Κυριακή 11 Μαΐου 2014

Ο Μ Ι Λ Ι Α ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΣΥΝΑΝΤΗΣΙΝ ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΣΥΜΠΑΤΡΙΩΤΩΝ ΑΥΤΟΥ ΙΜΒΡΙΩΝ ΕΚ ΤΟΥ KIRCHHEIM ΕΙΣ ΤΟΝ ΙΕΡΟΝ ΝΑΟΝ ΑΓΙΩΝ ΠΕΤΡΟΥ ΚΑΙ ΠΑΥΛΟΥ FEUERBACH

Ο Μ Ι Λ Ι Α
ΤΗΣ Α.Θ.ΠΑΝΑΓΙΟΤΗΤΟΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ κ.κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΣΥΝΑΝΤΗΣΙΝ ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΣΥΜΠΑΤΡΙΩΤΩΝ ΑΥΤΟΥ ΙΜΒΡΙΩΝ ΕΚ ΤΟΥ KIRCHHEIM ΕΙΣ ΤΟΝ ΙΕΡΟΝ ΝΑΟΝ ΑΓΙΩΝ ΠΕΤΡΟΥ ΚΑΙ ΠΑΥΛΟΥ FEUERBACH
(11 Μαΐου 2014)

Ἱερώτατε Μητροπολῖτα Γερμανίας κύριε Αὐγουστῖνε καὶ λοιποὶ ἀδελφοὶ Ἱεράρχαι,
Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,

Δοξάζομεν μετὰ πάντων ὑμῶν τὸν χορηγὸν παντὸς ἀγαθοῦ Θεὸν διότι μᾶς ἠξίωσε νὰ ἐπισκεφθῶμεν καὶ τὴν δευτέραν ἐνορίαν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γερμανίας ἐν Στουττγκάρδῃ, τὴν ἐνορίαν τῶν πρωτοκορυφαίων ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου, διὰ νὰ μεταφέρωμεν καὶ πρὸς ἐσᾶς τὴν εὐχὴν καὶ τὴν εὐλογίαν τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τὴν χάριν τῶν ἁγίων καὶ τῶν ἁγιασμάτων τῆς ἱστορικῆς πόλεώς μας καὶ τὴν μητρικὴν στοργὴν καὶ εὐλογίαν τῆς Παναγίας τῆς Παμμακαρίστου, ἡ ὁποία σκέπει καὶ προστατεύει καὶ ἡμᾶς τοὺς διακονοῦντας εἰς τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον.


Ἀπὸ τὴν πόλιν τῶν θρύλων καὶ τῶν παραδόσεων τοῦ Γένους μας σᾶς φέρομεν τὸν παλμὸν τῆς ἱστορίας, καὶ ἀπὸ τὴν Ἴμβρον, ἰδιαιτέρως πρὸς τοὺς συμπατριώτας μας Ἰμβρίους οἱ ὁποῖοι ἦλθον ἀπὸ τὸ Kirchheim διὰ νὰ μᾶς συναντήσουν, τὰ μῦρα τῆς ἀγάπης τοῦ πονεμένου καὶ πληγωμένου νησιοῦ μας, τὸ ὁποῖον ὅμως ἀρχίζει τὰ τελευταῖα χρόνια, διὰ τῶν προσπαθειῶν πολλῶν, διὰ τῆς τόλμης ὡρισμένων περισσότερον θαρραλέων καὶ διὰ τῆς ἐνεργοῦ συμπαρα-στάσεως ὅλων τῶν Ἰμβρίων, νὰ ἀλλάζῃ ὄψιν, νὰ κατοικῆται καὶ πάλιν ἀπὸ νέους ἀνθρώπους, νὰ γεμίζουν αἱ Ἐκκλησίαι μας, νὰ ἀκούωνται καὶ πάλιν χαρούμεναι παιδικαὶ φωναὶ εἰς τὸ σχολεῖον της. Αἱ ἀναμνήσεις μας εἶναι νωπαὶ ἀκόμη ἀπὸ τὴν πρόσφατον, πρὸ δέκα μόλις ἡμερῶν, ἐπίσκεψίν μας εἰς τὴν Ἴμβρον, παρότι καὶ αἱ παλαιαὶ ἀναμνήσεις ἐκ τῆς Ἴμβρου δὲν λησμονοῦνται ποτέ. Εἶναι ἀνεξίτηλοι, εἶναι χαραγμέναι εἰς τὴν ψυχήν μας, τὴν Ἴμβρον τήν «κουβαλοῦμε», ὅπως θὰ ἔλεγε καὶ ὁ Ἀλεξανδρινὸς καὶ Κωνσταντινουπολίτης ποιητής, ὁ Κωνσταντῖνος Καβάφης, μέσα μας, μέσα εἰς τὴν ψυχήν μας, ὅπου καὶ ἐὰν ὑπάγωμεν, ὅπου καὶ ἐὰν εὑρεθῶμεν, ἔχομεν μαζί μας τὴν γλυκεῖαν γενέτειράν μας. Τήν «κουβαλοῦμε», λοιπόν, καὶ ἐδῶ πρὸς χάριν τῶν Ἰμβρίων συμπατριωτῶν μας, ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν λοιπῶν παρόντων, διὰ νὰ σᾶς ὑπενθυμίσωμεν τὶς ὀμορφιές της καὶ διὰ νὰ σᾶς καλέσωμεν νὰ τὴν ἐπισκεφθῆτε καὶ νὰ τὴν ἐπισκέπτεσθε πάντοτε μετὰ τῶν οἰκογενειῶν σας, διὰ νὰ ἀναβαπτίζεσθε εἰς τὴν πνευματικὴν αὐτῆς κολυμβήθραν καὶ νὰ ἀναγεννᾶσθε ψυχικῶς ἀντλοῦντες ἀπὸ τὰς ἀειρρύτους καὶ ἀειζώους πηγάς της.

Ἡ ἐπίσκεψίς μας πλησίον σας συμπίπτει πρὸς τὴν ἡμέραν κατὰ τὴν ὁποίαν ἡ Ἐκκλησία μας ἐπιτελεῖ ἀνάμνησιν τῶν ἐγκαινίων τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἡ ἀνάμνησις αὐτὴ δίδει καὶ εἰς ἡμᾶς τὴν εὐκαιρίαν καὶ τὴν ἀφορμὴν νὰ ἀναλογισθῶμεν τὰ τῆς ἱδρύσεως τῆς Πόλεως ὑπὸ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου εἰς τὴν θέσιν ἑνὸς μικροῦ πολιχνίου, τοῦ Βυζαντίου, καὶ τὴν ἀνάδειξίν της εἰς τὴν προκαθημέ-νην πόλιν τῆς Εὐρώπης καὶ τῆς Ἀσίας, ὄχι μόνον κατὰ τὴν ἰσχὺν καὶ τὴν ἐξουσίαν ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸν πολιτισμὸν καὶ τὰς τέχνας καὶ τὴν παιδείαν, ἀκόμη δὲ καὶ κατὰ τὴν ἀγάπην καὶ τὴν προσφορὰν πρὸς πάντας. Ἐξ αὐτῆς ἐξῆλθεν ὁ λόγος τοῦ Κυρίου πρὸς τοὺς λαοὺς τῆς Κεντρικῆς καὶ Ἀνατολικῆς Εὐρώπης, τοὺς Σλάβους, τοὺς Μοραβοὺς καὶ τοὺς Ρώσσους. Διὰ τῶν σήμερον ἑορταζομένων ἁγίων αὐταδέλ-φων καὶ ἰσαποστόλων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου τῶν Θεσσαλονικέων ἠκούσθη τὸ Εὐαγγέλιον εἰς τοὺς «ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθη-μένους» λαοὺς τῆς Μοραβίας καὶ τῆς Πανονίας καὶ δι᾽ αὐτῶν καὶ τοῦ ὑπ᾽αὐτῶν ἐπινοηθέντος πρὸς χάριν των ἀλφαβήτου εἰσῆλθον οὗτοι εἰς τὸ προσκήνιον τῆς Ἱστορίας.

Βεβαίως, αἱ συνθῆκαι διὰ τὴν πόλιν τοῦ Κωνσταντίνου δὲν εἶναι σήμερον αἱ αὐταὶ ὡς κατὰ τὸ παρελθόν, συνεχίζει ὅμως νὰ ἀποτελῇ δι᾽ ἡμᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους τὸ Ἱερόν μας Κέντρον, ἐφ᾽ ὅσον ἐν αὐτῇ συνεχίζει τὸ Οἰκουμενικόν μας Πατριαρχεῖον, ἡ Μήτηρ πολλῶν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, νὰ διατηρῇ τὴν ἱερὰν αὐτοῦ καθέδραν. Ὄχι βεβαίως εἰς τὴν παλαιὰν Μεγάλην Ἐκκλησίαν, τὴν Ἁγίαν Σοφίαν, ἀλλ᾽ εἰς τὴν νέαν Μεγάλην Ἐκκλησίαν, τὸ Μέγα Μοναστήριον, τὸ εὑρισκόμενον εἰς τὸ ταπεινὸν κατὰ κόσμον Φανάριον, ἀπὸ τοῦ ὁποίου ὅμως οὐδέποτε ἔπαυσε νὰ ἀκτινοβολῇ τὸ ἀπαστράπτον καὶ ἀνέσπερον φῶς τῆς Ἀναστάσεως, τὸ πάντοτε καῖον εἰς τὴν ἀκοίμητον κανδήλαν του καὶ φωτίζον τὰ πρόσωπα καὶ τὰς ψυχὰς τῶν προσφιλῶν αὐτοῦ τέκνων εἰς ἅπασαν τὴν οἰκουμένην καὶ παντὸς ἀνθρώπου καλῆς θελήσεως. Αἱ αὐλαὶ τοῦ Φαναρίου εἶναι αἱ αὐλαὶ τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία οὐδέποτε ἔπαυσε νὰ ἐξαγγέλλῃ τὰ θαυμάσια τοῦ Θεοῦ καὶ οὐδέποτε ἔπαυσε νὰ κηρύττῃ Χριστὸν Ἐσταυρωμένον καὶ Ἀναστάντα, ὁ ὁποῖος ἀποτε-λεῖ δι᾽ ἡμᾶς τοὺς πιστεύοντας εἰς Αὐτόν «Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν» (Α΄ Κορ. α΄ 25).

Αὐτὸ τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως, τὸ φῶς τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, μεταφέρομεν καὶ πρὸς ὑμᾶς κατὰ τὴν Πατριαρχικὴν αὐτὴν ἐπίσκεψίν μας καὶ τὸ βλέπομεν ἤδη ἀκτινοβο-λοῦν καὶ ἀντιφεγγίζον εἰς τὰ πρόσωπα ὑμῶν, τῶν φωτομόρφων τέκνων τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ τὸ φῶς καὶ αὐτὴ ἡ πίστις εἶναι ὁ πλοῦτος μας, εἶναι ὅ,τι πολυτιμότερον ἔχομεν μαζὶ μὲ τὰς εὐσεβεῖς παραδόσεις τοῦ Γένους μας, εἶναι ὅ,τι μετὰ πόνων καὶ κόπων καὶ δακρύων καὶ αἱμάτων μαρτυρικῶν ἠδυνήθημεν διὰ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ νὰ διαφυλάξωμεν. Διὰ ταῦτα μὲν καυχώμεθα καὶ σεμνυνόμεθα ὑπὲρ πᾶν τι ἄλλο, αἰσθανόμεθα δὲ συγχρόνως καὶ βαρύτατον τὸ χρέος τῆς εὐθύνης νὰ τὰ διατηρήσωμεν ὡς καὶ οἱ πατέρες ἡμῶν ἔπραξαν.

Αὐτὸ τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως καὶ τὸν πλοῦτον τῆς εὐσεβείας τοῦ Γένους μας προτρεπόμεθα καὶ ὅλους ἐσᾶς νὰ διατηρῆτε πάντοτε εἰς τὰς ψυχάς σας ὅπου καὶ ἐὰν εὑρίσκεσθε, ὅπου καὶ ἐὰν δραστηριοποιῆσθε, ἀνανεοῦντες αὐτὰ διὰ τοῦ πνευματικοῦ σας συνδέσμου μὲ τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, ἡ ὁποία ἀπὸ τῆς πρώτης ὥρας τῆς ἐλεύσεώς σας ἐδῶ εἰς τὴν Γερμανίαν, εἰς ἓν περιβάλλον ἄγνωστον καὶ ξένον διὰ τοὺς περισσοτέρους ἀπό ἐσᾶς, ἐστάθη πλησίον σας καὶ σᾶς συμπαρεστάθη ὡς φιλόστοργος μήτηρ, ἡ ὁποία οὐδέποτε ἐγκαταλείπει τὰ τέκνα της μόνα, ἀλλὰ τὰ συντροφεύει διὰ τῆς ἀγάπης καὶ τῶν προσευχῶν αὐτῆς.

Γνωρίζομεν ὅτι αἱ προκλήσεις τοῦ συγχρόνου κόσμου εἶναι πολλαὶ καὶ οἱ κίνδυνοι οἱ προερχόμενοι ἀπὸ τὴν λεγομένην παγκοσμιοποίησιν καὶ τὴν ἐκκοσμίκευσιν εἶναι ὑπαρκτοί. Οὐδεὶς ἀρνεῖται ἢ ἀπορρίπτει τὰ ἀγαθὰ τὰ προερχόμενα ἐξ αὐτῆς, εἶναι ὅμως ἀνάγκη νὰ προφυλάττωμεν ἅπαντες ἑαυτοὺς ἀπὸ τὰς ἀρνητι-κὰς αὐτῆς συνεπείας. Εἶναι ἀνάγκη νὰ διατηρῶμεν ἕκαστος τὴν ἰδιοπροσωπίαν αὐτοῦ διὰ τῆς διαφυλάξεως τῶν παραδόσεων, τῆς γλώσσης, τῶν ἠθῶν καὶ τῶν ἐθίμων τῆς πατρίδος μας καὶ νὰ μεταλαμπαδεύωμεν αὐτὰ εἰς τὰς νεωτέρας γενεὰς διὰ νὰ μὴ λησμονήσουν καὶ αὐταὶ τὴν καταγωγήν των, τὴν γλῶσσαν μας, τὸν πολιτισμόν μας. Διὰ νὰ μὴ λησμονήσουν τὴν ἀρχοντιὰν καὶ τὸ φιλότιμον τοῦ Γένους μας καὶ νὰ μὴ παύσουν νὰ ἀγαποῦν τὴν γενέτειράν των. Τὸ τοιοῦτον ἐπιτυγχάνεται εὐκολώτερον, ὅταν εἶσθε ἡνωμένοι καὶ ὁμονοοῦντες μεταξύ σας. Ὅταν εἶσθε ἡνωμένοι καὶ συνδεδεμένοι μὲ τὴν Ἐκκλησίαν ὡς γνήσια μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Διότι ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ «ἓν σῶμα καὶ ἓν πνεῦμα» εἴμεθα ὅλοι ὑπὸ τὴν κεφαλὴν τῆς Ἐκκλησίας, τὸν Χριστόν. Καὶ ὀφείλομεν νὰ διακρατῶμεν αὐτὴν τὴν ἑνότητα μετ᾽ ἀλλήλων καὶ μετὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἁγίων Του ἐν ἀγάπῃ καὶ ἐν πίστει εἰλικρινεῖ καὶ ἀνοθεύτῳ.

Τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον, ἡ φιλόστοργος Μήτηρ καὶ τρο-φὸς πάντων ἡμῶν, ἀποτελεῖ τὴν ἐγγύησιν αὐτῆς τῆς ἑνότητος καὶ τῆς πίστεως, καὶ δι᾽ αὐτὴν ἀγωνίζεται καὶ προσεύχεται νυχθημερόν, προκειμένου ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία νὰ δίδῃ κοινὴν τὴν μαρτυρίαν αὐτῆς ἐν τῷ συγχρόνῳ κόσμῳ καὶ συγχρόνως νὰ δίδῃ καὶ ἀπαντήσεις εἰς τὰ ἀνακύπτοντα ἀπὸ τὰς ἐξελίξεις τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς τεχνολογίας καὶ ἐν γένει τῆς ζωῆς ἐρωτήματα καὶ ζητήματα καὶ τὰ ὁποῖα ἀπασχολοῦν τοὺς πιστούς.

Πρὸς τοῦτο τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον ἐργάζεται ἐπὶ πολλὰς δεκαετίας μετὰ τῶν ἄλλων Ὀρθοδόξων Πατριαρχείων καὶ Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν διὰ τὴν προετοιμασίαν τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, τῆς πρώτης κοινῆς Συνόδου ὅλων τῶν Ὀρθοδό-ξων μετὰ πάροδον πολλῶν αἰώνων, προκειμένου νὰ διευθετηθοῦν ἀπὸ κοινοῦ καὶ ἐν πνεύματι ἑνότητος καὶ ἀγάπης τὰ ὑπὸ ἐξέτασιν θέματα. Καὶ ἀποτελεῖ ὄντως χαρμόσυνον εἴδησιν τὸ γεγονὸς ὅτι κατὰ τὴν συνελθοῦσαν πρὸ διμήνου ἐν Κωνσταντινουπόλει Σύναξιν τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἀπεφασίσθη νὰ συγκληθῇ ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη αὐτὴ Σύνοδος κατὰ τὸ ἔτος 2016 ἐν τῷ ἱστορικῷ ναῷ τῆς Ἁγίας Εἰρήνης ἐν Κωνσταντινουπόλει, ὅπου συνε-δρίασε καὶ ἡ Ἁγία Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος κατὰ τὸ ἔτος 381.


Παραλλήλως ὅμως πρὸς τὴν μέριμναν ὑπὲρ τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον δὲν παραλείπει νὰ ἐνδιαφέρεται καὶ νὰ μεριμνᾷ καὶ δι᾽ ἕνα ἕκαστον ἀπὸ ἐσᾶς, μνημονεῦον ὑμῶν πάντοτε εἰς τὰς προσευχὰς καὶ τὰς δεήσεις του καὶ ἀναμένον ὑμᾶς μετὰ πολλῆς στοργῆς καὶ ἀγάπης εἰς τὰς αὐλὰς τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας τὸν ἀσπασμὸν μεταφέρο-μεν πρὸς ὅλους σας, ἀγαπητοί, μαζὶ μὲ τὴν πατρικὴν καὶ Πατριαρχικὴν εὐχὴν καὶ εὐλογίαν μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: