Ώφθη εν τω ναώ της δόξης αυτού
Δ. Γ. Κουτρουμπής
Η εορτή της Υπαπαντής – της
προϋπαντήσεως , της υποδοχής – του Κυρίου δεν είναι μόνον αρχαιοτάτη (4ος
μ. Χ. αιών) αλλά και πλουσιωτάτη εις πνευματικόν περιεχόμενον. Από τα πολλά
όμως στοιχεία που συνθέτουν το νόημά της, θα «θεωρήσωμεν» εδώ τρία: την είσοδον
του Κυρίου εις τον ναόν της δόξης του, την προσαγωγήν του εις το ιερόν υπό της
αφθόρου Μητρός του, την υποδοχήν του από τον δίκαιον πρεσβύτην Συμεών.
Α. Είναι γνωστή η διδασκαλία της
αγίας Γραφής και της ιεράς Παραδόσεως περί κόσμου και ανθρώπου.
Κατ’ αυτήν, ο «κόσμος», δηλ. η
γη, οι ουρανοί, το απέραντον σύμπαν, εις το οποίον κατοικούμεν και το οποίον
τώρα μόλις αρχίζομεν να γνωρίζωμεν, είναι ναός
της θείας δόξης και σοφίας, εκδήλωσις της παντοδυναμίας και της αγαθότητος του
τριαδικού Θεού. Εις τον ναόν αυτόν ιερουργεί ο λογικός άνθρωπος, εις τον οποίον ο Θεός έδωσεν εντολήν και εξουσίαν
όχι μόνον να «κατακυριεύση» ολοκλήρου της κτίσεως, αλλά και να οδηγήση αυτήν
εις το «τέλος» της, τον προορισμόν της, τ.ε. τον εξαγιασμόν και την μεταβολήν
της εις ζώσαν εικόνα του ζώντος Θεού.
Την διακονίαν όμως αυτήν δεν ήτο δυνατόν
να επιτελέση ο «πεσών Αδάμ», ο παραπλανηθείς και εκ του Θεού απομακρυνθείς
άνθρωπος. Δια τούτο, εξαπέστειλεν ο Πατήρ τον άγγελόν του, τον μονογενή και
συνάναρχον Υιόν του, ο οποίος, εισελθών εις τον ναόν του, τον κόσμον, ήγειρε
δια του Πνεύματός του τον πεπτωκότα άνθρωπον και τον αποκατέστησεν εις την
ιερατικήν του ιδιότητα.
Αυτήν την είσοδον του πρωτοτόκου
Λόγου του ανάρχου Θεού εις τον ναόν της δόξης του εορτάζει σήμερον η Εκκλησία
και μετά του προφήτου Μαλαχίου αναφωνεί: «Ιδού έρχεται εις τον ναόν εαυτού
Κύριος, ον υμείς ζητείτε, και Άγγελος της διαθήκης, ον υμείς θέλετε».
Β. Αλλ’ ο Κύριος δεν προσήλθε
μόνος εις τον ναόν του∙ προσήχθη υπ’ ανθρώπων, του Ιωσήφ και της αειπαρθένου
και θεονύμφου Μητρός του.
Με άλλας λέξεις, ο Χριστός δεν
ήτο θεός με προσωπείον ανθρώπου. Είχε μητέρα, συνεμορφώθη προς τον ισχύοντα νόμον,
συνεμερίσθη πλήρως την ζωήν του πλάσματος που ήλθε να εγείρη και να
αποκαταστήση. Ήτο Θεός αληθώς ενανθρωπήσας και σαρκωθείς. Δι’ αυτό και ο
χριστιανισμός δεν είναι μία ωραία ιδέα, μετέωρος μεταξύ ουρανού και γης∙ είναι
πίστις ενσαρκωμένη: διαδίδεται διά του κόπου και του μόχθου αποστολικών
εργατών, βιούται μέσα εις μίαν κοινωνίαν ανθρώπων, την Εκκλησίαν, συντηρείται
και συνεχίζεται διά πράξεων μυστηριακών, απαιτεί την πλήρη αφιέρωσιν όχι μόνον
του πνεύματος ή της ψυχής, αλλ’ ολοκλήρου της προσωπικότητος, ολοκλήρου της
ανθρωπίνης υπάρξεως και ζωής, ατομικής και κοινωνικής. Αυτό άλλωστε εξηγεί και
την εξαίρετον τιμήν, που αποδίδει η Εκκλησία, ο Λαός του Κυρίου, εις την Μητέρα
του Θεού. Διά την ορθόδοξον παράδοσιν, η Θεοτόκος, η μήτηρ του Φωτός, δεν είναι
απλώς η ιερωτέρα από τας ιεράς μορφάς που αποτελούν την ακολουθίαν του Αρνίου∙
είναι η Πηγή της Ζωής, η Κιβωτός του Αγιάσματος, ο Μυστικός Παράδεισος ο
βλαστάνων τον Χριστόν, είναι ο τύπος της Εκκλησίας η οποία διά του κηρύγματος και των μυστηρίων
φέρει εις τον ναόν του Θεού – τον κόσμον, την ανθρωπότητα, την ψυχήν κάθε
πιστού – τον Χριστόν του Κυρίου.
«Χαίρε, κεχαριτωμένη Θεοτόκε
Παρθένε», ψάλλει η Εκκλησία, «εκ σου γαρ ανέτειλεν ο Ήλιος της δικαιοσύνης,
Χριστός ο Θεός ημών, φωτίζων τους εν σκότει».
Γ. Εις τον ναόν όμως αναγνωρίζουν
και υποδέχονται τον Κύριον όχι όλοι οι παριστάμενοι, αλλ’ ο δίκαιος και ευλαβής
Συμεών και Άννα η προφήτις, η οποία «ουκ αφίστατο του ιερού».
Πράγματι, υπό τα σημαντικά ή
ασήμαντα γεγονότα της ιστορίας του κόσμου και της ανθρωπίνης ζωής, αναγνωρίζουν
την παρουσίαν του Κυρίου, την ενέργειαν του βασιλέως Χριστού, όχι όλοι οι
άνθρωποι, αλλά μόνον όσοι είναι δίκαιοι, ευλαβείς, ταπεινόφρονες, όσοι έχουν
καθαράν καρδίαν, όσοι φλέγονται ειλικρινώς από τον πόθον να ίδουν το σωτήριον
του Θεού, τον Χριστόν. Ούτε η σοφία ούτε η ευφυΐα, ούτε η δύναμις ούτε ο
πλούτος, ημπορούν να μας αποκαλύψουν τον Χριστόν του Θεού, σκηνούντα εν μέσω
ημών. Μόνον η καθαρότης της καρδίας, η ταπεινή αναγνώρισις της αληθείας, του
ότι δηλ. είμεθα πλάσματα και δη πλάματα αμαρτωλά, εξαρτώμενα ανά πάσαν στιγμήν
από το δημιουργικόν θέλημα του Θεού και ζωοποιούμενα από την σωτήριον χάριν
Αυτού, μόνο η «δικαιοσύνη» αυτή ημπορεί να διανοίξη τους οφθαλμούς μας και να
μας επιτρέψη να αναγνωρίσωμεν τον σωτήρα Χριστόν, καταυγάζοντα τον ναόν του διά
του ανεσπέρου φωτός του και προετοιμάζοντα την Ημέραν καθ’ ην ο άνθρωπος θα ίδη
πρόσωπον προς πρόσωπον τον Θεόν.
«Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία,
ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Με τους λόγους αυτούς του Χριστού εις τον νουν και
την ψυχήν μας, ας εορτάσωμεν την υπαπαντήν του Κυρίου υπό του δικαίου πρεσβύτου
Συμεών. Και κάθε φοράν που μετέχομεν εις το Μυστήριον της Αγάπης, κατά το
οποίον υπό τα είδη του άρτου και του οίνου έρχεται ο Κύριος εις τον ναόν του,
ας ενώνωμεν τας προσευχάς μας με τας πρεσβείας και ικεσίας της Θεοτόκου, της
ελπίδος πάντων των χριστιανών, επαναλαμβάνοντες το μεγαλυνάριον της εορτής:
«Λάμπρυνόν μου την ψυχήν και το φως το αισθητόν, όπως ίδω καθαρώς και κηρύξω σε
Θεόν».
Απόσπασμα από το βιβλίο του Δ. Γ. Κουτρουμπή «Η Χάρις της Θεολογίας»,
εκδ. Δόμος
Για την αντιγραφή: Μίσκιν
2 σχόλια:
Διαβάζοντας το κήρυγμα αυτό βλέπει και διαπιστώνει ο αναγνώστης το θεολογικό βάθος του Κουτρουμπή. Δίκιο είχε σε εκδήλωση του Δόμου ο π. Βασίλειος Γοντικάκης που μίλησε επαινετικά για την Θεολογική σκέψη αυτού του ανθρώπου. Καθώς και για τον θετικό επηρεασμό σε πολλούς σπουδαίους σημερινούς θεολόγους.
Εξαιρετικό!
Δημοσίευση σχολίου