Διάβασα κάπου: «Ὃταν τά
λόγια δέν μποροῦν νά περιγράψουν τήν πραγματικότητα, ἂσε τήν καρδιά σου νά
λαλήσῃ τόν δικό της ἦχο...»
καί σκέφθηκα:
Ἀλήθεια εἶναι! Ἡ καρδιά ἒχει τόσο μεγάλη δύναμη, ὣστε δύναται νά περιγράψῃ
συναισθήματα, νά ξεδιπλώσῃ σκέψεις καί γιατί ὂχι, νά ἀγγίξῃ τά τρίσβαθα τῆς ψυχῆς.
Ἂς ἀφήσω, τό λοιπόν, καί ἐγώ τήν δική μου καρδιά, (καί ἐπιτρέψατέ μου νά τό
πράξω), γιά νά περιγράψω μέ τίς δικές της χορδές τήν ὡραία προσωπικότητα ἑνός ἀνθρώπου,
πού ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, οἰκονόμησε, ὣστε νά γνωριστοῦμε καί μέ τῆς ἀγάπης τόν
σύνδεμο, ἐν Χριστῷ νά ἑνωθοῦμε.
Πᾶνε σχεδόν δυό χρόνια, πού ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ καί ἡ εὐχή τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας κ.κ. Χρυσοστόμου, ξαναγύρισε τά βήματά του στήν μεγαλώνυμη Ἐνορία τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῶν Πατρῶν, τώρα πιά γιά νά τήν διακονήσῳ ὡς Λειτουργός τῶν Μυστηρίων Του.
Στήν ἀρχή τοῦ ξεκινήματος τῆς
πορείας μου, ὁ Ἃγιος Νικόλαος, ὁ Θαυματουργός καί Μυροβλήτης Ἐπίσκοπος τῶν
Μύρων τῆς Λυκίας, μοῦ ἐπεφύλαξε ἓνα δῶρο, σίγουρα σταλμένο ἀπό τόν οὐρανό, γιά
νά μέ ἐνισχύσῃ στή νέα μου ἱερατική διακονία. Ἒστειλε, κοντά μου, ἓνα Ἂ-νθρωπο,
εὐλογημένο, χαριτωμένο καί ξεχωριστό, τόν πολυαγαπητό μου κυρ-Γιάννη, ὃπως τόν ἀποκαλοῦσα,
τόν ὁποῖον τόν βρῆκα νά διακονῇ τήν Ἐνορία μας, ἀπό τήν ἐπιτελική θέση τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ
Ἐπιτρόπου.
Ναί, δυό χρόνια γνωριμίας μαζί
του, ἀρκοῦσαν γιά νά αἰσθανθῶ τήν ανιδιοτελῆ ἀγάπη του. Γιά νά νοιώσω τήν εὐαισθησία
τῆς ψυχῆς του. Γιά νά ὑποψιαστῶ τήν παιδική καρδιά πού ἒκρυβε καλά, σάν νά ἢθελε
νά τήν διατηρήσῃ γιά πάντα, ὡς πολύτιμο θησαυρό.
Ναί, δυό χρόνια ἀρκοῦσαν γιά
νά ἀναγνωρίσω μέσα μου καί νά «ζηλέψω» τήν προθυμία πού ἒδειχνε πάντοτε,
γιά τίς διακονίες τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ μας. Ὃταν μέ ἒβλεπε νά προβληματίζωμαι γιά τό
ποιός θά κάνει ἓνα θέλημα τοῦ Ναοῦ, ἐρχόταν κοντά μου καί μοῦ ἒλεγε
χαρακτηριστικά: «...Μή στενοχωριέσαι παπουλάκο, ἐγώ εἶμαι ἐδῶ». Ἀνέβαινε
στό μηχανάκι του καί μέ χαρά ἒτρεχε νά διακονήσῃ ψυχές ἀνθρώπων, ὑπέρ ὧν
Χριστός ἀπέθανε καί ἀνέστη.
Ναί, δυό χρόνια, ἀρκοῦσαν γιά
νά βιώσω μέσα μου τί σημαίνει ὁ λόγος τοῦ ψαλμωδοῦ: « ὁ ζῆλος τοῦ οἴκου
σου κατέφαγέ με» (Ψαλμ, 68, 10).
Δέν ἒλειψε ποτέ ἀπό τίς συχνές Ἀγρυπνίες πού τελούσαμε στόν Ἱερό Ναό μας. Μόνο
στίς τελευταῖες, τό στασίδι του παρέμεινε κενό, (λόγῳ τῆς ἀσθενείας του),
μά νοερά τό ξέρω, ἦτο κοντά μας. Τό αἰσθανόμουνα ἂλλωστε τόσο ἒντονα μέσα
μου, πού κάθε φορά τόν περίμενα νά ἒλθῃ στό Ἱερό Βῆμα, νά ζητήσῃ εὐχή καί εὐλογία,
προσπαθώντας νά πείσω τόν ἑαυτό μου, ὃτι κάποια στιγμή θά ἐπέστρεφε καί πάλι
κοντά μας.
Δέν ἒλειψε ποτέ, παρά μόνο ὃταν ἠσθένησε ἀπό τό Ἀπόδειπνο πού τελοῦσαμε κάθε
βράδυ, στό Παρεκκλήσιο τοῦ Ὁσίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, συντροφιά μέ τούς
νέους καί τίς νέες τῆς Ἐνορίας μας πού τόσο πολύ ἀγάπησε καί τόν ἀγάπησαν.
«...Τούς θωροῦσα πάνω ἀπό τό
σκήνωμά σου, ἀγαπημένε μου κυρ- Γιάννη, νά σέ ἀντικρύζουν, μέ βουρκωμένα τά
μάτια γιά ὓστατη φορά σέ τούτη τήν μάταιη γῆ καί ἀναλογιζόμουνα: Τί ἆρά
γε μπορεῖ νά ἑνώνῃ αὐτούς τούς νέους ἀνθρώπους μέ ἓνα μεσήλικα πού ἒχει διαβεῖ
τό μεγαλύτερο μέρος τῆς ζωῆς του;» Καί ἡ ἀπάντηση ὡς σημεῖο ἀπό τόν οὐρανό
μοῦ ἒγνεφε στό ξέφωτο τῆς ψυχῆς μου: «Πάτερ μου, μπορεῖ νά μήν ἒχουν τό ἲδιο
αἷμα μεταξύ τους, ἀλλά ἒχουν ὂμως τό ἲδιο πνεῦμα...»
Σίγουρα, μέ τῆς καρδιᾶς μου τό αἷμα,
μπορῶ καἰ ἐγώ νά βεβαιώσω ὃπως καί ὃλοι ὃσοι σέ γνώρισαν καί σέ
συναναστράφηκαν, ὃτι ἂφησες μέ χρυσά γράμματα χαραγμένη τήν παρουσία σου
στήν Ἐνορία τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῶν Πατρῶν, ὃπου γεννήθηκες, μεγάλωσες,
παντρεύτηκες, βάπτισες τά παιδιά σου καί ἀπό ἐκεῖ ταξίδεψες γιά τήν αἰωνιότητα.
Σέ εὐχαριστῶ γιά ὃλα! Γιά τήν ἀγάπη
σου! Γιά τήν συμπαράστασή σου! Γιά τήν φιλία σου! Γιά τήν σεμνοπρεπῆ διακονία
σου στή χρυσοστόλιστη Ἐκκλησιά μας!
Θά μᾶς λείψῃς!
Θά καρτεροῦμε νά ἀνταμώσουμε ὃλοι
μαζί, τώρα πιά, στόν Οὐρανό.
Καλή Ἀνάσταση κυρ-Γιάννη μου!
Ναί, καί αὐτό ἀλήθεια εἶναι! Τό βεβαίωσε ἡ ὃλη σου ζωή...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου