Κοίμησις Θεοτόκου (Λκ. 10,38-42· 11,27-28)
Φροντίστε καὶ γιὰ τὴν ψυχή!
«Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ
περὶ πολλά· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία» (Λουκ. 10,41-42)
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου
Ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο
(βλ. Λουκ. 10,38-42· 11,27-28). Ἀλλὰ δὲν πρέπει μόνο νὰ τὸ ἀκοῦμε· πρέπει καὶ νὰ
τὸ καταλαβαίνουμε, καὶ πρὸ παντὸς νὰ τὸ ἐφαρμόζουμε. Τί μᾶς διηγεῖται λοιπὸν τὸ
σημερινὸ εὐαγγέλιο;
Ὅτι ὁ Χριστὸς ἔκανε τὴν ἐπίσκεψί του σὲ ἕνα ἀγαπητό του σπίτι· εἶνε τὸ σπίτι τοῦ φίλου του Λαζάρου (τοῦ Λαζάρου ποὺ λίγο πρὸ τοῦ σωτηρίου πάθους του θὰ ἀσθενήσῃ «πρὸς θάνατον» [Ἰω. 11,4] καὶ θὰ τὸν ἀναστήσῃ ἐκ νεκρῶν). Ὁ Λάζαρος εἶχε δύο ἀδελφές, τὴ Μάρθα καὶ τὴ Μαρία. Φαντάζεται λοιπὸν κανεὶς πόση θὰ ἦταν τώρα ἡ χαρὰ στὸ σπίτι αὐτό! Καὶ ἕνας βασιλιᾶς ἀκόμη ἂν τοὺς ἐπισκεπτόταν, δὲν θὰ εἶχαν τέτοια ἀγαλλίασι ὅση ἔχουν τώρα ποὺ εἶνε κοντά τους ὁ Χριστός· ὁ Διδάσκαλος, ὁ Σωτήρας, ὁ Προστάτης τους.
Χαίρονται καὶ τὸ δείχνουν μὲ κάθε
τρόπο. Θέλουν νὰ ἐκφράσουν τὴν ἀγάπη τους καὶ τὸ κάνουν ὅπως μποροῦν. Ἡ μία ἀδελφή,
ἡ Μάρθα τρέχει στὴν κουζίνα κι ἀρχίζει νὰ ἑτοιμάζῃ ὅ,τι καλύτερο ἔχει, φαγητὰ
καὶ γλυκύσματα· ἔτσι νομίζει ὅτι θὰ εὐχαριστήσῃ τὸν Ἰησοῦ. Ἡ ἄλλη ἀδελφή, ἡ
Μαρία, παίρνει ἕνα σκαμνὶ καὶ κάθεται κοντὰ στὸν Κύριο ποὺ διδάσκει.
Σὲ μιὰ στιγμὴ ἔρχεται ἡ Μαρία καὶ
λέει μὲ παράπονο· Διδάσκαλε δὲν μὲ λυπᾶσαι; ἡ ἀδερφή μου μ᾽ ἄφησε μόνη, ἡ ὥρα
γιὰ φαγητὸ πλησιάζει κ᾽ ἐγὼ δὲν προλαβαίνω· σὲ παρακαλῶ πές της νὰ μὲ βοηθήσῃ.
Καὶ ὁ Κύριος ἀπαντᾷ· «Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· ἑνὸς δέ ἐστι
χρεία» (Λουκ. 10,41-42). Γιατί κοπιάζεις καὶ φροντίζεις τόσο πολύ; Δὲν
χρειάζονται πολλὰ φαγητά. Δὲν ἦρθα στὸ σπίτι σου γιὰ νὰ μοῦ στρώσῃς βασιλικὸ
τραπέζι. Ἦρθα γιὰ νὰ διδάξω, ἦρθα γιὰ νὰ σᾶς ἀνοίξω τὰ μάτια τῆς ψυχῆς, ἦρθα γιὰ
νὰ σᾶς σώσω.
* * *
«Μάρθα Μάρθα…». Ὁ Χριστὸς ἤλεγξε
τὴ Μάρθα ποὺ ἄφησε τὴ διδασκαλία καὶ πῆγε στὴν κουζίνα. Ἀλλὰ πόσοι καὶ πόσοι
σήμερα δὲν ἁρμόζει ν᾽ ἀκούσουμε αὐτὸ τὸν ἔλεγχο τοῦ Χριστοῦ! Μεριμνοῦμε,
φροντίζουμε, κοπιάζουμε γιὰ ὅλα· γιὰ ἕνα μόνο δὲν φροντίζουμε, γιὰ τὴ σωτηρία τῆς
ψυχῆς μας. Ποῦ δαπανοῦμε τὸ χρόνο καὶ τὶς δυνάμεις μας;
Ἄλλοι φροντίζουν γιὰ τὰ πλούτη. Τρέχουν καὶ
κοπιάζουν νὰ μαζέψουν χρήματα. Πῶς τὸ 1 νὰ τὸ κάνουν 10, πῶς τὰ 10 νὰ τὰ κάνουν
100 κ.ο.κ.. Μέρα - νύχτα τὸ χρῆμα σκέπτονται. Ὅλο τὸ χρόνο τῆς ζωῆς τους τὸν
ξοδεύουν γιὰ τὸ μαμωνᾶ. Γιὰ τὴν Ἐκκλησία δὲν προλαβαίνουν. Ποῦ εὐκαιροῦμε ἐμεῖς;
σοῦ λένε. Δὲν σκέπτονται ὅτι ὑπάρχει καὶ ἄλλη ζωή, κρίσις καὶ ἀνταπόδοσις. Δὲν
βλέπουν μπροστά τους τίποτε ἄλλο παρὰ μόνο τὸ χρῆμα. Αὐτὸ εἶνε ὁ θεός τους· αὐτὸ
λατρεύουν, αὐτὸ προσκυνοῦν. Χάριν αὐτοῦ καὶ τὴ ζωή τους θυσιάζουν. Ὁ σατανᾶς ἐξουσιάζει
ἐπάνω στὶς ψυχές. Τοὺς ἔχει κλείσει τὰ μάτια, τοὺς ἔχει δέσει στὸ μαγγανοπήγαδο
τῆς φιλαργυρίας, κι αὐτοὶ δὲν κάνουν τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ γυρίζουν τὸ
μαγγανοπήγαδο. Σὲ ὅλους αὐτοὺς λοιπόν, ποὺ ἔχουν παραδώσει τὶς ψυχές τους στὸ
χρῆμα καὶ λατρεύουν τὴ χρυσῆ εἰκόνα τοῦ μαμωνᾶ, λέει ὁ Χριστὸς σήμερα· Ἄνθρωποι,
«μεριμνᾶτε καὶ τυρβάζετε περὶ πολλά· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία». Τὰ χρήματα χάνονται,
τὰ σπίτια ρημάζουν, οἱ τράπεζες χρεωκοποῦν. Ἓνα μόνο δὲν χάνεται, δὲν
καταστρέφεται καὶ θὰ ζήσῃ αἰωνίως· ἡ ψυχή σας. Γι᾽ αὐτὴν πρέπει νὰ ἐνδιαφερθῆτε,
νὰ φροντίσετε. Ἀλλὰ οἱ ἄνθρωποι δὲν ἀκοῦνε τὴ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ. Σκυμμένοι ἐπάνω
στὶς ὑποθέσεις δὲν σηκώνουν τὸ βλέμμα τους νὰ δοῦν τὸν οὐρανό.
Ἄλλοι, σὰν τρελλοὶ αὐτοί, ἔχουν
παραδοθῆ στὶς διασκεδάσεις· ἡ ἔγνοια τους εἶνε πῶς θὰ περάσουν ἀπολαυστικὰ τὴ
ζωή. Τὸ πρόγραμμά τους εἶνε «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (Ἠσ.
22,13 = Α΄ Κορ. 15,32).
Ἀρέσκονται νὰ κυλιῶνται σὰν τοὺς
χοίρους στὴ λάσπη τῆς ἁμαρτίας. Μὰ ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶνε μόνο στομάχι καὶ κοιλιά,
σάρκες καὶ κόκκαλα. Δὲν εἶνε μόνο ὕλη· εἶνε καὶ ψυχή. Αὐτὸ ἀντελήφθησαν σοφοὶ τῆς
ἀρχαιότητος, αὐτὸ μᾶς βεβαίωσε ὁ Χριστός, αὐτὸ μᾶς λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο. Σ᾽
αὐτοὺς ποὺ νομίζουν πὼς μόνος σκοπὸς τοῦ βίου εἶνε ἡ γλυκειὰ ζωή, ὁ Χριστὸς
λέει· Γιατί βουλιάζετε στὶς ἁμαρτίες; γιατί λατρεύετε τὴ σάρκα; Ἡ σάρκα θὰ
μαραθῇ ὅπως τὸ τριαντάφυλλο. Ὁ νέος θὰ γίνῃ γέρος, ἡ νέα θὰ γίνῃ γριά.
Μαραίνονται τὰ κάλλη. Ἕνας τάφος, λίγο χῶμα μᾶς περιμένει. Ἐκεῖ θὰ ταφοῦν ὅλοι
οἱ ἔρωτες καὶ οἱ ἡδονές.
Ἄλλοι πάλι κυνηγοῦν τὴ δόξα.
Θέλουν ἀναγνώρισι καὶ θαυμασμό, τοὺς ἐπαίνους καὶ κολακεῖες τῶν ἄλλων, ἐπιδιώκουν
ἀξιώματα καὶ τιμές, θέλουν νά ᾽νε πρῶτοι καὶ νὰ ἀκούγωνται. Ὅλα ὅμως αὐτὰ εἶνε ἐφήμερα·
ἰσχύει γι᾽ αὐτὰ ὁ θεόπνευστος λόγος «Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης»
(Ἐκκλ. 1,2· 12,8). Οἱ θρόνοι ἀνατρέπονται, τὰ ἀξιώματα ἀφαιροῦνται, τὰ διάσημα
ξηλώνονται, οἱ ἐπευφημίες καὶ τὰ χειροκροτήματα σιγοῦν, ἡ φήμη λησμονεῖται ἢ
μεταβάλλεται σὲ δυσφημία, ἡ δόξα σβήνει καὶ συχνὰ μεταπίπτει σὲ ἀδοξία.
* * *
Μέσα σ᾽ αὐτὴ τὴν παραζάλη, ἀδελφοί
μου, διαφεύγει τὴν προσοχὴ τῶν πολλῶν ὅτι ἡ σπουδαιότερη ἀπ᾽ ὅλες τὶς ὑποθέσεις
εἶνε ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς, ὅτι ἐκεῖνο ποὺ πάνω ἀπὸ ὁ,τιδήποτε ἄλλο ἔχουμε ἀνάγκη
εἶνε ὁ Χριστός. Ἂν αὐτὸ δὲν τὸ καταλάβουμε τώρα, θὰ ἔρθῃ μέρα ποὺ θὰ
μετανοιώσουμε πικρά, μὰ θά ᾽νε ἀργά.
Ξέρετε πῶς μοιάζουμε; Εἴμαστε σὰν
μικρὰ παιδιὰ ποὺ παίζουν στὴν ἀκρογιαλιὰ καὶ γεμίζουν τὰ καλαθάκια τους μὲ
χαλίκια. Χαλίκια καὶ ἄμμος εἶνε ὅλα ὅσα θαυμάζουμε· ἡ δόξα, οἱ διασκεδάσεις, τὰ
πλούτη. Τὸ διαμάντι μὲ τὴν αἰώνια ἀξία εἶνε ἡ ψυχή. Γι᾽ αὐτὴν ἀξίζει νὰ
φροντίσουμε· νὰ φροντίσουμε τόσο ὅσο τοὐλάχιστον καὶ γιὰ τὸ σῶμα. Τί κάνεις γιὰ
τὸ σῶμα;
Τὸ σῶμα τὸ τρέφεις καθημερινῶς, ὄχι μιὰ φορὰ τὸ
χρόνο. Καὶ τὴν ψυχὴ λοιπὸν πρέπει νὰ τὴν τρέφουμε. Καὶ τροφὴ τῆς ψυχῆς εἶνε ἡ
προσευχή, ἡ μελέτη, ἡ ἐγκράτεια, ὁ ἐκκλησιασμός, ἡ θεία κοινωνία. Γιὰ τὸ σῶμα δὲν
λές, Δὲν εὐκαιρῶ νὰ φάω. Μὴ λὲς λοιπὸν καὶ γιὰ τὴν ψυχή, Δὲν εὐκαιρῶ νὰ
προσευχηθῶ.
Τὸ σῶμα τὸ ντύνεις, δὲν τ᾽ ἀφήνεις
γυμνό. Στόλισε λοιπὸν καὶ τὴν ψυχή σου μὲ ὡραῖο φόρεμα. Ὄχι ἀπ᾽ αὐτὰ ποὺ τρώει ὁ
σκόρος καὶ γίνονται κουρέλια, ἀλλὰ μὲ ἔργα πίστεως καὶ ἀρετές, ποὺ μένουν αἰωνίως.
Γιὰ τὸ σῶμα χτίζεις σπίτι νὰ τὸ στεγάσῃς. Ἡ
ψυχή σου ποῦ θὰ στεγαστῇ; Μερίμνησε νὰ τῆς ἑτοιμάσῃς σκήνωμα. Δὲν μακαρίζω ἐκείνους
ποὺ κατοικοῦν σὲ μέγαρα καὶ παλάτια, ποὺ μιὰ μέρα τ᾽ ἀφήνουν καὶ φωλιάζουν ἐκεῖ
κουκουβάγιες· ζηλεύω αὐτοὺς ποὺ προνοοῦν νὰ βροῦν «οἰκοδομὴν ἐκ Θεοῦ…, οἰκίαν ἀχειροποίητον
αἰώνιον ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Β΄ Κορ. 5,1).
Τὸ σῶμα, ὅταν ἀρρωσταίνῃ,
φροντίζεις νὰ θεραπευθῇ· ζητᾷς γιατρό, παίρνεις φάρμακα, ἐφαρμόζεις δίαιτα, ὑποβάλλεσαι
σὲ ἐγχειρήσεις, κάνεις τὰ πάντα. Γιὰ τὴν ἄρρωστη ψυχή σου –καὶ ἀσθένεια τῆς ψυχῆς
εἶνε ἡ ἁμαρτία– καθόλου δὲν νοιάζεσαι νὰ γίνῃ καλά;
* * *
Μέχρι τώρα, ἀγαπητοί μου,
φροντίσαμε γιὰ ὅλα· γιὰ τὰ σπίτια μας, τὰ χωράφια μας, τὰ ζῷα μας, τὶς μηχανές
μας… Καιρὸς εἶνε νὰ φροντίσουμε καὶ γιὰ τὴν ψυχή μας. Εἶνε ὁ σπουδαιότερος
θησαυρὸς ποὺ ἔχουμε. Πῶς νὰ σᾶς παραστήσω τὴν ἀξία της; Φανταστῆτε μία ζυγαριά.
Κρεμάστε την ἀπὸ τὸ θόλο τοῦ οὐρανοῦ. Ἔπειτα στὸν ἕνα ζυγὸ μαζέψτε ὅλα τ᾽ ἀγαθὰ
τοῦ κόσμου· χρυσάφι, ἀσήμι, πολύτιμα μέταλλα, νομίσματα, κοσμήματα… Καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο
μέρος τῆς ζυγαριᾶς τί νὰ βάλουμε; Νὰ βάλουμε μιὰ ψυχή· τὴν ψυχὴ ὄχι ἑνὸς βασιλιᾶ,
ὄχι ἑνὸς πλουσίου, ὄχι ἑνὸς νέου· νὰ βάλουμε τὴν ψυχὴ τοῦ πιὸ ἀσήμου, φτωχοῦ, ἀσθενοῦς
ἀνθρώπου. Τί βλέπουμε· ἡ ζυγαριὰ κλίνει πρὸς τὸ μέρος ποὺ εἶνε ἡ ψυχή. Τόσο
μεγάλη εἶνε ἡ ἀξία της. Γι᾽ αὐτὸ ὁ Χριστὸς εἶπε· «Τί ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν
κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα
τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» (Μᾶρκ. 8,36-37).
Γι᾽ αὐτὸ ν᾽ ἀκούσουμε τὴ φωνὴ τοῦ
Θεοῦ καὶ νὰ ἐργαστοῦμε γιὰ τὸ θησαυρὸ τῆς ψυχῆς· αὐτὸς μόνο θὰ μείνῃ.
Διαφορετικά, θ᾽ ἀποδειχθοῦμε ἀνόητοι, οἱ πιὸ ἀνόητοι ἄνθρωποι.
Ὑπόδειγμα σήμερα ἔχουμε τὴν
Παναγία, τῆς ὁποίας τὴν ἱερὰ μνήμη ἑορτάζουμε. Ἐκείνη ἀγάπησε τὸν Κύριο,
στόλισε τὴν ψυχή της, ἑτοιμάστηκε νὰ πάῃ κοντά του, καὶ τώρα μετέχει στὴν αἰώνια
δόξα του. Πριγκίπισσες λησμονήθηκαν, ἀρχόντισσες ξεχάστηκαν, πλούσιες ἔσβησαν· ἡ
Παναγία μένει ἔνδοξη, βασίλισσα τοῦ κόσμου, κυρία τῶν ἀγγέλων.
Ἂς βαδίσουμε κ᾽ ἐμεῖς τὸ δρόμο τῆς
πίστεως καὶ τῆς ἀρετῆς, γιὰ νὰ εἴμαστε μαζὶ μὲ τὴν Παναγία καὶ τὶς ψυχὲς τῶν δικαίων,
ὑμνοῦντες καὶ δοξολογοῦντες ἡμέρα καὶ νύχτα τὴ δόξα τῆς ἁγίας Τριάδος εἰς αἰῶνας
αἰώνων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου