Παρασκευή 21 Μαΐου 2021

Ο ΜΕΓΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ο ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ! -Γράφει ο Κωνσταντίνος Χασόγιας,

 

Ο ΜΕΓΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
Ο ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ!
 
-Γράφει ο Κωνσταντίνος Χασόγιας, 
πτυχιούχος Θεολογικής Σχολής του Ε.Κ.Π.Α./ 
Τμ. Κοινωνικής Θεολογίας & Θρησκειολογίας

 

Ο Μέγας Κωνσταντίνος υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα όσο και τα πιο αμφιλεγόμενα πρόσωπα της παγκόσμιας Ιστορίας. Ήταν ο αυτοκράτορας εκείνος που δεν έγραψε απλώς Ιστορία, αλλά που άλλαξε άρδην τον ρου της Ιστορίας αφού ως Pontifex Maximus της Εθνικής θρησκείας – αξίωμα που δινόταν σε κάθε αυτοκράτορα έως και τον Θεοδόσιο τον Μέγα – αναγνώρισε ουσιαστικά ως κυρίαρχη θρησκεία της Αυτοκρατορίας τον μέχρι τότε διωκόμενο σκληρά Χριστιανισμό, ενώ με το Έδικτο των Μεδιολάνων κήρυξε την Ανεξιθρησκία, μια πράξη που ήταν πολύ προοδευτική έως κι απίστευτη για τη εποχή του.

Ο Imperator Caesar Flavius Valerius Constantinus Augustus[1], όπως ήταν το πλήρες όνομά του, άλλαξε ριζικά έναν ολόκληρο κόσμο που πλέον δεν τον ικανοποιούσαν οι Εθνικές θρησκείες και οι Μυστηριακές λατρείες – είτε ευρωπαϊκές, είτε εισαγόμενες από τη Ασία – και που ζούσε σε μια παρατεταμένη εποχή αγωνίας[2] η οποία αν δεν τελείωνε θα κατέστρεφε την Αυτοκρατορία. Ο Μέγας Κωνσταντίνος όχι μόνον έπαυσε τους διωγμούς αλλά προήδρευσε ο ίδιος της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου που συνεκλήθη για να λύσει δογματικά θέματα πίστεως της Εκκλησίας.[3] Αξίζει να αναφέρουμε ότι οι Αποστολικοί Πατέρες[4] θεωρούσαν ως κάτι το απίθανο ότι θα μπορούσε κάποια ημέρα να υπάρξει Χριστιανός αυτοκράτορας στον Θρόνο της Ρώμης. Όμως ο Λόγος του Θεού διδάσκει ότι «τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν» (Λκ. 18, 27) κι ο Μέγας Κωνσταντίνος το επαλήθευσε.

Γεννημένος στη Ναϊσό της Μοισίας, την 22α Φεβρουαρίου του 280 μ.Χ., Ιλλυριός στην καταγωγή, ήταν υιός του Καίσαρα Κωνσταντίου Α’ του Χλωρού και της Ελένης, θυγατέρας πανδοχέως από τη Μικρά Ασία η οποία είχε ασπασθεί ήδη τον Χριστιανισμό. Η πίστη της μητέρας του έμελλε να παίξει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του, καθώς και στις αποφάσεις που θα ελάμβανε ως Αυτοκράτορας. Το έτος 305 μ. Χ. οι Αύγουστοι Διοκλητιανός και Μαξιμιανός παραιτήθηκαν  και τις θέσεις τους κατέλαβαν οι Κωνστάντιος και Γαλέριος αντιστοίχως. Ο Κωνστάντιος κάλεσε τότε τον υιό του στη Γαλατία και μετά το θάνατο του στο Evoracum (Εβόρακον), σημερινή Υόρκη της Μεγάλης Βρετανίας, ο στρατός ανεκήρυξε τον Κωνσταντίνο ως Αυτοκράτορα στις 25 Ιουλίου 306. Μετά από λίγους μήνες, στη Ρώμη ο Μαξέντιος, υιός του Μαξιμιανού, ανακηρύχθηκε επίσης Αυτοκράτορας, με τη βοήθεια του πατέρα του, στις 28 Οκτωβρίου 306. Αυτός θα ήταν και ο καθοριστικός αντίπαλος που έμελλε να νικήσει ο Κωνσταντίνος προκειμένου να εδραιώσει την απόλυτη εξουσία του.

Την άνοιξη του έτους 312 μ.Χ. ο Κωνσταντίνος, άρχισε τον πόλεμο κατά του Μαξεντίου, τον οποίο και νίκησε στη μάχη της Μιλβίας γέφυρας. Άρρηκτα συνδεδεμένο με τη μάχη και τον θρίαμβο του στη γέφυρα Μιλβία είναι το περίφημο όραμα του Κωνσταντίνου. Όπως είπε ο ίδιος, την παραμονή της μεγάλης σύγκρουσης, είδε σε ενύπνιο το φωτεινό σταυρό, που σχηματιζόταν με τα ελληνικά γράμματα Χ-Ρ, με την επιγραφή «Εν τούτω νίκα». Ο βιογράφος του, Ευσέβιος Καισαρείας, παρατηρεί μόνο ότι ξεκινώντας ο Κωνσταντίνος να σώσει τη Ρώμη, «προσευχήθηκε στον Θεό του ουρανού και για τον Λόγο του, τον Ιησού Χριστό».[5] Εικοσιπέντε χρόνια αργότερα, ένα άλλο έργο που αποδίδεται στον Ευσέβιο «Τα εις βίον Κωνσταντίνου»[6] περιγράφει με ιδιαίτερη έμφαση το γεγονός ως αληθινό όραμα, το οποίο εμφανίστηκε στο μεσημεριάτικο ουρανό και το είδαν και οι στρατιώτες. Μάλιστα συνεχίζει την αφήγησή του λέγοντας ότι το άλλο βράδυ, στη συνέχεια του θείου οράματος, εμφανίστηκε ο Χριστός στον Κωνσταντίνο σε ενύπνιον, που τότε θεωρείτο θεϊκή επιφάνεια, και τον πρόσταξε να χαράξει το «Χριστόγραμμα» και την επιγραφή «Εν Τούτω Νίκα» στις ασπίδες των στρατιωτών του και να τα αποτυπώσει στα λάβαρά του ως «αλέξημα», δηλαδή ως σύμβολο αποτροπής του κακού, για την προστασία τους. Το δε το κράνος του Κωνσταντίνου με χαραγμένο πάνω του το «Χριστόγραμμα» έχει σωθεί έως τις ημέρες μας. Σε κάθε περίπτωση το γεγονός είναι ότι με τη βοήθεια του Σταυρού στο λάβαρό του άρχισε να πετυχαίνει τη μία νίκη μετά την άλλη.[7]

ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΩΝ ΜΕΔΙΟΛΑΝΩΝ

Μετά τις περιφανείς νίκες του, η Σύγκλητος της Ρώμης, απένειμε στον Κωνσταντίνο τον τίτλο του πρώτου Αυγούστου. Όμως εκείνος δεν είχε σκοπό να σταματήσει στη Ρώμη, ούτε να επαναπαυθεί στις δάφνες του, αφήνοντας στη μέση την πορεία που είχε ξεκινήσει. Ήταν πεπεισμένος ότι εκτελούσε ένα θεϊκό σχέδιο και η ιστορική του πορεία το αποδεικνύει. Το έτος 313 μ.Χ. συνέβη ένα κοσμοϊστορικό γεγονός. Ο Κωνσταντίνος συναντήθηκε μαζί με  το Λικίνιο και αποφασίσθηκε το λεγόμενο: «έδικτον του Μεδιολάνου»,  δηλαδή το Διάταγμα που συνυπεγράφη μεταξύ τους στη σημερινή πόλη του Μιλάνο και σύμφωνα με το οποίο θα σταματούσαν οι διωγμοί εναντίον των Χριστιανών. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις αποφάσεις των Μεδιολάνων, κατοχυρώθηκε η ανεξιθρησκία και η θρησκευτική ελευθερία όλων των υπηκόων της Αυτοκρατορίας, ενώ έγινε ειδική αναφορά στην Εκκλησία. Αναφορά η οποία καθιστούσε τον Χριστιανισμό θρησκεία επιτρεπτή και νόμιμη για τους Ρωμαίους πολίτες. Κατά συνέπεια οι Χριστιανοί μπορούσαν ελεύθεροι να ασκήσουν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα και να αναγείρουν τους λατρευτικούς τους οίκους. Όμως ο Χριστιανισμός δεν αναγνωριζόταν ως επίσημη και προστατευόμενη θρησκεία της Αυτοκρατορίας, αν κι ο Αυτοκράτορας δήλωνε με κάθε τρόπο τη προτίμηση του προς την  Εκκλησία.

Τελικά, στη μάχη της Αδριανούπολης την 3η Ιουλίου 323 μ.Χ., ο Κωνσταντίνος νίκησε και τον Λικίνιο και κατέστη πλέον ο ίδιος μονοκράτορας μίας απέραντης Αυτοκρατορίας, που ξεκινούσε από την Ασία κι έφθινε μέχρι τις βρετανικές νήσους.

Η Α’ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ.

Η ζωή της πρώτης Εκκλησίας, ταλανίσθηκε σκληρά από τις διάφορες αιρετικές διδασκαλίες. Μεταξύ αυτών ήταν και ο «Αρειανισμός», οι δοξασίες του Αρείου, ενός χαρισματικού ανθρώπου που ζούσε και δρούσε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Ο Άρειος δίδασκε ότι ο Λόγος, (το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος)  «είναι κτίσμα εν χρόνω» και ότι «ο Υιός προσέλαβε μόνο Σώμα, χωρίς ψυχή». Επρόκειτο για μια διδασκαλία που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τα διδάγματα της χριστιανικής Εκκλησίας, σύμφωνα με τα οποία ο Χριστός είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος και χωρίς αμαρτίες.[8] Αντίπαλος του Αρείου ήταν ο γηραιός επίσκοπος Αλεξανδρείας Αλέξανδρος, αλλά ουσιαστικά εκείνος που τον αντιμετώπιζε ήταν ο Μέγας Αθανάσιος που τότε ήταν ακόμα  Αρχιδιάκονος της Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας. Την 20η Μαΐου του 325 μ.Χ. ο  Κωνσταντίνος παρευρέθηκε στην έναρξη της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, στη Νίκαια της Μικράς Ασίας, και προήδρευσε τιμητικά στις εργασίες της, ώσπου, τελικά, καταδικάσθηκε ο Άρειος και οι δοξασίες του από τους 318 Πατέρες- Επισκόπους της Εκκλησίας. 

Ο Κωνσταντίνος από τον Ιούλιο έως το Σεπτέμβριο του 326 παρέμεινε στη Ρώμη. Εκεί αποφάσισε μετά από παρέμβαση μηχανορράφων, τον θάνατο του πρώτου του υιού Κρίσπου. Μετά την αποκάλυψη της αθωότητας του Κρίσπου από τη μητέρα του Ελένη, ο Κωνσταντίνος διέταξε το θάνατο της συζύγου του Φαύστας που ήταν υπεύθυνη για την εξόντωση του πρωτότοκου υιού του.

 

Η ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ.

Την 26η Νοεμβρίου 326 ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος, έθεσε τον θεμέλιο λίθο στην Κωνσταντινούπολη ιδρύοντας την νέα Βασιλεύουσα Πόλιν.  «Και πως θα την εβγάλουμε; Και πως την επούμε; Πόλιν Κωνσταντινούπολιν, του Κωνσταντίνου Πόλιν!» λέει το τραγούδι του ακριτικού κύκλου που αφηγείται το πως «Άγγελος Κυρίου υπέδειξεν στον Βασιλέα τα όρια της Πόλεως». Εδώ αξίζει να σημειώσουμε ότι το να ονομασθεί κάποια πόλη με το όνομα του ιδρυτή της ήταν μια αρχαία παράδοση που ερχόταν από την εποχή του Αλεξάνδρου του Μακεδόνος – που ίδρυσε σειρά ολόκληρη από Αλεξάνδρειες, στα μέρη που κατέκτησε – και η οποία συνεχίσθηκε και επί Ελληνιστικών Βασιλείων, όπως και επί των πρώτων Ρωμαίων Αυτοκρατόρων.  Ο Κωνσταντίνος ανήγειρε πολυάριθμα διοικητικά κτίρια, ανακτορικά οικοδομήματα, λουτρά και αντιπροσωπευτικές επίσημες εγκαταστάσεις όπως ο Ιππόδρομος και το Αυγουσταίον. Επίσης διεμόρφωσε μια μεγάλη παραλληλόγραμμη πλατεία, στην οποία βρισκόταν το κτίριο της Συγκλήτου και η είσοδος της περιοχής των Ανακτόρων. Η Πόλη κοσμήθηκε με πάμπολλα αρχαία ελληνικά έργα τέχνης όπως «ο Τρίποδας των Πλαταιών» που μετεφέρθηκε εκεί από τους Δελφούς. Η έδρα της πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας μεταφέρθηκε και επισήμως την 11η Μαΐου 330 μ.Χ., μέσα σε κλίμα πανηγυρικών εορτασμών.

Ο Κωνσταντίνος έλαβε το βάπτισμά του, λίγο προ του θανάτου του από τον Ευσέβειο Καισαρείας, την 21η Μαΐου του 337. Οι λαθεμένες πράξεις του για τις οποίες τον κατηγορούν οι νέο-ειδωλολάτρες μέχρι και σήμερα που είχε κάνει στο παρελθόν δεν ήταν βεβαίως μέσα στο πλαίσιο της χριστιανικής ηθικής, αλλά ξεχνούν όμως εσκεμμένως όλοι αυτοί, ότι μια Αυτοκρατορία δεν διοικείται με «λευκά γάντια». Από την άλλη μεριά ο Κωνσταντίνος δικαιώθηκε από τη Ιστορία για την επιλογή του υπέρ της Χριστιανικής Πίστεως και του λόγου του Ευαγγελίου. Απόδειξη τούτου είναι η πλήρης αποτυχία του ανηψιού του, Ιουλιανού του Παραβάτη, στην προσπάθεια του να επαναφέρει τη Εθνική θρησκεία. Ο Μέγας Κωνσταντίνος είχε στρέψει οριστικά αλλού τον ρου της παγκόσμιας Ιστορίας και στα χίλια χρόνια του χριστιανικού της βίου η Βασιλεύουσα που εκείνος ίδρυσε, πάσχισε – ασχέτως από το πόσο το πέτυχε ή όχι – να πραγματώσει τη Βασιλεία του Θεού επί της γης. Κι αυτό ήταν έργο του Κωνσταντίνου, του πρώτου Χριστιανού Βασιλέως και Αυτοκράτορος.

Ο Κωνσταντίνος επέβαλε το 321 μ.Χ. την Κυριακή ως «εόρτιο ημέρα», δηλαδή αργία. Έκτισε ναούς. Βοήθησε να αποδοθούν τα κτήματα στους χριστιανούς ιδιοκτήτες τους, που είχαν αφαιρεθεί την εποχή των διωγμών. Η δε Εκκλησία τον τίμησε, ως όφειλε, συγκαταλέγοντας τον, μαζί με την Μητέρα του, Αγία Ελένη,  μεταξύ των Αγίων της και χαρακτηρίζοντας τον «Πρώτον Χριστιανό Βασιλέα και Αυτοκράτορα».  

Ως προσωπικότητα ο Κωνσταντίνος υπήρξε μέγας Αυτοκράτορας. Έχαιρε της εκτιμήσεως και του θαυμασμού του στρατού του. Για την αξία του, η ιστορία τον ονόμασε Μέγα, ενώ η Ορθόδοξη Εκκλησία, αναγνωρίζοντας τη μεταφυσική του αποστολή, τιμά τον Κωνσταντίνο ως Άγιο και Ισαπόστολο, ψάλλοντας για εκείνον: «Του σταυρού Σου τον τύπον εν ουρανώ θεασάμενος και ως ο Παύλος την κλήσιν ουκ εξ ανθρώπων δεξάμενος...».

 


[1] Θ.Η.Ε., Τόμος 8ος, Αθήναι, 1966, σελ.11-12
[2]  E. R. Dodds, Pagan and Christian in an Age of Anxiety: Some Aspects of Religious Experience from Marcus Aurelius to Constantine (The Wiles Lectures), Publisher: Cambridge University Press; Online publication date: June 2011; Print publication year: 1965.
[3] Κωνσταντίνος Τσοπάνης, Βυζάντιο, Χριστιανοί και Εθνικοί, εκδ. ΝΟΩΝ, Αθήνα 2010.
[4] Πατέρες και Εκκλησιαστικοί Συγγραφείς των πρώτων αιώνων της Εκκλησίας όπως ο Τερτυλλιανός, ο Ιουστίνος κ.α.
4 Ευσέβιος, Εκκλησιαστική Ιστορία (Historia ecclesiastica).
[6] A.A. Vasiliev, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, 324-1453.
[7] Κωνσταντίνος Τσοπάνης, Μέγας Κωνσταντίνος, ο αμφιλεγόμενος ιδρυτής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, εκδ. Περισκόπιο, Αθήνα 2007.
[8] Ν. Ματσούκα, Δογματική, τομ. Α. 

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Πολύ καλό και τεκμηριωμένο κείμενο......