Πρός
τό Χριστεπώνυμον Πλήρωμα
τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πατρῶν
Παιδιά
μου ἀγαπητά καί εὐλογημένα,
Ἢδη ἂρχισε ἡ ἁγία καί μεγάλη Τεσσαρακοστή. Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία γιά μιά ἀκόμη
φορά μᾶς παραγγέλλει μέσα ἀπό τήν ἱερά ὑμνογραφία: «Τό στάδιον τῶν ἀρετῶν
ἠνέωκται, οἱ βουλόμενοι ἀθλῆσαι εἰσέλθετε, ἀναζωσάμενοι τόν καλόν τῆς νηστείας ἀγῶνα...».
Σέ ἀθλητικούς πνευματικούς ἀγῶνες καί σέ πνευματική γυμνασία καλεῖ ἡ Ἐκκλησία
τά παιδιά της. Γιά τόν λόγο αὐτό δίδει καί τά ἐφόδια γιά τήν νίκη καί παρέχει
τά ὃπλα, τά ὁποῖα εἶναι ἐπίσης πνευματικά.
Καλόν εἶναι, ἀδελφοί καί τέκνα ἐν Κυρίῳ, νά ἐμβαθύνωμε καί πάλι στό κάλεσμα αὐτό τῆς Ἐκκλησίας, προκειμένου νά θελήσωμε νά ἀγωνιστοῦμε καί τά πνευματικά ὃπλα νά χρησιμοποιήσωμε, ἀλλά καί τόν στόχο μας νά ἐπιτύχωμε, λαμβάνοντες τόν τῆς νίκης στέφανον.
Ὁ ἀγώνας αὐτός γίνεται ἐν ἐλευθερίᾳ. Οὐδείς ἀναγκάζει κάποιον νά ἀγωνισθῇ. Ἡ
ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία ποθεῖ τόν Νυμφίο της, διψᾶ γιά αὐτόν τόν ἀγῶνα, ἀρκεῖ
νά μή ραθυμήσωμε καί λησμονήσωμε τήν θεία καταγωγή της, μένοντες προσκεκολλημένοι
στά γήινα, στά φθαρτά καί μάταια. Οἱ θεοδίδακτοι καί θεοφώτιστοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας,
μᾶς διδάσκουν ὃτι χωρίς τήν εἲσοδό μας στό στῖβο τῶν πνευματικῶν ἀγωνισμάτων, ὁ
βίος μας καταντᾶ βοσκηματώδης καί ἡ παραμονή μας στό πνευματικό τέλμα καταντᾶ ὂχι
μόνο ἐπώδυνος, ἀλλά καί θανατηφόρος.
Γνωρίζοντες δέ οἱ πνευματέμφοροι Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας μας, τό δύσκολο καί
τραχύ τοῦ ἀγῶνος, μιλοῦν μέ λεπτομέρειες καί πιστότητα γιά τόν τρόπο τῆς ἀντιμετωπίσεως
τῶν ποικίλων καί μεγίστων δυσκολιῶν, οἱ ὁποῖες προέρχονται ἀπό τόν μισόκαλο
διάβολο καί τά ὂργανά του, ἀλλά καί ἀπό τόν ἲδιο τόν ἑαυτό μας.
Ἢδη ὁ ἱερός Ὑμνογράφος ἀναφέρεται στό ἀγώνισμα τῆς νηστείας, ἡ ὁποία ἀρχίζει ἀπό
τήν πρώτην ἡμέρα τῆς ἁγίας, περιόδου τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καί ἡ ὁποία θά μᾶς
εἲπῃ παρακάτω, σημειώνοντας μέ ἒμφαση, ὃτι «ἐκτέμνει ἀπό καρδίας πᾶσαν
κακίαν». Ἡ νηστεία μᾶς βοηθάει νά κατανοήσωμε, ὃτι δέν εἲμαστε
μόνο ὓλη, δέν εἲμαστε μόνο σῶμα, ἀλλά δημιουργηθήκαμε ἀπό τόν Θεό, ὡς
ψυχοσωματικές ὀντότητες μέ προορισμό τήν ἀιώνια ζωή καί τήν κληρονομία τῆς οὐρανίου
καί ἀτελευτήτου Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ἐλᾶτε, ἀδελφοί μου νά ἀκούσωμε καί στήν συνέχεια τήν προτροπή τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας.
Ἂς ἀνοίξωμε τά ὦτα τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος καί τούς ὀφθαλμούς τῆς
καρδίας, ὣστε τηροῦντες τήν ἁγίαν παραγγελίαν, «νά ἀναλάβωμε τήν
πανοπλίαν τοῦ Σταυροῦ», προκειμένου νά νικήσωμε τόν παμπονηρότατον ἐχθρό
τῆς ψυχῆς μας καί τῆς πνευματικῆς μας πορείας γιά τήν θέωση, τόν διάβολο
δηλαδή.
«Ὡς τεῖχος ἂρρηκτον κατέχοντες τήν πίστιν», ἡ ὁποία κατά τόν Ἃγιον Ἀπόστολο
Παῦλον, «ἐλπιζομένων ἐστίν ὑπόστασις, πραγμάτων ἒλεγχος μή βλεπομένων»,(Ἐβρ,
ΙΑ, 1). Ἡ πίστις μας εἶναι ὁ ἲδιος ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, κατά
τόν Ἃγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή. «Χριστόν εἶναι φαμέν τήν ἐνυπόστατον
πίστιν». Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ πίστις μας, ὁ ὁποῖος ἐσαρκώθη
γιά τήν σωτηρία μας, ἒπαθε ἐπί τοῦ Σταυροῦ, κατῆλθε μέχρις ἃδου ταμείων, ἀνέστη
ἐκ νεκρῶν καί ἀνελήφθη εἰς τούς οὐρανούς, γιά νά ἁγιάσῃ καί νά θεώσῃ τήν ἀνθρώπινη
φύση, γιά νά μᾶς σώσῃ καί νά μᾶς λυτρώσῃ ἀπό τήν φθορά τῆς ἁμαρτίας καί τόν
θάνατο.
«Καί ὡς θώρακα τήν προσευχήν». Ἡ προσευχή εἶναι ἡ τροφή τῆς ψυχῆς, εἶναι
ἡ ἀνάπαυσή της καί ἡ χαρά της. Εἶναι ὁ τρόπος καί τό ἁγιώτατο μέσο γιά τήν
κοινωνία μας μέ τόν οὐράνιο Πατέρα μας. Εἶναι ἡ ἀνάλυση τοῦ εἶναι
μας, τῆς καρδιᾶς μας, τοῦ νοός μας, τῆς ὃλης μας ὑπάρξεώς μας ἐνώπιον τοῦ
Κυρίου. Εἶναι ἡ ἀδιάλειπτος καί σώζουσα μνήμη τοῦ Θεοῦ «Μνημονευτέον τοῦ
Θεοῦ μᾶλλον, ἢ ἀναπνευστέον», ὃπως σημειώνει ὁ Ἃγιος Γρηγόριος ὁ
Θεολόγος. Καλύτερα δηλαδή, νά μήν ἀναπνέωμε, παρά νά μή μνημονεύωμε τοῦ
Κυρίου καί Θεοῦ μας.
Ἀλλ΄ ὦ τῆς προνοίας καί φιλοστοργίας τῆς ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας μας! Οὐχί περί
φιλοθεΐας μόνον ὁμιλεῖ, οὐχί μόνον περί τῆς ἀτομικῆς πνευματικῆς προόδου
παραγγέλλει, ἀλλά καί περί τῆς σωτηρίου κοινωνίας μετά τῶν ἂλλων ἀνθρώπων καί τῆς
ἀσκήσεως τῆς φιλανθρωπίας, ἡ ὁποία ἐκφράζεται κατά τόν ἱερόν Ὑμνογράφο διά τῆς ἐλεημοσύνης,
τῆς ἐμπράκτου δηλαδή ἐκφράσεως τῆς ἀγάπης πρός τούς ἀδελφούς μας τούς ἐλαχίστους,
πρός τόν κάθε ἂνθρωπο τόν ἐνδεῆ καί ἐμπερίστατον, ἀφοῦ κατά τόν Ἀπόστολον Παῦλον,
«οὐκ ἒνι ἂρσεν καί θήλυ, δοῦλος ἢ ἐλεύθερος, πάντες εἷς ἐστέ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ
τῷ Κυρίῳ ἡμῶν...» (Γαλ, Γ, 28). Προσφέροντας στόν ἀδελφό μας
τόν ἐλάχιστο, προσφέρομε στόν ἲδιο τόν Θεό, ὃπως ἀκούσαμε, τήν προηγουμένη
Κυριακή, πού ἀνεγνώσθη τό Εὐαγγέλιο τῆς «κρίσεως».
Ὑπακούοντας σ’ αὐτά τά πνευματικά παραγγέλματα, θά βαδίσωμε σ’ αὐτόν τόν δρόμο,
νικώντας τίς δυνάμεις τοῦ πονηροῦ καί διά τῆς ἀπαραιτήτου καί σωζούσης συμμετοχῆς
μας στά Ἱερά Μυστήρια καί γενικῶς στήν λατρευτική ζωή τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας,
θά γίνωμε ὃμαιμοι καί σύσσωμοι Χριστοῦ, θά ἐνωθῶμεν μέ τόν Κύριό μας,
μετέχοντες στά ἃγια Πάθη Του καί ἑορτάζοντες πανευφροσύνως τήν ἁγίαν Του ἐν
νεκρῶν Ἀνάστασιν.
Αὐτή εἶναι ἡ χαρά μας, αὐτό εἶναι τό πανευφρόσυνο καί οὐράνιο πανηγύρι στό ὁποῖο
ποθεῖ, ὡς ἒλαφος διψῶσα, νά μετέχῃ ἡ ψυχή μας, ἡ ὓπαρξή μας ὁλόκληρη.
Ἀδελφοί μου, ἡ ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή, εἶναι μιά πορεία, ἓνα ταξίδι μέ
σκοπό τήν συνάντησή μας μέ τόν Κύριό μας. Μή φοβηθοῦμε τήν τραχύτητα τοῦ ἀγῶνος
καί τό δύσβατον τῆς ὁδοῦ. Μαζί μας εἶναι ὁ Κύριός μας, μᾶς συνοδεύει ἡ Παναγία
Μητέρα μας καί οἱ Ἃγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἐλᾶτε μέ ζέση ψυχῆς καί φλόγα καρδίας, νά ἀρχίσωμε αὐτό τό ταξίδι, τό ὁποῖο
εὒχομαι ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς μου νά ἒχῃ νικητήρια τήν ἒκβαση καί νά
λάβωμε τόν τῆς νίκης ἀμαράντινον στέφανον παρά τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου μας.
Σᾶς ἀσπάζομαι πατρικά καί εὒχομαι καλή καί ἁγία Μεγάλη Τεσσαρακοστή καί Καλήν Ἀνάσταση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου