Ὁ σημερινός κουρασμένος ἄνθρωπος ζητᾶ τήν ἡσυχία· στήν πράξη ὅμως δέν γνωρίζει τί εἶναι ἡ ἡσυχία. Οἱ περισσότεροι ἀδελφοί μας σήμερα γνωρίζουν τήν ἡσυχία ὡς ἔννοια. Τήν ἐννοοῦν δηλαδή ὡς διακοπή ἀπό τήν ἐργασία τους, ἀνάπαυση, ἄνεση, ταξίδι, ἀργία, ἀταραξία, ἀκινησία, καί ἀπραξία.
Ἡ ἡσυχία, ὅμως, στήν ὀρθόδοξη
νηπτική θεολογία καί τήν ὀρθόδοξη πνευματική ζωή ἔχει ἐντελῶς διαφορετικές
διαστάσεις σέ ἐννοιολογικό καί βιωματικό περιεχόμενο. Ἡ ἡσυχία στή γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας
μας δέν εἶναι μονάχα μιά σιωπή, ἀνάπαυση ἤ ξεκούραση, ἀλλά κάτι πολύ ἀνώτερο.
Κάτι πολύ πιό οὐσιαστικό. Εἶναι ἔκφραση
ζωῆς μέ σωτηριολογικά εὐεργετήματα. Ἔχει ἄμεση σχέση μέ τήν ἐπίτευξη τῆς
σωτηρίας τῆς ψυχῆς μας, κάτι πού εἶναι καί ὁ βασικός σκοπός τῆς ζωῆς μας, τοῦ
περάσματός μας ἀπό τόν κόσμο αὐτό. Ἡ ἡσυχία
εἶναι βιωματική ἐμπειρία προσέγγισης καί κοινωνίας τοῦ Θεοῦ. Εἶναι μιά πνευματική
ἀνάβαση ἀπό τά ἐπίγεια πρός τά οὐράνια.
Ὁ Μέγας Βασίλειος διατυπώνει τήν ἄποψη ὅτι: «ἡσυχία ἐστὶν ἀρχὴ καθάρσεως τῇ ψυχῇ». Στήν ἡσυχία βρίσκεται ὅλη ἡ φιλοσοφία τῆς κάθαρσης καί τῆς τελειότητας. Ἡ ἴδια ἡ ἡσυχία εἶναι, κατά κάποιο τρόπο, «ζωὴ ἐν Χριστῷ». Εἶναι κατάσταση κοινωνίας, θέωσης. Ἡ ἡσυχία κατά τόν ἴδιο Πατέρα εἶναι «ἀδιάστατος Θεῷ λατρεία καὶ παράστασις». Εἶναι γνήσια λατρεία τοῦ Θεοῦ, ὅπου ὁ ἄνθρωπος μετέχει μέ ὅλες τίς δυνάμεις τοῦ σώματος καί τῆς ψυχῆς. Εἶναι πραγμάτωση τοῦ ἀποστολικοῦ λόγου: «ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός» (Γαλ. β΄20).
Ἡ ἡσυχία, εἴτε σωματική εἶναι εἴτε
ψυχική, ἐπιβάλλεται νά ἀποσκοπεί στό ἴδιο ἀποτέλεσμα. Στήν παρουσία καί τήν ἀγάπη
τοῦ Θεοῦ, πού φωτίζει καί ἁγιάζει κάθε ἄνθρωπο ἐρχόμενο στόν κόσμο. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης
τῆς Κλίμακος ὁρίζει ὡς ἑξῆς τήν ἡσυχία: «Ἡσυχία
μὲν σώματός ἐστιν, ἠθῶν καὶ αἰσθήσεων ἐπιστήμη καὶ κατάστασις· ἡσυχία δὲ ψυχῆς,
λογισμῶν ἐπιστήμη καί ἀσύλητος ἔννοια». Ἡ σωματική, δηλαδή, ἡσυχία εἶναι ἱκανότητα
καί τέχνη διόρθω[1]σης
αἰσθήσεων καί πράξεων· ἐνῶ ψυχική ἡσυχία εἶναι σοφία καί ἑτοιμότητα κατά τῶν
παθῶν, ὥστε ἡ ψυχή νά μένει ἀνίκητη καί ἀσάλευτη. Ὁ ἄνθρωπος πού ἀγωνίζεται νά
ζεῖ ἐν ἡσυχίᾳ εἶναι πάντοτε ἄγρυπνος, «ἐν
θύρᾳ καρδίας ἀνυστάκτως ἱστάμενος». Στέκεται ἀνύστακτος στήν εἴσοδο τῆς
καρδίας του.
Ὁ Κύριος ζοῦσε μέσα στόν κόσμο.
Συναναστρεφόταν μέ πλήθη ἀνθρώπων. Δίδασκε τά πλήθη, εὐεργετοῦσε καί θεράπευε
θαυματουργικά τούς ἀνθρώπους πού ὁδηγοῦνταν κοντά Του, εἴτε μόνοι εἴτε μέ τήν
παρέμβαση καί τή συνοδία προσφιλῶν τους προσώπων. Παρουσιάζεται, ὅμως, στά Εὐαγγέλια,
κάποιες φορές νά διαλύει «τοὺς ὄχλους» καί
νά ἀναβαίνει μόνος του στό ὄρος μέχρις ἀργά τό ἀπόγευμα «ὀψίας γενομένης» (Ματθ. ιδ΄23). Διότι «χρήσιμον ταῖς προσευχαῖς καὶ τὸ ὄρος καὶ ἡ νύξ καὶ ἡ μόνωσις, ἡσυχίαν
καὶ τὸ ἀπερίσπαστον καὶ γαλήνην παρέχοντα». Στήν ἄσκηση τῆς προσευχῆς
συμβάλλουν καί τό βουνό καί ἡ νύκτα καί ἡ μόνωση, γιατί προσφέρουν στήν ψυχή
γαλήνη μέσα στήν ἀπερίσπαστη ἡσυχία.
Ὁ ἡσυχαστής ἄνθρωπος, εἴτε εἶναι
μοναχός εἴτε λαϊκός, εἶναι καί παραμένει πάντοτε ὁ θερμός ἐραστής τοῦ Θεοῦ. Ὅπου
κι ἄν βρίσκεται, στήν πόλη ἤ στήν ἐρημιά ἀναζητεῖ μέ φλόγα καρδιᾶς τόν ἀγαπημένο
του Ἰησοῦ. Πεινᾶ καί διψᾶ τήν παρουσία του Θεοῦ. Ἡ συνεχής κραυγή τῆς ἱκεσίας
του εἶναι ἡ ἴδια μέ ἐκείνη τῶν δύο μαθητῶν στόν δρόμο πρός Ἐμμαούς: «Μεῖνον μεθ᾽ ἡμῶν».
Ἡ ἡσυχία δέν εἶναι ἐπιδίωξη, ἀποκλειστικά,
μοναχική - ἀσκητική. Ὅλοι τήν ἔχουμε ἀνάγκη καί «ἐκτὸς ταύτης ἀδύνατον εἰς γνῶσιν πνευματικὴν καὶ ταπεινοφροσύνην ἐλθεῖν
τινα», κατά τόν ὅσιο Πέτρο τόν Δαμασκηνό. Χωρίς αὐτή τήν ἐσωτερική ἡσυχία
δέν εἶναι δυνατό νά ἀποκτήσει ὁ ἄνθρωπος γνώση πνευματική καί ταπεινό φρόνημα.
Χρειαζόμαστε, λοιπόν, ὅλοι μας
κάποιες ὧρες μονώσεως. Σ᾽αὐτές τίς ὧρες τῆς ἡσυχίας, πού θά κλειστοῦμε στό
δωμάτιό μας, θά καθίσουμε στή βεράντα ἤ τόν κῆπο τοῦ σπιτιοῦ μας, ἤ καί στήν ἐξοχή,
μέ κλειστά τά τηλέφωνα καί τίς τηλεοράσεις, θά στρέψουμε πρός τά μέσα μας τούς
προβολεῖς, θά ἡσυχάσουμε ἐσωτερικά, θά ἀφουγκραστοῦμε τήν ἴδια τή ψυχή μας, θά
τήν ἀφήσουμε νά μιλήσει, νά μᾶς ἐλέγξει καί γιά τά ἄτοπα πού πράξαμε, γιά τίς ἀδικίες
πού τῆς κάναμε καταδικάζοντάς την σέ ἀτροφία πνευματική. Ἐκεῖ θά ζητήσουμε συγγνώμη
ἀπό τόν Θεό, ἀλλά καί ἀπό τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας γιά τίς ραθυμίες, τίς ἀμέλειες,
καί ἀπραξίες τῶν καθηκόντων μας.
Σ᾽ αὐτές τίς ἥσυχες ὧρες πού
μένουμε μόνοι μέ τόν ἑαυτό μας, βρίσκουμε πιό εὔκολα τόν Θεό. Μέσα στήν ἡσυχία,
πού σιγάζουν τά πάθη, πού οἱ ἐξωτε[1]ρικοί
θόρυβοι ἤ δέν ὑπάρχουν ἤ κι ἄν ὑπάρχουν δέν τούς ἀντιλαμβάνεται ἡ ψυχή, γιατί
συνεπαίρνεται ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἔρχεται ἡ συντριβή καί ἡ μετάνοια τήν ὁποία
ἀκολουθεῖ ἡ κατάνυξη, ἡ ἐσωτερική συγκίνηση, ἡ ὁλόθερμη ἀφοσίωση καί κάποτε καί
τά δάκρυα. Γιατί ἡ κατάνυξη εἶναι ἀπόσπαση ἀπό τά γήινα, καί εἴσοδος στόν
πνευματικό κόσμο τοῦ Θεοῦ. Ἐάν τό διαστημόπλοιο δέν ὑπερνικήσει τήν βαρύτητα τῆς
γῆς, δέν εἰσέρχεται στόν χῶρο τοῦ διαστήματος. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέγει: «Ὅπως εἶναι ἀδύνατη ἡ ἀνάμιξη τοῦ νεροῦ μὲ
τὴ φωτιά, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο εἶναι ἀδύνατη ἡ συνύπαρξη τρυφῆς καὶ κατάνυξης. Τὸ
ἕνα ἀναιρεῖ τὸ ἄλλο. Ἐνῶ, δηλαδή, ἡ κατάνυξη δημιουργεῖ νηφαλιότητα, ἐγρήγορση,
ἡ τρυφή, ἡ καλοπέραση, προκαλεῖ γέλιο παραφορᾶς».
Μέσα, λοιπόν, στόν καταιγισμό τῶν
εἰδήσεων, τῶν ἐξωτερικῶν ἐρεθισμάτων, τῶν ἐντυπωσιακῶν διαφημίσεων· μέσα στόν
πολυθόρυβο καί ταραγμένο κόσμο μας μέ τούς ὀξεῖς ἤχους ἐκκωφαντικῆς μουσικῆς, ὅπου
νοιώθουμε πώς ἔχουμε χάσει καί τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας, καί δέν μποροῦμε νά
προσευχηθοῦμε, νά σκεφτοῦμε, νά ἐπικοινωνήσουμε, νά χαροῦμε τό δῶρο τῆς ζωῆς,
πού μᾶς χαρίζει ὁ Δημιουργός καί Πλάστης μας Θεός εἶναι ἀπόλυτη ἀνάγκη νά ἀναζητήσουμε
τήν ἡσυχία, νά τραβηχτοῦμε γιά λίγο ἀπό τήν πολύβουη κοινωνία μας, τοπικῶς ἄν μποροῦμε, τροπικῶς ὅμως ὁπωσδήποτε.
Νά ξεφύγουμε τόν στροβιλισμό μέσα στή δίνη τῶν καθημερινῶν συνηθισμένων ὑποθέσεων
καί μεριμνῶν. Νά βρεθοῦμε μόνοι. Νά καταλάβουμε ποῦ βρισκόμαστε, ποιοί εἴμαστε,
τί θέλουμε, τί μποροῦμε. Νά ἀναλογιστοῦμε τὸ χρέος μας πρός τόν ἑαυτό μας, πρός
τόν πάσχοντα συνάνθρωπό μας καί ἰδιαίτερα πρός τόν Θεόν.
Μιά τέτοια πρόσκαιρη, ἀλλά
δυναμική ἔξοδος ἀπό τόν θόρυβο τοῦ κόσμου, μιά ἑκούσια ἀλλά ἀποφασιστική εἴσοδος
στήν ἡσυχία τοῦ «ταμιείου» μας, νά εἴμαστε
βέβαιοι πώς δέν ἔχει κανένα ἀντικοινωνικό χαρακτήρα. Δέν πρόκειται ἐδῶ γιά μιά ἀπομάκρυνση
ἀπό τήν κοινωνία, γεμάτη περιφρόνηση, γιά ἕνα ἐγωιστικό ἐγκλεισμό στόν ἑαυτό
μας. Ἀλλά πρόκειται γιά μιά δυναμική πορεία στόν χῶρο τῆς σιωπῆς, τῆς
περισυλλογῆς καί τῆς προσευχῆς, πού μᾶς ὁδηγεῖ τελικά στήν πραγματική συνάντηση
τῶν ἄλλων, τοῦ ἑαυτοῦ μας καί τοῦ Θεοῦ, στήν ἀληθινή κοινωνία μαζί Του. Δέν εἶναι
ὁ τόπος ἀλλά ὁ τρόπος πού διαφοροποιεῖ τό εἶδος τῆς ἡσυχίας. Ἡ ἐσωτερική ἄρνηση
τοῦ κόσμου, δέν ἐκλαμβάνεται ὡς φυγή, ἀλλά ὡς ἐπιλογή τρόπου ζωῆς.
Στίς ὧρες τῆς μόνωσης καί τῆς ἡσυχίας,
μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά προσευχη[1]θεῖ∙
καί αὐτός πού προσεύχεται «ἐνώπιος ἐνωπίῳ», λησμονεῖ τά πάντα· κάθε παράσιτο
καί κάθε θόρυβο τοῦ κόσμου. Ἡ προσοχή του εἶναι ἐπικεντρωμένη στή συνομιλία μέ
τόν Ἅγιο τῶν Ἁγίων. «Ἐν πολλῇ ἡσυχίᾳ καὶ
εἰρήνῃ ποιεῖσθαι τὴν προσευχήν» διδάσκει ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος.
Ὅλες οἱ διεργασίες τῆς σωτηρίας
μας γίνονται μέσα στό «ταμιεῖον» τῆς Χάριτος. Τό «ταμιεῖον» εἶναι τό λαμπρότερο
Θαβώρ ψυχικῶν μεταμορφώσεων. «Εἶναι τὸ
Χωρήβ τῆς ἐπαναλαμβανόμενης στοὺς αἰῶνες θεοφάνειας. Εἶναι τὸ ὑπερῷο τῆς
Πεντηκοστῆς καὶ τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι ὁ χῶρος τοῦ
θεοπρεπέστερου θεανθρώπινου διαλόγου».
Τήν ὥρα τῆς σύγχυσης καί τοῦ
θορύβου δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ἀκού[1]σει
τή φωνή τοῦ Κυρίου καί τήν ἀπάντησή Του στίς προσευxές του. Ἡ παρουσία Του γίνεται
πάντοτε ὄχι στόν «συσσεισμόν» ἀλλά μέσα στό μυστήριο τῆς σιγῆς καί τῆς «λεπτῆς αὔρας», ὅπως εἶχε πεῖ στόν
Προφήτη Ἠλία ὁ ἴδιος ὁ Θεός: «Ἰδοὺ παρελεύσεται Κύριος…» (Γ΄ Βασιλ. ιθ΄ 11-12).
Συχνά παραπονούμεθα ὅτι δέν μποροῦμε νά προσευχηθοῦμε, νά συγκεντρώσουμε τόν νοῦν,
νά νιώσουμε γλυκύτητα στήν προσευχή. Ἐδῶ εἶναι πού πρέπει νά ἐξετάσουμε τόν ἑαυτό
μας κατά πόσο ἐξασφαλίζουμε συνθῆκες προσευχῆς καλές. Ὅταν μέσα μας χορεύουν τά
πάθη, καί θύελλα ἐπικρατεῖ στούς λογισμούς μας, πῶς μποροῦμε νά προσευχηθοῦμε
σωστά; Ὅταν ἀπό τήν τηλεόραση καί τόν ὑπολογιστή πᾶμε γιά προσευχή, πῶς νά
νιώσουμε σκιρτήματα θείου ἔρωτος τήν ὥρα τῆς προσευχῆς;
Στή σιωπή αὐτῆς τῆς ἡσυχίας, τῆς
στροφῆς στόν ἑαυτό μας βλέπουμε καί αἰσθανόμαστε τόν μέσα κόσμο. Διακρίνουμε
τίς ἐπιθυμίες, τά θελήματα, τίς κινήσεις τῆς ψυχῆς καί διαπιστώνουμε τή
δυσμορφία τοῦ ἐσωτερικοῦ μας κόσμου.
Μέσα στήν ἡσυχία τῆς μόνωσης καί
τῆς περισυλλογῆς ὁ ἄνθρωπος ἀνα[1]μετρᾶ
τίς εὐθύνες του, σκέπτεται ψύχραιμα τό μέλλον καί καθορίζει σωστά τίς
προοπτικές τῆς ζωῆς του, φιλοσοφεῖ πάνω στά μεγάλα θέματα τῆς ζωῆς, μελετᾶ τόν
κόσμο καί τούς ἀνθρώπους καί χαράσσει ἐπιτυχημένα τήν πορεία του πρός τόν Κύριο
καί τά οὐράνια.
Εἶναι κάποιες ὧρες στίς ὁποῖες ὅλος ὁ κόσμος πρέπει νά ὑποχωρεῖ καί νά
σβήνει. Καί ὁ ἄνθρωπος νά μένει μόνος μέ τόν Θεό. Καί στή αὐτή συνάντηση νά εἰρηνεύει,
οὕτως ὥστε στό φῶς αὐτῆς τῆς Θείας παρουσίας νά ἀνακρίνει, νά ζυγίζει τά πάντα
καί νά καθορίζει μιά σωτήρια γραμμή πλεύσεως.
*******
Μέσα στόν ταραγμένο κόσμο πού ζοῦμε,
ἐμεῖς, οἱ συνειδητοί Χριστιανοί ἔχουμε καί τό χρέος καί τή δυνατότητα νά ἐξασφαλίζουμε
στόν ἑαυτό μας χρόνο περισυλλογῆς καί ἡσυχίας, «ἵνα μόνοι τῷ Μόνῳ προσομιλήσωμεν». Μένοντας μόνοι μέ τόν Θεό μποροῦμε
νά βιώνουμε τή λεπτή καί ψυχοτρόφο αὔρα τῆς πνευματικῆς ἡδύτητάς Του, τὴν ὁποία
συναντοῦμε διά τῆς προσευχῆς, «ἐν ἀγαλλιάσει
καὶ εὐφροσύνῃ καρδίας», καί νά αἰρόμεθα ἀπό τούς κόσμους τῆς ἐπίγειας φθορᾶς
στούς κόσμους τῆς οὐράνιας ἀθανασίας!
«Ὡς ἀγαπητὰ τὰ σκηνώματά σου, Κύριε τῶν δυνάμεων. Ἐπιποθεῖ καὶ ἐκλείπει
ἡ ψυχή μου εἰς τὰς αὐλὰς τοῦ Κυρίου, ἡ καρδία μου καὶ ἡ σάρξ μου ἠγαλλιάσαντο ἐπὶ
Θεὸν ζῶντα». (Ψαλμ. 83, 2-3)
Πηγή: Απόστολος
Βαρνάβας Ιαν. – Φεβ. 2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου