Σε έναν κόσμο που χαρακτηρίζεται από έντονες αντιπαραθέσεις
και ανάπτυξη ανταγωνιστικών σχέσεων σε όλα τα επίπεδα, το αίτημα για συμφιλίωση
των ανθρώπων προβάλλει συνεχώς και πιο επιτακτικό. Και μεγαλύτερη προφανώς
ευθύνη να ανταποκριθούν στο αίτημα αυτό και να εργαστούν προς την κατεύθυνση
της συμφιλίωσης έχουν οι χριστιανοί, αφού βασικό στόχο της πίστης τους αποτελεί
η επίτευξη μιας αυθεντικής κοινωνίας. Με αυτό το σκεπτικό είχε συγκληθεί την
Πεντηκοστή του 1989 στην πόλη Βασιλεία (Basel) της Ελβετίας η πρώτη Ευρωπαϊκή
Οικουμενική Συνέλευση με θέμα: “Ειρήνη με δικαιοσύνη”. Στη συνέλευση
εκπροσωπήθηκαν όλες οι Εκκλησίες της Ευρώπης και για πρώτη φορά, μετά από
αιώνες, ορθόδοξοι, ρωμαιοκαθολικοί και ευαγγελικοί συνενώθηκαν στην προσευχή
και τη μελέτη. Ουδείς από τους εκπροσώπους των Εκκλησιών που βρέθηκαν στη
Βασιλεία μπορούσε τότε να φανταστεί ότι η ευφορία και τα συναισθήματα
αισιοδοξίας που γέννησε η συνέλευση εκείνη μέσα σε λίγους μήνες θα έδιναν τη
θέση τους στην απογοήτευση από το πάγωμα σε πολλά σημεία της συνεργασίας μεταξύ
των Εκκλησιών.
Η περίοδος που ακολούθησε αμέσως μετά τη ανατροπή των
σοσιαλιστικών καθεστώτων στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη χαρακτηρίστηκε πολύ
εύστοχα από πολλούς ως “οικουμενικός χειμώνας”. Οι ανατολικές Εκκλησίες
βρέθηκαν απροετοίμαστες να αντιμετωπίσουν τις ραγδαίες αλλαγές και εξελίξεις,
ενώ οι δυτικές είδαν να ανοίγεται μπροστά τους απρόσμενα ένα πεδίο
“ιεραποστολικής δράσης”. Η κατάσταση αυτή προβλημάτισε πολλούς ανθρώπους που
προσέβλεπαν με ελπίδα στους οικουμενικούς διαλόγους. Έτσι, η πρόσκληση που
απηύθυναν τον Φεβρουάριο του 1995 από κοινού ο πρόεδρος της Συνδιάσκεψης των
Ευρωπαϊκών Εκκλησιών (ΚΕΚ) John Arnold και ο πρόεδρος της Συνέλευσης των
Ευρωπαϊκών Επισκοπικών Συνόδων (CCEE) καρδινάλιος Miloslav Vlk προς τις
Εκκλησίες και τους χριστιανούς να εργαστούν ώστε «οι λαοί της Ευρώπης να
φτάσουν σε ένα επίπεδο ουσιαστικής συμφιλίωσης που θα τους επιτρέπει να ζουν με
βάση τις αρχές της πίστης τους αλλά και με αρμονικές σχέσεις μέσα στην
κοινωνία», έγινε δεκτή σαν την πρώτη ηλιαχτίδα της άνοιξης. Πραγματικά, τρεις
μήνες αργότερα, το Μάιο του 1995, η Γενική Συνέλευση της CCEE και η Κεντρική
επιτροπή της ΚΕΚ αποφάσισαν να πραγματοποιηθεί στο Graz της Αυστρίας η δεύτερη
Ευρωπαϊκή Οικουμενική Συνέλευση με θέμα “Συμφιλίωση – Δώρο Θεού και πηγή νέας
ζωής”.
Η συνέλευση πραγματοποιήθηκε από 23 έως 29 Ιουνίου 1997 και
πήραν μέρος σ’ αυτήν 700 συνολικά εκπρόσωποι Εκκλησιών (350 από την κάθε
διοργανώτρια οργάνωση) και πλήθος άλλων εκπροσώπων κινήσεων, οργανώσεων, κλπ. Ο
ενθουσιασμός με τον οποίο άρχισαν οι προπαρασκευαστικές εργασίες σε τοπικό και
διεθνές επίπεδο και το πλήθος των προσώπων που επιστρατεύτηκαν για την ευρύτατη
διάδοση της ιδέας μαρτυρούν τη δίψα των ευρωπαϊκών λαών για ένα ουσιαστικό βήμα
στην υπόθεση της συμφιλίωσης. Στόχος των διοργανωτών της Συνέλευσης ήταν αυτή
να μην αποτελέσει ένα στιγμιαίο γεγονός, αλλά μια διαδικασία στην οποία θα
δραστηριοποιηθούν όλες οι Εκκλησίες πριν και μετά τη Συνέλευση. Αξιοσημείωτο
είναι στην προκειμένη περίπτωση ότι το κάλεσμα για δραστηριοποίηση δεν απευθυνόταν
μόνο στις ιεραρχίες των Εκκλησιών, αλλά και σε ένα ευρύ φάσμα οργανισμών,
δικτύων εργασίας, ομάδων βάσης, ακόμη και σε μεμονωμένα πρόσωπα.
Ένα από τα πρόσωπα που έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στην
πραγματοποίηση της Συνέλευσης εκείνης ήταν ο σήμερα τιμώμενος καθηγητής
Γρηγόρης Λαρεντζάκης, ο οποίος όχι μόνον τότε εργάστηκε σκληρά για την επιτυχία
της αλλά και συνεχίζει να εργάζεται με ιδιαίτερο ζήλο μελετώντας και γράφοντας,
καθώς τα θέματα που συζητήθηκαν τότε διατηρούν στο ακέραιο την επικαιρότητά
τους. Η αναζήτηση της ορατής ενότητας μεταξύ των Εκκλησιών, ο διάλογος με τις
θρησκείες και τους πολιτισμούς και κυρίως τα αιτήματα για κοινωνική δικαιοσύνη
και υπέρβαση της φτώχειας, της περιθωριοποίησης και των άλλων μορφών καταπίεσης
όχι μόνο δεν ικανοποιήθηκαν αλλά εξακολουθούν και σήμερα να αποτελούν ζητήματα
ζωτικής σημασίας. Παρά τις ραγδαίες αλλαγές των τελευταίων χρόνων, οι παλιές
πληγές της περιοχής που στις αρχές του περασμένου αιώνα χαρακτηριζόταν ως η
“πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης” δεν φαίνεται να έχουν κλείσει και πολλές από αυτές
απειλούν ακόμη και σήμερα την ασταθή ισορροπία του χώρου.
Βέβαια, ο απολογισμός μετά από μισό και πλέον αιώνα
οικουμενικής κίνησης δεν επιτρέπει πανηγυρισμούς, δεν αφήνει όμως και
καμιά αμφιβολία ότι οι εξελίξεις προς την κατεύθυνση της συνεργασίας των
Εκκλησιών ακολουθούν πλέον σταθερή τροχιά και δεν είναι αναστρέψιμες.
Από αυτήν την παγκόσμια προσπάθεια συμφιλίωσης των χριστιανών δεν θα
μπορούσε να απουσιάζει η Θεολογική Σχολή της Θεσσαλονίκης, η οποία πολύ νωρίς
στρατεύτηκε με όλες της τις δυνάμεις στην προώθηση της οικουμενικής ιδέας.
Απονέμοντας σήμερα το Τμήμα Θεολογίας του Αριστοτελείου
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης τον τίτλο του “Επίτιμου Διδάκτορα” σε ένα διακεκριμένο
αγωνιστή της οικουμενικής ιδέας από τη μια μεριά καταφάσκει τη μακρόχρονη
παράδοσή των αγώνων του για συμφιλίωση όλων των χριστιανών και από την άλλη
στέλνει ένα μήνυμα προς πάσα κατεύθυνση ότι δεν θα πάψει να ανταποκρίνεται
θετικά στην πρόσκληση του Θεού για καλλιέργεια πνεύματος ενότητας και αγάπης
μεταξύ των χριστιανικών Εκκλησιών.
Με αυτές τις σκέψεις συγχαίρω την απόφαση του Τμήματος
Θεολογίας και καλωσορίζω τον καθηγητή Γρηγόρη Λαρεντζάκη στις τάξεις των
επίτιμων διδακτόρων του!
Πηγή: Θεολογικά Δρώμενα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου