος, δέσμιος τοῦ θανάτου; Ἡ ψυχή, ὄντας ἐκ φύσεως θεονοσταλγικὴ καὶ θεοπόθητη, ποθεῖ τὸν νυμφίο της, τὸν ἀναστάντα Κύριό της.
Μᾶς κατέστρεψαν τὰ ἄθεα γράμματα, ὡς ἔλεγε ὁ μέγας διδάχος τῆς Ἀναστάσεως, ὁ Ἐθναπόστολος καὶ ἱερομάρτυς Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός. Μᾶς ἐπηρέασε σ’αὐτὸ ἡ «λευκὴ δαιμονία», ἡ Εὐρώπη (ἔτσι τὴν ἀποκαλοῦσε ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς) μὲ τὰ ἄθεα συστήματά της, τὰ ὁποία ἄκριτα καὶ ἄκαιρα υἱοθετήσαμε καὶ υἱοθετοῦμε.
· Εἶναι νεκρὴ καὶ ἡ πολιτική, ὅταν δεν στηρίζεται στὶς ἀρχὲς τοῦ ἐκ Τάφου ἀνατείλαντος Κυρίου. Πῶς εἶναι δυνατόν νά ἔχωμε μιά εὐνομούμενη πολιτεία, ὅταν δὲν στηρίζεται στὴν δικαιοσύνη, στὴν τιμιότητα, στὸν σεβασμὸ τῶν πολιτῶν μικρῶν καὶ μεγάλων, ὅταν δὲν σέβεται τὰ ἀτομικὰ δικαιώματα, τὴν ἴση κατανομὴ τῶν ἀγαθῶν κ.λ.π.; Διερωτῶμαι, σὲ τί θὰ ἔβλαπτε, ἆρα γε ἕνα Κυβερνήτη μιᾶς χώρας, ἕνα ὑπεύθυνο μιᾶς πολιτείας, ἄν εἶχε ὡς πηδάλιο τὸν αἰώνιο νόμο τῆς ἀγάπης καὶ τῆς διακονίας, πού εἶναι τὸ πρώτιστο καθῆκον μας; Σέ τί θά τόν ἔβλαπτε ἄν εἷχε ὡς ὅραμά του τήν ἐργατικότητα καὶ τόν ἀγῶνα ὑπὲρ τῶν ἀδυνάτων, ὥστε καὶ ἐκεῖνοι νὰ ἀπολαύσουν τὰ ἀγαθὰ τοῦ Θεοῦ; Δὲν γνωρίζω ἂν ποτέ ἡ χώρα μας θὰ βρῇ τὸ δρόμο της καὶ θὰ προχωρήσῃ μὲ τὸ πρόσωπο ψηλά, ἂν δὲν βοηθήσωμε ὅλοι νὰ ἐπικρατήσῃ ὁ νόμος τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου. Ὅσα συστήματα δοκιμάσαμε ἀπέτυχαν. Ἡ κατάντια μας, εἶναι ὁ ἀψευδὴς μάρτυς ὅλων τῶν ἀνωτέρω. Τὸ πτῶμα μας χρειάζεται τὴν ἀνάστασή του.
Μποροῦμε νά ζήσωμε τήν Ἀνάσταση. Ἂς βιαστοῦμε ὅλοι πρὶν ἢ εἶναι ἀργά.
· Ἀδελφοί μου. Καθὼς πέρασε τὸ Πάσχα καὶ ἑορτάσαμε, ὁ καθεὶς προσωπικά, ἐσωτερικὰ, ἀλλὰ καὶ ὅλοι μαζί, καὶ πορευόμεθα, ὡς οἱ Μαθηταὶ πρὸς Ἐμμαούς, συζητοῦντες σκυθρωποὶ γιὰ τὴν σύγχρονη δεινὴ κατάσταση, ἰδοὺ συνοδοιπόρος μας ὁ Κύριος, χωρὶς ἐμεῖς νὰ ὑποπτευόμεθα ὅτι εἶναι δίπλα μας. Κάποια στιγμὴ ὁ κόπος καὶ ἡ ἀγωνία, τὸ ἐνδιαφέρον ποὺ ἔχει δημιουργήσει ἡ συζήτηση γιὰ τὰ γενόμενα διακόπτονται ἀπὸ τὴν φωνή Του. «Τίνες οἱ λόγοι οὗτοι οὕς ἀντιβάλλετε πρός ἀλλήλους περιπατοῦντες καί ἐστέ σκυθρωποί» (Λουκ. κδ, 17). Καὶ ἐμεῖς συνεπαρμένοι ἀπὸ τὴν κοσμοχαλασιὰ καὶ τὴν κοσμικὴ μέριμνα, δὲν τὸν ἔχομε ἀκόμα ἀναγνωρίσει καὶ τοῦ ἀπαντᾶμε: «Καλὰ δὲν ζεῖς ἐσὺ σ’αὐτὸν τὸν τόπο; Δὲν γνωρίζεις τί γίνεται στὴ χώρα μας; Δὲν ἔχεις ἀκούσει γιὰ τὶς δυσκολίες μας, τὴν ὀδύνη μας, τὴ φτώχειά μας καὶ τὴν φοβερή μας κατάντια;»
Τότε Ἐκεῖνος ἐπαναλαμβάνει τὰ λόγια ποὺ εἶπε στοὺς μαθητάς Του: «Ὢ ἀνόητοι καὶ βραδεῖς τῇ καρδίᾳ τοῦ πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ Προφῆται...» (Λουκ. κδ.25)
Καὶ ἐνῶ ἡ συζήτησις προχωράει, μὲ τὴν συμμετοχή Του, ὁ δρόμος φτάνει στὸ σημεῖο ποὺ Ἐκεῖνος «προσποιεῖται πορρωτέρω πορεύεσθαι» (Λουκ. κδ 28)
Τότε κατανοοῦμε ὅτι χωρὶς αὐτὸν δὲν μποροῦμε νὰ προχωρήσουμε. Καὶ τὸν παρακαλοῦμε λέγοντες: «μεῖνον μεθ’ἡμῶν, ὅτι πρὸς ἑσπέραν ἐστί καὶ κέκλικεν ἡ ἡμέρα...» (Λουκ. κδ 30)
Ἐκεῖνος μᾶς κάνει τὴν χάρη, δὲν θέλει νὰ μείνωμε στὸ σκοτάδι. Ἔρχεται κάθεται κοντά μας, εἶναι στὸ τραπέζι μας. Τὸν βλέπετε ἀδελφοί μου; Ψάχνομε νὰ τοῦ δώσουμε κάτι, ἀλλὰ δὲν βρίσκουμε τίποτε, ἀδυνατοῦμε νὰ τοῦ προσφέρουμε ὁ,τιδήποτε, θὲς ἀπὸ τὸν φόβο μας, θές ἀπό τὸ δέος... ἄγνωστος εἶναι... Καὶ τότε Ἐκεῖνος μᾶς δίδει τὰ πάντα, προσφέρεται μπροστά μας, δίδει τὸ Σῶμα Του καὶ τὸ Αἷμα Του. Τότε, διανοίγονται οἱ ὀφθαλμοί μας, ζοῦμε ἕνα ἐσωτερικὸ σεισμισμὸ συγκλονισμό, Τὸν ἀναγνωρίσαμε ἤδη.
Τώρα γίνεται τὸ μεγάλο πανηγύρι. Τώρα ἑορτάζομε μαζὶ μὲ τὶς οὐράνιες δυνάμεις. Σύνοδος γὰρ οὐρανοῦ καὶ γῆς ἡ Ἐκκλησία, ὡς θὰ ἔλεγε ὁ Χρυσολόγος Ἰωάννης. Τώρα καὶ θέλομε καὶ μποροῦμε νὰ ξεπεράσωμε τὶς δυσκολίες καὶ νὰ περιπαίξωμε τὸν θάνατο. Τώρα καὶ μιά καὶ δύο καί χίλιες καὶ ἀναρίθμητες φορὲς μποροῦμε νὰ ψάλλωμε:
«Χριστὸς Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος».
7 σχόλια:
Αποδεικνύεται ως σημαντικός αρθρογράφος ο Πατρών Χρυσόστομος. Τα κείμενά του μιλούν στην καρδιά και στο νου μας.
Ο Μητροπολίτης Πατρών κ. Χρυσόστομος είναι σώφρον. Ασχολείται με την εις βάθος καλλιέργεια του πιστού λαού που του εμπιστευτεί ο Κύριος. Ας είναι παράδειγμα και για κάποιους άλλους που μόνο να φωνασκούν και να αφορίζουν είναι άξιοι. Ως τώρα τα δείγματα γραφής και ζωής του είναι άριστα.
Χριστός Ανέστη μέσα μας και γύρο μας.
Για τον ενθαρρυντικό σας αυτό λόγο σας ευχαριστώ σεβασμιότατε.
Στέλιος
Εξαιρετική η ομιλία. Ευκολοδιάβαστη και ωφέλιμη.
Είναι φανερό ότι ο 3:56μ.μ.φωτογραφίζει με το σχόλιό του τον Πειραιώς.Που τον επαινεί όλος ο Πειραιάς για το φιλανθρωπικό του έργο και που τον επιδοκίμασε στην παρέλαση ενώ ταυτόχρονα αποδοκίμασε τους πολιτικούς.Του κάθεται φαίνεται στο στομάχι επειδή είναι αντιοικουμενιστής και τα χώνει στο Βαρθολομαίο
Με στήριξαν πολύ τα λόγια αυτά που γράφει εδώ ο μητροπολίτης Πατρών. Βρίσκομαι σε δύσκολη περίοδο και έλαβα δύναμη. Ευτυχώς που υπάρχει και ο λόγος της εκκλησίας να μας στηρίζει.
Εκπληκτικό κήρυγμα για αυτή την αναστάσιμη περίοδο και για την παρουσία του Χριστού στην ζωή μας πάντοτε.
Δημοσίευση σχολίου