«Οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ
καί μή εἰς Θεόν πλουτῶν»
καί μή εἰς Θεόν πλουτῶν»
(Λουκ. ιβ΄
21).
Αὐτό εἶναι τό συμπέρασμα τῆς παραβολῆς τοῦ
ἄφρονος πλουσίου.Ἕνα συμπέρασμα, πού μᾶς παρουσιάζει τό τραγικό πάθημα τοῦ
πλουσίου. Τό εἴδαμε! Κοπίασε σάν δοῦλος καί μόχθησε καί κακοπάθησε γιά νά
συνάξει «πάντα τά γεννήματά του καί τά ἀγαθά
του», καί ξαφνικά πέθανε. Πέθανε κουρασμένος, ταλαιπωρημένος,
ἀποκαμωμένος. Πέθανε μέ ἀκάθαρτη καί κατάμαυρη τήν ψυχή.
Ἀλλά τό πάθημα αὐτό τοῦ ἄφρονα πλουσίου δέν ἦταν μόνο γιά ἐκεῖνον. Παρόμοιο τέλος θά ἔχουν ὅλοι ὅσοι τοῦ ὁμοιάζουν. Γι’ αὐτό βλέπετε ὁ Κύριος τόνισε: «Οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ καί μή εἰς Θεόν πλουτῶν». Τό ἴδιο τέλος θά ἔχει καί καθένας πού μοιάζει μέ τόν ἄφρονα πλούσιο καί θησαυρίζει στόν ἑαυτό του καί δέν πλουτίζει στόν Θεό.
Ἀξίζει τόν κόπο νά δοῦμε μέ συντομία τίς δύο αὐτές κατηγορίες ἀνθρώπων.
Καί πρῶτα, ποιός εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού θησαυρίζει στόν ἑαυτό του. Εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος πού θησαυρίζει ἀποκλειστικά καί μόνο γιά τό ἐγώ του, γιά τό σῶμα του καί τίς σαρκικές ἐπιθυμίες του.
Ὁ πλούσιος τῆς
Εὐαγγελικῆς περικοπῆς εἶχε κάνει κέντρο τόν ἑαυτό του. Παρακολουθήσατέ τον στίς
σκέψεις του, στίς ἀποφάσεις του, στίς ἐνέργειές του. Τήν προσωπική ἀντωνυμία καί
τήν κτητική τίςἈλλά τό πάθημα αὐτό τοῦ ἄφρονα πλουσίου δέν ἦταν μόνο γιά ἐκεῖνον. Παρόμοιο τέλος θά ἔχουν ὅλοι ὅσοι τοῦ ὁμοιάζουν. Γι’ αὐτό βλέπετε ὁ Κύριος τόνισε: «Οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ καί μή εἰς Θεόν πλουτῶν». Τό ἴδιο τέλος θά ἔχει καί καθένας πού μοιάζει μέ τόν ἄφρονα πλούσιο καί θησαυρίζει στόν ἑαυτό του καί δέν πλουτίζει στόν Θεό.
Ἀξίζει τόν κόπο νά δοῦμε μέ συντομία τίς δύο αὐτές κατηγορίες ἀνθρώπων.
Καί πρῶτα, ποιός εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού θησαυρίζει στόν ἑαυτό του. Εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος πού θησαυρίζει ἀποκλειστικά καί μόνο γιά τό ἐγώ του, γιά τό σῶμα του καί τίς σαρκικές ἐπιθυμίες του.
χρησιμοποιεῖ συνεχῶς. Ἐγώ τί ποιήσω. Ἐγώ καθελῶ τίς ἀποθῆκες μου. Ἐγώ οἰκοδομήσω μείζονας. Καί ἐγώ ἐκεῖ «συνάξω πάντα τά γεννήματά μου καί τά ἀγαθά μου». Ὅλα τά θέλει γιά τόν ἑαυτό του. Ἕνας ἐγωκεντρισμός ἀπαράδεκτος. Ἕνας ὑλισμός ὠμός. Ἕνας ἀτομισμός πού εἶναι ξένος καί ἀλλότριος πρός τόν νόμο τοῦ Θεοῦ, τόν νόμο τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης. Τί τό παράδοξο λοιπόν, νά λέει ὁ Κύριος ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός «ἐθησαύριζεν ἑαυτῷ».
Ἀλλά δέν εἶναι μόνον αὐτό. Ἡ νοοτροπία τῆς ἀντιλήψεως τοῦ ἄφρονα πλουσίου εἶναι τέτοια, πού τήν ἐπιτυχία τῶν σχεδίων του τήν ἐξαρτᾶ μόνο καί μόνο ἀπό τίς δικές του ἐνέργειες καί δυνάμεις. Ἔχει
διαγράψει καί ἔχει πετάξει ἀπό τό λεξιλόγιό του, ἀλλά καί ἀπό τίς πεποιθήσεις του κάθε ἄλλον παράγοντα ἐγκόσμιο καί ὑπερκόσμιο. Δέν σκέπτεται ὁ ἄνθρωπος αὐτός ὅτι, τέλος πάντων, γιά νά δώσουν τά χωράφια του τήν εὐφορία ἐκείνη, πού πραγματοποιήθηκε τή χρονιά ἐκείνη, ὑπῆρξαν καί οἱ κατάλληλες βροχές καί ὁ εὔκρατος καιρός.
Πράγματα τά ὁποῖα δέν ἐξαρτῶνται ἀπό τήν ἀνθρώπινη θέληση, ἀλλά εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ. Καί ἀκόμη δέν σκέφθηκε ὁ ἄφρονας πλούσιος ὅτι καί ἄν ἀσφάλιζε «τά γεννήματά του καί τά ἀγαθά του» μέσα σέ νέες ἀποθῆκες, πού θά ἔκτιζε, ὑπάρχουν οἱ κλέπτες. Ὑπάρχουν διαρρῆκτες. Ὑπάρχουν οἱ
ἅρπαγες. Ὑπάρχουν οἱ ληστές. Ὑπάρχει «ἡ σής καί ἡ βρῶσις». Ὑπάρχουν τά τόσα αἴτια τά ὁποῖα φθείρουν καί ἐξαφανίζουν καί τά γεννήματα καί τά ὑλικά ἀγαθά. Τίποτε ἀπό αὐτά! Αὐτός στηρίζεται στόν ἑαυτό του. Γι’ αὐτό ἔρχεται σέ ὀξεῖα ἀντίθεση μέ ἐκεῖνο πού διδάσκει ὁ λόγοςτοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος λόγος τοῦ Θεοῦ ταλανίζει τούς ἀνθρώπους ἐκείνους, πού στηρίζουν καί ἐξαρτοῦν τά πάντα ἀπό τίς δικές τους δυνάμεις. Σεῖς, λέει, πού ἐμπιστεύεσθε μόνο τόν ἑαυτό σας καί λέγετε: «πορευσόμεθα εἰς τήνδε τήν πόλιν καί ποιήσομεν ἐκεῖ ἑνιαυτόν ἕνα καί ἐμπορευσόμεθα καί κερδήσομεν» (Ἰακ. δ’ 14). Δέν γνωρίζετε τί θά σᾶς συμβεῖ τήν ἑπομένη ἡμέρα. «Ἀντί τοῦ λέγειν ὑμᾶς, ἐάν ὁ Κύριος θελήσῃ, καί ζήσομεν καί ποιήσομεν τοῦτο ἤ ἐκεῖνο» (Ἰακ. δ’ 15). Ἐνῶ ὁ πιστός χριστιανός τά ἐξαρτᾶ ὅλα ἀπό τήν ἀγαθή Πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό καί λέει: Ἐάν ὁ Θεός θέλει. Ἐάν ὁ Κύριος εὐδοκήσει θά πράξω αὐτό καί τό ἄλλο.
Ἀλλά ὁ ἄφρονας πλούσιος λησμόνησε τό
σπουδαιότερο. Ποιό εἶναι;
«Οὐκ ἐν τῷ ἀποθνήσκειν αὐτόν λήψεται τά πάντα, οὐδέ συγκαταβήσεται αὐτῷ ἡ δόξα αὐτοῦ» (Ψαλμ. μη’ 18). Κάποτε θά ἐρχόταν ἡ ὥρα νά πεθάνει «ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ πλούσιος». Ἄν δέν πέθαινε ἐκείνη τή νύκτα, κάποια ἄλλη ὥρα θά πέθαινε. Δέν σκέφθηκε ὁ ἄφρονας πλούσιος τί θά ἔπαιρνε μαζί του ἀπό «τά γεννήματά του καί τά ἀγαθά του»; Τίποτε. Ὁ ἀπ. Παῦλος μᾶς τό λέει σαφῶς: «Οὐδέν εἰσενέγκαμεν εἰς τόν κόσμον», τίποτε δέν φέραμε στόν κόσμο, ὅταν γεννηθήκαμεν, «δῆλον ὅτι οὐδέ ἐξενεγκεῖν τί δυνάμεθα» (Α’ Τιμ. στ’ 7). Εἶναι λοιπόν, φανερό, ὅτι ὅταν θά ἐξέλθουμε ἀπό τόν κόσμο αὐτόν, τίποτε δέν θά μπορέσουμε νά πάρουμε. Τά ὑλικά ἀγαθά πού συσσωρεύουν οἱ ἄνθρωποι, ἐδῶ μένουν. Ἐκεῖνο τό ὁποῖο θά πάρουμε μαζί μας εἶναι οἱ πράξεις μας, τά ἔργα μας, τά ὁποῖα θά μᾶς συνοδεύουν στήν αἰωνιότητα. Ὅλα αὐτά λησμόνησε ὁ ἄφρονας πλούσιος. Τά λησμονοῦν καί ὅλοι ὅσοι τοῦ ὁμοιάζουν. «Οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ».
Καιρός τώρα νά δοῦμε, ποιός εἶναι ὁ «εἰς Θεόν πλουτῶν».
Εἶναι τό ἐντελῶς ἀντίστροφο ἀπό ἐκεῖνο πού ἦταν ὁ ἄφρονας πλούσιος. Εἴπαμε ὅτι ὁ πλούσιος τοῦ Εὐαγγελίου εἶχε κάνει κέντρο τόν ἑαυτόν του, ἀλλά ὁ «εἰς Θεόν πλουτῶν»
Θέλετε ἀπόδειξη; Στήν ἐποχή ἀκόμη τῆς Π. Διαθήκης ὁ Θεός βεβαιώνει: «Ὁ ἐλεῶν πτωχόν δανείζει Θεῷ». Ἐκεῖνα πού δίνει στόν πτωχό, τόν ἄξιο προστασίας καί βοηθείας, δέν τά δίνει στόν πτωχό ἄνθρωπο, ἀλλά τά δανείζει στόν Θεό. Καί τό δάνειο αὐτό πρός τόν Θεό, τό ἀποθέτει αὐτός στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Βλέπετε ὅτι ἐκεῖνος πού πλουτεῖ στόν Θεό ἔχει κέντρο τόν Θεό. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός μᾶς τό εἶπε αὐτό, ὅτι κατά τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως θά τό διακηρύξει: «Ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε» (Ματθ. κε’ 40).
Ὅ,τι καλό κάματε καί, ἀντίστροφα ὅ,τι καλό παραμελήσατε νά κάνετε στούς ἀδελφούς μου τούς ἐλαχίστους, τούς περιφρονημένους, ἐκείνους πού δέν τούς ὑπολογίζετε, τό καλό αὐτό τό θεωρῶ ὅτι τό κάνατε σέ Μένα τόν Ἴδιο: «Ἐμοί ἐποιήσατε». Βλέπετε τήν ἀβυσσώδη διαφορά–ἀντίθεση; Ὁ μέν ὑλιστής καί ἄφρονας ὅλα τά κάνει γιά τόν ἑαυτό του. Ἐγώ καί ἐμοῦ καί ἐμοί. Ὁ δέ πιστός χριστιανός ὅλα τά κάνει γιά τόν Θεό, γιά τόν Χριστό.
Γι’ αὐτόν τόν λόγο βλέπετε τούς ἁγίους τοῦ Χριστοῦ Ἀποστόλους, νά κηρύττουν καί νά μᾶς λένε ὅτι οἱ πτωχοί τοῦ κόσμου, εἶναι πλούσιοι σέ πίστη. Πλουτίζουν σέ πίστη. Δηλαδή ἔχουν ξεκολλήσει τά μάτια τους ἀπό τόν κόσμο αὐτόν, τόν μάταιο καί ἐφήμερον, καί τά ἔχουν ἐστραμμένα ψηλά στόν οὐρανό. Ἔχουν λέει: «Κρείτονα ὕπαρξιν ἑαυτοῖς καί μένουσαν»«Ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν· ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τόν αἰῶνα» (Β’ Κορ.θ’9). Νομίζετε ὅτι ξοδεύει, ὅτι χάνει τά ὑλικά του ἀγαθά ἐκεῖνος πού τά διαμοιράζει στούς ἔχοντας ἀνάγκη, στούς πτωχούς, στούς ἀσθενεῖς, σέ ἔργα κοινωφελῆ; Ὄχι, δέν τά σκορπάει. Δέν τά πετᾶ. Δέν τά χάνει. Ἀλλά τί; Τά ἐγγράφει ὑποθήκη πάνω στόν οὐρανό. Καί ὅταν θά φύγει ἀπό τόν κόσμο αὐτό, θά βρεῖ ἐκεῖ ψηλά περιουσία ἀμύθητη, θησαυρό ἀνέκλειπτο στόν οὐρανό. Ὁ ἀπ. Παῦλος γράφει στόν μαθητήν του τόν Τιμόθεο: «Τοῖς πλουσίοις ἐν τῷ νῦν καιρῷ παράγγειλε μή ὑψηλοφρονεῖν, μηδέ ἐλπικέναι ἐπί πλούτου ἀδηλότητι» (Α’ Τιμ. στ’ 17). Ἀλλά τί νά κάνουν;
«Ἀγαθοεργεῖν, πλουτεῖν ἐν ἔργοις καλοῖς, εὐμεταδότους εἶναι, κοινωνικούς».Νά μεταδίδουν ἀπό τά ἀγαθά τους στούς ἔχοντας ἀνάγκη.Μέ τόν τρόπο αὐτό γίνονται πλούσιοι,σέ ἔργα ἀρετῆς καί πίστεως καί ἀγάπης στόν Θεό . ἔχει κέντρον ποιόν; Τόν Θεό. Δείχνει τήν ἀγάπη του πρός τούς ἀδελφούς τοῦ Χριστοῦ, πρός τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Πρός τούς πάσχοντας, τούς θλιβομένους, τούς δυστυχεῖς. Καί αὐτό, γιατί αὐτούς τούς ἀνθρώπους θεωρεῖ ἀδελφούς τοῦ Χριστοῦ. (Ἑβρ. ι’ 34). Ποῦ τήν ἔχουν τήν περιουσία αὐτοί; Ὄχι στή γῆ, ἀλλά στόν οὐρανό. Ἐκεῖ στά οὐράνια θησαυροφυλάκια. Ἐκεῖ ὅπου ἀποθηκεύονται καί ἀποθησαυρίζονται ὅλα τά καλά ἔργα, ὅλες οἱ ἐνάρετες πράξεις, τίς ὁποῖες γιά τό ὄνομα τοῦ Κυρίου, γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, γιά τόν φόβο τοῦ Θεοῦ ἐκτελεῖ καί πραγματοποιεῖ ὁ ἄνθρωπος πάνω στή γῆ. Τί ἄλλο θέλετε; Δέν ἀκοῦτε, ἀφ’ ἑνός τόν προφήτη καί ἀφ’ ἑτέρου τόν Ἀπόστολο,πῶς διακηρύττουν τήν ἀλήθεια αὐτή;
«Οὐκ ἐν τῷ ἀποθνήσκειν αὐτόν λήψεται τά πάντα, οὐδέ συγκαταβήσεται αὐτῷ ἡ δόξα αὐτοῦ» (Ψαλμ. μη’ 18). Κάποτε θά ἐρχόταν ἡ ὥρα νά πεθάνει «ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ πλούσιος». Ἄν δέν πέθαινε ἐκείνη τή νύκτα, κάποια ἄλλη ὥρα θά πέθαινε. Δέν σκέφθηκε ὁ ἄφρονας πλούσιος τί θά ἔπαιρνε μαζί του ἀπό «τά γεννήματά του καί τά ἀγαθά του»; Τίποτε. Ὁ ἀπ. Παῦλος μᾶς τό λέει σαφῶς: «Οὐδέν εἰσενέγκαμεν εἰς τόν κόσμον», τίποτε δέν φέραμε στόν κόσμο, ὅταν γεννηθήκαμεν, «δῆλον ὅτι οὐδέ ἐξενεγκεῖν τί δυνάμεθα» (Α’ Τιμ. στ’ 7). Εἶναι λοιπόν, φανερό, ὅτι ὅταν θά ἐξέλθουμε ἀπό τόν κόσμο αὐτόν, τίποτε δέν θά μπορέσουμε νά πάρουμε. Τά ὑλικά ἀγαθά πού συσσωρεύουν οἱ ἄνθρωποι, ἐδῶ μένουν. Ἐκεῖνο τό ὁποῖο θά πάρουμε μαζί μας εἶναι οἱ πράξεις μας, τά ἔργα μας, τά ὁποῖα θά μᾶς συνοδεύουν στήν αἰωνιότητα. Ὅλα αὐτά λησμόνησε ὁ ἄφρονας πλούσιος. Τά λησμονοῦν καί ὅλοι ὅσοι τοῦ ὁμοιάζουν. «Οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ».
Καιρός τώρα νά δοῦμε, ποιός εἶναι ὁ «εἰς Θεόν πλουτῶν».
Εἶναι τό ἐντελῶς ἀντίστροφο ἀπό ἐκεῖνο πού ἦταν ὁ ἄφρονας πλούσιος. Εἴπαμε ὅτι ὁ πλούσιος τοῦ Εὐαγγελίου εἶχε κάνει κέντρο τόν ἑαυτόν του, ἀλλά ὁ «εἰς Θεόν πλουτῶν»
Θέλετε ἀπόδειξη; Στήν ἐποχή ἀκόμη τῆς Π. Διαθήκης ὁ Θεός βεβαιώνει: «Ὁ ἐλεῶν πτωχόν δανείζει Θεῷ». Ἐκεῖνα πού δίνει στόν πτωχό, τόν ἄξιο προστασίας καί βοηθείας, δέν τά δίνει στόν πτωχό ἄνθρωπο, ἀλλά τά δανείζει στόν Θεό. Καί τό δάνειο αὐτό πρός τόν Θεό, τό ἀποθέτει αὐτός στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Βλέπετε ὅτι ἐκεῖνος πού πλουτεῖ στόν Θεό ἔχει κέντρο τόν Θεό. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός μᾶς τό εἶπε αὐτό, ὅτι κατά τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως θά τό διακηρύξει: «Ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε» (Ματθ. κε’ 40).
Ὅ,τι καλό κάματε καί, ἀντίστροφα ὅ,τι καλό παραμελήσατε νά κάνετε στούς ἀδελφούς μου τούς ἐλαχίστους, τούς περιφρονημένους, ἐκείνους πού δέν τούς ὑπολογίζετε, τό καλό αὐτό τό θεωρῶ ὅτι τό κάνατε σέ Μένα τόν Ἴδιο: «Ἐμοί ἐποιήσατε». Βλέπετε τήν ἀβυσσώδη διαφορά–ἀντίθεση; Ὁ μέν ὑλιστής καί ἄφρονας ὅλα τά κάνει γιά τόν ἑαυτό του. Ἐγώ καί ἐμοῦ καί ἐμοί. Ὁ δέ πιστός χριστιανός ὅλα τά κάνει γιά τόν Θεό, γιά τόν Χριστό.
Γι’ αὐτόν τόν λόγο βλέπετε τούς ἁγίους τοῦ Χριστοῦ Ἀποστόλους, νά κηρύττουν καί νά μᾶς λένε ὅτι οἱ πτωχοί τοῦ κόσμου, εἶναι πλούσιοι σέ πίστη. Πλουτίζουν σέ πίστη. Δηλαδή ἔχουν ξεκολλήσει τά μάτια τους ἀπό τόν κόσμο αὐτόν, τόν μάταιο καί ἐφήμερον, καί τά ἔχουν ἐστραμμένα ψηλά στόν οὐρανό. Ἔχουν λέει: «Κρείτονα ὕπαρξιν ἑαυτοῖς καί μένουσαν»«Ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν· ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τόν αἰῶνα» (Β’ Κορ.θ’9). Νομίζετε ὅτι ξοδεύει, ὅτι χάνει τά ὑλικά του ἀγαθά ἐκεῖνος πού τά διαμοιράζει στούς ἔχοντας ἀνάγκη, στούς πτωχούς, στούς ἀσθενεῖς, σέ ἔργα κοινωφελῆ; Ὄχι, δέν τά σκορπάει. Δέν τά πετᾶ. Δέν τά χάνει. Ἀλλά τί; Τά ἐγγράφει ὑποθήκη πάνω στόν οὐρανό. Καί ὅταν θά φύγει ἀπό τόν κόσμο αὐτό, θά βρεῖ ἐκεῖ ψηλά περιουσία ἀμύθητη, θησαυρό ἀνέκλειπτο στόν οὐρανό. Ὁ ἀπ. Παῦλος γράφει στόν μαθητήν του τόν Τιμόθεο: «Τοῖς πλουσίοις ἐν τῷ νῦν καιρῷ παράγγειλε μή ὑψηλοφρονεῖν, μηδέ ἐλπικέναι ἐπί πλούτου ἀδηλότητι» (Α’ Τιμ. στ’ 17). Ἀλλά τί νά κάνουν;
«Ἀγαθοεργεῖν, πλουτεῖν ἐν ἔργοις καλοῖς, εὐμεταδότους εἶναι, κοινωνικούς».Νά μεταδίδουν ἀπό τά ἀγαθά τους στούς ἔχοντας ἀνάγκη.Μέ τόν τρόπο αὐτό γίνονται πλούσιοι,σέ ἔργα ἀρετῆς καί πίστεως καί ἀγάπης στόν Θεό . ἔχει κέντρον ποιόν; Τόν Θεό. Δείχνει τήν ἀγάπη του πρός τούς ἀδελφούς τοῦ Χριστοῦ, πρός τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Πρός τούς πάσχοντας, τούς θλιβομένους, τούς δυστυχεῖς. Καί αὐτό, γιατί αὐτούς τούς ἀνθρώπους θεωρεῖ ἀδελφούς τοῦ Χριστοῦ. (Ἑβρ. ι’ 34). Ποῦ τήν ἔχουν τήν περιουσία αὐτοί; Ὄχι στή γῆ, ἀλλά στόν οὐρανό. Ἐκεῖ στά οὐράνια θησαυροφυλάκια. Ἐκεῖ ὅπου ἀποθηκεύονται καί ἀποθησαυρίζονται ὅλα τά καλά ἔργα, ὅλες οἱ ἐνάρετες πράξεις, τίς ὁποῖες γιά τό ὄνομα τοῦ Κυρίου, γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, γιά τόν φόβο τοῦ Θεοῦ ἐκτελεῖ καί πραγματοποιεῖ ὁ ἄνθρωπος πάνω στή γῆ. Τί ἄλλο θέλετε; Δέν ἀκοῦτε, ἀφ’ ἑνός τόν προφήτη καί ἀφ’ ἑτέρου τόν Ἀπόστολο,πῶς διακηρύττουν τήν ἀλήθεια αὐτή;
«Οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ καί μή εἰς Θεόν
πλουτῶν».
Μή νομίζομεν ὅτι ἡ εὐτυχία τοῦ ἀνθρώπου ἐξαρτᾶται καί στηρίζεται σέ ἐπίγειους θησαυρούς. Ὄχι. Πόσοι φτωχοί πού στεροῦνται τά πάντα, εἶναι πανευτυχεῖς; Διότι, ἐάν δέν ἔχουν πλοῦτον ὑλικό, ἔχουν
πλοῦτον πνευματικό. Ἔχουν τόν Χριστό πού κατοικεῖ μέσα τους. Καί πόσοι πλούσιοι, οἱ ὁποῖοι πνίγονται κυριολεκτικά μέσα στά ἀμύθητα πλούτη τους, δέν ἔχουν χαρά καί εἰρήνη στήν ψυχή τους; Διότι λείπει ὁ Χριστός. Πλουτίζουν τούς ἑαυτούς τους οἱ ἄνθρωποι αὐτοί καί δέν πλουτίζουν στόν Θεό.
Ἀλλά ἐμεῖς πρέπει νά ἐπιζητοῦμε τόν πλοῦτον εἰς Θεόν. Ἔχομε ἀνάγκη αὐτοῦ τοῦ πλούτου. Τοῦ πλούτου τῆς ἀρετῆς, τοῦ πλούτου τῆς ἀγάπης, τοῦ πλούτου τῆς πίστεως, τοῦ πλούτου τοῦ πνευματικοῦ.
Ἄς προσευχόμαστε νά μᾶς ἀξιώνει ὁ Θεός, ὄχι νά μιμούμεθα τόν ἄφρονα πλούσιο, θησαυρίζοντες στούς ἑαυτούς μας ὑλικά ἀγαθά καί νά προσκολλόμαστε στή γῆ. Ἀλλά νά μιμούμαστε ἐκείνους πού
πλουτίζουν εἰς Θεόν θησαυρίζοντες θησαυρούς πνευματικούς. Ὁπότε, ἀπολαμβάνοντες ἀπό τήν παροῦσα ἀκόμη ζωή, τήν χαρά καί τήν εἰρήνη τήν ὁποία χαρίζει ὁ Χριστός στούς δικούς Του, θά ἀξιωθοῦμε νά γίνομε κληρονόμοι καί τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ἀρχιμ. Καλλίστρατος Ν.
ΛυράκηςΜή νομίζομεν ὅτι ἡ εὐτυχία τοῦ ἀνθρώπου ἐξαρτᾶται καί στηρίζεται σέ ἐπίγειους θησαυρούς. Ὄχι. Πόσοι φτωχοί πού στεροῦνται τά πάντα, εἶναι πανευτυχεῖς; Διότι, ἐάν δέν ἔχουν πλοῦτον ὑλικό, ἔχουν
πλοῦτον πνευματικό. Ἔχουν τόν Χριστό πού κατοικεῖ μέσα τους. Καί πόσοι πλούσιοι, οἱ ὁποῖοι πνίγονται κυριολεκτικά μέσα στά ἀμύθητα πλούτη τους, δέν ἔχουν χαρά καί εἰρήνη στήν ψυχή τους; Διότι λείπει ὁ Χριστός. Πλουτίζουν τούς ἑαυτούς τους οἱ ἄνθρωποι αὐτοί καί δέν πλουτίζουν στόν Θεό.
Ἀλλά ἐμεῖς πρέπει νά ἐπιζητοῦμε τόν πλοῦτον εἰς Θεόν. Ἔχομε ἀνάγκη αὐτοῦ τοῦ πλούτου. Τοῦ πλούτου τῆς ἀρετῆς, τοῦ πλούτου τῆς ἀγάπης, τοῦ πλούτου τῆς πίστεως, τοῦ πλούτου τοῦ πνευματικοῦ.
Ἄς προσευχόμαστε νά μᾶς ἀξιώνει ὁ Θεός, ὄχι νά μιμούμεθα τόν ἄφρονα πλούσιο, θησαυρίζοντες στούς ἑαυτούς μας ὑλικά ἀγαθά καί νά προσκολλόμαστε στή γῆ. Ἀλλά νά μιμούμαστε ἐκείνους πού
πλουτίζουν εἰς Θεόν θησαυρίζοντες θησαυρούς πνευματικούς. Ὁπότε, ἀπολαμβάνοντες ἀπό τήν παροῦσα ἀκόμη ζωή, τήν χαρά καί τήν εἰρήνη τήν ὁποία χαρίζει ὁ Χριστός στούς δικούς Του, θά ἀξιωθοῦμε νά γίνομε κληρονόμοι καί τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
τ. Ἱεροκήρυκας
Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου