Τής Σοφίας Καυκοπούλου
Η συζήτηση σχετικά με το μάθημα
των Θρησκευτικών στην ελληνική πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, δεν είναι
καινούργια. Είναι ένα θέμα που επανέρχεται τακτικά και δημιουργεί
αντιπαραθέσεις, εποικοδομητικές και μη. Όμως το τελευταίο διάστημα, έχει ξεσπάσει
μία οξεία αντιπαράθεση ακόμη και μέσα στους θεολογικούς κύκλους, με θέμα
συζήτησης και ενίοτε σύγκρουσης, το νέο πρόγραμμα σπουδών τού μαθήματος.
Οι υποτιθέμενοι προοδευτικοί
κύκλοι θεολόγων και λοιπών εκπαιδευτικών, θεωρούν πως ο χαρακτήρας τού
μαθήματος είναι κατηχητικός – ομολογιακός και ως εκ τούτου πρέπει να
διαφοροποιηθεί, γενόμενο ένα μάθημα πλουραλιστικό και θρησκειολογικό. Ωστόσο,
δεν αναφέρεται πουθενά το μέχρι τώρα μάθημα και ο τρόπος διδασκαλίας του, ως
ομολογιακός. Οι ίδιοι οι συγγραφείς των σχολικών εγχειριδίων, δεν δέχονται τον
τίτλο αυτόν. Το μάθημα έχει σαφές
γνωσιολογικό υπόβαθρο και δεν εξαντλείται ούτε σχετίζεται με την κατήχηση, η
οποία είναι έργο τής Εκκλησίας. Αντιθέτως, θα επρόκειτο για μάθημα με σκοπό
τον προσηλυτισμό, κάτι το οποίο απαγορεύεται.
Στο άρθρο 3 τού Συντάγματος, το
Ορθόδοξο Δόγμα χαρακτηρίζεται ως «επικρατούσα θρησκεία» στο ελληνικό κράτος,
στο άρθρο 13 προασπίζεται η ελευθερία τής θρησκευτικής συνειδήσεως, στο άρθρο
16 ορίζεται ο σκοπός τής παιδείας, η οποία οφείλει να αποβλέπει στην ανάπτυξη
εθνικής και θρησκευτικής συνειδήσεως. Στην Διεθνή Σύμβαση τής Ρώμης (1950), εκφράζεται
ο σεβασμός στο δικαίωμα των γονέων να
εξασφαλίζουν για τα τέκνα τους, μόρφωση και εκπαίδευση σύμφωνη με τις δικές
τους θρησκευτικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις. Αυτό το δικαίωμα δεν μπορεί
να το στερήσει κανείς από τούς γονείς, οι οποίοι ελεύθερα έχουν επιλέξει να
βαπτίσουν τα παιδιά τους και να τα οδηγήσουν στην Ορθοδοξία από την νηπιακή
τους ηλικία. Πώς λοιπόν, ο χριστιανός γονέας θα στείλει το παιδί του στο
σχολείο για να διδαχθεί ένα κράμα θρησκευτικών αντιλήψεων ξένων προς τα δικά
του βιώματα; Όμως ας μην προτρέχουμε.
Τόσο το Συμβούλιο τής
Επικρατείας, όσο και το Διοικητικό Εφετείο Χανίων, συμφωνούν με τα άρθρα τού
Συντάγματος και μάλιστα έχουν γνωμοδοτήσει ως προς την ίδια κατεύθυνση,
αναγνωρίζοντας ότι η θρησκευτική αγωγή
επιβάλλεται να είναι σχετική με την κοινωνική, πολιτισμική και θρησκευτική
συνείδηση τού τόπου στον οποίο οι μαθητές ζουν και αναπτύσσονται. Φυσικά,
οι μαθητές που επικαλούμενοι λόγους συνειδήσεως, δήλα δη είναι αλλόθρησκοι,
ετερόδοξοι ή άθεοι, μπορούν να απαλλαγούν από την διδασκαλία των Θρησκευτικών,
ωστόσο θα παρακολουθήσουν κάποιο άλλο μάθημα σχετικό με τον πολιτισμό τής
χώρας.
Όμως, για να μιλήσουμε επί τού
πρακτέου, το μάθημα των Θρησκευτικών όπως διδάσκεται, δεν είναι ένα ομολογιακό
μάθημα, με τον όρο που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει το μάθημα στην Εσπερία. Το
μάθημα εκκινώντας από την βάση τής ελληνικής κοινωνίας και το Ορθόδοξο Δόγμα,
επεκτείνεται σε άλλα δόγματα και θρησκείες, ώστε ο μαθητής να κατανοήσει το
πολύπλευρο θέμα της θρησκευτικότητας, κατανοώντας εν πρώτοις την δική του
θρησκεία. Έτσι θα προχωρήσει στην αλληλεπίδραση με τις υπόλοιπες θρησκείες,
κυρίως όσες βρίσκονται στην λεκάνη τής Μεσογείου και συμπλέκονται
ποικιλοτρόπως, αλλά και εν συνεχεία κάποιες άλλες θρησκείες, για τις οποίες
είναι χρήσιμο να γνωρίζει.
Όσον αφορά την ύλη η οποία
καλύπτεται με το παρόν πρόγραμμα σπουδών, ακολουθεί μία συνεχή ιστορική πορεία
ώστε οι μαθητές να κατανοούν στο έπακρον τα όσα διδάσκονται. Το νέο πρόγραμμα
σπουδών, δυστυχώς, παρουσιάζει τεράστια κενά, ενώ εσκεμμένα λέγεται πως παρέχει
την δυνατότητα να παρακολουθείται από όλους τούς μαθητές. Είναι τουλάχιστον
γελοίο να θεωρεί κάποιος, ότι ο μαθητής που δεν ήθελε να παρακολουθήσει το
μάθημα στην τωρινή μορφή του, θα το παρακολουθήσει με κάποιες αλλαγές. Είναι επίσης ανήκουστο να φτιάχνεται ένα
πρόγραμμα σπουδών με γνώμονα όχι τους μαθητές που θα το παρακολουθήσουν, αλλά
προσπαθώντας να ‘’πουλήσει’’ στους μαθητές που έτσι κι αλλιώς δεν θα το
παρακολουθούσαν.
Φανταστείτε στο σημείο αυτό, αν
γινόταν κανόνας η παραπάνω τακτική, για όλα τα μαθήματα. Ο οποιοσδήποτε δεν
θέλει να παρακολουθήσει π.χ. το μάθημα τής Φιλοσοφίας, λέγοντας ότι δε συμφωνεί
με τις θεωρίες τού τάδε ή δείνα φιλοσόφου, τής Γεωμετρίας διότι δε συμφωνεί με
τον τρόπο εξαγωγής συμπεράσματος με την χρήση κάποιου θεωρήματος, κ.λπ., κ.λπ.,
θα έπρεπε τα εν λόγω μαθήματα και τόσα άλλα, να αλλάξουν για να τα
παρακολουθήσουν οι …περίεργοι! Ας σοβαρευτούμε, όλοι μας. Το νέο μάθημα όπως το
οραματίζονται οι συντάκτες του, δημιουργεί σύγχυση στους μαθητές και αλλοίωση
στην ταυτότητά τους. Τα παιδιά δεν θα
μάθουν περισσότερα μέσα από μια συγκριτική θρησκειολογία, αλλά θα μπερδέψουν
ακόμη πιο πολύ τις θρησκείες, τις άλλες χριστιανικές ομολογίες, τις
πολιτισμικές διαφορές και τα κοινωνικά πρότυπα.
Για τούς αλλόθρησκους, ετερόδοξους,
αλλοδαπούς μαθητές, το μάθημα έχει πρωταρχικό σκοπό να τούς βοηθήσει να
καταλάβουν το θρησκευτικό υπόβαθρο τής ελληνικής κοινωνίας και να μάθουν να
ζουν αρμονικά σε αυτήν, γνωρίζοντας ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά μίας
κοινωνίας, όπως είναι η θρησκεία, η οποία διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό τον
άνθρωπο. Έπειτα, θα είναι σε θέση να μάθουν τις αλληλεπιδράσεις τής δικής τους
θρησκείας εν σχέσει με το Ορθόδοξο βίωμα, πράγμα πολύ σημαντικό. Να τονίσουμε ακόμη
πως η στάση τού κάθε καθηγητού εντός τής τάξεως και ο τρόπος με τον οποίο
αναπτύσσει την συζήτηση με τούς μαθητές, είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας. Η ύλη
κινείται βέβαια εντός πλαισίου, όμως όπως και σε όλα τα υπόλοιπα μαθήματα, ο
διδάσκων έχει την ευχέρεια να προβάλλει προσωπικές του θέσεις με έμμεσο ή άμεσο
τρόπο. Αυτό δεν μπορεί να περιοριστεί απολύτως.
Περί του θέματος των ωρών που αφιερούνται στο μάθημα των
Θρησκευτικών, είναι ελάχιστες για να καλύψουν μία τόσο απαιτητική ύλη. Δεν
γίνεται τόσο σημαντικά θέματα να καλύπτωνται σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Επίσης
για όλους τους λόγους που προαναφέραμε, ένα
μάθημα το οποίο δεν θα βοηθά στην ανάπτυξη δεξιοτήτων και δεν θα γίνεται
αντιληπτό από τους μαθητές, σιγά σιγά θα οδηγηθεί στο να γίνει προαιρετικό και
τέλος να καταργηθεί. Το να δοθεί στα παιδιά η εντύπωση μιας σπερματικής
αλήθειας, η οποία υπερέχει την μονοφωνία τής μίας θρησκείας και απλώνεται σε
μία πολυθρησκεία με αντιλήψεις ανατολικών θρησκειών –φιλοσοφικών ρευμάτων, θα
είναι τουλάχιστον πράξη ανευθυνότητος.
Όσον αφορά στους μαθητές τούς
προερχομένους από ετερόδοξες, αλλόθρησκες ή άθεες οικογένειες, δεν μπορεί να
ευσταθεί το επιχείρημα ότι ‘’αναγκάζονται’’ να παρακολουθούν το μάθημα των
Θρησκευτικών για να προστατεύσουν την ιδιωτική τους ζωή, καθώς η ομολογία διαφορετικής
ή ανύπαρκτης πίστεως, είναι δικαίωμα τού καθενός, το οποίο προστατεύεται
μάλιστα από τον Νόμο. Κανένα παιδί δεν στιγματίζεται, δηλώνοντας κάτι απολύτως
λογικό, όπως είναι η θρησκευτική του συνείδηση σε κρατική Αρχή που το ζητά.
Καταλήγοντας, το νέο πρόγραμμα
σπουδών όπως έχει συνταχθεί, δεν μπορεί να φανεί χρήσιμο για την θρησκευτική
εκπαίδευση των μαθητών. Ακόμη και στην πιλοτική εφαρμογή του, τα προβλήματα
ήσαν πολλαπλά. Πιστεύουμε πως το μάθημα
μπορεί να συνεχίσει με το υπάρχον πρόγραμμα, ενώ βεβαίως μπορούν να γίνουν
κάποιες μικρές αλλαγές ώστε να γίνει ακόμη πιο εύληπτο. Υπάρχουν -δόξα των
Θεώ- πολλοί έγκριτοι επιστήμονες θεολόγοι, αλλά και σπουδαίου διαμετρήματος
ιεράρχες θεολόγοι, οι οποίοι μπορούν να προσφέρουν την βοήθειά τους στην κατάρτιση
ενός θαυμαστού προγράμματος σπουδών, το οποίο θα είναι ακόμη καλύτερο από το
ισχύον. Ας αφήσουμε να ασχοληθούν με αυτό το θέμα, άνθρωποι με γνώση,
σοβαρότητα και κυρίως με αγάπη για τη νεολαία, πέρα από μικροπολιτικά και άλλου
είδους συμφέροντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου