ΣΙΣΑΝΙΟΥ ΚΑΙ ΣΙΑΤΙΣΤΗΣ
ΑΝΤΩΝΙΟΣ: Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
ὑπὸ ἀρχιμ. τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου Ἐφραὶμ Γ.
Τριανταφυλλοπούλου,
Πρωτοσυγκέλλου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
Σισανίου καὶ Σιατίστης,
Δρος Θεολογίας ΑΠΘ
Παναγιώτατε, σεβασμιώτατοι ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,
ἐλλογιμώτατοι κύριοι καθηγηταί,
πάντες οἱ τὰ πρῶτα τοῦ τόπου φέροντες
σεβαστοί μου Πατέρες, εὐλογημένοι
μοναχοὶ καὶ μοναχές, ἀγαπητοί μου Χριστιανοί! Χριστὸς Ἀνέστη!
Πάει καιρός, ποὺ μοῦ προτάθηκε νὰ εἰσηγηθῶ στὶς
ἀκοές Σας θέμα δύσκολο, νά μιλήσω γιὰ ἕνα πρόσωπο ἀγαπημένο καὶ τόσο μακρυνὸ
ταυτόχρονα λόγῳ τῆς ὁσιακῆς βιοτῆς του, ἀλλὰ πάλι τόσο κοντινὸ καὶ οἰκεῖο σὲ μᾶς,
ἀκριβῶς γιὰ τὸν ἴδιο λόγο. Εὔχεσθε νὰ φανερώσουν τὰ λόγια αὐτά, τὴν ἀλήθεια τοῦ
Θεοῦ καὶ εὔχεσθε ἐπίσης καὶ γιὰ τὸν ὁμιλοῦντα, ὁ ὁποῖος σήμερα ἐν Ἐκκλησίᾳ
πληθούσῃ καταθέτω τὰ μῦρα καὶ τὴν κασσία τῆς εὐγνωμοσύνης μου, διότι ἀπὸ τὰ εὐλογημένα
χέρια τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ εἰσῆλθα στὸν εὐαγγελικὸ ζυγὸ καὶ τὴν ἱερατικὴ ἀξία.
Ἂς ἀρθοῦμε ὑπεράνω ἀδυναμιῶν καὶ δυσκολιῶν ποὺ ὅλοι
μας ἔχουμε, γιὰ νὰ ἑστιάσουμε σὲ συγκεκριμένα σημεῖα τῆς εὐλογημένης παρουσίας
του, παρακάμπτοντας τὶς ὅποιες ἀδυναμίες κι ἐκείνου ὡς θνητοῦ ἀνθρώπου. Ἄλλωστε
ὁ Θεός, «ὄχι ἕνεκα τούτων, ἀλλὰ παρὰ ταῦτα» μᾶς ἁγιάζει καὶ μᾶς σώζει. Ἡ ὅποια ἀποτυχία
στοὺς καλοπροαιρέτους γίνεται ὑλικὸ γιὰ νὰ δουλέψει καὶ νὰ «χτίσει» ὁ Θεὸς τὸν
παράδεισο μέσα τους.
Ὁ μακαριστὸς Μητροπολίτης Ἀντώνιος, ὁ ὁποῖος ἐξελέγη
σὰν σήμερα, στὶς 22 Μαΐου 1974, ἄφησε μαρτυρία ἀγαθοῦ, προσευχομένου, ὑπομονετικοῦ,
ἁγιασμένου ποιμένα στὸν πνευματικὸ κόσμο τῆς χώρας καὶ ὄχι μόνο. Ἀπὸ τὰ πολλὰ
πνευματικὰ χαρίσματα μὲ τὰ ὁποῖα τὸν εἶχε κοσμήσει ὁ Θεός, ἀναφέρουμε τὸν ἄμεμπτο
βίο, τὴν πολλὴ καὶ θερμὴ προσευχὴ μετὰ δακρύων (συχνὰ ἀνέφερε στὸ κήρυγμά του ὅτι «τὰ
δάκρυα τοῦ κενόδοξου ἄκαρπα ξηραίνονται ἐπὶ τῶν παρειῶν του»[1]!), τὸ ἐπιβεβαιωμένο
προορατικὸ καὶ διορατικό του χάρισμα, τὴ συγγραφὴ καὶ μελέτη καὶ τὴν ἀπὸ φυσικοῦ
του ταπείνωση, τὴν ταπείνωση δηλαδὴ ὡς φυσικὸ χάρισμα, «ἡ ὁποία αὐξήθηκε πολὺ
περισσότερο μὲ τὴν ἄνοδό του στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο, πρᾶγμα θαυμαστὸ καὶ πολὺ
σπάνιο» σύμφωνα μὲ κάποιον χαριτωμένο Ἱερέα.[2] Περισσότερο
ταπεινὸς ὡς Ἐπίσκοπος, παρὰ ὡς Ἱερέας. Ἀλλὰ καὶ ὁ δισταγμός του καὶ ἡ ἐπὶ μακρὸν
ἀναβολή του νὰ εἰσέλθει στὸν Ἱερὸ Κλῆρο[3], (47 ἐτῶν χειροτονήθηκε
Διάκονος), ὅπως ἐπανειλημμένως δήλωνε στοὺς χειροτονητήριους λόγους του εἶναι
δείγματα τεταπεινωμένης καρδίας.Ἔκπληκτος μιὰ φορά, τὸν ἀκούω νὰ μοῦ λέει: «πάτερ
Ἐφραίμ, ὀφείλουμε πάρα πολλὰ στὶς προσευχὲς ὀλίγων ἐναρέτων λαϊκῶν»[4]! Καὶ δὲν πίστευα
στ’ αὐτιά μου. Κάποτε, μάλιστα, τὸν εἶδα νὰ μεταφέρει βαλίτσες ἐπισκεπτῶν[5] σὲ Μοναστήρι τῆς Μητροπόλεώς μας!
Τοὺς ἔφτιαξε κατόπιν καφὲ καὶ τοὺς τὸν σέρβιρε...
Κατὰ
τὰ πρῶτα 5-6 ἔτη τῆς διακονίας μου ὡς Ἱεροκήρυκος, μὲ ἔστελνε πάντα τῆς
Παναγίας νὰ λειτουργῶ σ’ἕνα ξωκκλήσι Της ἑνὸς ἀπόμακρου χωριοῦ, 55 χιλιόμετρα ἀπὸ
τὴ Σιάτιστα, λέγοντάς μου:«ἄκου νὰ δεῖς, ἐκεῖ εἶναι ἕνας παπᾶς ἔγγαμος ποὺ
κατὰ τὴ θεία Λειτουργία βλέπει ἀγγέλους, νὰ ξέρεις. Καλὸ εἶναι γιὰ σένα νὰ σὲ
βλέπει νὰ λειτουργεῖς καὶ νὰ τὸν ρωτᾶς καὶ σὺ κιόλας. Πρόσεχε, γιατὶ τὰ
φαινόμενα ἀπατοῦν, μὴ δίνεις σημασία». Γνώρισα τὸν Ἱερέα[6] καὶ εὐγνωμονῶ τὸ Θεό. Ἐλάχιστες φορές φαινόταν νὰ
«χάνεται» στὴ θεία Λειτουργία. Τὸν ρωτοῦσα μετὰ νὰ μοῦ πεῖ γιὰ τὴν εὐλογία τῆς
θείας Λειτουργίας καὶ μοῦ ἔλεγε: «μὴ συζητᾶς παιδάκι μου τὶ γίνεται»! Χωρὶς νὰ
καταλαβαίνω χαιρόμουν κι ἐγώ. Ὕστερα ἀπὸ λίγο καθὼς πίναμε καφεδάκι στὸ χωριό, ὁ
παπούλης ἀπολάμβανε μακαρίως τὸ καφεδάκι του μὲ τὸ ἀπαραίτητο συμπλήρωμα[7] (!), ὁ τρόπος δὲ μὲ τὸν ὁποῖο
καθόταν, πρόδινε ζηλευτὴ ἄνεση καὶ ἀρχοντιά, ποὺ κάποιους ἐξ’ἡμῶν θὰ
«σκανδάλιζαν». Τότε θυμήθηκα τὸ «πρόσεχε, τὰ
φαινόμενα ἀπατοῦν» τοῦ μακαριστοῦ καὶ
κατάλαβα. Ἐπρόκειτο τελικὰ γιὰ ἕναν χαριτωμένο Ἱερέα κεκοιμημένο ἐδῶ καὶ πολὺν
καιρό.
Στὴ
διάρκεια τῆς ἀσθενείας του ὁ μακαριστὸς δὲν ἔπαυε νὰ μᾶς τονίζει: «τὸν ἑαυτό μου κήρυξα, ὄχι τὸ
Χριστό»![8] Καὶ ἄλλοτε, σημάδι κάποιας ὑπερφυσικῆς
ἐμπειρίας του κατὰ τὴν ἀσθένεια, εἶπε: «θὰ σᾶς πῶ ὅταν γίνω
καλά. Σὲ μένα τὸν ἁμαρτωλὸ ὁ Κύριος»[9];
Στὴν
ἰδική μου εἰς Διάκονον χειροτονία, τὸν βρήκαμε νὰ ἔχει φτάσει πιὸ νωρὶς ἀπὸ ἐμᾶς
στὸν ναὸ καί, μ’ ἕνα ἁπλὸ ζωστικό, νὰ μαζεύει τὰ πρόσφορα ἀπὸ τοὺς πιστούς. Ἐπιπλέον
μὲ εἶχε πληροφορήσει στὸ σπίτι τους ἡ μακαριστὴ ἀδελφή του, ἡ ὁποία παρέστη στὴ
χειροτονία μου, ὅτι «ὁ Δεσπότης πρὶν ἀπὸ κάθε χειροτονία ἀγρυπνεῖ ὅλη νύχτα
προσευχόμενος περπατώντας, καὶ μιλάει στὸ Θεὸ μὲ τὰ χέρια ψηλά. Ἔτσι θὰ κάνει
καὶ μὲ τὴ δική σου χειροτονία»![10]
Ἕνα
πρᾶγμα ποὺ ἔκανε ἰδιαίτερη ἐντύπωση ἦταν καὶ ἡ πολλὴ θύραθεν -μαζὶ μὲ τὴν αὐτονόητη
θεολογικὴ- παιδεία ποὺ τὸν διέκρινε. Δειγματοληπτικὰ Σᾶς ὑπενθυμίζουμε ὅτι ἀνέφερε
συχνὰ τὸν Δημοσθένη, τὸν Πλάτωνα, τὸν Ἀριστοτέλη[11], τὸν Πλούταρχο[12], τὸν Σοφοκλή[13], τὸν Μᾶρκο Αὐρήλιο[14], τὸν ποιητὴ
Θέογνι τὸν Μεγαρέα[15], τὸν ἐκπρόσωπο τῆς
Νέας ἀττικῆς κωμωδίας Μένανδρο, τὸν Θουκυδίδη[16] καὶ γενικότερα τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες
συγγραφεῖς, φιλοσόφους καὶ δραματικοὺς ποιητές, διανθίζοντας τὰ ἐξαιρετικῆς
ρητορικῆς δεινότητας κηρύγματά του -μνημεῖα πραγματικά!- μὲ ρητὰ καὶ λόγους
τους. Δὲ λείπουν ἐπίσης ἀναφορές του σὲ ἔργα ἄλλων θύραθεν συγγραφέων, ὅπως πχ
τοῦ Eduard Norden[17], ἀναλυτὴ τῆς
τέχνης τῆς ἀρχαίας πεζογραφίας[18], στὸνΦάουστ τοῦ Γκαῖτε[19], ὡς καὶ στοὺς Δροσεροὺς καημοὺς τοῦ Ἀθανασιάδη-Νόβα[20]. Γενικὰ οἱ θύραθεν
γνώσεις του κάλυπταν πολλὰ πεδία, ἀπὸ αὐτὸ τῆς Πολιτικῆς Ἱστορίας καὶ τῆς
Διαιτητικῆς, μέχρι κι ἐκεῖνο τῶν ἀγροτικῶν ἀσχολιῶν ἢ τῶν οἰκιακῶν καθηκόντων[21].
Ἀλλὰ
καὶ ποιός δὲν θυμᾶται τὶς συνεχεῖς προφορικὲς παραπομπές του σὲ στίχους τῆς Ἁγίας
Γραφῆς, καθὼς ἀνέφερε μὲ ἐπιμέλεια «σπουδαστοῦ» τὰ κεφάλαια καὶ τὰ χωρία, ἢ τὶς
ἀπὸ στήθους ἀπαγγελίες του πατερικῶν ἀποσπασμάτων, μὲ ἐπιμονὴ στὴ «θηριώδη καὶ ὀφιόμορφον κακίαν»[22], ποὺ παραπέμπει
στὸν ὅσιο Ἰσίδωρο τὸν Πηλουσιώτη; Μελετώντας ἀργότερα τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν
Παλαμᾶ, βρῆκα στὶς βιβλιοθῆκες τῆς Μητροπόλεως καὶ στοὺς δύο πρώτους τόμους τῶν
ἔργων τοῦ Ἁγίου, τῆς ἔκδοσης τοῦ καθηγητῆ Παναγιώτη Χρήστου, ἀρκετὲς ὑπογραμμίσεις
καὶ σημειώσεις δικές του μὲ μολύβι, ἀλλὰ καὶ μὲ κόκκινο μπὶκ στὰ περιθώρια. Ἀφημένα
ἐπίσης στὶς σελίδες τῆς Θρησκευτικῆς Ἠθικῆς Ἐγκυκλοπαιδείας, ὑπῆρχαν σκαριφήματα
κηρυγμάτων του μὲ τὶς ἡμερομηνίες ποὺ ἐπρόκειτο νὰ ἐκφωνηθοῦν ἢ ἐκφωνήθηκαν,
κυρίως σὲ ναοὺς τῶν Ἀθηνῶν.
Ἐκτιμοῦσε
στοὺς ἀνθρώπους τὸ ἦθος, τὴν καλωσύνη καὶ τὴν ἀφτιασίδωτη συμπεριφορὰ σὲ ὅποιους
χώρους καὶ ἂν τὴ συναντοῦσε, ἐνῶ στηλίτευε τὴν ὑποκρισία καὶ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ
χώρου. Μοῦ ἐκθείαζε τὸ στρατηγὸ Νικόλαο Πλαστήρα (†1953) τὸν ὁποῖο εἶχε
συναντήσει, λαϊκὸς ἔτι ὤν, στὸ κρεβάτι τοῦ πόνου καὶ τὸν ὁποῖο ἀποκαλοῦσε «ἅγιο»,
ἕνεκα τῆς κατ’αὐτὸν διαπιστωμένης ἀρετῆς του, τῆς καλωσύνης του, τῆς πάμπτωχης
ζωῆς του καὶ τῆς πίστης του στὸ Θεό, διερωτώμενος: «ποῦ ὑπάρχουν Πλαστῆρες σήμερα»[23];
Ἐπίσης
μοῦ ἐγκωμίαζε τὸ ἦθος καὶ τὴν πίστη στὸ Θεὸ τῆς μεγάλης ἠθοποιοῦ Ἄννας Συνοδινοῦ
(†2016), ἐνῶ δὲν παρέλειπε κάποτε, στὴ νεότητά του, νὰ παρακολουθεῖ σοβαρὲς
παραστάσεις τοῦ Ἐθνικοῦ Θεάτρου[24] ἐπὶ τῶν ὁποίων εἶχε ἄποψη.
Ὄντως
Πατερικὸς ἄνθρωπος, ἐκινεῖτο προσληπτικά, δὲν διέγραφε δίκην ἀλαθήτου, οὔτε ἔπασχε
ἀπὸ εἶδος πνευματικοῦ ἱδρυματισμοῦ, διαχωρίζοντας νεστοριανικὰ τοὺς χώρους σὲ ἱεροὺς
καὶ βέβηλους, ἐφόσον εἶναι πανταχοῦ παρὼν ὁ Θεός. Ὅ,τι, μάλιστα, σὲ ἐπίπεδο
πολιτιστικῶν δρώμενων κάθε ἐποχῆς, ἄντεχε στὸ καμίνι τῶν Ὀρθοδόξων κριτηρίων
του ἔστεκε μέσα στὴν Ἀλήθεια, ὅ,τι ἦταν «καυσούμενο» ἔλυωνε καὶ ἐξαφανιζόταν. Ἐκινεῖτο
«σὰν τὴ μέλισσα, ὄχι ὅπως ἡ μύγα», ὅπως ἔλεγε καὶ ὁ ὅσιος Παΐσιος.
Ὑπῆρξε
ἐποχὴ ποὺ -λαϊκὸς ὢν- ἄνοιγε τὴν καρδιά του στὸ πετραχήλι τοῦ Μητροπολίτη
Κορινθίας Μιχαὴλ Κωνσταντινίδη, μετέπειτα Ἀμερικῆς[25], ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἐπηρεάστηκε
καὶ στὸ ὕφος γραφῆς. Τὸν ὀνόμαζε «ζωντανὸ ἅγιο» μὲ μεγάλη παρρησία στὸ Θεὸ καὶ
δυνατὴ προσευχή. Ἀργότερα εἶχε πνευματικὴ σχέση μὲ τὸν Γέροντα Ἀμφιλόχιο τῆς
Πάτμου, ἐπέλεξε δὲ ὡς πνευματικό του τὸν μακαριστὸ Νεαπόλεως καὶ Σταυρουπόλεως
Διονύσιο. Λάτρης τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου συχνὰ τὸν καλοῦσαν γιὰ χειροτονίες,
διατηροῦσε πνευματικὴ σχέση μὲ τοὺς Γέροντες Παΐσιο καὶ Πορφύριο τοὺς ὁσίους,
Γεώργιο Γρηγοριάτη, Φιλόθεο Καρακαλληνό, Ἐφραὶμ Φιλοθεΐτη νῦν Ἀριζονίτη, Ἄνθιμο Ἁγιαννανίτη,Ἰωάννη Ἁγιαννανίτη,
Ἰσαὰκ τῆς Καψάλας τὸν Λιβανέζο, Πετρώνιο Προδρομίτη τὸν ὁποῖο βαθύτατα ἐκτιμοῦσε,
τὸν τυφλὸ Γέροντα Διονύσιο τῆς Κολιτσοῦς, ὅπου τελευταῖα συχνὰ μετέβαινε, τὸν
Γέροντα Ἀμβρόσιο Λάζαρη, τὸν π. Στέφανο Ἀναγνωστόπουλο, ὅπως καὶ τὸν χαριτωμένο
καὶ αἰσθητῶς εὐωδιάζοντα[26]ἔγγαμο ἱερέα Ἰωάννη
Καλαΐδη ἀπὸ τὸ Νεοχώριο Σιντικῆς, καὶ μὲ ἀρκετοὺς ἄλλους ἐπίσης, ἁγιορεῖτες καὶ
μή.
Τὶς
δύο φορὲς ποὺ τὸν συνόδευσα ὡς Διάκονός του στὸ ἅγιον Ὄρος, τὸ 1995 καὶ τὸ 1996
καὶ στὶς Μονὲς Καρακάλλου, Σιμωνόπετρας καὶ Ξηροποτάμου, παρατηροῦσα τόσο στὸ
πλοῖο, ὅσο καὶ στὶς Μονές, τόσο σεβασμὸ στὸ πρόσωπό του ἀπὸ πλευρᾶς μοναχῶν καὶ
λαϊκῶν, ὡσὰν νὰ ὑπῆρχε ἕνας ζωντανὸς ἅγιος ἀνάμεσά τους. Ἀσπάζονταν καὶ τὸ
κράσπεδο τοῦ ράσου του! Σημειωτέον ὅτι δὲν ἔφερε ἐγκόλπιο καὶ μὲ τὸ καλογερικὸ
καλυμμαύχι ἔδειχνε περισσότερο σὰν ἁγιορείτης ἁπλὸς μοναχὸς σὲ κάποιον ποὺ δὲν
τὸν γνώριζε. Στὶς μηνιαῖες ἀγρυπνίες τῆς Μονῆς μας τοῦ Μικροκάστρου -πρᾶγμα
παράδοξο- ἐνδυόταν σὰν ἁπλὸς
ἱερομόναχος, φέροντας μόνον ἐγκόλπιο, κάτι ποὺ πιστοποιεῖται ἀπὸ τὶς
βιντεοσκοπημένες ὁμιλίες του. Ἄλλοτε πάλι, ὡς Διάκονός του, παρακαλώντας τον νὰ
μοῦ ἐπιτρέψει νὰ τὸν βοηθήσω νὰ ἐνδυθεῖ τὸν ἀρχιερατικό του σάκκο, μὲ ἄφησε ἐμβρόντητο
λέγοντας: «αὐτὰ ἔχουν
τελειώσει πιά, παιδάκι μου»[27]! Μὲ τὸ χιοῦμορ ἐπίσης ποὺ τὸν διέκρινε, ὅταν ἐρωτᾶτο
ποῦ εἶχε βρεῖ τὴ γνωστὴ παλιὰ ξύλινη μαύρη βαλίτσα γιὰ τὴ μεταφορὰ τῶν ἀμφίων
του, ἀπαντοῦσε ἀφοπλιστικὰ γιὰ νὰ μᾶς δείξει πόσο παλιὰ ἦταν αὐτοσαρκαζόμενος
: «μοῦ τὴ δώρισε ἡ βασίλισσα Ὄλγα»![28].Σημειωτέον ὅτι ἡ εἰρημένη βασίλισσα ἐκοιμήθη τὸ
1926, ὅταν ὁ μακαριστὸς ἦταν μόλις 6 ἐτῶν.
Εἶχε συναντηθεῖ μὲ τὸν γέροντα Ἰάκωβο
Τσαλίκη, γιὰ τὸν ὁποῖο ἔλεγε ὅτι σὲ μακρὰ συνομιλία ποὺ εἶχαν, δὲν
διέκρινε οὔτε ἕνα δογματικὸ λάθος στὰ λεγόμενά του[29], ὅπως καὶ -καθὼς προανέφερα- μὲ τοὺς δύο ἐσχάτους
ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας Παΐσιο καὶ Πορφύριο, γιὰ τὸν ὁποῖο ἔλεγε ὅτι δὲν
ἀπέλπιζε τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ ἔψεγε καλότροπα πολλοὺς ἱερεῖς γιὰ τὸν ἀφόρητο
διδακτισμό τους[30]καὶ πολὺ καλῶς ἔκανε.
Κατὰ τὸ σύντομο πέρασμά του ἀπὸ τὸ
Παρίσι τὸν εἶχε ἐνθουσιάσει, ἔλεγε, ἡ τελεία πτωχεία, θεολογικὴ κατάρτιση καὶ
«δυνατὴ» προσευχή τοῦ ἐπισκόπου Κατάνης Κασσιανοῦ, καθηγητοῦ στὸ Ἰνστιτοῦτο τοῦ
ἁγίου Σεργίου. Εἶχε ἐπίσης μελετήσει ἀρκετὰ βιβλία ρωμαιοκαθολικῶν θεολόγων μὲ ἰδιόχειρες
σημειώσεις καὶ ὑπογραμμίσεις ἐπὶ τῶν κειμένων πχ τὴ βιογραφία τοῦ ἀποστόλου
Πέτρου ἀπὸ τὸν Ὄσκαρ Κούλμαν, κείμενα τοῦ Ζὰν Ντανιελού, τοῦ Ὓβ Κονγκάρ, ἀλλὰ
κυρίως κείμενα Ὀρθοδόξων τῆς διασπορᾶς, θεωρώντας σὰν κορυφαῖο τους τὸν π.
Γεώργιο Φλωρόφσκι. Ἐνθουσιάστηκε ἄλλοτε τόσο πολὺ μὲ τὴ βιογραφία τῆς ὁσίας
Μαρίας Σκομπτσόβα, μιᾶς ρωσίδας ἁγίας μὲ στοιχεῖα διὰ Χριστὸν σαλότητας ποὺ ἔζησε
στὸ Παρίσι, ὥστε μοῦ ἅρπαξε κυριολεκτικὰ ἀπ’τὸ χέρι τὸ βιβλίο[31] προτοῦ νὰ τὸ τελειώσω, τὸ διάβασε ὁλόκληρο
καὶ μοῦ εἶπε μὲ νόημα: «αὐτὴ μᾶς κάνει σπουδαία κριτικὴ ὅλων μας,
κληρικῶν καὶ λαϊκῶν κι ἔχει πολὺ δίκιο. Μαρίες Σκομπτσόβες καὶ
Παύλους Σερβίας θέλουμε»[32]! Καὶ μοῦ τὸ ἔδωσε
πίσω νὰ συνεχίσω τὸ διάβασμα κι ἐγώ.
Ξεχώριζε,
ἐπίσης, ἀπὸ τοὺς καθηγητὲς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν τοὺς Χρῆστο Ἀνδροῦτσο
(†1935) καὶ, κυρίως, τὸν Λεωνίδα Φιλιππίδη[33] (1939-1968).
Μὲ
τὸν ἅγιο Νεκτάριο φαίνεται πὼς διατηροῦσε ζωντανὴ σχέση. Ὅσοι τὸν θυμούμαστε στὶς
ἀγρυπνίες, ἀκούγαμε νὰ μνημονεύει πάντοτε ἀπὸ Ὡραίας Πύλης κάποια Σαλώμη, ἀπὸ τὰ
μέρη τοῦ Ἀγρινίου. Ἡ Σαλώμη, μοῦ ἐξήγησε, ἦταν μιὰ ἀφιερωμένη παιδιόθεν στὸ Θεὸ
ψυχή, ἡ ὁποία τοῦ προεῖπε τὴν εἰς Ἐπίσκοπο χειροτονία του λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν ἐκλογή
του, «βλέποντάς τον σὲ
θρόνο», ὅπως τοῦ ἐξομολογήθηκε, τῆς τὄ’χε πεῖ μάλιστα ὁ «παπούς», ἐννοώντας τὸν
ἅγιο Νεκτάριο. Ὁ τότε π. Ἀντώνιος τὴν ἐπιτίμησε αὐστηρά. Λίγο μετὰ ἐξελέγη Ἐπίσκοπος.
Ἡ ἴδια, άλλη μία φορὰ τοῦ εἶχε ἐξομολογηθεῖ ὅτι «ἦταν πολὺ στενοχωρημένος μὲ τοὺς
ἱερεῖς ὁ ἅγιος Νεκτάριος» καί, στὴν ἐναγώνια ἐρώτησή του «γιὰ μένα τί σοῦ εἶπε,
βρὲ Σαλώμη»; ἀπάντησε: «Μὲ σένα εἶναι εὐχαριστημένος παπ’ Ἀντώνη γιατὶ τρέχεις
στὰ χωριά». «Δόξα τῷ Θεῷ»! ἀπάντησε ὁ π. Ἀντώνιος καί, ἔλαμπε ἀπὸ ἔκδηλη χαρά, ὅταν
ὡς Ἐπίσκοπος ἀργότερα τὸ διηγεῖτο[34].
Ἐκτὸς
ἀπὸ τὸ ὅτι σὰν Ἀρχιερέας ἦταν ἐπιφορτισμένος καὶ μὲ τὰ διοικητικὰ καθήκοντα ἑνὸς
ἐπισκόπου, συνέγραφε, προσευχόταν πολλὲς φορὲς στὴ διάρκεια τῆς ἡμέρας, ὄχι μὲ
τὴν ἔννοια τῆς ἀκολουθίας, ἀλλὰ «περιπατητικῶς», ἐπικαλούμενος, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν
Κύριο, τὴν Παναγία Μητέρα Του, πλῆθος ἁγίων, ὅπως μοῦ ἔλεγε ὅταν ἤμουν Διάκονός
του, ἐκθειάζοντάς μου συνεχῶς τὰ ἀγαθὰ τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς. Ἐνθυμοῦμαι μιὰ
στιχομυθία μεταξύ μας: «πῶς πῆγε ἡ προσευχὴ
σήμερα Σεβασμιώτατε»; «Πολὺ καλά, Ἐφραίμ! Ὀκτὼ χιλιόμετρα προσευχὴ καὶ δύο
κήρυγμα»[35]!
Ὡς
σχολάρχης στὴν Ἱερατικὴ Σχολὴ τῆς Ξάνθης ξεκινοῦσε τὴν προσευχὴ στὶς 3:00 τὰ
ξημερώματα, τελείωνε τὴ θεία Λειτουργία λίγο πρὶν τὶς 6:30, λίγο ξεκουραζόταν
καὶ πήγαινε κατόπιν γιὰ μάθημα.
Νήστευε
ἰσοβίως τὸ κρέας καὶ ἀγαποῦσε στὰ νιάτα του τὴν ὀρειβασία. Ἄλλωστε, ὑπηρέτησε τὴ
θητεία του στὶς Εἰδικὲς Δυνάμεις. Θυμᾶμαι τώρα τὸν νῦν ἀρχιεπίσκοπο
Κρήτης, ἅγιο Χανίων τότε, νὰ μοῦ τὸν κατονομάζει ὡς «ἡρωικὸ ἄνθρωπο» .
Συχνὰ
γιὰ νὰ μὲ προστατεύσει πνευματικά, μοῦ τόνιζε τὴν ἀξία τῆς σιωπῆς καὶ τῆς κρυφῆς
πνευματικῆς ἐργασίας μὲ τὴ φράση «λάθε βιώσας». «Πολλὲς
φορὲς ποὺ μίλησα», ἔλεγε, «τὸ μετάνοιωσα. Ὅποτε σιώπησα τὸ
χάρηκα». «Ἡ μέλισσα στὸ σκοτάδι φτιάχνει τὸ μέλι»[36], μοῦ εἶπε κάποτε. Συστηματικὰ ἀπέφευγε
τὰ φῶτα τῆς δημοσιότητας, ἀργότερα ὅμως, καθὼς ἡ φήμη του ἐξαπλωνόταν καὶ
προέδραμε τάχιον τῆς παρουσίας του, ἐκείνη τὸν ... καταδίωκε! Γι’ αὐτὸ καὶ
«μισοῦσε» -κάπως ἁπόλυτα- μὲ ἕνα ἅγιο μῖσος τὴν ἐπίδειξη πνευματικοῦ «ἔργου»,
«κινήσεως» κλπ. Τὴν θεωροῦσε προτεσταντικοῦ τύπου ἀντιστάθμισμα τῆς ἔλλειψης ἐσωτερικοῦ
βιώματος καὶ προσευχῆς. Ἤξερε πὼς πολλὲς φορὲς, πίσω κι ἀπ’τὸ πιὸ «λαμπρὸ»
ποιμαντικὸ ἔργο, προϊὸν -ἔστω- ὁλοκάρδιας ἀφιέρωσης, ἴσως νὰ φωλιάζει ὁ ἀκοίμητος
σκώληξ τῆς κενοδοξίας, ἕτοιμος νὰ καταβροχθίσει πρῶτον καὶ καλύτερο τὸν Ἱερέα.
Γι’ αὐτό, γιὰ νὰ μᾶς ἀσφαλίσει πνευματικά, μᾶς «γείωνε» μὲ τὶς φράσεις ποὺ προεῖπα.
Ἔλεγε χαρακτηριστικά:«στὸ τέλος χάνει τὸ μυαλό του κι ὁ παπᾶς καὶ χτυπάει
μόνος του τὴν καμπάνα! Ἀλλὰ μὴν παραξενεύεστε, ἐκεῖ ποὺ φτάσαμε ἀπὸ τὸν ἐγωισμό
μας, τὸ μέλλον εἶναι ἡ τρέλα»![37]. Ἤ, μὲ τὴν
πελοποννησιακή του προφορά στὰ ἱερατικὰ συνέδρια μᾶς φώναζε: «ταχιά, θὰ φύγουμε, τὸ νοῦ σας.
Ἐγὼ σᾶς τὰ εἶπα πάντως»![38], ὑπογραμμίζοντας
τὴν ἀξία τῆς μνήμης θανάτου.
Βρισκόταν
ἀπέναντι σὲ ὁποιαδήποτε νοσηρὴ προσωποπαγὴ σχέση, ὅπως αὐτὴ στὴν ὁποία μπορεῖ νὰ
ἐξελιχθεῖ ἡ σχέση πνευματικοῦ καὶ ἐξομολογούμενου. Στὴν ἐπιμονή μου κάποτε νὰ
κατέβω στὴν Ἀθήνα νὰ δῶ τὸ Γέροντά μου, μὲ κοίταξε μὲ αὐστηρότητα καί,
δείχνοντάς μου τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, μοῦ εἶπε: «νά, ὁ Γέροντάς μας, Αὐτὸν νὰ ἔχεις πρῶτα Γέροντα»[39]! Τὸν εὐχαριστῶ ἐκ
βάθους γι’αὐτὲς τὶς σοφές του ἐπεμβάσεις, οἱ ὁποῖες ἐγκωμιάστηκαν καὶ ἀπὸ τὸν
Πνευματικό μου. Ἀπέπνεε μιὰν ἁπαλὴν αὔρα ἄκρως εὐγενοῦς ποιμαντικῆς φροντίδας,
δίχως μεγαλοστομίες, μὲ ἡσυχία, μὲ προσευχή, μὲ σοφία καὶ σύνεση σὰν γενικὰ
χαρακτηριστικά, χωρὶς ν’ ἀποκλείονται τὰ κατ’ ἄνθρωπον λάθη, παραχώρηση Θεοῦ γιὰ
πνευματικὴ ἀσφάλεια. Γι’ αὐτὸ ὁ μακαριστός, ἄφησε πίσω του καὶ ἕναν καλὸ καὶ
μονιασμένο κλῆρο. Συχνὰ μᾶς[40] ἔλεγε: «τοὺς καλύτερους παπάδες ἔχω»![41]
Τὸν
βλέπαμε νὰ ἐξομολογεῖ ἀσταμάτητα σὰν ἁπλὸν ἱερέα πολὺν κόσμο, ποὺ συνέρρεαν ἀπὸ
κοντὰ καὶ μακριά, γιὰ νὰ ἀναπαυθοῦν στὶς σοφές συμβουλές του, ὅπου κάποιοι
διαπίστωναν τὰ χαρίσματά του. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ ἔκανε πολυάριθμους ἀνθρώπους νὰ τὸν
πλησιάζουν, ἦταν ἡ φήμη γιὰ τὴν παρρησία τῆς προσευχῆς του. Ἐξακουστὸς Γέρων ὑπογράμμιζε
αὐτὴν τὴν ἀλήθεια λέγοντας μετ’ ἐπιτάσεως: «Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, ὅ,τι ζητήσει ἀπὸ
τὸ Θεὸ γίνεται»![42] Ὁ ἴδιος σχολίασε ὅτι ὁ μακαριστὸς Ἀντώνιος
γιὰ τὰ πνευματικά του παιδιά, προσευχόταν τόσο πολὺ καὶ μὲ τόσην αὐταπάρνηση,
«ποὺ ἔπεφτε καὶ στὴ φωτιά γιὰ νὰ τὰ σώσει»![43]
Εἶναι γνωστὴ ἡ θαυματουργὴ προσευχή
του ὅταν, σὲ ἁγιορείτικη πανήγυρη[44], εὐλόγησε ἀργοπορημένα τὰ δίχτυα τῶν μοναχῶν,
οἱ ὁποῖοι μέχρι τότε ματαίως κοπίαζαν, ἀλλὰ «ἐπίασαν οὐδέν», καὶ μετὰ τὴν εὐλογία
τὴν ἀργοπορημένη -ἔστω- τοῦ Ἱεράρχη, ἀνέσυραν τὸ δίχτυ «μεστὸν ἰχθύων» -θὰ
μποροῦσε νὰ πεῖ κάποιος- γιὰ νὰ συσχετίσει τὸ γεγονὸς μὲ τὴν εὐαγγελικὴ ἀτμόσφαιρα
τοῦ ἀντιστοίχου Ἑωθινοῦ καὶ δὲν θὰ εἶχε ἄδικο.
Ὁ ταπεινὸς εἶναι αὐστηρὸς στὸν ἑαυτό
του καὶ ἐπιεικὴς στοὺς ἄλλους. Τὸ ἀντίθετο συμβαίνει μὲ τὸν ἀλαζόνα, ὑπερφίαλο
καὶ ἀνθρωπάρεσκο. Φορτώνει φορτία δυσβάστακτα τὸν πλησίον. Προκειμένου περὶ ἐξομολογήσεως,
ὁ μακαριστὸς ἦταν ἐπιεικὴς στοὺς ἁμαρτάνοντες, ἀκόμη καὶ κληρικούς ποὺ ἔρχονταν
ἀπὸ μακριὰ νὰ τὸν ἰδοῦν. Στὶς περισσότερες τῶν περιπτώσεων ἡ ἐπιείκεια αὐτή,
μεμιγμένη μετὰ γλυκύτητος, ἔφερνε θαυμαστὰ ἀποτελέσματα. Εἶχεν ὁ πρᾶος καὶ γλυκὺς
ποιμένας ἐνεργὸ τὸ χάρισμα[45]νὰ σηκώνει τὰ
βάρη τῶν ἄλλων καὶ νὰ τοὺς ἀπαλλάσσει. Βεβαίως καὶ εἶναι ἄλλο πρᾶγμα ἡ ἐπιείκεια
τοῦ χαύνου καὶ ἡδυπαθοῦς γιὰ νὰ μὴ δυσαρεστηθοῦν κάποιοι κι ἄλλο ἡ ἐπιείκεια τοῦ
τετηγμένου ἀπὸ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἄσκηση, πού, ὡσὰν ἄκτιστες τοῦ Θεοῦ ἐνέργειες,
διαπερνοῦν τὴν καρδιὰ τοῦ καλοπροαίρετου μετανοοῦντος καὶ τὸν ἀλλοιώνουν τὴν
καλὴν ἀλλοίωση. Ἐπιπλέον, ἡ ἐπιείκεια τοῦ ἀμελοῦς τὸν κάνει ἀμελέστερο, ἡ δὲ ἐπιείκεια
τοῦ ταπεινοῦ τὸν ἁγιάζει ἔτι περαιτέρω.
Ἀρκετὰ
ἐξ’ὅσων σᾶς μετέφερα, μοῦ τὰ διηγεῖτο ὁ μακαριστὸς στὶς περιοδεῖες τοῦ
Δεκαπενταυγούστου γιὰ παρακλήσεις. Μαζὶ πηγαίναμε συνήθως στὰ χωριὰ -ἀνὰ ζεύγη-
Ροδοχώρι καὶ Κριμήνι, Καλλονὴ καὶ Κυπαρίσσι, τὴ γενέτειρα τοῦ νῦν ἁγίου
Φλωρίνης, ὅπου ἐπέστρεφα ἐγὼ μετὰ ἀπὸ παράκληση, κήρυγμα καὶ τυχὸν ἐξομολογήσεις
στὴν Καλλονή, ἐνῶ κι ἐκεῖνος εἶχε τελειώσει. Τὸ νηστήσιμο κέρασμα κάθε χρονιὰ
περιλάμβανε ἀπαραιτήτως μέλι, πεπόνι καὶ καρύδια. Κάποια χρονιὰ λοιπόν, λέει στὶς
κατὰ σάρκα ἀδελφὲς τοῦ ἁγίου Φλωρίνης, τότε πατρὸς Θεοκλήτου ὡς ἀρχιμανδρίτου : «ὁ Θεόκλητος εἶναι ἤδη
δεσπότης, εἶναι καλὸ παιδὶ (!) καὶ γελαστό. Γλυκύς, χαρούμενος ἄνθρωπος. Θὰ τὸν
βγάλουμε δεσπότη, ἀκοῦτε ποὺ σᾶς λέω! Χάσαμε τὸ γέλιο ὅλοι μας, λαϊκοὶ καὶ
κληρικοί! Δὲν εἴμαστε γελαστοὶ Χριστιανοί»[46], δήλωνε, ἐνθουσιωδῶς.
Σὲ
ἄλλη περιοδεία μας, στὸ ὕψος τοῦ Τσοτυλίου, τὸν βλέπω πάλι νὰ σταυροκοπιέται
(συνήθως σταυροκοπιόταν στὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς διαδρομῆς) καὶ νὰ μοῦ λέει: «ἦρθε ὁ παποὺς στὸν ὕπνο μου,
μέσα σὲ πολὺ φῶς! Πώ, πώ, τὶ φῶς ἦταν ἐκεῖνο! Πολὺ φῶς»! Ἐγὼ δὲν κατάλαβα καὶ
τὸν ρώτησα: «Ποιός παπούς, δεσπότη μου»; Νόμιζα πὼς θὰ μοῦ ἔλεγε γιὰ κάποιον
γνωστὸ ἅγιο. Μοῦ λέει:«ὁ μακαριστὸς ἀρχιεπίσκοπος Σεραφείμ, ἦταν. Μοῦ εἶπε ὅτι
μᾶς ἔχει ἔννοια στὴ Σύνοδο»[47].Σάστισα. Ἡ
ἀλήθεια εἶναι ὅτι εἶχε πολὺ καλὴ σχέση μὲ τὸν μακαριστό, τὸν ὁποῖο ἐκτιμοῦσε καὶ
σεβόταν ἀπεριόριστα, ἐγκωμιάζοντας τὴ λιτότητα, ἀμνησικακία καὶ πτωχεία του: «μὲ τὸ ἕνα χέρι ἔπαιρνε τὴ
σύνταξη, μὲ τὸ ἄλλο τὴν ἔδινε σὲ φιλανθρωπίες. Σαρακοστές, τσάι καὶ παξιμαδάκι,
τὸν εἶδα μὲ τὰ μάτια μου»[48]! Προφανῶς μιλοῦσε γιὰ τὴν ἐποχὴ ποὺ ὁ μακαριστὸς
Ἀρχιεπίσκοπος ἦταν ὑγιής.
Ἐρχόμαστε
ὅμως στὴν παρουσία του ἀρχιεπισκόπου Σεραφεὶμ «μέσα στὸ Φῶς», ὅπως μοῦ τὴν
διηγήθηκε ὁ μακαριστός. Παραξενεύτηκα, ἐνῶ ἐκεῖνος δὲν μιλοῦσε γιὰ λίγα λεπτά.
Ξαφνικὰ γυρνάει καὶ μοῦ λέει: «ξέρεις γιατὶ ἔπλεε
μέσα στὸ Φῶς ὁ Σεραφείμ»; Γιατί σεβασμιώτατε; «διότι ὅταν ρωτήθηκε γιὰ τὸν
Πάπα εἶπε ὅτι αὐτοὶ δὲν εἶναι Ἐκκλησία. Γι’αὐτό! Καὶ εἶχε δίκιο.Ἔτσι, χατιρικὰ
τοὺς λέμε ἐκκλησίες. Ὁ Θεὸς ξέρει γι’αὐτοὺς ἀλλὰ καὶ γιὰ μᾶς»[49]. Μοῦ εἶχε κάνει ἐντύπωση ἡ αἰτιολόγηση. Ἀκριβῶς
τὸ ἴδιο εἶχα ἀκούσει καὶ ἀπὸ τὸν μακαριστὸ Γέροντα Γεώργιο Καψάνη, ἐν ἔτει
1986: [Παιδί μου, μία εἶναι ἡ σώζουσα Ἐκκλησία, «ἐκκλησίες» μὲ μικρὸ ε, ὑπάρχουν
κι ἄλλες]. Νομίζω πήραμε ἀπάντηση, ποὺ γεμίζει εἰρήνη τὶς καρδιὲς μας. Πάντοτε,
βεβαίως, ὑποτασσόταν καὶ ὑπήκουε στὴν Ἐκκλησία, ἀκόμη κι ἂν κάποτε εἶχε ἐπιφυλάξεις
σὲ ὁρισμένα ζητήματα[50], ἐνῶ δὲν χαριζόταν καὶ σὲ μᾶς: «ἐφόσον
ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ μᾶς τοὺς ἴδιους δὲν ἔπεσε δὲν πρόκειται νὰ πέσει ποτέ»[51].
6 μὲ 7 μῆνες πρὶν τὴν κοίμησή του μοῦ
λέει ἀπότομα κάπως, ἀλλὰ καὶ λίγο «συνωμοτικὰ» στὰ γραφεῖα τῆς Μητροπόλεως: «Ἐφραίμ,
ἕνας παπᾶς, καθὼς προσευχόταν κάποτε, ἀνέβηκε ψηλά, νόμισε πὼς πέθανε. Πῆγε στὸν
Κύριο καὶ ἦταν ὑπέροχα, μὴ συζητᾶς... Φαντάστηκε πὼς θὰ μείνει γιὰ πάντα ἐκεῖ
καὶ χαιρόταν ἀπερίγραπτα. Ὅμως δὲν εἶχε φτάσει ἡ ὥρα του. Καὶ τοῦ λέει ὁ Κύριος
(σὰ νὰ μιλοῦσε ὁ ἴδιος στὸν ἢ γιὰ τὸν ἑαυτό του): Ἐσὺ ὅμως θὰ κατέβεις κάτω
πάλι, γιατὶ ἔχεις ἀκόμη λίγο ἔργο νὰ κάνεις»[52]. Μετὰ τὰ σύντομα
γεγονότα τῆς βαρυτάτης ἀσθενείας του καὶ τῆς κοιμήσεώς του, τὰ λόγια του αὐτὰ
-λησμονημένα μέχρι τότε- σὰν νὰ ζωντάνεψαν μέσα μου καὶ Σᾶς τὰ μεταφέρω σχεδὸν
αὐτούσια.
Εἶναι
γεγονὸς ἐπίσης πὼς κάποιες φορὲς τὸν βλέπαμε νὰ θυμώνει καὶ μ’ἐμᾶς πολὺ ἔντονα.
Κάποιος θὰ σκανδαλιζόταν βλέποντάς τον, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ λίγο ἦταν ἀπέναντί μας
προσηνής καὶ γλυκύτατος, σημάδι πὼς δὲν ρίζωναν ἡ σύγχυση καὶ ἡ ταραχὴ μέσα
του. Θύμωνε «ἀπαθῶς», θὰ λέγαμε. Θὰ μποροῦσε νὰ τιμωρήσει «ζηλωτὴ» Κληρικὸ γιὰ
τὸν ἀναιδέστατο τρόπο ποὺ τοῦ μίλησε -σ’ ἕναν τέτοιον Ἱεράρχη- καὶ δὲν ἔκαμε
τίποτε. Ἄλλοτε ποὺ σὰν νὰ «παραφέρθηκε» -θεώρησε ὁ ἴδιος- πάλι ἐξαιτίας ἀναιδοῦς
συμπεριφορᾶς Κληρικοῦ, θορυβήθηκε καὶ ἔψαχνε μπροστά μας νὰ βρεῖ τὸν Γέροντα
Στέφανο τῆς Μητροπόλεώς μας, γιὰ νὰ τοῦ
διαβάσει συγχωρητικὴ εὐχή.
Στὰ
στενὰ χρονικὰ πλαίσια μιᾶς εἰσήγησης δὲν μποροῦμε νὰ ἀναφερθοῦμε σὲ πολλὲς εὐεργεσίες
καὶ παρεμβάσεις τῆς προσευχῆς του, ὅμως Σᾶς ἀναφέρουμε «δειγματοληπτικά», ἐπιτρέψτε
μου πάλι τὴ λέξη, δύο τουλάχιστον περιπτώσεις ὅπου ἐκδηλώθηκε τὸ ἰαματικό του
χάρισμα στὴν μία καὶ ἐπιπλέον ἡ προόρασή του στὴν ἄλλη. Τὰ ἰατρικὰ περιστατικὰ ἀφοροῦσαν
τὸ ἕνα σὲ κερατόκωνο ἐπιδεινούμενο
πρὸς μεταμόσχευση, ἡ ὁποία ἀπεφεύχθη τελικὰ λόγῳ μὴ ἐπιδείνωσής του, ἀντίθετα
πρὸς τὴν πρόβλεψη τῶν ἰατρῶν καὶ ὁ ὁποῖος παραμένει ἀμετάβλητος ἐδῶ καὶ 20 περίπου
χρόνια[53] χωρὶς νὰ προξενεῖ προβλήματα ὅρασης
καὶ τὸ ἄλλο περαστικὸ σὲ νεφρωσικὸ σύνδρομο
κακῆς πρόγνωσης, τὸ ὁποῖο, προτοῦ ἀρχίσει ἡ θεραπεία του, εἶχε ἀναγγελθεῖ ἀπὸ
τὸ μακαριστὸ Ἱεράρχη ὡς ἤδη θεραπευμένο, ὅπερ καὶ ἐγένετο[54]. Στὴν μὲν πρώτη
περίπτωση, τὴν ὥρα τῆς ἐξομολόγησης, ἡ πρώτη ἀσθενὴς βλέπει ξαφνικὰ τὸ μακαριστὸ
Γέροντα νὰ βρίσκεται «ἀλλοῦ» καὶ νὰ θρηνεῖ ὑπερβολικά, κάτι ποὺ δὲν δικαιολογεῖτο
ἀπὸ τὰ λεγόμενά της -ἁπλῶς τοῦ ἐξέφρασε τὴν ἀγωνία της- στὴ δὲ δεύτερη
περίπτωση, ὅπου ἦταν καθησυχαστικὸς «μὲ ἐξουσία», εἶπε στὴν ἀσθενή: «ὅπως θὰ πᾶς ἔτσι καὶ θὰ ἔρθεις.
Μὴν ἀνησυχεῖς, ὅλα θὰ πᾶνε καλά».
Ἄλλοτε
προεῖπε μὲ ἀκρίβεια τὴν εἰς Ἐπίσκοπον προαγωγὴ, Κληρικοῦ ποὺ ὑπηρετεῖ στὴν Εὐρώπη,
κατὰ μαρτυρία αὐτοῦ τοῦ ἰδίου: «ἄντε καὶ τὴν ἄλλη
φορά, ἀλλοιῶς, μὲ μίτρα»![55].
Ὑπάρχουν ἐπίσης περιστατικά, ὅπου ὁ
μακαριστὸς ἐμφανιζόταν ἀγγελοπρεπῶς καθ’ ὕπνους σὲ κληρικοὺς
καὶ λαϊκούς, καὶ διόρθωνε κακοὺς λογισμούς. Μάλιστα κάποτε ἐμφανίστηκε κατ’ ὄναρ
μὲ ἐνδύματα «λαϊκοῦ» ἐλέγχοντας κάποιον γιὰ λογισμοὺς κατάκρισης: ἡ θεία Χάρη
πληροφόρησε ἔτσι τὸν κατακρίναντα ὅτι «ἀπογύμνωσε» τὸν Ἱεράρχη ἀπὸ τὴν Ἀρχιερωσύνη
του[56]! «Μᾶς διορθώνει μὲ ἀγγέλους ὁ Θεός, τὸ θέμα εἶναι
ἂν ὄντως μετανοοῦμε» ἀναρωτιόταν κάποιος Πνευματικὸς[57] ποὺ ἄκουσε τὸ γεγονός.
Μαρτυρίες
ἐπίσης ἔχουμε ὅτι συνέβαινε κάποτε στὴ διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας νὰ
βυθίζεται σὲ πνευματικὴ ἔκσταση, πρᾶγμα ποὺ ἀντιλαμβάνονταν οἱ γύρω ἀπ’ αὐτὸν
συλλειτουργοῦντες Κληρικοί.[58]
Ἄλλοτε
πάλι, διαβάζοντας μία δαιμονισμένη ποὺ ὠρυόταν στὴ μονὴ τοῦ ὁσίου Δαβίδ, δήλωσε
σὲ κάποιον αὐτόπτη μάρτυρα: «πολλὰ δαιμόνια βγῆκαν,
ἀλλὰ καὶ πολλὰ ἔμειναν μέσα της. Χρειάζεται νὰ ἀγωνιστεῖ πολὺ αὐτὴ ἡ ψυχή»[59].
Ἀξιωθήκαμε
νὰ τὸν διακονήσουμε στὴν ἄρση τοῦ σταυροῦ τῆς ἀσθενείας του ἀρκετοὶ ἱερομόναχοι,
μοναχοὶ καὶ μοναχές. Μᾶς ἀποκαλοῦσε «ἀδέλφια» του. Ὑπῆρχαν διαστήματα ποὺ ἦταν
εὔθυμος καὶ στὸ κρεββάτι τοῦ πόνου μᾶς ἔκαμε κήρυγμα. Μποροῦσε νὰ διακρίνει
κανεὶς στὰ προτελεύτια αὐτὰ κηρύγματα ἕνα χλωμὸ -πλέον- ἀπείκασμα τῆς ἐνθουσιώδους
διὰ βίου ἱεραποστολῆς του ποὺ βαθμηδὸν φυλλορροοῦσε πρὸ τοῦ ἀναπόφευκτου τέλους
ποὺ πλησίαζε σὲ ἀπόσταση ἀναπνοῆς.
Στὶς
17 Δεκεμβρίου 2005, λίγο πρὶν ἐκμετρήσει τὸ ζῆν στὴ ΜΕΘ τοῦ Μποδοσάκειου
Νοσοκομείου Πτολεμαΐδος κατὰ τὶς 8.45, ἦταν συνδεδεμένος στὰ μηχανήματα. Ὁ ἱερομόναχος
τῆς Μητροπόλεώς μας[60] ποὺ τὸν παράστεκε, μᾶς διηγήθηκε ὅτι
ἐνῶ αὐτὸς ὁ ἴδιος ἔπιανε τὸν ἀναχωροῦντα Ἀρχιερέα ἀπὸ τὸ χέρι, ξαφνικὰ ἡ ἐντατικολόγος
ἦλθε ἐμφανῶς συγκινημένη καὶ τὸν ρώτησε: «Πάτερ, τί τοῦ λέτε»; Ὁ πατὴρ
ξαφνιάστηκε: ἁπλῶς ἔλεγε τὴν εὐχή. Ἡ ἐντατικολόγος ἔνιωσε πρωτόγνωρη ἔκπληξη,
διότι τὰ μηχανήματα γιὰ λίγα λεπτὰ ἔδειξαν τιμὲς φυσιολογικοῦ ἀνθρώπου, κάτι ποὺ
ποτὲ ἄλλοτε δὲν τῆς εἶχε συμβεῖ, ἐνῶ ἡ κατάσταση τοῦ Ἱεράρχη ἦταν ἀσύμβατη μὲ τὴ
ζωή. Ὕστερα, τὸ τέλος σήμανε καὶ στὶς ἐνδείξεις
τῶν μηχανημάτων.
Ὅταν λίγη ὥρα ἀργότερα ἀντικρύσαμε τὸ
γυμνό, παραιτημένο, κάτισχνο, ἀσκητικὸ σκῆνος του νὰ παραδίνεται ταπεινὰ στὶς ἐπικήδειες
φροντίδες τῶν Κληρικῶν του, ἐνδυόμενο τὰ ἀρχιερατικά του ἄμφια, «κατάστικτον τοῖς
μώλωψι»,[61] μὲ τὰ χέρια διάτρητα ἀπὸ τοὺς ὀρούς, μὲ
τοὺς «ὡραίους πόδας» του ποὺ εὐαγγελίζονταν τὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ
ταλαιπωρημένους καὶ γεμάτους οἰδήματα καὶ μὲ ἐμφανὴ τὴν τομὴ τῆς δεύτερης ἐπεμβάσεως
στὴν δεξιά του πλευρά, τὸ μυαλό μας πῆγε ἄλλων στὸ «ὥσπερ πελεκὰν τετρωμένος τὴν
πλευρὰν»[62] ποὺ ὁ ζωτικὸς κρουνός της θρέφει τὰ ἀναιμικὰ
παιδιά του, ἄλλων πάλι σὲ προσκομιζόμενο πρόσφορο λογχισμένο καὶ ἕτοιμο γιὰ
τὴν ἀναίμακτη ἱερουργία.
Στὴ
διάρκεια τῆς ἀσθένειας, τὰ μάτια του μᾶς κοίταζαν ἀγαπητικὰ καὶ αὐστηρά, «ἀνακρίνοντάς»
μας μὲ τὸν τρόπο τους. Εἴμαστε «πλέον ἢ βέβαιοι»[63], κατὰ τὴν προσφιλή
του ἔκφραση, ὅτι μέσα στὸ Φῶς τοῦ Χριστοῦ μὲ ἐκεῖνα, τὰ ἴδια μάτια, «ἐν ἑτέρα
μορφῇ»,[64] μᾶς «βυθομετρεῖ» καὶ μᾶς
περιπτύσσεται ἀγαπητικῶς.
Σᾶς εὐχαριστῶ, εὔχεσθε, Χριστὸς Ἀνέστη!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου