Πέμπτη 29 Απριλίου 2021

Κοιμᾶστε; - (†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης

 

Κοιμᾶστε;

«Καθεύδετε τὸ λοιπὸν καὶ ἀναπαύεσθε! Ἰδοὺ ἤγγικεν ἡ ὥρα καὶ ὁ υἰὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἁμαρτωλῶν»
(Ματθ. 26,45)

Ὁ Ἰησοῦς, ἀδελφοί μου, μπαίνει στὴ Γεθσημανῆ, ποὺ εἶνε βορειοανατολικὰ τῆς Ἰερουσαλήμ, «πέραν τοῦ χειμάρρου τῶν Κέδρων»(Ἰω. 18,1), στοὺς πρόποδες τοῦ ὄρους τῶν Ἐλαιῶν. Ὅπως λέει τὸ ὄνομα, τὸ μέρος εἶχε ἐλιές· καὶ Γεθσημανῆ σημαίνει ἐλαιοτριβεῖο. Ἡ Γεθσημανῆ ἦταν τόπος γνωστὸς στὸν Ἰησοῦ. Πήγαινε ἐκεῖ συχνὰ γιὰ προσευχή. Ἐκεῖ λοιπὸν κι ἀπόψε μαζὶ μὲ τοὺς ἕντεκα μαθητάς.

Στὴν ἀρχὴ τοῦ κήπου τῆς Γεθσημανῆ ἀφήνει τοὺς ὀκτώ. «Καθίσατε αὐτοῦ», λέει, «ἕως οὗ ἀπελθὼν προσεύξωμαι ἐκεῖ»(Ματθ. 26,36). Μὲ τοὺς ἄλλους τρεῖς (Πέτρο, Ἰάκωβο καὶ Ἰωάννη) προχωρεῖ πιὸ μέσα. Κοντεύουν μεσάνυχτα. Τὸ φεγγάρι ῥίχνει τὸ γλυκό του φῶς. Ἡσυχία βασιλεύει. Τόπος καὶ ὥρα κατάλληλα γιὰ προσευχή.

Ὁ Ἰησοῦς «ἤρξατο λυπεῖσθαι καὶ ἀδημονεῖν»(ἔ.ἀ. 26,37). Περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη φορὰ ἔχει ἀνάγκη νὰ ἐπικοινωνήσῃ μόνος μὲ μόνο τὸν οὐράνιο Πατέρα. «Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου», λέει στοὺς τρεῖς· «μείνατε ὧδε καὶ γρηγορεῖτε μετ᾿ ἐμοῦ».

Ἀπομακρύνεται λίγο, «ὡσεὶ λίθου βολήν»(Λουκ. 22,41), καὶ πέφτει «ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ προσευχόμενος καὶ λέγων· Πάτερ μου, εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ᾿ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο· πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ᾿ ὡς σύ» (Ματθ. 26,39). Ἡ ἀγωνία μεγαλώνει. Ὁ ἱδρώτας του πέφτει σὰν θρόμβοι αἵματος, ποτίζει τὴ γῆ. Κράζει στὸν Πατέρα· «Ἀββᾶ ὁ πατήρ, πάντα δυνατά σοι· παρένεγκε τὸ ποτήριον ἀπ᾿ ἐμοῦ τοῦτο»(Μᾶρκ. 14,36). Τρεῖς φορὲς παρακαλεῖ· σηκώνεται καὶ πάλι πέφτει στὴ γῆ. Ἡ ἀγωνία ἔχει κορυφωθῆ. Ἔρχεται ἄγγελος «ἐνισχύων αὐτόν» (Λουκ. 22,43)· σημάδι ὅτι ὁ οὐρανὸς τὸν παρακολουθεῖ.

* * *

Αὐθάδεις κριταί, πνεύματα ὑπερήφανα σὰν τοὺς γραμματεῖς καὶ φαρισαίους, διαβάζουν τώρα αὐτὰ κι ἀντὶ νὰ συγκλονισθοῦν, μᾶς λένε· Νά ὁ ἄνθρωπός σας, ποὺ τὸ λατρεύετε ὡς Θεό· δείλιασε, τρομοκρατήθηκε μπρὸς στὸ θάνατο, ποὺ ὁ Σωκράτης τὸν ἀντίκρυσε ἀτάραχος…

Ἀπαντοῦμε. Δὲν σᾶς κάνει ἐντύπωσι ἡ εἰλικρίνεια τῶν εὐαγγελιστῶν; Ἄλλοι θ᾿ ἀπέφευγαν νὰ τὰ μνημονεύσουν αὐτά· αὐτοὶ γράφουν σὰν ἀληθινοὶ ἱστορικοί, ἀφήνοντας ἔξω τὰ συναισθήματά τους. Περιγράφουν γεγονότα, ποὺ ἡ σημασία τους ξεπερνᾷ τὴν ἀνθρώπινη ὀπτική.

Ἦρθε ὅμως καιρὸς ποὺ φάνηκε πόσο ἀναγκαία ἦταν ἡ ἱστορία τῆς Γεθσημανῆ. Ἡ διήγησι αὕτη ἔγινε θεολογικὸ ὅπλο τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τῶν αἱρετικῶν δοκητῶν, ποὺ δίδασκαν, ὅτι ὁ Χριστὸς ἐνανθρώπησε καὶ ἔπαθε «κατὰ δόκησιν», φαινομενικὰ δηλαδή, ὄχι πραγματικά. Μὰ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἦταν πραγματικὸς ἄνθρωπος, μὲ σάρκα καὶ ὀστᾶ, δοκίμασε πραγματικὰ ὅλους τοὺς πόνους καὶ τὶς ὀδύνες (πεῖνα, δίψα, κούρασι, ἀνάγκη ἀναπαύσεως). Ἀπόδειξις αὐτοῦ ἡ ἀγωνία τῆς Γεθσημανῆ. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, μὲ ὅσα λέει καὶ πάσχει ὁ Ἰησοῦς, ἀποδεικνύει «τῆς οἰκονομίας τὴν ἀλήθειαν», ὅτι δηλαδὴ καὶ ἄνθρωπος ἔγινε καὶ ἀπέθανε. Δὲν ὑποκρίνεται ὅτι ἀγωνιᾷ. Γι᾽ αὐτὸ ὁ ἱδρώτας ὡς θρόμβοι αἵματος πέφτει στὴ γῆ.

Ὅσο γιὰ τὸ φόβο τοῦ θανάτου, ποὺ λέτε, εἴπαμε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦταν πραγματικὸς ἄνθρωπος· κι ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε γιὰ νά ᾽νε ἀθάνατος, ὄχι γιὰ νὰ πεθαίνῃ. Γι᾽ αὐτὸ ἡ ἰδέα καὶ μάλιστα ἡ θέα τοῦ θανάτου εἶνε φυσικὸ νὰ προκαλῇ δυσάρεστο αἴσθημα, ἀποτροπιασμό· ἐχθρὸς ἔρχεται νὰ βάλῃ τέρμα στὴ ζωὴ καὶ νὰ διασπάσῃ βιαίως τὴν φυσικὴ συμφυΐα ψυχῆς - σώματος (ἐξόδ. ἀκ.). Ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἔνιωσε τὸ δυσάρεστο αἴσθημα εἶνε φυσικὸ καὶ ἀδιάβλητο, ἀλλ᾿ ὅτι τρομοκρατήθηκε τὸ ἀποκρούουμε ὡς ἀσύστατο καὶ βλάσφημο. Τί λέτε, κύριοι; Γνώριζε καλὰ ὅτι εἶνε εὔκολο νὰ προδοθῇ· ἦταν γνωστὸ ὅτι σύχναζε ἐκεῖ. Ἕνας ποὺ τρέμει τὸ θάνατο ἀναζητεῖ γιὰ νὰ κρυφτῇ τόπους ποὺ δὲν ὑποψιάζονται οἱ ἐχθροί του. Κι ὁ Ἰησοῦς, ἂν φοβόταν, μποροῦσε νὰ φύγῃ μακριὰ ἀπ᾽ τὰ Ἰεροσόλυμα. Ὑπῆρχαν μέρη νὰ κρυφτῇ. Δὲν ἔφυγε. Τὶς τελευταῖες του μέρες καμμιά προφύλαξι δὲν ἔπαιρνε. Ἐν γνώσει του ὅτι θὰ συλληφθῇ πῆγε ἐκεῖ. Καὶ κοιτάξτε τον πῶς ἀντιμετωπίζει τὸν κίνδυνο! Ἀκούγεται θόρυβος, κλαγγὴ ὅπλων, φαίνονται φανάρια, ὁ χῶρος ἀναστατώνεται. Καὶ ἐνῷ μποροῦσε καὶ τὶς τελευταῖες στιγμὲς νὰ διαφύγῃ, νὰ κρυφτῇ ἐκεῖ κάπου, κι ἂν τὸν πιάσουν νὰ τρέμῃ, βγαίνει ἀτρόμητος μπρὸς στὸ ἀπόσπασμα καὶ λέει· –«Τίνα ζητεῖτε;». –«Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον». –«Ἐγώ εἰμι», τοὺς λέει(Ἰω. 18,4-5). Ποῦ, παρακαλῶ, βλέπετε φόβο; Ἔτσι μιλᾶνε κ᾽ ἐνεργοῦν ὅσοι φοβοῦνται τὸ θάνατο;

–Ἀλλὰ τότε, θὰ πῆτε, πῶς ἐξηγοῦνται ἐκεῖνα τὰ λόγια τῆς προσευχῆς του ποὺ σκανδαλίζουν («παρελθέτω ἀπ᾿ ἐμοῦ τὸ ποτήριον…»);

Ἐδῶ, κύριοι, πρέπει νὰ σταματήσετε. Ἔχετε ὀρθολογισμό, ποὺ δὲν σᾶς ἀφήνει νὰ προχωρήσετε. Μυστήριο καλύπτει τὴ σκηνὴ τῆς ἀγωνίας τοῦ Ἰησοῦ. Πρέπει ν᾿ ἀφήσετε ἔξω ἀπὸ τὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ τὸν ὑπερήφανο λογισμό σας, νὰ λύσετε, ὅπως ὁ Μωυσῆς ἐμπρὸς στὴν καιομένη βάτο, τὰ ὑποδήματά σας, καὶ γυμνοὶ ἀπὸ προκαταλήψεις, μὲ ταπείνωσι, νὰ εἰσέλθετε στὴν ἱερὰ περιοχὴ καὶ ν’ ἀκροασθῆτε μὲ πίστι τὴν προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ. Τότε θὰ καταλάβετε, ὅτι τὸ ποτήριο, ποὺ ἐκαλεῖτο νὰ πιῇ, δὲν ἦταν ἁπλῶς τὸ φυσικὸ αἴσθημα δυσαρεσκείας κάθε ἀνθρώπου γιὰ τὸ θάνατο. Αὐτὸ γιὰ τὸν Ἰησοῦ ἦταν τὸ ἐλάχιστο· ἦταν μία σταγόνα ἀπὸ τὴν πικρία ποὺ γέμιζε τὸ ποτήριο. Ἀλλοῦ ἔγκειται ἡ φρίκη τοῦ ποτηρίου. Ὁ Ἰησοῦς ὁ ἀθῷος καὶ ἀναμάρτητος, ὁ Ἰησοῦς ποὺ «ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ» (Α΄ Πέτρ. 2,22 = Ἠσ. 53,9), ὁ Ἰησοῦς ποὺ ἀπηύθυνε στοὺς Ἰουδαίους τὸ ἀναπάντητο ἐρώτημα «Τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας;» (Ἰω. 8,46), ὁ Ἰησοῦς ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ κατὰ πάντα ὑπάκουος στὸ θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατρός, ὁ Ἰησοῦς ἀπ᾽ τὸν ὁποῖο οὔτε σκιὰ ἁμαρτίας πέρασε ποτέ, ὁ Ἰησοῦς ποὺ «ἡ ἀρετή (του) ἐκάλυψεν οὐρανούς» (Ἀμβ. 3,3), τώρα ἔφτασε ἡ ὥρα –ὤ ἡ ὥρα αὐτή! εἶνε ἡ σημαντικώτερη στὴν ἱστορία τῆς λυτρώσεώς μας–, νὰ κατεβῇ στὴν ἄβυσσο, νὰ σηκώσῃ ὅλο τὸ βάρος τῶν ἁμαρτιῶν τῆς ἀνθρωπότητος, καὶ ἔτσι ὁ ἀναμάρτητος νὰ γίνῃ ὁ ἁμαρτωλότερος τῶν ἀνθρώπων, ὡς ἔνοχος «θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ» (Φιλ. 2,8).

Αὐτὸ ἦταν τὸ ποτήριο, ποὺ πιὸ πικρὸ δὲν ἤπιε οὔτε θὰ πιῇ ποτὲ ἄνθρωπος, καὶ μὲσα στὸ ὁποῖο ὅλοι, κ᾽ ἐγὼ κ᾽ ἐσύ, ἔχουμε στάξει τὴν πικρία τῶν ἁμαρτιῶν μας. Αὐτὸ ἐκαλεῖτο νὰ πιῇ ὁ Ἰησοῦς. Καὶ τὸ ἤπιε(Γιὰ τὴν ἀγωνία στὴ Γεθσημανῆ βλ. βιβλίο μας Ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου Φωτός [Βόλος 1950, σ. 119], καὶ ἄρθρο μας «Γεθσημανῆ» στὸ περ. «Σταυρός» [φ. 28/1962 = βιβλ. Πρὸς τὸν Γολγοθᾶν, Ἀθῆναι 19894, σ. 31]).

Αὐτὰ οἱ ὀρθολογισταί. Καὶ οἱ μαθηταί; τί κάνουν; Ἔνιωθαν ὅτι κάτι δραματικὸ γίνεται αὐτὴ τὴ νύχτα, ὁ Διδάσκαλος κινδυνεύει. Καὶ ὅμως φαίνονται ἀδιάφοροι. Δὲν ἀγρυπνοῦν, δὲν συμμετέχουν στὴν ἀγωνία του· παραδίδονται σὲ ὕπνο. Ὁ Ἰησοῦς σηκώνεται ἀπὸ τὴν προσευχή, ἔρχεται κοντά τους, τοὺς βρίσκει νὰ κοιμῶνται. Λέει στὸν Πέτρο· «Σίμων, καθεύδεις; οὐκ ἰσχύσατε μίαν ὥραν γρηγορῆσαι;» (Μᾶρκ. 14,37). Καλὰ οἱ ἄλλοι, Σίμων, ἀλλὰ ἐσύ, ποὺ μοῦ ᾽λεγες ὅτι καὶ τὴ ζωή σου δίνεις γιὰ μένα, τώρα ὄχι τὴ ζωὴ δὲν δίνεις ἀλλ᾿ οὔτε μία ὥρα ὕπνου; Ὅποιος δὲν μπορεῖ τὸ μικρό, πῶς θὰ μπορέσῃ τὸ μεγάλο;

Κοιμᾶται ὁ Πέτρος, κοιμῶνται κ᾽ οἱ ἄλλοι. Μάταια τοὺς προτρέπει ὁ Κύριος «Γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν· τὸ μὲν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δὲ σὰρξ ἀσθενής»(Μᾶρκ. 14,38). Εἶχαν κουραστῆ εἶν᾽ ἀλήθεια. Ἀλλὰ τὸ πνεῦμα ξέρει νὰ ἐπιβάλλεται ἐπὶ τῆς σαρκός. Θὰ ἔπρεπε νὰ βιάσουν τὸ ἑαυτό τους. Θυμᾶμαι ὡς στρατιωτικὸς ἱερεὺς ὅτι τὶς ἡμέρες τοῦ πολέμου στρατιῶτες φρουροί, γιὰ νὰ μὴ τοὺς νικήσῃ ὁ ὕπνος, κεντοῦσαν τὸ σῶμα τους μὲ βελόνες καὶ καρφίτσες. Καὶ οἱ μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔπρεπε νὰ μείνουν ἄγρυπνοι;

Ὁ Κύριος ἔρχεται δεύτερη φορὰ καὶ τοὺς βρίσκει πάλι νὰ κοιμῶνται. Οἱ ἐχθροὶ φτάνουν στὴ Γεθσημανῆ. Τότε ἔρχεται γιὰ τρίτη φορά, τοὺς βρίσκει πάλι τὸ ἴδιο, καὶ λέει· «Καθεύδετε τὸ λοιπὸν καὶ ἀναπαύεσθε! ἰδοὺ ἤγγικεν ἡ ὥρα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἁμαρτωλῶν. Ἐγείρεσθε ἄγωμεν· Ἰδοὺ ἤγγικεν ὁ παραδιδούς με» (Ματθ. 26,45-46). Τί θλιβερὸ ἐν ὄψει σταυροῦ οἱ μαθηταὶ νὰ κοιμῶνται! Καὶ ἐνῷ αὐτοὶ κοιμῶνται, οἱ ἐχθροὶ (Ἰούδας, φαρισαῖοι, Ἄννας, Καϊάφας) δὲν κοιμῶνται.

* * *

Ἀλλ᾿ ὅ,τι συνέβη τότε ἐκεῖ, ἐπαναλαμβάνεται στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία κατὰ τὸν ἱερὸ Αὐγουστῖνο εἶνε «ὁ Χριστὸς παρατεινόμενος εἰς τοὺς αἰῶνας». Ἔρχονται ἡμέρες ποὺ μπαίνουμε στὴ Γεθσημανῆ μας. Οἱ πιστοὶ δοκιμάζονται, προδοσία συντελεῖται, Ἰοῦδες πουλοῦν τὴν πίστι. Κ᾽ ἐκεῖνοι ποὺ καυχῶνται ὅτι συνεχίζουν τὸ ἔργο τῶν ἀποστόλων τί κάνουν, ἀγρυπνοῦν; Ποιός θὰ τοὺς ξυπνήσῃ; Μέσα στὴ βαθειὰ νύχτα τοῦ κόσμου τούτου ἡ φωνὴ τοῦ Ἰησοῦ δὲν θὰ πάψῃ νὰ ἀκούγεται ἐλεγκτική· «Τί καθεύδετε;» (Λουκ. 22,46).

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης

Δεν υπάρχουν σχόλια: