«… Ήταν η ώρα της τελευτής και
της εξόδου. Η ώρα της λύσης του σώματος και της κατάπαυσής του. Τον έλουσαν,
τον ταρίχευσαν, τον έχρισαν με άγιο μύρο, τον αρωμάτισαν, τον χτένισαν.
Ύστερα οι κουβικουλάριοι και οι
κοιτωνίτες τον μετέφεραν από το παλάτι διά του καβαλλαρίου στην κάμαρα που είχε
κοσμηθεί όπως η μεγαλόπρεπη των δεκαεννέα κλινών στην Πόλη.
Εκεί, στο ψηλό θολωτό δώμα
αποτέθηκε το χρυσό φέρετρο, με τον νεκρό βασιλέα να φορεί ακόμη το στέμμα, μέσα
στη στιλπνή χλαμύδα του, το κοντό διβητήσιο και τα κόκκινα καμπάγια.
Έψαλλε αργά ο κλήρος με φωνή
οξεία και τρομώδη. Χτύπησε πάλι το λευκό ραβδί ο πραιπόζιτος κι όλοι άρχισαν να
προσκυνούν με την ορισμένη τάξη.
Ο τελετάρχης πλησίασε, φώναξε τρεις φορές: «Έξελθε βασιλεύ. Καλεί σε ο Βασιλεύς των βασιλευόντων και Κύριος των κυριευόντων». Τρεις φορές φώναξε και τρεις απάντησαν παρεστώτες και λαός στενάζοντας.
Οι βασιλικοί άνδρες σηκώσανε τον
νεκρό. Το στέμμα αντιγύρισε στο φως των κεριών τις χρυσές του σπίθες. Σαν να
κοιμόταν αυτός που πολέμησε σε ανατολή και δύση, ξένους, βαρβάρους μα και
δικούς στασιαστές και εμπόρους, τις ύαινες της Βενετιάς που τριγυρνούσαν τη
βασιλεία.
Ποτέ δεν ξαπόστασε, δεν χάρηκε
τον θρόνο, αυτός που δεν μπορούσε με κανένα να συγκριθεί στην περί τα θεία
ευλάβεια και κηδεμονία των υπηκόων. Σιγή θανάτου (…) Σηκώσανε οι πρωτοσπαθάριοι
το άγιο λείψανο, κίνησε η πομπή για το μνήμα. Μπροστά οι λαμπροί μαγλαβίτες, οι
ευγενείς σωματοφύλακες να ανοίγουν δρόμο με κορύνες. Ύστερα οι βασιλικοί
κήρυκες, σιωπηλοί, τι να αναγγείλουν; Οι ιδρωμένοι παπάδες με τα βαρύτερα
άμφια. Η ορφανή σύνοδος. Οι μοναχοί με τα κεριά. Οι συγκλητικοί. Το κιβούρι. Ο
νέος βασιλέας. (…)
Σαν φτάσαμε στο μνήμα, ακούστηκε
τελευταία φορά η φωνή του πραιπόζιτου. «Είσελθε βασιλεύ, καλεί σε ο
Βασιλεύς των βασιλευόντων και Κύριος των κυριευόντων».
Ποτάμι τα δάκρυα στο «Αναπαύσου
άναξ, ο Βασιλεύς των βασιλευόντων, ο Κύριος των κυριευόντων καλεί σε, απόθεσε
από της κεφαλής σου το στέμμα», όταν ο πραιπόζιτος μέσ’ σε καπνούς από τα
θυμιατά πλησίασε τρέμοντας, έβγαλε το στέμμα και το αντικατέστησε μ’ έναν
πορφυρό σκούφο.
Σήκωσαν το σώμα και το αποθέσανε
στη μαρμάρινη σαρκοφάγο. Έκλαιγαν όλοι. Η νεαρή χήρα, με μάτια πρησμένα από το
κλάμα και βλέμμα δίχως φως, ο νέος βασιλέας σαν χαμένος.
Με θόρυβο υπόκωφο σφράγισαν πάλι
τον λίθο. Μα τη φήμη των αρετών, τη φιλελεημοσύνη, την ευλάβεια του
σπουδαίου αυτού βασιλέα που εξαγόρασε με τις δοκιμασίες των τελευταίων του
χρόνων τα ανθρώπινα πάθη του, δεν μπόρεσαν να κλείσουν. Πλάι στο μνήμα ένα κερί
δεν έπαψε στιγμή ως σήμερα να καίει».
Επιμέλεια: Κώστας Χατζηαντωνίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου