Κωνσταντίνος Ζ’ Πορφυρογέννητος,
ο λόγιος αυτοκράτωρ και η πολιτική ιδεολογία στην εποχή του
τής Σοφίας Καυκοπούλου
(συνέχεια από το προηγούμενο)
Η ακμή που γνώρισε το Βυζάντιο
την εποχή τής Μακεδονικής δυναστείας (867-1081), συνέβαλε τα μέγιστα στην
επικράτηση μιας αντίληψης ανωτερότητας τής Αυτοκρατορίας. Από άποψη εδαφικής
κυριαρχίας, το Κράτος θυμίζει σε έκταση την περίοδο βασιλείας τού Ιουστινιανού,
ενώ η πολιτιστική άνθιση και η αποκρυστάλλωση όλων των στοιχείων τυπικότητας,
που στο εξής θα καθορίζουν το χαρακτήρα του, θα μείνουν αναλλοίωτα έως την
κατάρρευση. Η επιτυχής αντιμετώπιση των ποικίλων εχθρών, τόσο στο πολεμικό
πεδίο, όσο και μέσω τής διπλωματικής οδού, θα δώσει νέο έναυσμα στις
προοδευτικές διεργασίες.
Η άρρηκτη συνέχεια με τη Ρώμη,
μπορεί να θεωρηθεί και αυτή σαν δείγμα τής ανωτερότητας που διακατέχει το
πολιτικοκοινωνικό γίγνεσθαι, διότι αφ’ ενός κομίζει όλη την αίγλη ενός
θαυμάσιου παρελθόντος, αφ’ ετέρου στηρίζει έτι περισσότερο την παρουσία τής
βυζαντινής ισχύος στην περιοχή τής Μεσογείου.
Όπως είδαμε στο προηγούμενο
άρθρο, ο Κωνσταντίνος Ζ’ κατά τη μακρά περίοδο τής συμβασιλείας με τον πενθερό
του Ρωμανό Λεκαπηνό (920-945), είχε παραμερισθεί και οι κατ’ εξοχήν ασχολίες
του περιελάμβαναν τη μελέτη αρχαίων συγγραμμάτων και τη συγγραφή, στην οποία
επιδίδετο. Ωστόσο, μετά τον θάνατο τού Λεκαπηνού και την ανικανότητα των υιών
του να αναλάβουν την αυτοκρατορική εξουσία, ο Κωνσταντίνος Ζ’ τούς απομάκρυνε
και έθεσε τον εαυτό του στην υπηρεσία τής Αυτοκρατορίας. Ο ίδιος, παρά την επί
πολλά χρόνια αποχή του από τα κρατικά πράγματα, υπήρξε φορέας σπουδαίας
παιδείας και γνώριζε τί έπρεπε να πράξει ανά περίσταση. Το γεγονός ότι δεν θα
το έπραττε ο ίδιος, δεν τον εμπόδισε όμως να επιλέξει με σωφροσύνη τούς συνεργάτες
του και να έχει επιτυχία στους τομείς όπου ο ίδιος απείχε.
Η διακυβέρνηση τού Ρωμανού
Λεκαπηνού, άφησε στον Κωνσταντίνο ένα κραταιό πολιτικό σύστημα, μία οικονομική
ευρωστία, ένα γενικώς, ισχυρό κράτος. Αυτή την αναπτυξιακή πορεία καλείτο να
ακολουθήσει και ο Πορφυρογέννητος. Ας μη λησμονούμε ότι το ρωμαϊκό δίκαιο και
το χριστιανικό κοσμοείδωλο συνέκλιναν στον επιθυμητό ‘’τύπο’’ τού ιδεώδους
μονάρχη. Ο ιδεώδης βασιλέας, είναι αυτός που πασχίζει για την καλή διαβίωση των
πολιτών και την υπεροχή τού κράτους. Είναι ενάρετος, ανδρείος, φιλόσοφος. Από
την άλλη, η εξουσία έχει δοθεί από τον Θεό και είναι υπόλογος ο αυτοκράτωρ για
να διαχειρίζεται σωστά τις υποθέσεις τού λαού, με δικαιοσύνη και δίδοντας
παραδείγματα ηθικής φύσεως.
Ο Κωνσταντίνος Ζ’ έχοντας επαφή
με το σύνολο τής πνευματικής γνώσης τής εποχής του, φρόντισε να πορεύεται
σύμφωνα με τούς ηθικούς κώδικες που διεσφάλιζαν το κύρος τής εξουσίας του. Οι
σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας την περίοδο αυτή, διαπνέονται από αλληλοσυμπλήρωση
και αλληλοβοήθεια, με ένα Κράτος συνεχή προστάτη τής Εκκλησίας. Οι
εικονομαχικές έριδες που προηγήθησαν και οι διάφορες συγκρούσεις ανάμεσά τους,
τώρα φαντάζουν ως μία ενδοικογενειακή παρεξήγηση, μπροστά στο αγεφύρωτο χάσμα
που έχει δημιουργηθεί ανάμεσα σε ανατολικό και δυτικό Χριστιανισμό.
Οι σχέσεις τής Αυτοκρατορίας με
άλλα κράτη, βασίζονταν τώρα, περισσότερο από ποτέ, στη χρήση διπλωματίας, που
ανάγετο σε αληθινή επιστήμη. Ο συγκεντρωτισμός, που είχε γίνει εμφανέστατος επί
Λέοντος Στ’, όταν οι εξουσίες τής Συγκλήτου καταργήθηκαν, έβλεπε την διπλωματία
ως το κύριο μέσο επιβολής τής δυνάμεως τού Βυζαντίου, έναν αποτελεσματικό τρόπο
επίλυσης των διαφορών και εντυπωσιασμού
των ξένων. Η προβολή τής πολυτέλειας και των κάθε λογής επιτευγμάτων των
Βυζαντινών, που δεν ήσαν ολίγα, δημιουργούσε και στον πιο υποψιασμένο
επισκέπτη, δέος αλλά και επιφυλακτικότητα.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου