Τί κακὸ ὁ φθόνος!
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης
Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου
Ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ εὐαγγέλιο (βλ.
Λουκ. 13,10-17). Διηγεῖται ἕνα θαῦμα τοῦ Χριστοῦ σὲ μιὰ δυστυχισμένη γυναῖκα.
Ποιά ἦταν ἡ δυστυχία της; Ἐνῷ χαρακτηριστικὸ κάθε ἀνθρώπου εἶνε ἡ ὀρθία στάσι,
αὐτὴ ἡ ταλαίπωρη ἦταν συνεχῶς σκυμμένη στὴ γῆ· τὸ κορμί της ἦταν σὰν μιὰ βέργα
ποὺ τὴ λύγισαν· καὶ τὸ κεφάλι της σχεδὸν ἄγγιζε κάτω τὸ χῶμα. Βλέποντάς την ἀπὸ
μακριά, θὰ φαινόταν σὰν ἕνα ζῷο ποὺ βαδίζει μὲ τὰ τέσσερα.
Ποιά ἦταν ἡ ἀσθένειά της; Ἂν τὴν ἐξέταζε σήμερα ἕνας γιατρός, θά ᾽λεγε ὅτι ἔχει σπονδυλίτιδα. Μὰ ὁ ἀνώτατος γιατρός, ὁ γιατρὸς τῶν σωμάτων καὶ τῶν ψυχῶν, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἔκανε ἄλλη διάγνωσι· ἡ αἰτία τῆς ἀσθενείας της, εἶπε, ἦταν κάτι ὄχι φυσικὸ ἀλλὰ ὑπερφυσικό. Μπορεῖ κανεὶς σήμερα ἀκούγοντάς το νὰ γελάσῃ, ἀλλὰ ἡ διάγνωσις αὐτὴ εἶνε ἡ μόνη ὀρθή. Λέει λοιπὸν ὁ Κύριος, ὅτι ὁ αἴτιος τῆς ἀσθενείας της ἦταν ὁ σατανᾶς(βλ. ἔ.ἀ. 13,16). Ναί, ὁ σατανᾶς εἶχε ἐπιδράσει πάνω στὸ κορμί της καὶ τὸ ἔκαμψε τόσο πολύ.
Παρ᾽ ὅλα αὐτὰ ἡ σακάτισσα αὐτὴ στὸ
βάθος τῆς ψυχῆς της ἔκλεινε ἕνα μεγαλεῖο, ποὺ δὲν τὸ συναντᾷς σήμερα σὲ ἀνθρώπους
ὑγιεῖς ποὺ περπατοῦν ὀρθοί. Ποιό τὸ μεγαλεῖο της; Στὴν κατάστασι ποὺ ἦταν, θά ᾽πρεπε
νὰ μένῃ στὸ σπιτάκι της, νὰ μὴ βγαίνῃ ἔξω, ὅπου κακομαθημένα παιδιά, ἅμα δοῦν
κανένα καμπούρη ἢ κουτσό, τὸν κοροϊδεύουν – Σεῖς, παιδιά μου, ποτέ μὴ γελάσετε
γιὰ ἐλάττωμα ἢ ἀναπηρία ὁποιουδήποτε συνανθρώπου μας! Ἡ γυναίκα λοιπὸν αὐτή, ποὺ
μὲ τόση βία περπατοῦσε σὰν τὴ χελώνα, ἔβγαινε ἀπὸ τὸ σπίτι της γιὰ νὰ πάῃ – ποῦ;
Ντροπή μας! αὐτὴ θὰ μᾶς ἐλέγξῃ ἐν ἡμέρᾳ Κρίσεως. Αὐτὴ πήγαινε στὴ συναγωγή, στὴν
ἐκκλησιά της νὰ ποῦμε· ὅ,τι εἶνε γιὰ μᾶς ἡ ἐκκλησιά, εἶνε γιὰ τὸν Τοῦρκο τὸ
τζαμὶ καὶ γιὰ τὸν Ἑβραῖο ἡ συναγωγή.
Ἐκεῖ λοιπὸν τὴν εἶδε καὶ ὁ
Χριστός. Ἡ σακάτισσα αὐτὴ πῆγε ἐκεῖ γιὰ νὰ ἐκτελέσῃ τὴν ἐντολὴ τοῦ ἐκκλησιασμοῦ,
νὰ τηρήσῃ τὸ Σάββατο. Σὰν νὰ τὴ βλέπω. Αὐτή, ὅπως εἶπα, θὰ μᾶς δικάσῃ. Ἐμεῖς ἀντὶ
τοῦ Σαββάτου ἔχουμε τὴν Κυριακή, τὴν ἡμέρα Κυρίου ποὺ ὁ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν.
Ἂν οἱ Ἑβραῖοι μιὰ φορὰ πήγαιναν –καὶ πηγαίνουν– στὴ συναγωγή, πόσο μᾶλλον ἐμεῖς;
Ἂν βρεθῆτε τέτοια μέρα στὰ Ἰεροσόλυμα, θὰ δῆτε ὅτι δὲν κυκλοφοροῦν στοὺς
δρόμους· ὅλοι εἶνε στὶς συναγωγές, στὶς χάβρες. Δὲν συμφωνῶ μὲ τὴν πίστι τους,
διαπιστώνω ὅμως τὴ θρησκευτικότητά τους.
Τὸ Σάββατο λοιπὸν ἡ συγκύπτουσα ἦταν
στὴν «ἐκκλησιά» της. Κ᾽ ἐμεῖς τὴν Κυριακή; τί κάνουμε; Νὰ μετρήσω ἐδῶ τοὺς ἐκκλησιαζομένους;
Ἐλάχιστοι! Τὸν βλέπεις ἐκεῖνον ἐκεῖ τὸ μαντράχαλο; δὲν ἔρχεται Κυριακὴ στὴν ἐκκλησιά.
Ἔρχεται μόνο λίγο τὴ Λαμπρή, ν᾽ ἀκούσῃ τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», κι ἀμέσως φεύγει· θὰ
ξανάρθῃ μόνο σὲ γάμο ἢ σὲ κηδεία. Μὰ κάποτε, ὅταν κι ὁ ἴδιος πεθάνῃ, θὰ τὸν
σηκώσουν τέσσερις νὰ τὸν φέρουν στὴν ἐκκλησιά. Δὲν εἶνε ὅμως αὐτὸ
Χριστιανισμός, Ἐκκλησία.
Ἦρθε Κυριακή, χτύπησαν τὰ
σήμαντρα; Ὅπως ὁ στρατιώτης, ὅταν χτυπήσῃ ἐγερτήριο σηκώνεται καὶ δίνει τὸ
παρών, ὅπως ὁ μαθητής, ὅταν χτυπάῃ τὸ κουδούνι τρέχει στὴν αἴθουσα, ἔτσι κι ὁ
Χριστιανός· χτύπησε καμπάνα; λαχτάρα στὴν καρδιὰ καὶ φτερὰ στὰ πόδια νὰ ᾽ρθῇ στὴν
ἐκκλησιά, νὰ πῇ ἕνα εὐχαριστῶ, ἕνα «Ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (ἔ.ἀ. 18,13).
Ἐπανέρχομαι. Εἶδε λοιπὸν ὁ Χριστὸς
τὴ σακάτισσα μέσα στὴ συναγωγή. Αὐτὴ δὲν φανταζόταν ποτὲ ὅτι τὴν ἡμέρα ἐκείνη
θά ᾽νε ἐκεῖ ὁ Ἰησοῦς, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεός. Ἀλλὰ ὁ Κύριος ἦρθε γι᾽ αὐτήν! Ἀπὸ
τὸ πλῆθος τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἦταν τότε στὴ συναγωγή, μία, μόνο αὐτή, πῆρε χάρι! Ὅπως
καὶ σ᾽ ἐμᾶς· μπορεῖ νὰ γεμίζῃ ἡ ἐκκλησιά, ἀλλὰ δὲν παίρνουν ὅλοι τὴ χάρι καὶ τὴν
εὐλογία τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ παντοδύναμος Κύριος
σπλαχνίστηκε τὴν πονεμένη γυναῖκα καὶ τὴν ἔκανε καλά. Πῶς;
Μὲ ἕνα λόγο, μιὰ ἀπόφασί του· «Γυναίκα, εἶσαι ἐλεύθερη
ἀπὸ τὴν ἀσθένειά σου», λύθηκες πιὰ ἀπ᾽ τὰ δεσμὰ τοῦ διαβόλου (βλ. ἔ.ἀ. 13,12). Ἄγγιξε
πάνω της μὲ τ᾽ ἀμόλυντα χέρια του, τὰ χέρια ποὺ τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ θὰ
καρφώνονταν στὸ σταυρό, κι ἀμέσως –ὤ θαῦμα– σὰν νὰ τὴν διαπέρασε ῥεῦμα,
τινάχτηκε πάνω, ἀνωρθώθηκε· τὴν εἶδαν νὰ ὑψώνῃ τὸ κεφάλι καὶ νὰ βλέπῃ ψηλά! Ὅλοι
χάρηκαν γιὰ ὅλα τὰ θαυμαστὰ ἔργα ποὺ ἔκανε ὁ Ἰησοῦς.
Τί εἶπα, «ὅλοι χάρηκαν»; Λάθος ἔκανα.
Χάρηκαν ὅλοι ἐκτὸς ἀπὸ ἕναν. Αὐτὸς κιτρίνισε ἀπ᾽ τὸ κακό του σὰν τὰ φύλλα τοῦ
φθινοπώρου. Ἀντὶ νὰ πῇ «Χριστέ, σ᾽ εὐχαριστοῦμε ποὺ ἦρθες κ᾽ ἔκανες τὸ θαῦμα
σου», εἶπε λόγια πικρά· Ἀκοῦς ἐκεῖ, λέει· ἐπιτρέπεται μέρα Σάββατο νά ᾽ρχεστε
καὶ νὰ θεραπεύεστε!… Ποιός ἦταν αὐτός; Ὁ ἀρχισυνάγωγος! Ὤ τὸν ὑποκριτή! Ἂν ὑπάρχῃ
μιὰ μέρα ποὺ κατ᾽ ἐξοχὴν ταιριάζει νὰ κάνῃ ὁ ἄνθρωπος τὸ καλό, εἶνε ἡ ἡμέρα μιᾶς
ἑορτῆς καὶ μάλιστα ἡ ἡμέρα τῆς Κυριακῆς. Καὶ ὁ Κύριός μας τί ἔκανε; Τὸν κοίταξε
αὐστηρὰ καὶ τὸν ἀποστόμωσε. Τί εἶν᾽ αὐτὰ ποὺ λές, ἄνθρωπέ μου; τοῦ εἶπε· γιατί
γίνεσαι ὑποκριτής; καθένας σας τὸ Σάββατο δὲν λύνει ἀπ᾽ τὸ παχνὶ τὸ βόδι ἢ τὸ
γαϊδουράκι του καὶ τὸ πάει στὸ νερὸ καὶ τὸ ποτίζει; κι αὐτὴ λοιπὸν ἡ γυναίκα,
ποὺ ὁ σατανᾶς τὴν εἶχε δεμένη δεκαοχτὼ τώρα χρόνια, δὲν ἔπρεπε νὰ λυθῇ ἀπ᾽ αὐτὰ
τὰ βαρειὰ δεσμὰ τῆς ἀσθενείας της τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου; Ἄλλος εἶνε ὁ λόγος ποὺ
μιλᾷς καὶ φέρεσαι ἔτσι, ὄχι ὁ σεβασμὸς τάχα τοῦ Σαββάτου. Μὴν κρύβεσαι· γι᾽ αὐτὸ
σὲ εἶπα ὑποκριτή.
Καὶ ἐνῷ ὁ Χριστὸς ἔλεγε αὐτά, ὅλος ὁ λαὸς συμφωνοῦσε
καὶ χαιρόταν.
* * *
Ἂς σταματήσω ἐδῶ, ἀδελφοί μου. Ἀλλὰ
πρὶν τελειώσω θὰ ἤθελα νὰ κοιτάξουμε ἐκείνη τὴ μαύρη ψυχή, πού, ἐνῷ ὅλοι
χαίρονταν κι ἀγάλλονταν, αὐτὸς κιτρίνισε ἀπ᾽ τὸ κακό του.
Τί ἦταν αὐτός; Δὲν ἦταν τυχαῖος· ἦταν
τὸ πιὸ ἐπίσημο πρόσωπο τῆς περιοχῆς. Ἦταν ἀρχισυνάγωγος, εἶχε τὰ κλειδιὰ τῆς
συναγωγῆς, θρησκευτικὸς ἄρχοντας τοῦ τόπου. Καὶ αὐτὸς στενοχωρήθηκε. Γιατί; τί
εἶχε μέσα του;
Τί εἶχε! διάβολο εἶχε, ἕναν ἀπὸ
τοὺς πιὸ φοβεροὺς διαβόλους. Εἶχε –μία λέξι– φθόνο!
Ὁ φθόνος εἶνε ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ ἐπικίνδυνα
πάθη, ἕνα ἀπὸ τὰ φοβερώτερα δαιμόνια, ποὺ ὑπάρχουν καὶ δροῦν παντοῦ, ἀλλὰ ἰδιαιτέρως
ἐνδημοῦν στὴν ἀγαπητή μας πατρίδα. Δὲν ἔχω τώρα τὸν καιρὸ νὰ σᾶς δείξω τί ἔχει
προκαλέσει ἀπὸ τὴν ὁμηρικὴ ἐποχὴ μέχρι σήμερα. Ὁ φθόνος χωρίζει ἀντρόγυνα,
βάζει ἀδέρφια νὰ μαλώνουν, διαλύει κοινότητες, καταστρέφει ἔθνη. Ἂν ἔλειπε ὁ
φθόνος, ἡ ζήλεια, ἡ πατρίδα μας σήμερα θὰ ἦταν πολὺ μεγάλη. Μᾶς ἔφαγε καὶ μᾶς
τρώει αὐτὴ ἡ κακία. Δὲν μποροῦμε νὰ παραδεχτοῦμε τὴν ἀνωτερότητα τοῦ ἄλλου. Ἡ
γυναίκα ζηλεύει τὴ γειτόνισσα, ὁ ἄντρας τὸ συνάδελφο, ὁ καταστηματάρχης τὸν ἀπέναντι,
ὁ τεχνήτης τὸν ὁμότεχνο.
Γιὰ νὰ δῆτε πόσο κακὸ εἶνε ὁ
φθόνος, θέλω νὰ σᾶς πῶ ἕνα ἀνέκδοτο, ποὺ βρῆκα σ᾽ ἕνα παλιὸ βιβλίο καὶ μοῦ ἔκανε
ἐντύπωσι.
Ἕνας βασιλιᾶς εἶχε στὴν αὐλή του
δύο ὑπηρέτες. Τοὺς ἤξερε καλά· ὁ ἕνας ἦταν φιλάργυρος, ὁ ἄλλος φθονερός,
ζηλιάρης. Μιὰ μέρα τοὺς καλεῖ. Ἐλᾶτε ἐδῶ, λέει. Θέλω νὰ σᾶς κάνω ἕνα δῶρο, ὅ,τι
μοῦ ζητήσετε. Ἀλλὰ νὰ ξέρετε· ἀπὸ ὅ,τι ζητήσῃ ὁ πρῶτος (φλουριά, σπίτια,
κοπάδια, κτήματα κ.λπ.), στὸν δεύτερο θὰ δώσω τὰ διπλάσια. Λοιπὸν σᾶς ἀκούω. Αὐτοὶ
ὅμως δὲν μιλοῦσαν, ἔγιναν μουγγοί. Κοιτάζονταν μεταξύ τους κ᾽ ἔσπρωχνε ὁ ἕνας τὸν
ἄλλο νὰ ζητήσῃ πρῶτος. Ὁ βασιλιᾶς τοὺς ἔδωσε διορία, ἡ διορία πέρασε, βασίλευε ὁ
ἥλιος, μὰ κανείς τους δὲν μιλοῦσε. Τότε ὁ βασιλιᾶς λέει στὸν φθονερό· – Σὲ
διατάζω ἐσένα νὰ ζητήσῃς πρῶτος, ἀλλιῶς θὰ σοῦ κόψω τὸ κεφάλι. Αὐτὸς ζορίστηκε
πολύ, θὰ προτιμοῦσε νὰ ἄνοιγε ὁ ᾅδης. Τέλος ἀνοίγει τὸ στόμα του καὶ λέει·
–Βασιλιᾶ, παρὰ νὰ μοῦ κόψῃς τὸ κεφάλι, σοῦ ζητάω νὰ μοῦ βγάλῃς τὸ ἕνα μάτι.
Καταλάβατε; Νὰ βγάλῃ δηλαδὴ σ᾽ αὐτὸν τὸ ἕνα μάτι, γιὰ νὰ βγοῦν τοῦ ἄλλου καὶ τὰ
δυό! Νά τί εἶνε ὁ φθόνος.
Θυμηθῆτε καὶ τὴ Μεγάλη Παρασκευή.
Ποιός ἀνέβασε στὸ Γολγοθᾶ καὶ σταύρωσε τὸ Χριστό; Ὁ φθόνος. Τὸ κατάλαβε ὁ Πιλᾶτος
ὅταν εἶδε ἐκεῖνα τὰ λυσσασμένα θεριὰ νὰ φωνάζουν. Τί κακὸ σᾶς ἔκανε ὁ Ἰησοῦς;
τοὺς ρωτοῦσε, κι αὐτοὶ δὲν εἶχαν νὰ ποῦν κάτι ποὺ νὰ δικαιολογῇ τὸ μῖσος τους.
Καὶ γράφει τὸ Εὐαγγέλιο, ὅτι ὁ Πιλᾶτος, «ᾔδει (δηλαδὴ ἐγνώριζε) ὅτι διὰ φθόνον
παρέδωκαν αὐτόν»(Ματθ. 27,18. Μᾶρκ. 15,10). Τὸν φθόνησαν ἐκεῖνοι, γιατὶ ἔλαμπε
σὰν ἥλιος, ὅπως τὸν φθόνησε σήμερα ὁ ἀρχισυνάγωγος.
Ἐπειδὴ ὅμως, ἀγαπητοί μου, κανείς
μας δὲν εἶνε τελείως ἀπηλλαγμένος ἀπὸ τὸ φθόνο, ποὺ πάντα κεντᾷ καὶ τὴ δική μας
καρδιά, ἂς παρακαλέσουμε τὸν Κύριο, ὅπως ἄγγιξε μὲ τὰ δάκτυλά του τὴ συγκύπτουσα,
ν᾽ ἀγγίξῃ καὶ τὶς ψυχές μας, νὰ μᾶς θεραπεύσῃ ἀπὸ τὸ κακὸ αὐτό, ὥστε νὰ γίνουμε
ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ πρὸς δόξαν τῆς ἁγίας Τριάδος· ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου