Ἀποστόλου Ἀνδρέου
Λόγος εἰς τό Εὐαγγέλιον
Ὁ Πρωτόκλητος
«Εὑρήκαμεν τόν Μεσσίαν» (Ἰω.α΄42)
Μιά λέξη πού κάποτε ἠλέκτριζε τούς ἀνθρώπους
καί ἰδιαίτερα τούς ἐρευνητές, ἦταν ἡ λέξη «ἀνακάλυψη». Καί ὅταν τήν κατακτοῦσαν
γέμιζαν ἀπό χαρά. Σήμερα ἡ σημασία τῆς λέξης αὐτῆς κορέστηκε. Ὁ αἰώνας μας ἐκάλυψε
τίς ἐντυπωσιακές ἱκανοποιήσεις ἀπ’ αὐτή τή λέξη. Κάποτε ὁ Ἀρχιμήδης βγῆκε στούς
δρόμους καί σάν τρελλός διαλαλοῦσε «εὕρηκα, εὕρηκα». Εἶχεν ἀνακαλύψει τήν ἀρχή
τῆς ὑδροστατικῆς. Σήμερα ὕστερα ἀπό τήν
κατάκτηση τοῦ διαστήματος, τίς πυρηνικές ἐφαρμογές, τήν τελευταία λέξη
τῆς πληροφορικῆς, ποιό «εὕρηκα» θά μποροῦσε νά ἱκανοποιήσει τόν ἄνθρωπο;
Ποιό
ἄλλο ἀπό ἐκεῖνο τό «εὑρήκαμεν» πού ἀκούστηκε στήν περιοχή τοῦ Ἰορδάνη ἀπό τήν ἀρχή
-ἀρχή τῆς πρώτης χριστιανικῆς χιλιετίας καί πού δρομολόγησε τή νέα ζωή τῆς ἀνθρωπότητας;
Ἄς
παρακολουθήσουμε μέ προσοχή τά βήματα ἐκείνου, πού ἔκαμε τή διακήρυξη αὐτή καί
τή μνήμη του γιορτάζουμε σήμερα, γιά νά
βγάλουμε καί τά ἀνάλογα συμπεράσματα.
****
«Εὑρήκαμεν τόν Μεσσίαν»
Ἦταν προχωρημένη ἀπογευματινή ὥρα, ὅταν
τό «πετεινόν τῆς ἐρήμου», ὁ Πρόδρομος Ἰωάννης σηκώνοντας τό λιπόσαρκο χέρι ἔδειξε
στούς μαθητές του Ἐκεῖνον πού πλησίαζε στή μαγευτική ὄχθη τοῦ Ἰορδάνη.
Σάν
θριαμβευτική σάλπιγγα σαλπίζει: «ἴδε ὁ Ἀμνός τοῦ Θεοῦ, ὁ αἵρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ
κόσμου» (Ἰω. α΄29). Τότε δυό ἀπό τούς μαθητές του, νοσταλγοί τῆς νέας ἐποχῆς, τῆς
ἐποχῆς τοῦ Μεσσίου, ὁ Ἀνδρέας καί ὁ Ἰωάννης, ἐγκαταλείπουν τό Δάσκαλό τους καί
πηγαίνουν πρός τόν Ἰησοῦν. Ἀσυγκράτητη ἡ δύναμη τῆς καρδιᾶς τους τούς σπρώχνει
νά τόν ἀκολουθήσουν. Ἦταν, ἀδελφοί μου, «τό
πρῶτο βῆμα τοῦ κόσμου, νά πλησιάσει τό Χριστό». Ἀπό ἐδῶ καί πέρα ἡ
συνάντηση γίνεται θέμα ἀπόλυτα προσωπικό. Τόν ἀκολουθοῦν κατά πόδι. Θέλουν νά
τοῦ μιλήσουν.
Κι
Ἐκεῖνος φιλικά τούς διευκολύνει. Γυρίζοντας πίσω τούς ἐρωτᾶ: «τί ζητεῖτε»;
«Ραββί ποῦ μένεις»; ρωτᾶ μέ λαχτάρα ὁ Ἀνδρέας. Σάν νά τοὔλεγε: Θέλω να ‘ρθῶ στό
σπίτι σου. Νά σοῦ μιλήσω, Κύριε. Ν’ ἀκούσω τή φωνή σου. Νά μείνω κοντά σου.
Δικός σου. Ἡ ἀπάντηση ἔρχεται ἄμεσα. «Ἔρχεσθε καί ἴδετε... καί παρ’ αὐτῷ ἔμειναν».
Ἔμειναν κοντά του τήν ἡμέρα ἐκείνη. Τόση ἐντύπωση ἔκαμε στίς ψυχές τῶν δύο
μαθητῶν ἡ συναναστροφή τους μέ τόν Διδάσκαλο, ὥστε ἔπειτα ἀπό ἀρκετές δεκαετίες
θά θυμοῦνται ἀκόμη καί τήν ὥρα τῆς συνάντησης·
«ὥρα ἦν ὡς δεκάτη» δηλ. 4 τό ἀπόγευμα.
Ἀπό
τή συνάντηση αὐτή καί ἀπό τά ὅσα ἄκουσεν ὁ Πρωτόκλητος ἀπό τό στόμα τοῦ Κυρίου
πείσθηκε ὅτι αὐτός πράγματι εἶναι ὁ Μεσσίας, ὁ Λυτρωτής, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Καί ἡ
ψυχή του γέμισε ἀπό χαρά. Ἐπί τέλους. Ὁ πόθος πού εἶχαν οἱ ἄνθρωποι γιά τή σωτηρία
τους πραγματοποιοῦνταν. Ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου εἶχεν ἔλθει. Τή χαρά του ὅμως γιά
τό μεγάλο γεγονός, τήν εὐλογία νά γνωρίσει τό Χριστό καί νά εἶναι αὐτός
πρωτόκλητος μαθητής του, ὁ Ἀνδρέας δέν τήν κρατᾶ γιά τόν ἑαυτό του. Θέλει νά
τήν μεταδώσει. Νά τήν πεῖ καί σέ ἄλλους. Ζῆλος πολύς γιά τό Χριστό ἀνάβει στήν
ψυχή του. Καί φεύγοντας ἀπό τόν Κύριο τρέχει. Ποῦ πάει; Ποῦ ἀλλοῦ παρά στόν ἀδελφό
του. Σ’ αὐτόν ἔρχεται νά ἀναγγείλει τό χαρμόσυνο μήνυμα. «Εὑρίσκει Ἀνδρέας πρῶτος
τόν ἀδελφόν τόν ἴδιον Σίμωνα καί λέγει αὐτῷ· εὑρήκαμεν τόν Μεσσίαν» (Ἰω. α΄42).
Καί δέν τοῦ τό λέγει μόνο. Ἀλλά ἄν καί εἶχεν ἀρχίσει νά νυκτώνει, «ἤγαγεν αὐτόν
πρός τόν Ἰησοῦν», ὥστε νά μή χαθεῖ ἡ ἡμέρα ἐκείνη καί ἡ εὐκαιρία πού παρουσιάσθηκε.
Καί
τό μεγαλύτερο θησαυρό ἄν εἶχε βρεῖ ὁ Ἀνδρέας, δέν θά ἐκφραζόταν μέ τέτοιο ἐνθουσιασμό
πρός τόν ἀδελφό του. Τί εἶναι ὅμως οἱ ἐπίγειοι
θησαυροί μπροστά στό Χριστό; Εἶναι ποτέ δυνατό ἐπίγειοι θησαυροί, ὁσονδήποτε
πολλοί καί ἄν εἶναι, νά ἱκανοποιήσουν τούς πόθους τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου; Ὑλικοί
καθώς εἶναι, ἱκανοποιοῦν ὑλικῶς τόν ἄνθρωπο. Τοῦ δίνουν ὅλα τά μέσα γιά ἀνέσεις
καί καλοπέραση, γιά ταξίδια καί ἀπόκτηση ἀκριβῶν ἀντικειμένων. Ἀλλά ἡ ψυχή, πού
τήν ἔπλασεν ὁ Δημιουργός νά ζητεῖ τό ἀνώτερο καί ὑψηλότερο εἶναι ποτέ δυνατό νά
βρεῖ τέλεια ἱκανοποίηση σ’ αὐτά;
Ἡ
ψυχή γιά νά χορτάσει πρέπει νά βρεῖ Ἐκεῖνον πού τή δημιούργησε, καί ἔβαλε μέσα
της μεγάλους καί ὑψηλούς πόθους. Καί ἐκεῖνος
δέν εἶναι ἄλλος παρά ὁ Χριστός.
Αὐτό
τό κατάλαβε καλά ὁ Ἀνδρέας ἀπό τήν πρώτη στιγμή. Καί διαγράφει μέ τόν ἱεραποστολικό
του ζῆλο τό δικό μας καθῆκον ἀπέναντι στούς ἀνθρώπους τοῦ σπιτιοῦ μας. Τό καθῆκον
ὅσων ἐγνωρίσαμε τόν Χριστόν. Γονεῖς, ἀδελφοί, συγγενεῖς, ἄλλοι ἄνθρωποι τοῦ
περιβάλλοντός μας νά γνωρίσουν τό Χριστό. Νά γευθοῦν καί αὐτοί τίς δωρεές Του,
μέ τήν πίστη καί τήν προσέλευσή τους στόν Κύριο.
Εἶναι
καθῆκον τῶν πιστῶν, πάντοτε, ἰδιαίτερα σήμερα νά φροντίζουν γιά τούς οἰκείους τους,
πῶς καί αὐτοί θά ἐπιστρέψουν στό Χριστό καί θά βροῦν τή σωτηρία τους ( Α΄Τιμ.
ε΄8). Καί πρέπει γι’ αὐτό νά κάμουν ὅ,τι εἶναι δυνατό. Νά προσεύχονται γι’ αὐτούς. Νά τούς μιλοῦν γιά τήν πίστη καί τό
Χριστό. Νά τούς ὁμιλοῦν γιά τήν ἀνάπαυση καί τή χαρά πού βρῆκαν κοντά στό
Χριστό. Γιά τίς εὐλογίες πού ἀπολαμβάνει ἡ ψυχή τους. Πρό παντός ὅμως νά τούς
δίνουν παράδειγμα μέ τή ζωή τους. Παράδειγμα ζωῆς χριστιανικῆς, συνεποῦς καί ἀφοσιωμένης
στό Θεό.
****
Ὁ
Πρωτόκλητος Ἅγιος Ἀνδρέας μετά τήν ἱεραποστολή στό οἰκογενειακό του περιβάλλον
καί ὕστερα ἀπό τριετῆ μαθητεία κοντά στό Μοναδικό Διδάσκαλο, τήν ἡμέρα τῆς
Πεντηκοστῆς, νοιώθει τόν ἑαυτό του ἕτοιμο, ν’ ἀνοίξει τά φτερά, γιά τήν πραγμάτωση
τῆς Κυριακῆς ἐντολῆς: «πορευθέντες, μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη...». Πρῶτος, μαζί μέ τούς Δώδεκα πρώτους
ξεκινᾶ ὁ Πρωτόκλητος. Γιά τόν τόπο πού τό Πανάγιο Πνεῦμα ἔδειχνε στόν καθένα.
Ἀφοῦ
κήρυξε στήν παλαιστίνη καί τήν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας, ἦλθε στά μέρη τοῦ Πόντου.
Στά βόρεια καί νότια παράλιά του. Ἐκήρυξεν ἐκεῖ σέ λαούς βαρβάρους. Κινδύψε νά
θανατωθεῖ ἀπ’ αὐτούς. Στή συνέχεια ἦλθε στό Βυζάντιο, ὅπου πρῶτος ἵδρυσε τήν Ἐκκλησία
τοῦ πρώτου Θρόνου τῆς Οἰκουμενικῆς Ὀρθοδοξίας. Κατόπιν πέρασε στή Θράκη καί τή Μακεδονία, γιά νά καταλήξει στήν
Πελοπόννησο καί συγκεκριμένα στήν πόλη τῶν Πατρῶν, ὅπου πλήθη λαοῦ δέχτηκαν τό
κήρυγμά του, καί ὁδηγήθηκαν στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Ἀνάμεσα στίς κατακτήσεις
πού ἔκαμε ὑπέρ τοῦ Χριστοῦ στήν Πάτρα εἶναι ὁ ἀνθύπατος Λέσβιος, ἡ σύζυγος τοῦ
νέου ἀνθυπάτου Αἰγεάτη, ἡ Μαξιμίλλα καί ὁ ἀδελφός του μαθηματικός Στρατοκλῆς,
τόν ὁποῖο ὁ Ἀπόστολος καθιστᾶ ἐπίσκοπο τῶν Πατρῶν. Ὁ Αἰγεάτης ὅμως μένει
σκληρός καί ἀμετάπειστος. Ἀπειλεῖ τόν Ἀπόστολο μέ θάνατο σταυρικό. Ἡ μεγάλη ὥρα
ἦρθε. Μέ χαρά λέγει ὁ Ἀπόστολος θά ὑποστῶ τό στυρικό θάνατο, κατά τό παράδειγμα
τοῦ Κυρίου μου. Τό ἔργο πού τοῦ ἀνέθεσεν ὁ Κύριος τό ἔχει φέρει εἰς πέρας. Ἕνας
λαός ὁλόκληρος βρῆκε τό Μεσσία, χάρις στό ζῆλο τοῦ Πρωτοκλήτου Ἀποστόλου. Καί
τώρα ἀπό τό ὕψος τοῦ σταυροῦ του προσφέρει τήν τελαυταία διδαχή στά πνευματικά
του παιδιά. «Ἀδελφοί μου, λέγει, μή παρασύρεσθε ἀπό τήν ἀπάτη τοῦ κόσμου
τούτου. Ἀποτινάξετε τήν κακότητα... Γίνεσθε καθαροί καί τέλειοι… γιά νά ἀπολαύσετε
τό κάλλος καί τήν αἰώνια δόξα». Καί ἀκολουθεῖ ἡ τελευταία του προσευχή
«Πρόσταξε,Κύριε, νά ἔλθω πρός Σέ… τόν ὁποῖον ἀγάπησα καί ὁμολόγησα». Ὁ Κύριος ἄκουσε
τήν προσευχή του. Καί τελειώνοντας ἡ προσευχή, ἐτελείωσε καί ἡ ἐπίγεια ζωή
του.
****
«Εὑρήκαμεν τόν Μεσσίαν»
Ἀδελφοί, ὁ
Πρωτόκλητος Ἀπόστολος τοῦ Κυρίου μας, εἶναι ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἑλλήνων. Τό ὄνομά
του ἑλληνικό, συνώνυμο τῆς ἀνδρείας. Αὐτός ὁδήγησε τούς ἕλληνες νά συναντήσουν
τό Χριστό τότε πού τόν ἀναζήτησαν κατά τήν πρώτη ἐπί γῆς παρουσία Του. Αὐτός ἐργάστηκε
τόσο καρποφόρα μεταξύ τῶν ἑλλήνων. Καί τώρα μέ τήν Ἁγία κάρα του καί κομμάτι
τοῦ σταυροῦ του στήν πόλη τῶν Πατρῶν, στήν καρδιά τῆς Ἑλλάδας, μέ τό ἱστορικό
του Μοναστήρι στήν βορειοανατολική ἄκρη τῆς πολύπαθης Κύπρου μας εἶναι
βιγλάτορας τῶν δικαίων μας, ἐμπνευστής ἀγώνων ἱερῶν, στήριγμα καί ἐλπίδα τῶν ἀποκαμωμένων
ψυχῶν μας. Πρόμαχος δικαίων ἱερῶν σέ καιρούς κρίσιμους, ὅπως τότε μέ τήν ἀγρύπνια
τῆς προσευχῆς καί τῆς ἀγάπης στήριζε καί κατακτοῦσε τίς καρδιές καί τίς
παρέδινε λάφυρα ἱερά στόν Σωτήρα Χριστό, μεσσιτεύει καί τώρα καί πάντα γιά τά
πνευματικά του παιδιά. Ἄς φανοῦμε ἄξιοι τῆς ἀγάπης καί τῆς προστασίας του.
Ἀρχιμανδρίτης Γρηγόριος Μουσουρούλης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου