Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2021

«Πίστις, πραότης, ἐγκράτεια» - Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου

«Πίστις, πραότης, ἐγκράτεια»
(Γαλ. 5,22-23)

«Κανόνα πίστεως καὶ εἰκόνα πραότητος, ἐγκρατείας διδάσκαλον ἀνέδειξέ σε τῇ ποίμνῃ σου ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια»
(ἀπολυτ. 6ης Δεκ.)

Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου

Ἀνέτειλε καὶ πάλι, ἀγαπητοί μου, στὸν ὁρίζοντα τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας ἡ ἑορτὴ τοῦ πολιούχου τῶν Μύρων τῆς Λυκίας· σήμερα ἑορτάζει ὁ ἅγιος Νικόλαος.

Εἶνε ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ δημοφιλεῖς ἁγίους. Πλῆθος ἄντρες μὰ καὶ γυναῖκες ἀκόμη, στὴν πατρίδα μας ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλα τὰ Βαλκάνια καὶ τὴ ῾Ρωσία, ἁπλοῖ ἄνθρωποι ἀλλὰ καὶ βασιλεῖς καὶ πρίγκιπες φέρουν τὸ ὄνομά του. Πλῆθος ἐκκλησίες, παρεκκλήσια καὶ ἐξωκκλήσια εἶνε χτισμένα γι᾽ αὐτόν. Ἀκόμα καὶ σὲ ἄλλα δόγματα, π.χ. στὸ Μπάρι τῆς Ἰταλίας, τὸν τιμοῦν, γιατὶ ἐκεῖ εἶνε τὸ λείψανό του.

Ἀλλ᾽ ἀρκεῖ, ἐρωτῶ, τὸ ὅτι ἔχουμε ἐκκλησίες καὶ παρεκκλήσιά του, ὅτι προσκυνοῦμε τὴν εἰκόνα του, ὅτι τοῦ ἀνάβουμε κεριὰ καὶ λαμπάδες, ἀρκοῦν αὐτὰ ν᾽ ἀποδείξουν, ὅτι εἴμαστε γνήσιοι Χριστιανοί; Ὄχι ἀσφαλῶς. Πέρα ἀπὸ τὴν τιμὴ αὐτή, τὴν ἀναγκαία, χρειάζεται καὶ κάτι ἄλλο. Ὀφείλουμε, κοντὰ στὴν ἐξωτερικὴ αὐτὴ τιμή, νὰ κάνουμε καὶ κάτι ἀνώτερο· καὶ αὐτὸ εἶνε τὸ νὰ μιμηθοῦμε τὸν βίο του, νὰ μιμηθοῦμε τὶς ἀρετὲς τοῦ ἁγίου Νικολάου.

Ὁ ἅγιος ἔλαμψε διὰ τῶν ἀρετῶν του. Ὅπως ψάλλει τὸ ἀπολυτίκιό του, ὑπῆρξε «κανὼν πίστεως», δεύτερον «εἰκὼν πραότητος», καὶ τρίτον «ἐγκρατείας διδάσκαλος». Τρεῖς μεγάλες ἀρετές, ποὺ λείπουν σήμερα ἀπὸ τὸν κόσμο· «πίστις, πραότης, ἐγκράτεια», μὲ τὴ σειρὰ ποὺ τὶς ἀναφέρει καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος(Γαλ. 5,22-23). Ἐπ᾽ αὐτῶν ἐπιτρέψτε μου νὰ πῶ λίγες λέξεις.

* * *

 Ἀκοῦμε «κανόνα πίστεως»· τὸ ψάλλουν οἱ ψάλτες, τὸ λέμε ὅλοι, ἀλλὰ τί σημαίνει; γιατί ὁ ἅγιος Νικόλαος λέγεται «κανὼν πίστεως»; «Κανὼν» λέγεται ὁ χάρακας, ἡ ῥίγα μὲ τὴν ὁποία τὰ παιδιὰ χαράζουν στὰ τετράδια ἴσιες γραμμές. Ἐπίσης κανόνας εἶνε τὸ κάθετο νῆμα μὲ βαρίδι, μὲ τὸ ὁποῖο οἱ χτίστες ἐλέγχουν ἂν ὁ τοῖχος ποὺ ὑψώνουν εἶνε κάθετος, καὶ τὸ ἀλφάδι μὲ τὸ ὁποῖο οἱ ξυλουργοὶ ἐλέγχουν ἂν μία ἐπιφάνεια εἶνε ὁριζόντια. Ὅπως λοιπὸν ὁ μαθητὴς ἔχει ὁδηγὸ τὸ χάρακα καὶ ὁ τεχνίτης τὸ νῆμα καὶ τὸ ἀλφάδι, ἔτσι καὶ ὁ ἅγιος Νικόλαος ἦταν τότε γιὰ τὸ ποίμνιό του καὶ εἶνε καὶ γιὰ μᾶς σήμερα ὁδηγὸς στὴν πίστι. Ὅσοι δηλαδὴ πιστεύουν καὶ παραδέχονται ὅ,τι καὶ ὅπως πίστευε ὁ ἅγιος Νικόλαος, ὅσοι ἔχουν τὴν πίστι τοῦ ἁγίου Νικολάου, αὐτοὶ εἶνε ὀρθόδοξοι. Ἡ πίστι ποὺ εἶχε ὁ ἅγιος Νικόλαος εἶνε ὁδηγὸς τῶν ὀρθοδόξων Χριστιανῶν.

Ὅ,τι ἀκοῦμε νὰ κηρύσσεται ἔξω ἀπὸ τὴν πίστι αὐτή, εἶνε πλάνη καὶ αἵρεσις. Ὀρθοδοξία σημαίνει γραμμὴ ὀρθή, ἴσια· αἵρεσις θὰ πῇ γραμμὴ στρεβλή, λανθασμένη, ἄστοχη. Ὀρθοδοξία σημαίνει γραμμὴ εὐθεῖα· αἵρεσις θὰ πῇ γραμμὴ τεθλασμένη, ζὶκ-ζάκ, ὅπως κινεῖται τὸ φίδι. Οἱ αἱρετικοὶ κινοῦνται μὲ ἑλιγμούς, σὰν τὰ φίδια. Οἱ πλάνες καὶ αἱρέσεις εἶνε ἔξω ἀπὸ τὴν εὐθεῖα γραμμή· εἶνε μονοπάτια σκοτεινά, ποὺ ὁδηγοῦν σὲ βάραθρα ἁμαρτίας καὶ ἀπωλείας.

Τὸ ὅτι λοιπὸν ὁ ἅγιος Νικόλαος ὑμνεῖται ὡς «κανὼν πίστεως» σημαίνει, ὅτι πρέπει κ᾽ ἐμεῖς νὰ πιστεύουμε ὅ,τι καὶ ὅπως πίστευε ἐκεῖνος καὶ οἱ ἄλλοι πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.

Ὑμνεῖται, ἀκόμη, ὡς «εἰκὼν πραότητος». Ἡ πραότης, τὸ νὰ εἶνε ὁ ἄνθρωπος ἤρεμος, νὰ ἐλέγχῃ τὸ θυμό του, εἶνε μεγάλη ἀρετή. Πραότης εἶνε τὸ ἀντίθετο τῆς ὀργῆς - τοῦ θυμοῦ.

Ἀλλὰ γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· ὁ ἅγιος Νικόλαος δὲν θύμωνε ποτέ; ἦταν πάντοτε πρᾶος; Ὁ θυμὸς εἶνε μία δύναμις, ἕνα νεῦρο, ποὺ ὁ Θεὸς ἔδωσε στὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ ἀμύνεται κατὰ τοῦ κακοῦ. Ὑπάρχουν λοιπὸν περιπτώσεις στὶς ὁποῖες ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ θυμώνῃ· ἀλλοίμονο ἐὰν τότε δὲν θυμώνῃ καὶ δὲν ὀργίζεται. Ὁ ἅγιος Νικόλαος ἦταν πρᾶος καὶ ἀόργητος ὅταν ἐπρόκειτο γιὰ προσωπικὰ συμφέροντα, γιὰ ὑλικὲς ζημιές, γιὰ πράγματα μικρὰ καὶ ἀσήμαντα· ἦταν πρᾶος ὅταν ἐχθροί του τὸν κακολογοῦσαν, τὸν ὕβριζαν, τὸν συκοφαντοῦσαν. Ἀλλ᾽ ὅταν ἐπρόκειτο γιὰ τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ ζητήματα πίστεως καὶ δικαιοσύνης, ζητήματα μεγάλα καὶ σοβαρά, τότε ἀγανακτοῦσε. Ὠργιζόταν κατὰ τῶν πλουσίων καὶ ἰσχυρῶν, καὶ ὑπερασπιζόταν ἀθῷα φτωχαδάκια ποὺ ἀδικοῦνταν. Τέτοια ὀργὴ λέγεται ὅτι ἔδειξε καὶ ὅταν μετέσχε στὴν Πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἁγίους πατέρας καὶ ἐρράπισε τὸν Ἄρειο, ὁ ὁποῖος βλασφημοῦσε κατὰ τῆς θεότητος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Τὸ ἐπεισόδιο αὐτὸ δείχνει τὸν χαρακτῆρα τοῦ ἁγίου· ἦταν ἥσυχος καὶ γαλήνιος, ἀλλ᾽ ὅταν ἐθίγοντο δόγματα τῆς πίστεως ἔδειχνε καὶ αὐτὸς ὀργή, τὴν ἱερὰ ὀργὴ καὶ ἀγανάκτησι.

 Ἦταν τέλος ὁ ἅγιος Νικόλαος –ἐκτὸς ἀπὸ κανόνας πίστεως καὶ εἰκόνα πραότητος– καὶ «ἐγκρατείας διδάσκαλος». Ἀπὸ νωρὶς ἔδειχνε νὰ τιθασεύῃ τὶς ἀνάγκες του, νὰ περιορίζῃ τὶς ἀπαιτήσεις του, νὰ χαλιναγωγῇ τὶς ἐπιθυμίες του. Τόσο πολὺ ἐγκρατευόταν καὶ νήστευε, ὥστε, ὅπως λέει ἡ παράδοσις, βρέφος ἀκόμη στὴν ἀγκάλη τῆς μητέρας του, Τετάρτη καὶ Παρασκευὴ δὲν θήλαζε! Ἀγαποῦσε τὴν ἐγκράτεια· τὴν ἔδειξε μικρὸ παιδί, τὴν εἶχε καὶ μεγάλος, τὴν ἔζησε καὶ τὴν δίδαξε πρὸ παντὸς ὡς ἐπίσκοπος καὶ πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας.

 * * *

Τί λέτε, ἀδελφοί μου, ἔχουμε ἐμεῖς σήμερα τὶς ἀρετὲς αὐτὲς τοῦ ἁγίου Νικολάου; Σήμερα, ποὺ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία προβάλλει μπροστά μας αὐτὴ τὴ φωτεινὴ καὶ λαμπρὴ εἰκόνα τοῦ ἁγίου Νικολάου, ἂς θέσουμε στὸν ἑαυτό μας τὰ ἑξῆς ἐρωτήματα.

 Πρῶτον. Πιστεύουμε ἐμεῖς, ἄντρες καὶ γυναῖκες, ὅπως πίστευε ὁ ἅγιος Νικόλαος; ἢ μήπως ἐπηρεαζόμαστε ἀπὸ διάφορα ῥεύματα ὀρθολογισμοῦ καὶ αἱρέσεων; Κρατοῦμε ἐμεῖς θερμὴ καὶ καθαρὴ ἀπὸ κάθε νόθευσι τὴν πίστι τῶν ἁγίων πατέρων;

 Τὸ δεύτερο ἐρώτημα. Εἴμαστε πρᾶοι, εἰρηνικοί, ἀγαποῦμε τὴν ἡσυχία; Ὅταν πάλι τὸ καλῇ ἡ ἀνάγκη, ἔχουμε τὴν ἁγία ὀργή; Ἢ μήπως θυμώνουμε γιὰ τὰ μικροσυμφέροντά μας κ᾽ εἴμαστε γι᾽ αὐτὰ ἱκανοὶ νὰ ταράξουμε τὸν κόσμο; Μήπως ὀργιζόμαστε γιὰ ἕνα σπασμένο τζάμι, γιὰ τὴν καταπάτησι μιᾶς σπιθαμῆς γῆς, γιὰ μιὰ λέξι ποὺ ἔθιξε τὸ ἄθλιο ἐγώ μας· ἀκοῦμε ὅμως ἀπαθεῖς τὴ βλαστήμια τῶν θείων, ἀνεχόμαστε τὴν ἀδικία τοῦ φτωχοῦ συνανθρώπου μας, χαμογελοῦμε ἠλιθίως στὸ εὐτελὲς εὐφυολόγημα τῆς συντροφιᾶς, στὸ ἀνήθικο τραγούδι τοῦ «καλλιτέχνη», στὸ πονηρὸ ἀστεῖο τῆς παρέας, καὶ μπροστὰ στὸ κοινὸ πορνικὸ θέαμα τῆς τηλεοράσεως; Μήπως εἴμαστε ἀλλοῦ εὔθικτοι καὶ ὑπερευαίσθητοι, κι ἀλλοῦ τελείως ἀναίσθητοι; Συμβούλεψε τὸν βλάστημο μιὰ - δυὸ φορές· ἂν ὅμως ἐπιμένῃ στὸ κακό, τότε –λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος– ἔχεις χέρι; χτύπα τον· χέρι ποὺ θὰ χτυπήσῃ βλάστημο θ᾿ ἁγιάσῃ(βλ. Ἑ.Π. Migne 49,32). Εἶνε φοβερό· πῶς ἀνεχόμαστε ὅταν προσβάλλεται ἡ πίστι μας, ὅταν δροῦν ἀνενόχλητοι αἱρετικοί!…

 Καὶ τὸ τρίτο ἐρώτημα. Εἴμαστε ἐγκρατεῖς; συγκρατοῦμε τὴ γλῶσσα, προσέχουμε τὰ λόγια μας; βάζουμε φρένο στὶς ἐπιθυμίες μας, στὸ φαγητό, στὸ ποτό, στὴ σάρκα; φρουροῦμε τὶς πύλες τῶν αἰσθήσεων, τὴν ὅρασι, τὴν ἀκοὴ κ.λπ.; νηστεύουμε Τετάρτες, Παρασκευές, τεσσαρακοστές, ἢ δίχως λόγο (ἀσθένεια) καταλύουμε τὰ πάντα; Ἡ ἐγκράτεια εἶνε μεγάλη ἀρετή, εἶνε χαλινάρι· χωρὶς ἐγκράτεια ὁ ἄνθρωπος καταντᾷ ἄλογο ἀχαλίνωτο, χειρότερος κι ἀπὸ τὰ ζῷα. Τὴν περίοδο αὐτὴ τοῦ Σαρανταημέρου οἱ Χριστιανοὶ τηροῦσαν πάντα τὴ νηστεία τῶν Χριστουγέννων, ποὺ δὲν εἶνε καὶ τόσο αὐστηρή. Τώρα οἱ μανάδες δὲν νηστεύουν πιὰ τὰ παιδιά τους· φοβοῦνται μήπως ἀρρωστήσουν οἱ κανακάρηδες καὶ συνεχῶς τὰ ταΐζουν· κι αὐτὰ μεγαλώνοντας δὲν μαθαίνουν νὰ σέβωνται τίποτα.

Ὅποιος λοιπὸν ἀπὸ μᾶς στὸν αἰῶνα αὐτὸν σείεται στὴν πίστι καὶ σαλεύεται ἀπὸ ἀνέμους τῆς ὀλιγοπιστίας σὰν καλάμι (βλ. Ματθ. 11,7. Λουκ. 7,24), ἂς πιαστῇ ἀπὸ τὸν ἅγιο Νικόλαο, ποὺ εἶνε βράχος πίστεως ἀκλόνητος, ἀσάλευτος ἀπὸ ἀνέμους καὶ κύματα· ἂς τὸν παρακαλέσουμε νὰ μᾶς στηρίξῃ στὴν πίστι τῶν πατέρων μας. Ὅσοι πάλι νικώμεθα ἀπὸ τὸ θυμὸ καὶ τὴν ὀργή, ἂς τοῦ ζητήσουμε νὰ μᾶς δώσῃ λίγη ἀπ᾽ τὴν πραότητα ποὺ εἶχε, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἱερὰ ὀργή του, ὥστε ν᾽ ἀντιδροῦμε στὸ κακό. Κι ὅσοι ἀπὸ μᾶς νικώμεθα ἀπὸ τὴν κοιλιοδουλία ἢ τὴ σαρκολατρία κι ἀπὸ ἄλλα ἐλεεινὰ καὶ τρισάθλια πάθη, ἂς μιμηθοῦμε τὸν ἅγιο Νικόλαο στὴν ἐγκράτεια καὶ αὐτοκυριαρχία του.

Μιμούμενοι ἔτσι τὸν ἅγιο Νικόλαο νὰ αὐξάνουμε ἀπὸ ἀρετὴ σὲ ἀρετή. Καὶ ὅταν τὸν μιμηθοῦμε, τότε θὰ τιμοῦμε πρεπόντως τὴ μνήμη του· καὶ θ᾽ ἀξιωθοῦμε, ὅταν ἀπέλθουμε ἀπὸ τὸ μάταιο τοῦτο κόσμο, νὰ βρεθοῦμε ἐν μέσῳ ἁγίων, ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, ὑμνοῦντες αἰωνίως τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: