Σάββατο 25 Δεκεμβρίου 2021

Πῶς γιορτάζουμε τὰ Χριστούγεννα; - Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου

Πῶς γιορτάζουμε τὰ Χριστούγεννα;

Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου

Ἀγαπητοί μου· πρέπει νὰ εὐχαριστήσω τὸν Θεό, ποὺ μὲ ἀξιώνει νὰ μιλήσω στὴν ἑορτὴ τῆς Γεννήσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ· εἶνε ἡ ῥίζα καὶ μητρόπολις τῶν ἑορτῶν, ὅπως λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος· ἀπὸ αὐτὴν βλαστάνει ὅλο τὸ δένδρο τῶν ἑορτῶν μας(βλ. Ἑ.Π. Migne 48,752-753).

 Μὲ τὴν ἑορτὴ αὐτὴ ἀνοίγει ἕνας κύκλος, ὁ ὁποῖος στὴν ἐκκλησιαστικὴ γλῶσσα ὀνομάζεται Δωδεκαήμερον. Κατὰ τὸ Δωδεκαήμερο (πλὴν τῆς παραμονῆς τῶν Θεοφανείων) ἐπιτρέπεται οἱ Χριστιανοὶ νὰ καταλύουν σὲ ὅλα.

• Σήμερα 25 Δεκεμβρίου ἑορτάζουμε τὴν Γέννησι τοῦ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.

• Αὔριο 26 Δεκεμβρίου ἔχουμε τὴν Σύναξι τῆς Κυρίας Θεοτόκου, τιμώντας ἐκείνην ποὺ γέννησε τὸν Σωτῆρα τοῦ κόσμου – ἀσύλληπτο μυστήριο! ὁ Θεὸς Λόγος, ποὺ δὲν τὸν χωροῦν οἱ οὐρανοί, χώρεσε στὴν ἁγνὴ κοιλία τῆς Παρθένου, τῆς μοναδικῆς σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες.

• Στὶς 27 Δεκεμβρίου τιμοῦμε τὸν πρῶτο μάρτυρα· ποιός θὰ εἶνε ὁ τελευταῖος μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ δὲν γνωρίζουμε, γνωρίζουμε ὅμως τὸν πρῶτο ποὺ μὲ τὸ αἷμα του πότισε τὸ δέντρο τῆς πίστεώς μας· εἶνε ὁ πρωτοδιάκονος Στέφανος, τὸν ὁποῖο λιθοβόλησαν οἱ Ἑβραῖοι.

• Στὶς 28 τοῦ μηνὸς ἑορτάζουν δεκατέσσερις χιλιάδες ἀγγελούδια, στρατιὰ ὁλόκληρη ποὺ πέταξε κοντὰ στὸν νεογέννητο Χριστό. Πρὸς δόξαν τῆς Γεννήσεώς του, ὅπως ἀπὸ τὰ οὐράνια κατέβηκαν ἄγγελοι, «πλῆθος στρατιᾶς»(Λουκ. 2,13), ἔτσι ἀπὸ τὴ γῆ ἀνέβηκε ἐκεῖ μιὰ ἄλλη στρατιά, τὸ πλῆθος τῶν νηπίων ποὺ σὰν ἀθῷα ἀρνάκια κατέσφαξε ὁ θηριώδης Ἡρῴδης, μὲ σκοπὸ νὰ ἐξοντώσῃ τὸν νεογέννητο Βασιλέα.

• Τὴν 1η Ἰανουαρίου, ὀκτὼ ἡμέρες μετὰ τὴ Γέννησι, ἔχουμε δύο ἑορτές· πρῶτον τὴν Περιτομὴ μὲ τὰ ὀνομαστήρια τοῦ Κυρίου, ὅτι δηλαδὴ ὁ δίκαιος Ἰωσὴφ μαζὶ μὲ τὴν πάναγνο Μητέρα ἔδωσαν στὸ ὀκταήμερο Βρέφος τὸ ὄνομα Ἰησοῦς, ποὺ θὰ πῇ «Σωτήρας»· «τὸ ὄνομα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα»(Φιλ. 2,9), τὸ γλυκύτερο ἀπ᾽ ὅλα τὰ ὀνόματα, αὐτὸ ποὺ ἀνάβει φωτιὰ στὴν καρδιὰ καὶ καμμιά δύναμι δὲν θὰ μπορέσῃ ποτὲ νὰ τὸ διαγράψῃ. Συγχρόνως τὴν ἡμέρα αὐτὴ εἶνε ἡ μνήμη ἑνὸς ἀπὸ τοὺς μεγάλους πατέρας καὶ διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ φωστῆρος τῆς Καισαρείας μεγάλου Βασιλείου· πλούσιος ἀπὸ πατρικὴ κληρονομία καὶ κάτοχος μεγάλης περιουσίας, τὰ δαπάνησε ὅλα γιὰ τὸ Θεό. Ἦταν ἡ ἐποχὴ ποὺ ἐπίσκοποι ἔμπαιναν στὴν Ἐκκλησία πλούσιοι καὶ πέθαιναν φτωχοί· ἐνῷ τώρα μπαίνουν φτωχοὶ καὶ πεθαίνουν πλούσιοι.

• Τέλος στὶς 6 Ἰανουαρίου ἔχουμε τὰ Φῶτα, ἑορτάζουμε τὰ Θεοφάνεια· βαπτίζεται ὁ Χριστός, ἁγιάζονται τὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνου καὶ ὅλων τῶν πηγῶν, ἀκούγεται τὸ διάγγελμα τοῦ οὐρανίου Πατρὸς «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα» (Ματθ. 3,17), σχίζονται οἱ οὐρανοὶ καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο κατέρχεται «ἐν εἴδει περιστερᾶς» (ἀπολυτ. Θεοφ.).

Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, 7 Ἰανουαρίου, σὰν ἀποχαιρετισμὸς τοῦ Δωδεκαημέρου, ἀκολουθεῖ ἡ Σύναξις τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ· ἐκείνου ποὺ ἀξιώθηκε νὰ βαπτίσῃ τὸν Κύριο καὶ μὲ τρεμάμενο χέρι νὰ ψαύσῃ τὴν κεφαλή του. Εἶνε γνωστὸ ὅτι ὁ Παπαδιαμάντης, πιστὸς λογοτέχνης, πέθανε ψάλλοντας τὸ περίφημο ἐκεῖνο τροπάριο ὅπου ὁ ὑμνογράφος λέει «Τὴν χεῖρά σου τὴν ἁψαμένην τὴν ἀκήρατον κορυφὴν (=τὴν ἀμόλυντη κεφαλή) τοῦ Δεσπότου…»(5 Ἰαν., ὥρ. θ΄).

Αὐτὸ μὲ λίγα λόγια εἶνε τὸ περιεχόμενο τῶν ἑορτῶν τοῦ Δωδεκαημέρου.

* * *

Ἀλλὰ γιὰ μᾶς, ἀδελφοί, –αὐτό νὰ προσέξουμε–, δὲν ἔχει σημασία τόσο τὸ ποιές καὶ πόσες εἶνε οἱ ἑορτές. Ἑορτὲς ὑπῆρχαν καὶ πρὶν ἀπὸ τὸν Χριστιανισμό, ὑπάρχουν καὶ τώρα ἔξω ἀπὸ τὸν Χριστιανισμό, καὶ δὲν θὰ πάψουν νὰ γίνωνται. Διότι ἡ ἑορτὴ εἶνε ἀνάγκη ψυχολογικὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ἀνταποκρίνεται στὰ βαθύτερα αἰσθήματα –στὰ ἔνστικτα ἂν θέλετε– τῆς φύσεώς μας. Εἶνε καὶ ἡ φύσι μας τρόπον τινὰ μιὰ μηχανή, ποὺ ἂν τὴ βάλῃς συνεχῶς νὰ δουλεύῃ θὰ φθαρῇ, καταστρέφεται, καὶ γι᾽ αὐτὸ ὁ μηχανικὸς συνιστᾷ κατὰ διαστήματα νὰ σβήνῃ, νὰ ξεκουράζεται. Εἶνε κι αὐτὴ σὰν τὸν ὁδοιπόρο, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ βαδίζῃ συνεχῶς ἀλλὰ κάπου - κάπου σταματάει κάτω ἀπ᾽ τὴ σκιὰ ἑνὸς δέντρου, ξαπλώνει, παίρνει δύναμι καὶ συνεχίζει τὸ δρόμο του. Καὶ ἡ ζωὴ στὸν κόσμο αὐτὸν εἶνε μιὰ ὁδοιπορία· καὶ μέσα στοὺς κόπους μόχθους μέριμνες ἀγωνίες, ποὺ ζοῦμε ὡς ἄτομα οἰκογένειες λαός, ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ μερικοὺς σταθμοὺς γιὰ ν᾽ ἀναπαυθοῦμε. Γι᾽ αὐτὸ οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας ἔλεγαν, ὅτι «βίος ἀνεόρταστος», ζωὴ χωρὶς γιορτή, εἶνε «μακρὰ ὁδὸς ἀπανδόκευτος», ἕνας μακρὺς δρόμος ποὺ δὲν ἔχει πουθενὰ πανδοχεῖο, χάνι, νὰ καθίσῃς νὰ πάρῃς μιὰ ἀνάσα(Δημόκριτος παρὰ Στοβαίῳ 154. 38).

 Εἶνε λοιπὸν ἡ ἑορτὴ μία ἀνάγκη. Γι᾽ αὐτὸ ἀφ᾽ ὅτου παρουσιάστηκε ὁ ἄνθρωπος πάνω στὴ γῆ καὶ μέχρις ὅτου τελειώσῃ αὐτὴ ἡ σφαῖρα, ὑπάρχουν καὶ θὰ γίνωνται γιορτές. Ἑορτάζουν οἱ Κινέζοι, οἱ Γιαπωνέζοι, οἱ λευκοί, οἱ μαῦροι, οἱ κίτρινοι, οἱ ἐρυθρόδερμοι· ἑορτάζουν καὶ οἱ φίλοι μας οἱ κόκκινοι, ἑορτάζουν καὶ οἱ ἄθεοι! Αὐτὲς τὶς ἅγιες ἡμέρες στὸν ὑλισμό –δὲν ἀναφέρομαι στὰ οἰκονομικά–, ὅπου ὑπάρχουν ἄθεα καθεστῶτα, ἐκεῖ σήμερα δὲν χτυπᾶνε χριστουγεννιάτικες καμπάνες. Ἐκεῖ πῆραν μιὰ γομμολάστιχα καὶ ἐπισήμως ἔσβησαν τὴ γιορτὴ αὐτή. (Ὁ πιστὸς λαὸς ἐκεῖ ἑορτάζει ἀνεπισήμως, ὄχι πλέον μὲ τὴ μεγαλοπρέπεια ποὺ ἑώρταζε ἄλλοτε· ἴσως ὅμως τώρα, μέσα στὸν πόνο στὸ δάκρυ καὶ στὴ συναίσθησί του, νὰ ἑορτάζῃ καλύτερα, ὅπως ἄλλοτε οἱ Χριστιανοὶ τῶν κατακομβῶν). Ἀλλὰ σήμερα καὶ τὰ ὑλιστικὰ καθεστῶτα ἀναγκάζονται νὰ ἔχουν γιορτή. Δὲν τοὺς ἀρέσει ἡ ἑορτὴ τοῦ Χριστοῦ, καὶ καθιέρωσαν τὴ «γιορτὴ τοῦ χειμώνα» (ἀντὶ νὰ λατρεύουν τὸν Κτίστη, λατρεύουν τὸ κτίσμα - δημιούργημα, τὸ χειμῶνα). Θὰ στήσουν κ᾽ ἐκεῖ ἕνα μεγάλο δέντρο καὶ θὰ τὸ στολίσουν. Στὴν κορυφή του ὅμως ἀντὶ γιὰ τὸ ἀστέρι τῆς Βηθλεὲμ θὰ ὑπάρχῃ τὸ δικό τους ἀστέρι. Στὸ τέλος τῶν αἰώνων θὰ φανῇ ποιό ἀπὸ τὰ δύο ἀστέρια θὰ κατισχύσῃ. Τὰ λέω πάντως αὐτὰ γιὰ νὰ σᾶς δείξω ὅτι, καὶ ἄθεο καθεστὼς ἀκόμα νὰ ἔρθῃ, θὰ κάνῃ δικές του γιορτές· δὲν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ ζήσῃ χωρὶς γιορτές.

Τὸ θέμα ὅμως, ὅπως εἴπαμε, εἶνε ἄλλο· δὲν εἶνε τὸ ἂν ἑορτάζουμε ἀλλὰ τὸ πῶς ἑορτάζουμε. Διότι οἱ ἑορτὲς –προσέξτε τί θὰ πῶ– εἶνε σύμφωνες μὲ τὸ χαρακτῆρα τῆς θρησκείας.

Δηλαδή. Πρὸ Χριστοῦ ὑπῆρχε κ᾽ ἐδῶ ἡ θρησκεία τῶν εἰδώλων, τῶν ψεύτικων θεῶν, μὲ ἑορτὲς καὶ σχετικὴ λατρεία. Ἀλλ᾽ ἐὰν κανεὶς ἀνοίξῃ τὴν ἱστορία, τοὺς ἱστορικοὺς καὶ ποιητὰς τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, θὰ κοκκινίσῃ ἀπὸ ντροπή. Ὅσο ἀναιδεῖς καὶ ἀδιάντροποι ἂν εἶστε, θὰ σκεπάσετε τὸ πρόσωπό σας, ἂν διαβάσετε πῶς ἑώρταζαν τότε στὴν Ἀθήνα (τὴν πόλι τῶν φώτων· τῶν γραμμάτων, τῶν ἐπιστημῶν, τῶν τεχνῶν, τῆς φιλοσοφίας!)· θὰ ντραπῆτε, ναὶ θὰ ντραπῆτε. Ὄργια τῶν ὀργίων. Ὁ τρόπος ἑορτασμοῦ ἦταν ὀργιαστικός· δηλαδή, τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τους ἔπιναν, θέριευαν τὶς σαρκικὲς ὁρμές, γύριζαν ὅλη μέρα μεθυσμένοι, ἀστειευόμενοι καὶ πειράζοντας ἀδιάντροπα ὅποιον τύχῃ. Ἂν ρωτοῦσες κάποιον, –Γιατί μεθᾷς; θὰ σοῦ ἀπαντοῦσε· –Σήμερα εἶνε ἡ μέρα τοῦ κρασιοῦ, γιορτάζει ὁ Βάκχος μὲ τὴν πελώρια κούπα· πῶς θὰ τὸν τιμήσουμε; μπροστὰ σ᾽ αὐτὸν καὶ πάλι λίγο εἶν᾽ αὐτὸ ποὺ πίνω ἐγώ… Ἂν πάλι σ᾽ ἐκείνους πού, ἄντρες καὶ γυναῖκες, ὠργίαζαν μέσ᾽ στὸ δρόμο σὰν τὰ σκυλιὰ τολμοῦσες νὰ κάνῃς παρατήρησι, θὰ σοῦ ᾽λεγαν· –Τί εἶν᾽ αὐτὰ ποὺ λές; θεὸ ἔχουμε τὸ Δία, τὸν προστάτη τῆς πορνείας καὶ μοιχείας· ἂν δὲν κάνουμε σήμερα ἔτσι, πῶς θὰ τὸν λατρεύσουμε θεάρεστα;… Κι ἂν πάλι ἐμπόδιζες κάποιον τὴν ὥρα ποὺ πάει νὰ κλέψῃ, θὰ σοῦ ἔλεγε· –Κάνω κανένα κακό; ὁ Ἑρμῆς ὁ θεός μας ἔτσι διδάσκει… Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὸ χαρακτῆρα τῆς θρησκείας ἐκείνης δικαιολογοῦντο καὶ ἡ μέθη, καὶ ἡ κλοπή, καὶ ἡ μοιχεία, ὅλα· οἱ θεοί τους ἦταν δάσκαλοι καὶ προστάτες κάθε ἀνηθικότητος καὶ φαυλότητος.

* * *

Ἀλλὰ τὰ πράγματα ἀλλάζουν. Ἦρθε ὁ Χριστός –αὐτὸ γιορτάζουμε σήμερα–, ἦρθε ἡ ἁγία πίστι μας, ποὺ δίδαξε τὰ τελείως ἀντίθετα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ δίδασκε ἡ εἰδωλολατρία. Ποιός ἁρμόζει νά ᾽νε τώρα ὁ χαρακτήρας τῶν ἑορτῶν τῶν ὀρθοδόξων Χριστιανῶν;

Τί εἶνε ὁ Χριστός; Δὲν μποροῦμε νὰ Τὸν ἀτενίσουμε· τόσον ὑψηλὴ εἶνε ἡ φυσιογνωμία του. Εἶνε δένδρο, ποὺ ἐβλάστησε μὲν ἐκ τῆς Παρθένου, ἀλλὰ ἡ κορυφή του ὑπερβαίνει καὶ Πλάτωνες καὶ Ἀριστοτέλες, ὅλα τὰ πνεύματα τῶν αἰώνων, καὶ φτάνει μέχρι τὰ οὐράνια. «Ἐκάλυψεν οὐρανοὺς ἡ ἀρετή σου, Χριστέ»(καταβ. Ὑπαπ. ᾠδ. δ΄· Ἀβ. 3,3)· εἶνε τέτοια, λέει, ἡ ἀρετή σου, Χριστέ, ποὺ ξεπέρασε τὴν ἀρετὴ ὄχι τῶν ἀνθρώπων μὰ καὶ τῶν ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, ἔφτασε σὲ ὕψος ποὺ κανείς ἄλλος δὲν θὰ φτάσῃ· στήλη οὐρανομήκης. Ὁ Χριστὸς εἶνε ἡ ἐνσάρκωσις πάσης ἀρετῆς· εἶνε ὁ ἄξονας, γύρω ἀπ᾽ τὸν ὁποῖο θὰ στρέφεται ὁλόκληρος ὁ κόσμος· εἶνε ἡ σοφία, ἡ ἁγιότης, ἡ ἀπολύτρωσις· εἶνε ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια, ἡ ζωή… – τὸ λεξιλόγιό μας ἐξαντλεῖται προσπαθώντας νὰ ἐκφράσῃ τὸν χαρακτῆρα καὶ τὶς ἄπειρες ἐνέργειες ποὺ ἐκπέμπει καὶ θὰ ἐκπέμπῃ αἰωνίως ὁ 2 Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Πατρός, ὁ γλυκύτατος Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος. Λοιπόν, τέτοιο Θεὸ ἔχουμε. Δὲν ἔχουμε οὔτε Βάκχο μέθυσο, οὔτε Δία πόρνο καὶ μοιχό, οὔτε Ἑρμῆ πονηρὸ καὶ κλέφτη, οὔτε Ἄρη αἱμοσταγῆ. Ἔχουμε τὸ Θεὸ τῆς ἀγάπης, τῆς εἰρήνης, τῆς δικαιοσύνης, τῆς μακροθυμίας, τῆς ἀνοχῆς. Στὸ πρότυπό του πρέπει νὰ ἀτενίζουμε ἀπαύστως, γιὰ νὰ ἀντιγράφουμε –πενιχρὰ ἔστω– τὴν ἄχραντον εἰκόνα του.

Τί εἶνε ἡ Παναγία; Δὲν εἶνε οὔτε Ἀφροδίτη, οὔτε Ἥρα, οὔτε Κίρκη, οὔτε Ἀστάρτη, οὔτε Λαΐς, οὔτε καμμιὰ ἄλλη ἀπὸ τὶς θεὲς καὶ ἑταῖρες τὶς διάσημες γιὰ τὴ φαυλότητά τους. Εἶνε τὸ ἄφθαστο πρότυπο γυναικός. Ἡ Παναγία εἶνε ἡ ἐνσάρκωσις τῆς παρθενίας, τὸ ἀμήχανον κάλλος τῆς σεμνότητος, ἡ ἀπερίγραπτη ὡραιότης· εἶνε ἡ «τιμιωτέρα τῶν Χερουβὶμ καὶ ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφίμ» (θ΄ ᾠδ.), ἐμπρὸς στὴν ὁποία θαμπώνονται κι αὐτὲς οἱ ἀσώματες ἀγγελικὲς δυνάμεις.

Τί εἶνε ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής; Τὸ πρότυπο τοῦ ἀσκητοῦ· αὐτὸς ποὺ ἔζησε στὶς καλαμιὲς τοῦ Ἰορδάνου, ποὺ κοιμόταν ὄχι σὲ στρῶμα καὶ σουμιὲ ὅπως ἐμεῖς, ἀλλὰ πάνω στὴν ἀμμουδιὰ τῆς ὄχθης· ποὺ δὲν ἔβαλε στὸ στόμα του ποτέ κρασὶ ἢ ἄλλο οἰνοπνευματῶδες ποτό, ἀλλὰ ἔσκυβε καὶ μὲ τὶς χούφτες του ἔπινε νερὸ ἀπ᾽ τὸ ποτάμι· ποὺ στέγη του εἶχε τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ καὶ συντροφιά του τὰ ἄγρια θηρία· ποὺ μιλοῦσε μὲ τὸ Θεό.

Τέτοιο Κύριο λατρεύουμε, τέτοια πίστι μᾶς δίδαξε, τέτοιους ἁγίους καὶ μάρτυρες ἔχουμε. Λοιπόν, Χριστιανέ, ὅπως εἶνε ἐκεῖνοι ἔτσι θὰ εἶσαι κ᾽ ἐσύ· ὅπως περπάτησε ὁ Χριστός, θὰ περπατήσῃς κ᾽ ἐσὺ πάνω στὴ γῆ. Ὅπως εἶνε ἡ Παναγία, ἔτσι θὰ εἶσαι κ᾽ ἐσύ, Χριστιανή, εἴτε ἔγγαμη εἴτε ἄγαμη. Κι ὅπως ἦταν ὁ Χριστὸς μικρὸ παιδί, ἔτσι νὰ εἶστε κ᾽ ἐσεῖς, παιδιά.

Ἔχοντας ἀσπαστῆ μιὰ τέτοια πίστι, μὲ τόσο ὑψηλὰ πρότυπα, ἀνάλογος θὰ πρέπῃ νά ᾽νε καὶ ὁ χαρακτήρας τῶν ἑορτῶν μας. Θέτω λοιπὸν τὸ ἐρώτημα, στὸ ὁποῖο θέλω νὰ στραφῇ ἡ προσοχή μας· ἐμεῖς πῶς ἑορτάζουμε; ἑορτάζουμε ὀρθόδοξα χριστιανικά; ἢ μήπως ἑορτάζουμε εἰδωλολατρικὰ καὶ ἰουδαϊκά; Τὸ θέμα εἶνε μεγάλο. Ἀνοῖξτε τὰ ἱερὰ βιβλία, συμβουλευθῆτε καλοὺς πνευματικοὺς πατέρες, μελετῆστε ἱεροὺς κανόνες στὸ Πηδάλιο, καὶ θὰ δῆτε πῶς πρέπει νὰ ἑορτάζῃ ὁ Χριστιανός.

 Τὴν παραμονὴ ἀποβραδὶς δὲν ἀρκεῖ ἁπλῶς νὰ πλυθῇς, νὰ κάνῃς τὸ μπάνιο σου. Ἦταν κάποτε ἐποχὴ ποὺ οἱ πρόγονοί μας δὲν εἶχαν τόσα μπάνια, εἶχαν ὅμως «μπάνια» πνευματικά. Τὴ βλέπεις τώρα τὴν ἄλλη, μπανιαρισμένη, χτενισμένη, βουτηγμένη στὰ πανάκριβα ἀρώματα, μιὰ κούκλα μέσ᾽ στὰ λοῦσσα· ἀλλὰ περὶ ψυχῆς;… Ὁ ἄνθρωπος ἔχει δύο ὀσμές, ὀσμὴ τοῦ σώματος καὶ ὀσμὴ τῆς ψυχῆς. Ἂν κατεβῇ ἄγγελος καὶ τὴν πλησιάσῃ, θὰ πιάσῃ τὴ μύτη του ἀπὸ τὴν κακοσμία. Ὅσο κι ἂν εἶσαι στολισμένη στὸν καθρέφτη καὶ περιποιημένη στὰ κομμωτήρια –ποὺ γέμισε ὁ τόπος–, τί εἶσαι; ἕνα ἀκάθαρτο πλάσμα. Δὲν τὸ λέω ἐγώ, τὸ λέει τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο· «ἀκάθαρτος παρὰ Θεῷ πᾶς ὑψηλοκάρδιος» (Παρ. 16,5)· γιὰ τὸ Θεὸ κάθε ὑψηλοφροσύνη εἶνε ἀκαθαρσία. Πῶς λοιπὸν νὰ ἑορτάσῃς; Κάνε τὸ «μπάνιο» σου πηγαίνοντας στὸν πνευματικό· πέρασε ἀπὸ τὸ πλυντήριο τοῦ ἁγίου Πνεύματος, λούσου, καθαρίσου, πέταξε ἀπὸ πάνω σου τ᾽ ἁμαρτήματα. Ἔτσι νὰ ᾽ρθῇς στὸ ναό, νὰ γονατίσῃς νὰ πῇς «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42)· καὶ μὲ τὴν ἁπλότητα τῶν Ποιμένων καὶ τὴν πίστι τῶν Μάγων, ποὺ βάδισαν πολλὰ χιλιόμετρα, νὰ ὁδεύσῃς κ᾽ ἐσὺ «ἔνθα ὁδεύει ὁ ἀστήρ» (κάθ. Χριστουγ.). Τότε θὰ νιώσῃς τὰ Χριστούγεννα.

 Τὸ μεσημέρι. Εἶσαι πατέρας, εἶσαι μάνα; Χρέος σας δὲν εἶνε ἁπλῶς νὰ ψήσετε τὴ γαλλοπούλα, νὰ κάνετε γλυκύσματα, νὰ γεμίσῃ τὸ στομάχι· ἡ ἑορτὴ δὲν εἶνε γαστρονομική. Σὲ ἄλλες χῶρες, π.χ. στὶς Ἰνδίες, ἄνθρωποι κινδυνεύουν νὰ πεθάνουν ἀπὸ τὴν πεῖνα. Δὲν ἀποκλείεται πεῖνα νὰ πέσῃ καὶ σ᾽ ἐμᾶς, ὅπως στὴν κατοχή, καὶ νὰ σαλιώνουμε τὸ δάχτυλο νὰ μαζεύουμε τὰ ψίχουλα· γιατὶ τώρα μπουκιὰ τρῶμε καὶ Θεὸ βλαστημᾶμε οἱ ἀχάριστοι. Ἦρθε λοιπὸν μεσημέρι καὶ καθίσατε στὸ τραπέζι μὲ ὅλα τ᾽ ἀγαθά; Θυμήσου ὅτι σὲ δύσκολα χρόνια βράζαμε τὰ φλούδια ἀπ᾽ τὰ κουκιὰ καὶ θεωρούσαμε τὸ ζουμὶ ζουμὶ ἀπὸ κρέας! Τὰ ξεχάσαμε αὐτὰ ὅλα; Πὲς λοιπὸν τὸ μεσημέρι, σὺ ὁ πατέρας· Παιδιά, ἂς εὐχαριστήσουμε τὸ Θεό. Ἡ νεώτερη γενεά, ἀγόρια καὶ κορίτσια, δὲν ξέρουν τὸ μαρτύριο τῆς φυλῆς. Ἐσύ, ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά σου, πές τους τί τέλος πάντων πέρασε αὐτὸς ὁ τόπος. Θύμισέ τους τὴν ἡμέρα αὐτὴ καὶ τὰ παιδιὰ ἐκεῖνα ποὺ ἄφησαν τὰ κόκκαλά τους στὰ ψηλὰ βουνὰ γιὰ ν᾽ ἀναπνέουμε ἐμεῖς τώρα ἀναξίως ἐλεύθεροι. Κάντε τὸ σταυρό σας, βάλε τὸ ἕνα παιδὶ νὰ πῇ τὸ «Πάτερ ἡμῶν…», τὸ ἄλλο νὰ ψάλῃ «Ἡ Γέννησίς σου, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν…». Ἄνοιξε τὸ Εὐαγγέλιο, διαβάστε τὴν περιγραφὴ τῆς Γεννήσεως ἀπὸ τὸ Ματθαῖο(1,18-25) ἢ ἀπὸ τὸ Λουκᾶ(2,1-20), νὰ συγκινηθῇ ἡ ψυχή σας.

 Τὸ ὑπόλοιπο τῆς ἡμέρας. Γιά γύρισε καὶ ῥῖξε δίπλα σου μιὰ ματιά, μέσ᾽ στὰ φτωχόσπιτα καὶ τὰ ὑπόγεια. Πήγαινε στὰ νοσοκομεῖα σὲ κάποιον ἄρρωστο, κάνε μιὰ ἐπίσκεψι καὶ στὸ νεκροταφεῖο ὅπου ἀναπαύονται οἱ πρόγονοί μας· θυμήσου ὅτι κ᾽ ἐσὺ εἶσαι θνητός· ἂς περάσῃ ἀπὸ τὸ νοῦ σου καὶ ἡ σκέψι, μή- πως τὰ Χριστούγεννα αὐτὰ εἶνε τὰ τελευταῖα τῆς ζωῆς μας;…

Γίνονται αὐτά; Τίποτα! Τί μαθαίνω. Ἄλλος, ἐνῷ σημαίνουν οἱ καμπάνες, αὐτὸς εἶνε ξάπλα. Ἄλλοι, πλῆθος, βγαίνουν μὲ τ᾽ αὐτοκίνητα πρὸς τὰ ἔξω· δὲν θ᾽ ἀκούσουν τὸ «Χριστὸς γεννᾶται…» μέσα στὴν ἐκκλησιά, μὲ τὶς εἰκόνες καὶ τὰ κεράκια· θὰ τ᾽ ἀκούσουν μέσα στ᾽ αὐτοκίνητα ἀπὸ ῥαδιοφώνου. Ἄλλοι, ἀκόμη χειρότεροι, δὲν θὰ τ᾽ ἀκούσουν οὔτε ἔτσι, ἀλλὰ κάνουν λέει ῥεβεγιόν (ἀπὸ τὸ γαλλικὸ réveillon), μὲ μπίρα στὸ χέρι, τσιγάρο στὸ στόμα κι ἀκαθαρσία στὴν ψυχή. Ἄλλαξαν τώρα· ἔγιναν λίγο Ἀμερικᾶνοι, λίγο ῾Ρῶσοι, λίγο Ἄγγλοι, λίγο Γάλλοι…· μόνο Ἕλληνες δὲν εἶνε. ῾Ρωτῶ κάτι φτωχαδάκια, τί εἶνε ρεβεγιόν; δὲν ἤξεραν νὰ μοῦ ποῦν. ῾Ρωτῶ κάποιον πλούσιο, καὶ μοῦ λέει· Εἶνε τρόπος ἑορτασμοῦ φερμένος ἀπ᾽ τὴ Δύσι, γίνεται σὲ σπίτι ἢ σὲ κέντρο τὸ βράδυ τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων καὶ τῆς πρωτοχρονιᾶς, διαρκεῖ μέχρι τὶς πρωινὲς ὧρες· ἔχουν ἕνα δέντρο στολισμένο, χορεύουν γύρω του, καὶ κάποια στιγμὴ σβήνουν τὰ φῶτα καὶ δημιουργεῖται αἴσθησι… Κι αὐτὸ λέγεται, παρακαλῶ, ἑορτασμὸς τῶν Χριστουγέννων! Καὶ τὴν πρωτοχρονιά; Ἀντὶ νὰ μαζευτοῦν στὸ ναὸ νὰ παρακαλέσουν τὸ Θεό, ἐκεῖ ποὺ εἶνε ἡ ἁγία τράπεζα, στήνουν αὐτοὶ ἄλλη τράπεζα, τὴν πράσινη, τοῦ χαρτοπαιγνίου· κ᾽ οἱ ἐκκλησιὲς εἶνε ἀδειανές.

Ἔτσι γιορτάζει σήμερα ὁ λαός μας· ὄχι χριστιανικὰ ὀρθόδοξα. Μόνο ἂν σηκωνόταν ἀπὸ τὸν τάφο κάποιος Χριστιανὸς τῶν πρώτων αἰώνων, θὰ μᾶς ἔλεγε πῶς ἑώρταζαν ἐκεῖνοι! Ἡ λατρεία μας βέβαια εἶνε ἄφθαστη, δὲν ὑπάρχει ὡραιότερη· κι ἂν ἔρθουν ξένοι καὶ τὴ δοῦν, θὰ ποῦνε, Μπράβο, ἡ χώρα σας εἶνε χριστιανική. Ἀλλὰ εἴμαστε πράγματι Χριστιανοί; Ὅσο εἴμαστε μέσα στὶς ἐκκλησίες, εἴμαστε Χριστιανοί· ἄνοιξαν οἱ πόρτες, βγήκαμε ἔξω, πήγαμε στὸ σπίτι, στὸ ἐργοστάσιο, κ.λπ.; ἐκεῖ εἴμαστε εἰδωλολάτρες καὶ χειρότεροι ἀπ᾽ τοὺς εἰδωλολάτρες. Κι αὐτὸ γιατί; Διότι οὔτε μέσα στὴν ἐκκλησία εἶσαι Χριστιανός· κ᾽ ἐκεῖ σκέπτεσαι ἄλλα πράγματα… Ποῦ συναίσθησι, ποῦ κατάνυξι, ποῦ δάκρυα; Ἄλλος χασμουριέται, ἄλλος κοιτάζει τὸ ῥολόι, ἄλλος κατακρίνει τὸν παπᾶ, ἄλλος χαζεύει… Πάντως, ἐὰν μέσ᾽ στὴν ἐκκλησία εἴμαστε ἂς ποῦμε Χριστιανοί, ἔξω εἴμαστε εἰδωλολάτρες καὶ χειρότεροι ἀπὸ εἰδωλολάτρες. Ἂν φαίνεται αὐτὸ ὑπερβολικό, σᾶς τὸ ἀποδεικνύω μὲ ἕνα παράδειγμα.

Στὴν ἀρχαιότητα, στὴν ἐποχὴ τοῦ Σωκράτους καὶ τοῦ Πλάτωνος, ὅταν σήκωναν ἐκεῖνα τ᾽ ἀγκωνάρια κ᾽ ἔφτειαχναν πάνω στὴν Ἀκρόπολι αὐτὸ τὸ μεγαλούργημα τῶν αἰώνων, τότε ποὺ λάτρευαν θεοὺς ψεύτικους, δὲν ὑπῆρχε ἄνθρωπος, εἴτε φιλόσοφος εἴτε στρατηγὸς εἴτε ἁπλὸς πολίτης εἴτε καὶ δοῦλος ἀκόμα, ποὺ νὰ βλαστημήσῃ τὸ Βάκχο, τὴν Ἀφροδίτη κ.λπ.· κ᾽ ἦταν θεοὶ τρισάθλιοι, ποὺ ἂν περνοῦσαν ἀπὸ δικαστήριο θὰ καταδικάζονταν γιὰ τὰ ἐγκλήματα καὶ τὰ αἴσχη τους. Τέτοιους θεούς, λοιπόν, δὲν τολμοῦσε κανείς νὰ τοὺς ὑβρίσῃ· ἂν τολμοῦσε, τὸ βράδυ δὲν θὰ ζοῦσε, θάνατος! Κ᾽ ἐμεῖς τώρα; Ὤ ψεύτικη χριστιανοσύνη! Ἐκεῖνοι τὸ θεό τους δὲν τὸν ἔβριζαν, ἐμεῖς τώρα βρίζουμε τὰ θεῖα μέρα - νύχτα. Σήμερα, τέτοια ἅγια μέρα, πόσες βλαστήμιες θ᾽ ἀκουστοῦν ἆραγε! Καὶ μόνο βλαστήμιες, καὶ μόνο ἀτιμίες, καὶ μόνο κλοπές, καὶ μόνο πορνεῖες, καὶ μόνο μοιχεῖες; Εἴμαστε λοιπόν, ναὶ ἢ ὄχι, χειρότεροι κι ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες κι ἀπὸ τοὺς ἀγρίους ἀκόμη;

Πῶς ἑορτάζουμε; Θὰ σᾶς τὸ πῶ· ἑορτάζουμε ἰουδαϊκῶς. Τί ἐννοῶ· ὄχι ὅπως ὥριζε ὁ Μωυσῆς καὶ οἱ προφῆται, ἀλλ᾽ ὅπως ἑώρταζαν οἱ ἰουδαῖοι στὴν ἐποχὴ τῆς παρακμῆς. Ἐκεῖνοι δηλαδή, ἐνῷ στὴ ζωή τους ἔκαναν ἀτιμίες καὶ ὠργίαζαν, ὅταν ἔφταναν τὰ σάββατα καὶ οἱ ἄλλες ἑορτές τους, ἔβαζαν τὰ καλά τους, πήγαιναν δῶρα στὸ ναό, ἔκαναν θυσίες μοσχάρια, πρόβατα, περιστέρια κ.λπ.· γέμιζε ὁ ἀέρας ἀπὸ καπνὸ θυμιαμάτων καὶ κνῖσα θυσιῶν. Σὲ τέτοιες ὧρες λοιπὸν ἀκούστηκε ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ διὰ τῶν προφητῶν, ποὺ ἔσεισε τότε τὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος λέγοντας· Αὐτὰ τὰ κρέατα ποὺ φέρατε ἐδῶ καὶ θυσιάζετε, ἐμένα μοῦ βρωμᾶνε σὰν ψόφιος σκύλος! (βλ. Ἠσ. 66,3). Μίσησα καὶ σιχάθηκα τὶς γιορτές σας, μισεῖ ἡ ψυχή μου τὰ πανηγύρια σας! (βλ. Ἀμ. 5,21. Ἠσ. 1,14).

Ἂν ὑπῆρχε καταγραφὴ τῶν ἁμαρτημάτων, θὰ ἔδειχνε ὅτι ἁμαρτάνουμε ὅλο τὸν καιρό, ἀλλὰ περισσότερο τὶς ἅγιες ἡμέρες τῶν μεγάλων ἑορτῶν. Εἰσαγγελεῖς, ἀστυνόμοι, πνευματικοί, πέστε μου πότε οἱ χριστιανοὶ ἁμαρτάνουν περισσότερο; Μία ἁμαρτία κάνουν τὶς καθημερινές, καὶ ἑκατὸ τὶς ἡμέρες τῶν ἑορτῶν. Ὦ Χριστέ μου, γι᾽ αὐτὸ ἦρθες στὸν κόσμο; γιὰ νὰ ζοῦμε ἐμεῖς εἰδωλολατρικά; ἵλεως γενοῦ! Φοβᾶμαι μήπως καμμιὰ νύχτα σειστῇ ἡ γῆ καὶ δὲν μείνουν οὔτε σπίτια οὔτε παλάτια οὔτε ναοί. «Ἀφίεται ὑμῖν ὁ οἶκος ὑμῶν ἔρημος»(Ματθ. 23,38. Λουκ. 13,35).

Ἂς μετανοήσουμε καὶ ἂς ἐπιστρέψουμε, γιὰ νὰ λατρεύσουμε τὸ Θεὸ «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ» (Ἰω. 4,23-24) καὶ ἁγιότητι, καὶ νὰ ἔχουμε τὴν εὐλογία τοῦ Κυρίου μας· ἀμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: