Η νομολογία του Σ.τ.Ε. επί
εκκλησιαστικών ζητημάτων
* Εξειδικευμένη μελέτη του δικηγόρου
Δρ. Νομικής Ε.Κ.Π.Α. Δημ.
Κρεμπενιού,
από τις εκδόσεις Σάκκουλα
Του Χάρη Ανδρεόπουλου *
Στον καθοριστικό ρόλο που
διαδραματίζει το Συμβούλιο της Επικρατείας (Σ.τ.Ε.) μέσω της νομολογίας του στη διάπλαση των σχέσεων
Πολιτείας – Εκκλησίας αναφέρεται η μελέτη του δικηγόρου, διδάκτορος της Νομικής
Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Δημητρίου Γ.
Κρεμπενιού, δια της οποίας παρουσιάζονται και αναλύονται με πληρότητα, σαφήνεια
και ακρίβεια άπασες οι μείζονος σημασίας υποθέσεις της τελευταίας 40ετίας
(1975-2016). Δικαστικές υποθέσεις που απασχόλησαν το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο
επί σειράς ζητημάτων απτομένων της ύλης του Εκκλησιαστικού Δικαίου, ή / και ευρύτερα, ζητημάτων που αφορούν σε
εκφάνσεις της θρησκευτικής ελευθερίας, εχόντων, στις πλείστες των περιπτώσεων,
προεκτάσεις πολιτικές (υποθέσεις αστυνομικών ταυτοτήτων, διδασκαλίας των
Θρησκευτικών, ορκοδοσία, κ.λ.π.)
Η μελέτη κυκλοφορήθηκε προσφάτως
από τις ευφήμως γνωστές εκδόσεις Σάκκουλα, συμπεριληφθείσα στη σειρά
«Βιβλιοθήκη Εκκλησιαστικού Δικαίου» την οποία διευθύνει ο ομ. καθηγητής του
Ε.Κ.Π.Α. και Πρόεδρος της Εταιρείας Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου κ.
Ιωάννης Μ. Κονιδάρης. Αντικείμενο της εργασίας του κ. Κρεμπενιού αποτέλεσε η
καταγραφή και η ανάλυση δικαστικών αποφάσεων του Σ.τ.Ε. προελθουσών εκ του
ελέγχου που ήσκησε το δικαστήριο κατόπιν προσφυγών επί πράξεων της Εκκλησίας,
όχι ασφαλώς υπό την (πρώτιστη και κύρια) ιδιότητα αυτής ως «θείου
καθιδρύματος» (αρθ. 1 § 1 του
Καταστατικού της Χάρτου, Ν. 590/1977), αλλά υπό την (δευτερεύουσα) «θεσμική»
έκφραση αυτής και των επιμέρους οργανισμών και φορέων της, ήτοι υπό την
ιδιότητά τους (σύμφωνα με το αρθ. 1 § 4 του Κ.Χ.) ως νομικών προσώπων δημοσίου
δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) ασκούντων δευτερογενή διοικητική εξουσία, στο πλαίσιο του
κρατούντος εν Ελλάδι στις σχέσεις Εκκλησίας – Πολιτείας συστήματος της «νόμω
κρατούσης Πολιτείας». Επακόλουθο τούτου του συστήματος είναι οι διοικητικού
χαρακτήρος εκκλησιαστικές πράξεις, οι οποίες έχουν εκδοθεί κατ΄ εφαρμογήν της
ισχύουσας νομοθεσίας, να υπόκεινται στον έλεγχο του Σ.τ.Ε. (π.χ. οι διορισμοί /
μεταθέσεις κληρικών, εκλογές μητροπολιτών, κ.λ.π.). Αντιθέτως εξαιρούνται του
ακυρωτικού ελέγχου του Σ.τ.Ε. πράξεις οι οποίες ερείδονται στους ιερούς κανόνες
και έχουν περιεχόμενο καθαρώς πνευματικό (π.χ. οι χειροτονίες ιερέων, αρχιερέων,
η επιβολή επιτιμίων, κ.λ.π.).
Η υπό τον τίτλο «Η νομολογία του
Συμβουλίου της Επικρατείας επί εκκλησιαστικών
ζητημάτων υπό το ισχύον Σύνταγμα» παρούσα μονογραφία παρουσιάζει το
πολυσχιδές και πολυκύμαντο της νομολογίας του Σ.τ.Ε., του δικαστηρίου που
εκδικάζει τις περισσότερες αλλά και σημαντικότερες υποθέσεις που αφορούν στην
ύλη του Εκκλησιαστικού Δικαίου, επηρεάζοντας πολλές φορές ουσιωδώς θέματα
διοικήσεως της Εκκλησίας. Διαρθρώνεται σε τέσσερα μέρη, κάθε ένα εκ των οποίων
υποδιαιρείται περαιτέρω σε κεφάλαια. Το Α΄ Μέρος αναφέρεται στην Εκκλησία και το
Σύνταγμα, διακρινόμενο στο πρώτο κεφάλαιο που αφορά ζητήματα προκύπτοντα από το
άρθρο 3 του Συντάγματος ήτοι το θέμα περί της (εν μέρει) συνταγματικής
κατοχυρώσεως των Ιερών Κανόνων, του Πατριαρχικού Τόμου του 1850 (περί της
αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας της Ελλάδος) και της Πατριαρχιακής Πράξεως του 1928
(περί των Μητροπόλεων της Βορείου Ελλάδος, των αποκληθεισών ως Μητροπόλεων των
«Νέων Χωρών») και στο δεύτερο κεφάλαιο που περιλαμβάνει διαφορετικές όψεις του
συνταγματικώς κατοχυρωμένου στο άρθρο 13 συνταγματικού δικαιώματος της
θρησκευτικής ελευθερίας και στο τρίτο που άπτεται περιουσιακών σχέσεων
εκκλησιαστικών νομικών προσώπων.
Το Β΄ Μέρος εμπεριέχει ζητήματα
απτόμενα των τριών τάξεων των μελών της Εκκλησίας. Συγκεκριμένα, στο πρώτο
κεφάλαιο γίνεται αναφορά στα ζητήματα τα σχετικά με τους Επισκόπους, δηλαδή
τους κατέχοντες τον τρίτο βαθμό της ιερωσύνης, με ειδική αναφορά (γένεση /
νομολογιακή αντιμετώπιση) στο ζήτημα των «ιερωνυμικών» λεγομένων μητροπολιτών,
ήτοι των εκλεγέντων επί αρχιεπισκοπείας Ιερωνύμου Κοτσώνη (1967-1973) - το
άλλως λεγόμενο «εκκλησιαστικό πρόβλημα των “12”» - οποίο απασχόλησε την
Εκκλησία και κατά τα πρόσφατα χρόνια
(1990-1996). Το δεύτερο κεφάλαιο αναφέρεται σε ζητήματα σχετικά με τους
μοναχούς και τους κληρικούς που κατέχουν το δεύτερο και πρώτο βαθμό της
ιερωσύνης, δηλαδή τους πρεσβυτέρους και διακόνους. Τέλος, στο τρίτο κεφάλαιο
αναφέρονται τα θέματα που αφορούν στα λαϊκά μέλη της Εκκλησίας που είτε
συμπράττουν στην τέλεση της θείας ευχαριστίας είτε παρέχουν άλλες υπηρεσίες
στον εκκλησιαστικό οργανισμό.
Το Γ΄ Μέρος αναφέρεται στην
αντιμετώπιση από το Δικαστήριο των ανακυψασών διαφορών σε σχέση με τους
λατρευτικούς χώρους είτε πρόκειται για ναούς και ευκτηρίους οίκους είτε για
μοναστικά καθιδρύματα, οι οποίες περιλαμβάνονται στο πρώτο κεφάλαιο. Το κεφάλαιο
αυτό ολοκληρώνεται με τα ζητήματα γύρω από τα πολιτιστικά αγαθά. Στο δεύτερο
κεφάλαιο καταστρώνονται τα ζητήματα αναφορικά προς τους χώρους των κοιμητηρίων.
Το Δ΄ και τελευταίο Μέρος περιλαμβάνει
τα ζητήματα τα προκύπτοντα από το εκκλησιαστικό ποινικό δίκαιο και συγκεκριμένα
αυτά που αναφύονται από την επιβολή εκκλησιαστικών ποινών, τόσο πνευματικών όσο
και πειθαρχικού χαρακτήρος, τα οποία αναφέρονται στο πρώτο κεφάλαιο. Τα
εκκλησιαστικά δικαστήρια και η δικονομία που τα διέπει αναφέρονται στο δεύτερο
κεφάλαιο.
Το έργο, το οποίο απευθύνεται σε
νομικούς, θεολόγους αλλά και σε κάθε ενδιαφερόμενο που επιθυμεί να κατατοπισθεί
υπεύθυνα για εκκλησιαστικά θέματα με την ευρύτατη του όρου έννοια,
ολοκληρώνεται με αναλυτική παράθεση βιβλιογραφίας, πίνακα και ευρετήριο
αποφάσεων του Σ.τ.Ε. για την περίοδο της 40ετίας (1975-2016).
* Ο Χάρης Ανδρεόπουλος είναι θεολόγος καθηγητής
Β/θμιας, Δρ. Εκκλησιαστικής Ιστορίας του ΑΠΘ (xaan@theo.auth.gr), μέλος
της Εταιρείας Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου.
2 σχόλια:
Μέχρι πότε θα ταλαιπωρεί την Εκκλησία μας αυτό το βαυαρικής εμπνεύσεως (και επιβολής) σύστημα της "νόμω κρατούσης πολιτείας";(που μ' απλά λόγια σημαίνει ότι το Κράτος έχει την Εκκλησία υπό τον άμεσο - νομοθετικό και δικαστικό του - έλεγχο. 'Η κάνω λάθος;).
Συμμερίζομαι. ΑΤΤΙΚΟΣ
Δημοσίευση σχολίου