Κυριακή Τελώνου καί Φαρισαίου
Λόγος εἰς τό Εὐαγγέλιον
Οἱ προϋποθέσεις τῆς σωστῆς προσευχῆς
« Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ»
(Λουκ. ιη´ 13)
*******
Ἀπό
σήμερα, ἀδελφοί μου, εἰσερχόμαστε στήν κατ᾽ἐξοχή κατανυκτική περίοδο τῆς ἐκκλησιαστικῆς
ζωῆς, τήν περίοδο τοῦ Τριωδίου. Τό Τριώδιο εἶναι περίοδος μετανοίας,
περισυλλογῆς, ἀνασυντάξεως τῶν πνευματικῶν μας δυνάμεων καί ἀναθεωρήσεως τῆς ζωῆς
μας, ὥστε μέ καθαρές τίς ψυχές νά ἑορτάσουμε τή Ζωηφόρο Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας
Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Στήν
ἀρχή λοιπόν τῆς περιόδου, οἱ Ἅγιοι Πατέρες μέ τό νά ὁρίσουν, ὡς εὐαγγελική περικοπή
τῆς Θείας Λειτουργίας, τήν παραβολή τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου μᾶς ὑπογραμμίζουν
τήν ἀναγκαιότητα τῆς προσευχῆς. Καί τοῦτο διότι, ὅπως λέγει ὁ ἱερός
Χρυσόστομος, «ψυχή, μή κινοῦσα ἑαυτήν εἰς προσευχήν, νεκρά ἐστι καί ἀθλία καί
δυσώδης». Ψυχή πού δέν προσεύχεται εἶναι νεκρή καί ἄθλια καί βρωμερή. Γιά τόν
χριστιανό ἡ προσευχή εἶναι ἕνα πανίσχυρο ὅπλο πού τόν πλησιάζει στόν Θεό καί
τόν φέρνει σέ ἐπικοινωνία μέ τόν Δημιουργό του.
Ὁ
τρόπος μέ τόν ὁποῖο προσευχήθηκαν τόσο ὁ Φαρισαῖος ὅσο καί ὁ Τελώνης τῆς παραβολῆς
μᾶς ὑπογραμμίζει τίς βασικές προϋποθέσεις τῆς σωστῆς προσευχῆς. Νά τίς ἐντοπίσουμε ὥστε καί ἡ δική μας
προσευχή νά γίνεται σωστά καί νά μᾶς ἐπιδαψιλεύει τή χάρη τοῦ Θεοῦ.
******
«Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῶ»
Ἡ
πρώτη προϋπόθεση πού θά ἀποδείξει τήν προσευχή μας σωστή καί θά τήν κάνει ἀκουστή
ἀπό τόν Θεόν εἶναι ἡ ἀπουσία τῆς περιαυτολογίας.
Ἡ ἐπικοινωνία μας μέ τόν Θεόν μέσῳ τῆς προσευχῆς δέν γίνεται γιά νά τοῦ αὐτοσυστηθοῦμε,
νά τοῦ ποῦμε τί εἴμαστε, οὔτε γιά νά ἐγκωμιάσουμε τόν ἑαυτό μας. Ὁ Κύριός μας
εἶναι παντογνώστης καί καρδιογνώστης. Γνωρίζει καί τόν τελευταῖο λογισμό καί
τήν παραμικρή κίνηση τῆς καρδιᾶς μας. Γνωρίζει ὅλη τήν πνευματική μας
κατάσταση, τόσο καλά πού ἐμεῖς οἱ ἴδιοι δέν τά γνωρίζουμε. Ἄλλωστε ὁ ἔπαινος
καί ἡ περιαυτολογία εἶναι καρπός ἐγωϊσμοῦ καί ὑπερηφάνειας. Ὅποιος αὐτοεπαινεῖται
καί περιαυτολογεῖ δίνει μόνος τό στίγμα τῆς ψυχικῆς του κατάστασης. Ὑπογράφει
καί διαλαλεῖ ὅτι εἶναι ὑπερήφανος καί ἐγωϊστής. Ὅμως τά δύο αὐτά πάθη ἀπομακρύνουν
ἀπό τόν ἄνθρωπο τή χάρη καί τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος καί Θεός μας
μέ τό στόμα τοῦ Ἀποστόλου Ἰακώβου μᾶς τό βεβαιώνει: «Ὁ Θεός, λέγει, ὑπερηφάνοις
ἀντιτάσσεται». Ὁ Θεός ἀντιστρατεύεται, στέκει ἀντίθετος σέ ὅσους ὑπερηφανεύονται.
Δίνει ὅμως τή χάρη του στούς ταπεινούς (Ἰακ.δ´6).
Ὁ
Φαρισαῖος τῆς παραβολῆς, ὅπως ἀκούσαμε στό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα, ἦταν κυριευμένος
ἀπό τό πάθος τῆς ὑπερηφάνειας. Τά λόγια τῆς προσευχῆς του μαρτυροῦν τόν ἐγωϊσμό
πού φώλιαζε στή ψυχή του, γι᾽ αὐτό καί περιαυτολογοῦσε. Εὐχαριστοῦσε τόν Θεόν ὄχι
ἀπό ἐσωτερική διάθεση, ἀπό ἀγάπη καί
σεβασμό πρός τόν Δημιουργό του, ἀλλά γιά νά προσδώσει περισσότερη ἀξία στόν ἑαυτό
του. Ὁ ἐγωϊσμός ἦταν ἐκεῖνος πού τόν ἔκαμε νά σταθεῖ σέ τρία σημεῖα τά ὁποῖα
δέν ἦταν καθόλου εὐάρεστα στόν Θεόν. Πρῶτα ὑπερηφανεύτηκε γιά τίς ἀρετές του, ἄν
καί οἱ ἀρετές πού ὑπεγράμμισε δέν ἦταν τόσο ἀξιόλογες καί σωστές. Δεύτερον ὑποτίμησε
ὅλους τούς ἄλλους καί τρίτον προχώρησε ἀκάθεκτος στήν ὑποτίμηση καί τήν κατά
πρόσωπο προσβολή τοῦ συνανθρώπου του, τοῦ Τελώνη, πού κι ἐκεῖνος
προσευχόταν τήν ἴδια ὥρα στόν ἴδιο χῶρο τοῦ Ναοῦ. Ἐπιστράτευσε ὅλα ὅσα περιέλαβε
στήν προσευχή του μέ μόνο σκοπό νά πλήξει, τόν πλησίον του καί νά παρουσιάσει
τόν ἑαυτό του στόν Θεό ὡς ἄξιο νά τοῦ ἐπιδώσει τό πρῶτο βραβεῖο, θά λέγαμε, τό «χρυσό
μετάλλιο».
Στήν
ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλία ὁ Κύριος μᾶς λέγει σαφῶς: Μή κρίνετε, ἵνα μή κριθῆτε
(Ματθ. ζ´1). Μήν κατακρίνετε μέ ἀσπλαγχνία, γιά νά μήν κατακριθεῖτε ἀπό τόν
Θεόν. Ἡ κατάκριση εἶναι δεῖγμα ὅτι ἡ ψυχή εἶναι στείρα καί ἄγονη ὡς πρός τήν ἀγάπη.
Αὐτός πού κατακρίνει μέ ἀσυμπάθεια τούς συνανθρώπους του, ἀποξενώνεται ἀπό τόν
Θεόν, διότι ἡ ἀγάπη πηγάζει ἀπό Ἐκεῖνον.
Ὁ
Φαρισαῖος τῆς παραβολῆς δέν ἐπρόσεξε τό ἁμάρτημα αὐτό τῆς κατακρίσεως. Γιά νά
παρουσιάσει στόν Θεόν τή δική του, ὅπως ἐνόμιζε, πνευματική ἀξία, χαρακτήρισε ὅλους
τούς ἄλλους «ἅρπαγες, ἄδικους καί μοιχούς». Κατηγορίες πολύ βαριές. Τό
χειρότερο στήν ὑπόθεση εἶναι ὅτι ἡ κατάκρισή του δέν ἔμεινε σέ γενικό καί ἀόριστο
πεδίο. Προχώρησε σέ συγκεκριμένο πρόσωπο, πού τήν ὥρα ἐκείνη βρισκόταν στόν
ναό, στόν ἴδιο τόπο μέ αὐτόν καί γιά τόν ἴδιο σκοπό, τήν προσευχή. Μέ ὕφος καί
τόνο ἐγωϊστικό εἶπε πώς δέν εἶναι σάν κι αὐτόν ἐδῶ τόν τελώνη. Μιά τέτοια
συμπεριφορά ὅμως θά ἔκαμνε τόν ἀπόστολο Παῦλο νά πεῖ στόν συγκεκριμένο Φαρισαῖο:
«ἀναπολόγητος εἶ, ἄνθρωπε», σύ πού
κατακρίνεις τούς ἄλλους, διότι ἔτσι καταδικάζεις τόν ἴδιο τόν ἑαυτό σου. Ἡ
συμπεριφορά αὐτή τοῦ Φαρισαίου μᾶς ὑπογραμμίζει τήν δεύτερη προϋπόθεση τῆς σωστῆς
προσευχῆς. Τῆς προσευχῆς πού γίνεται εἰσακουστή ἀπό τόν Θεόν. Ἡ προϋπόθεση αὐτή
εἶναι ἡ ἀπουσία τῆς κατάκρισης τοῦ
πλησίον ὄχι μόνο τήν ὥρα τῆς προσευχῆς ἀλλά πάντοτε. Ἄν θέλουμε ἡ προσευχή
μας νά σχίζει τούς αἰθέρες καί νά φθάνει στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ πρέπει νά ἐξοστρακίσουμε
ἀπό τήν ψυχή μας τήν κατάκριση.
Ὁ
Κύριος μέ τήν ἀναφορά του στόν Φαρισαῖο μᾶς ὑπέδειξε τά ἀρνητικά στοιχεῖα τῆς
προσευχῆς. Τί δέν πρέπει νά διακρίνει τήν προσευχή μας. Μέ τήν ἀναφορά Του
τώρα στόν Τελώνη μᾶς ὑποδεικνύει τά θετικά στοιχεῖα. Ὁ τελώνης πού στήν ἐποχή
του, ἐξ αἰτίας τοῦ ἐπαγγέλματος πού ἀσκοῦσε, θεωροῦνταν ἄνθρωπος ἁμαρτωλός,
μέσα στό ναό φέρθηκε μέ τόν καλύτερο τρόπο. Συναισθανόταν τήν ἁμαρτωλότητά
του καί γι᾽αὐτό ἔνοιωθε ἀνάξιος νά σταθεῖ μπροστά στόν Θεόν καί νά συνομιλήσει
μαζί Του. Δέν προχώρησε κἄν στόν κυρίως ναό, πού εἶναι κοντά στό ἱερό καί στό
Θυσιαστήριο. Στάθηκε πίσω, σέ χῶρο πού δέν φαινόταν καί μέ σκυμμένο τό κεφάλι,
μέ τό βλέμμα στό ἔδαφος. Δέν μποροῦσε νά σηκώσει τό βλέμμα στόν οὐρανό. Ἐπιπλέον
χτυποῦσε καί τό στῆθος του, πού περιέκλειε τήν ἁμαρτωλή καρδιά του, γιά νά ἐκφράσει
μ᾽αὐτό τόν τρόπο στόν Θεόν τήν ἀναξιότητά του.
Στά
λόγια τῆς προσευχῆς του δέν ἀνακατεύει ὑποθέσεις ἄλλων. Δέν σχολιάζει τίς
πράξεις ἄλλων συνανθρώπων του. Ὁ ἐσωτερικός του κόσμος ἦταν ὅπως ἀκριβῶς ἔδειχνε
ἡ ἐξωτερική του στάση. Τόν ἐνδιέφερε μόνο ὁ ἑαυτός του ἀπό τήν ἄποψη τοῦ πῶς θά
εὐαρεστήσει στόν Θεόν, ἀπό τόν ὁποῖο ξεκινᾶ κάθε καλό, κάθε χάρη καί κάθε
δώρημα.
Ἡ
τρίτη λοιπόν προϋπόθεση ἔχει σχέση μέ τή στάση μας στήν προσευχή. Ἡ σωστή στάση
τοῦ προσευχόμενου πιστοῦ εἶναι στάση εὐλαβείας.
Ἡ εὐλαβική στάση εἶναι ἀπαραίτητο στοιχεῖο γιά νά γίνεται σωστή ἡ προσευχή
μας.
Τέλος
ἡ τέταρτη προϋπόθεση τῆς σωστῆς προσευχῆς εἶναι ἡ ἐκζήτηση τοῦ θείου ἐλέους. Ὁ προφήτης καί βασιλιάς Δαυΐδ πού ἤξερε
ἀπό προσωπική του πείρα τί σημαίνει ἁμαρτία καί πόσο ἔνοχη καθιστᾶ τήν ψυχή ἡ ὑποδούλωση
σ᾽αὐτήν ἔλεγε στόν Θεόν: «Τό ἔλεός σου, Κύριε, καταδιώξει με πάσας τάς ἡμέρας τῆς
ζωῆς μου» (Ψαλμ. κβ´6). Πίστευε πώς θά μποροῦσε νά νιώσει καί νά γίνει
πραγματικά εὐτυχισμένος ἄν τοῦ χορηγοῦνταν τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Τό ἴδιο πίστευε
καί ὁ τελώνης τῆς παραβολῆς. Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ἐπανελάμβανε:
«ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Κύριε, Θεέ μου, σπλαγχνίσου με καί ἐλέησέ
με τόν ἁμαρτωλό.
Στό
ἔλεος τοῦ Θεοῦ εὕρισκε γαλήνη καί ἀνάπαυση ἡ ψυχή του. Ἡ ζωή του τότε μόνο θά ἀποκτοῦσε
νόημα, ἄν τοῦ χαριζόταν τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Αὐτό ἐλάφρυνε τό βάρος τῆς
συνείδησής του ἀπό τήν ἁμαρτία. Τοῦ ἔδινε δύναμη νά πετάξει ψηλά, στά οὐράνια
πλάτη τῆς ἀρετῆς. Αὐτό τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ εὔχονται οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι στούς πιστούς.
Αὐτό τό ἔλεος ἔχουμε ἀνάγκη ὅλοι οἱ ἄνθρωποι.
********
«Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῶ»
Ἀδελφοί
μου, βρισκόμαστε στήν ἀρχή μιᾶς ἐξαιρετικά σπουδαίας περιόδου τῆς ἐκκλησιαστικῆς
μας ζωῆς. Δυστυχῶς πολλοί ἄνθρωποι, εἴτε ἀπό ἄγνοια εἴτε ἀπό τήν ἐπιρροή τοῦ
κόσμου, μένουν μακριά ἀπό τά ἀγαθά πού μᾶς προσφέρει τό Τριώδιο. Καί ἀντί νά ἀνεβαίνουν
πνευματικά, ὑποβαθμίζονται, ἁμαρτάνουν καί βυθίζονται περισσότερο στόν βοῦρκο
τῆς ἁμαρτίας. Ὅσοι πιστοί «πρόσχωμεν». Στόχος μας ἄς εἶναι ἡ αὐτοπερισυλλογή καί
ἡ ἀπόκτηση τῆς σπουδαίας ἀρετῆς τῆς κατανύξεως, ἡ ὁποία ὅμως ἐπιτυγχάνεται μέ
τή σωστή προσευχή. Καί οἱ προϋποθέσεις τῆς σωστῆς προσευχῆς εἶναι: Νά μή
περιαυτολογοῦμε, νά μή κατακρίνουμε, νά συναισθανόμαστε τήν ἁμαρτωλότητα μας
καί νά ζητᾶμε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καλό Τριώδιο.
Ἀρχιμανδρίτης Γρηγόριος
Μουσουρούλης
Ἐκφωνήθηκε στόν Ἱερό
Καθεδρικό Ναό Ἁγίου Ἰωάννου Λευκωσίας, Κυριακή 05.02.2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου