Ὅπως ἁρμόζει στὸ
μεγάλο Νεκρό μας
Τοῦ
Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου
Ἔχουμε συνήθεια, ἀγαπητοί μου, νὰ ἑρμηνεύουμε
κάποιο ἀπὸ τὰ θαυμάσια ἐγκώμια ποὺ ψάλλονται ἀπόψε. Αὐτὸ ποὺ θὰ ἐξηγήσουμε τώρα
εἶνε τὸ ἑξῆς.
τοῦ Νικοδήμου
νεκροπρεπῶς τὸν Κτίστην» (Ἐγκώμ. γ΄ στάσ.).
Ὁ ποιητὴς ἐδῶ ὁμιλεῖ
γιὰ κηδεία, μιὰ κηδεία μοναδική· γιὰ τὴν κηδεία τοῦ Θεανθρώπου.
* * *
Πρέπει νὰ
γνωρίζουμε, ἀγαπητοί μου, ὅτι στὴν ἀρχαία ἐποχή, στὰ χρόνια τοῦ Χριστοῦ, οἱ ῾Ρωμαῖοι
κατακτηταί, ποὺ κυριαρχοῦσαν σὲ ὅλο τὸν κόσμο, ὡς σκληρότερη ἀπ᾽ ὅλες τὶς ποινὲς
ποὺ ἐπέβαλλαν εἶχαν τὴν διὰ σταυροῦ ἐκτέλεσι. Στὴν ποινὴ αὐτὴ καταδικάζονταν τὰ
ἀποφώλια τέρατα τῆς αὐτοκρατορίας, κακακοποιοὶ καὶ λῃσταὶ ποὺ εἶχαν διαπράξει εἰδεχθῆ
ἐγκλήματα, ἰδίως ἐναντίον τοῦ καθεστῶτος. Αὐτοὶ θανατώνονταν διὰ σταυροῦ. Μὲ
τέτοια βαρειὰ κατηγορία καταδικάστηκε νὰ σταυρωθῇ ὁ ἀναμάρτητος Κύριός μας.
Ἡ σταύρωσι ἦταν θάνατος πολὺ ὀδυνηρός. Ἔμεναν οἱ κατάδικοι πάνω στὸ σταυρό, ἀναλόγως τῆς σωματικῆς ἀντοχῆς τους, ἄλλοι μία μέρα, ἄλλοι δύο μέρες, ἄλλοι τρεῖς μέρες· ὑπῆρξε δὲ καὶ περίπτωσι καταδίκου ποὺ ἔμεινε ζωντανὸς ἐπάνω στὸ σταυρό, λόγῳ ῥωμαλεότητος, ἐπὶ μία ὁλόκληρη ἑβδομάδα.
Οἱ νεκροὶ
κηδεύονταν; Δὲν κηδεύονταν. Τοὺς ἄφηναν ἐπάνω στὸ ξύλο, ἐκεῖ οἱ σάρκες τους
σάπιζαν, καὶ ἡ ὀσμὴ τοῦ σαπισμένου κρέατος εἵλκυε ὄρνεα, σκυλιά, λύκους, ποὺ ἅρπαζαν
κομμάτια καὶ κατασπάραζαν μέλη.
Ὁ Χριστὸς ὅμως
κηδεύθηκε. Ποιός τὸν ἐκήδευσε, οἱ μαθηταί; Ὄχι. Ὁ ἕνας τὸν ἀρνήθηκε, ὁ ἄλλος τὸν
ἐπώλησε, οἱ ἄλλοι σκόρπισαν. Ποιός τὸν ἐκήδευσε; Μία εὐγενὴς ψυχὴ ἀνέλαβε
πρωτοβουλία· ἦταν, ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε, ὁ Ἰωσήφ, ὁ εὐσχήμων βουλευτὴς - μέλος
τοῦ Ἰουδαϊκοῦ δικαστηρίου, ποὺ δίκασε τὸν Ἰησοῦ τὴ νύχτα τῆς Μεγάλης Πέμπτης.
Ἑβδομήντα ἦταν τὰ μέλη - βουλευταί· καὶ ὁ
Χριστὸς πῆρε μία μόνο ἀθῳωτικὴ ψῆφο. Ἡ λευκὴ αὐτὴ ψῆφος ἦταν τοῦ Ἰωσήφ. Εἶχε τὴν
τόλμη ν᾽ ἀντισταθῇ στὸ ῥεῦμα. Γιατὶ αὐτὸ εἶνε ἀρετή, νὰ πᾷς κόντρα μὲ τὸ ῥεῦμα.
Ἕνας αὐτός, πάλεψε μὲ ἑξηνταεννέα τὴ νύχτα· τοὺς εἶπε ὅτι, ἂν καταδικάσουν τὸν Ἀθῷο,
θὰ διαπράξουν τὸ μεγαλύτερο ἔγκλημα. Ἡ φωνή του δὲν ἀκούστηκε· ἡ παρανομοῦσα
πλειοψηφία κατεδίκασε τὸν Δίκαιο.
Ἐν συνεχείᾳ ὁ Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας
παρακολούθησε μὲ ἀγωνία τὶς στιγμὲς τῆς σταυρώσεως. Καὶ ὅταν ὁ Χριστὸς ἐξέπνευσε,
τόλμησε –γιατὶ πάλι τόλμη χρειαζόταν– ν᾽ ἀνεβῇ στὸ πραιτώριο, νὰ παρουσιαστῇ στὸν
ἡγεμόνα καὶ νὰ ζητήσῃ ὡς χάρι νὰ τοῦ δώσῃ τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. «Ὁ Πιλᾶτος ἐθαύμασεν
εἰ ἤδη τέθνηκε»(Μᾶρκ. 15,44), ἀπόρησε πῶς τόσο σύντομα ἐξέπνευσε. Γιατὶ ὁ
Κύριος ἔμεινε στὸ σταυρὸ μερικὲς ὧρες·«ἀπὸ ἕκτης ὥρας (=12 μεσημέρι) ἕως ὥρας ἐνάτης»
(=3 τὸ ἀπόγευμα Ματθ. 27,45). Ὕστερα ἀπὸ ὅσα ὑπέμεινε, ἔσβησε ἡ ζωή του σύντομα.
Καὶ ὁ Πιλᾶτος, ἀφοῦ βεβαιώθηκε ἀπὸ τὸν ἀξιωματικὸ τοῦ ἀποσπάσματος, τὸν ἑκατόνταρχο,
ὅτι ὄντως ὁ Ἐσταυρωμένος ἐξέπνευσε, ἔδωσε τὴν ἄδεια. Καὶ νά τώρα ὁ Ἰωσήφ, ἡ ἐκλεκτὴ
αὐτὴ ψυχή, πηγαίνει νὰ ἐκτελέσῃ τὸ ἱερὸ χρέος τῆς κηδείας. Κοντά του παρουσιάζονται
καὶ ἄλλοι. Νά καὶ ἄλλος ὑπέροχος ἄνδρας, ὁ Νικόδημος. Καὶ κοντὰ στὸ Νικόδημο ἕνας
ὅμιλος γενναίων γυναικῶν, οἱ μυροφόρες. Τολμοῦν καὶ βαδίζουν πρὸς τὸν Γολγοθᾶ.
Καὶ ἐκεῖ, ἐνῷ ὁ ἥλιος ἔρριχνε τὶς τελευταῖες ἀκτῖνες του ἐπάνω στὸν φρικτὸ ἐκεῖνο
τόπο, τὰ ἅγια χέρια τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ Νικοδήμου καὶ τῶν γυναικῶν, μὲ ἐπὶ κεφαλῆς
τους τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο, κατεβάζουν μὲ δέος ἀπὸ τὸ σταυρὸ τὸ ἄχραντο σῶμα, τὸ
ἀλείφουν μὲ τὰ πολύτιμα μύρα καὶ μὲ τὰ ἀκόμη πολυτιμότερα δάκρυά τους, καὶ τὸ
τυλίγουν σὲ σινδόνα. Τέλος ἡ μικρὴ συνοδεία, μὲ ἄφατη συγκίνησι, ἀποθέτει τὸ σῶμα
– ποῦ παρακαλῶ; Σὲ «καινὸν μνημεῖον» (Ματθ. 27,60. Ἰω. 19,41)· ὄχι μέσα στὴ γῆ ἀλλὰ
σὲ «λαξευτὸν» τάφο(Λουκ. 23,53· βλ. & Μᾶρκ. 15,46), στὸν ὁποῖο δὲν εἶχε
κανείς ἄλλος ταφῆ (βλ. Ἰω. 19,41). Καὶ ἔχουν αὐτὰ μεγάλη σημασία· ἀποκλείουν ὁποιαδήποτε
σύγχυσι καὶ κλοπή, ἀσφαλίζουν καὶ βεβαιώνουν τὴν Ἀνάστασι.
Ἔτσι ἔγινε ἡ κηδεία, γιὰ τὴν ὁποία λέει ἐδῶ τὸ
ἐγκώμιο· «Ἰωσὴφ κηδεύει μετὰ τοῦ Νικοδήμου νεκροπρεπῶς τὸν Κτίστην».
* * *
Ἀπὸ τότε –ἀναλογισθῆτε–
πέρασαν εἴκοσι αἰῶνες. Στὸ διάστημα αὐτὸ πολλὲς καὶ ποικίλες μεταβολὲς ἔγιναν
στὸν κόσμο, ἀλλὰ πάντα ὁ Γολγοθᾶς συγκινεῖ τὴν ἀνθρωπότητα. Ὅσο λάμπουν ἄστρα
στὸν οὐρανό, τρέχουν οἱ ποταμοί, θάλλουν οἱ κάμποι, κι ὅσο ὑπάρχουν καρδιὲς μὲ
εὐγενῆ αἰσθήματα, ὁ Ἐσταυρωμένος θὰ συγκινῇ βαθειὰ τὶς ψυχές.
Ἡ τιμὴ στοὺς
νεκροὺς χαρακτηρίζει ὅλους τοὺς λαούς· στὸ γένος δὲ τῶν Ἑλλήνων ἔχει ἀνέκαθεν
πολὺ ἰσχυρὲς ῥίζες. Αὐτὸ μαρτυροῦν κλασσικὰ κείμενα ἀπὸ δράματα σπουδαίων ποιητῶν,
αὐτὸ βεβαιώνουν ἱστορικὲς μαρτυρίες τῆς πρὸ Χριστοῦ ἀκόμη περιόδου τῆς πατρίδος
μας, αὐτὸ ἐπισφραγίζουν χωρὶς ἀμφιβολία πλῆθος μνημεῖα, τάφοι, ἀνασκαφικὰ εὑρήματα,
ποὺ ἔχει φέρει καὶ φέρνει διαρκῶς ἀκόμη στὸ φῶς ἡ ἀρχαιολογικὴ σκαπάνη καὶ
βλέπουμε νὰ ἐκτίθενται στὰ μουσεῖα.
Ἐμεῖς ἀπόψε
κάνουμε σεμνὴ ἀναπαράστασι τοῦ γεγονότος ποὺ ἑορτάζουμε. Ἡ ἀναπαράστασί μας ὅμως
διαφέρει κατὰ πολὺ ἀπὸ τὸ πομπῶδες θέατρο ποὺ κάνουν στοὺς ναούς τους οἱ
παπικοί. Ἡ Ὀρθοδοξία μας μὲ λιτὸ καὶ ἀπέριττο τρόπο, χωρὶς νὰ θαμπώνῃ καὶ
καταπλήττῃ, ἀλλὰ πνευματικὰ καὶ κατανυκτικά, ἀγγίζει τοὺς σταθμοὺς τῆς σωτηρίας
μας καὶ τιμᾷ τὰ γεγονότα τῆς ἐπὶ γῆς ζωῆς τοῦ Λυτρωτοῦ μας. Ἡ Δύσις ῥίπτει τὸ
κέντρο βάρους στὶς σωματικὲς αἰσθήσεις, στὸ θέαμα καὶ στὸ ἀκρόαμα, στὴν εἰκόνα
καὶ στὴ μουσική. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἁγιάζει τὰ σωματικά μας αἰσθητήρια καὶ ἀφυπνίζει
τὶς αἰσθήσεις τῆς ψυχῆς, ὥστε νὰ διακρίνουν καὶ νὰ μυηθοῦν στὸ μυστήριο τῆς
σωτηρίας.
Ἐμεῖς ἀπόψε μιμούμεθα οἱ μὲν ἄντρες τὸν Ἰωσὴφ
καὶ τὸ Νικόδημο, οἱ δὲ γυναῖκες τὶς μυροφόρες καὶ τὴν Παναγία, ποὺ ἐκήδευσαν
τότε «νεκροπρεπῶς τὸν Κτίστην».
Τί θὰ πῇ «νεκροπρεπῶς»·
ὅπως πρέπει, ὅπως ἁρμόζει σὲ νεκρό. Καὶ σὲ ποιόν νεκρό; Στὸν «Κτίστην», στὸν
«παμβασιλέα» Χριστὸ ὅπως λένε τὰ ἐγκώμια(α΄ στάσ.).
Καλούμεθα
δηλαδή, ἀγαπητοί μου, νὰ κηδεύσουμε τὸ ἄχραντο νεκρὸ σῶμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ
Χριστοῦ ὅπως τοῦ ἁρμόζει. Καὶ σὲ κάθε κηδεία βέβαια κανείς δὲν γελάει, δὲν ἀστειεύεται,
δὲν αἰσχρολογεῖ· ὅλοι εἶνε σεμνοί, σκεπτικοί, κατηφεῖς· συμμετέχουν στὸ πένθος.
Τὸ νὰ ἔχῃς ἐσὺ κηδεία, κι ὁ ἄλλος νὰ γελάῃ μπροστά σου, εἶνε ἀψυχολόγητο, ἀφύσικο,
ἀπάνθρωπο.
Ἂν λοιπὸν ἡ ἀσεβὴς
στάσι καὶ ἡ ἀψυχολόγητη συμπεριφορὰ εἶνε ἀπαράδεκτη σὲ κηδεῖες μικρῶν ἀνθρώπων,
πόσο περισσότερο αὐτὸ ἀπᾴδει στὴν κηδεία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ!
Κηδεύεται Ἐκεῖνος ποὺ ὄχι μόνο συνέχει τὰ ἄστρα καὶ τοὺς γαλαξίες καὶ κυβερνᾷ ὁλόκληρο
τὸ σύμπαν, ἀλλὰ καὶ ἦλθε ἐδῶ στὴ Γῆ, ἐνανθρώπησε, ἔζησε ἀνάμεσά μας καὶ
θυσιάστηκε γιὰ μᾶς ἀπὸ ἀγάπη.
Πρέπει νὰ ποῦμε
μιὰ πικρὴ ἀλήθεια. Ἂν ῥίξουμε μιὰ ματιὰ σὲ ναοὺς πόλεων, ὅπου γίνεται ὁ Ἐπιτάφιος,
θὰ δοῦμε δυστυχῶς μεγάλη ἀταξία. Ἀνακατεμένοι ὅλοι, γελοῦν, καγχάζουν, νεαροὶ αἰσχρολογοῦν,
κάνουν ἐρωτικὰ πειράγματα… Θεέ μου, ἔτσι κηδεύεται ὁ Χριστός; Ὅπως κήδευσες τὸν
πατέρα καὶ τὴ μητέρα σου, ἔτσι νὰ κηδεύσῃς ἀπόψε τὸν Χριστό.
Σταματῶ. Μοῦ ᾽ρχεται
νὰ κλάψω, νὰ σιωπήσω, νὰ φύγω στὸ Ἅγιο Ὄρος, νὰ βρῶ μιὰ σπηλιὰ νὰ μπῶ, κ᾽ ἐκεῖ
νὰ κλάψω τ᾽ ἁμαρτήματά μου καὶ τ᾽ ἁμαρτήματα τοῦ λαοῦ. Ξυπνῆστε, ἀδελφοί μου
συναμαρτωλοί! Κάτι συμβαίνει στὸν τόπο αὐτόν, τὸν τόσο εὐλογημένο ἀλλὰ καὶ τόσο
ὑπεύθυνο. Εἴδατε; σεισμοὶ ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ. Θέλετε ἄλλο πρωτοφανές; Σ᾽ ἕνα
δικαστήριο τῶν Ἀθηνῶν μιὰ εἰκόνα συνεχῶς ἐκινεῖτο· κάλεσαν ἠλεκτρολόγους καὶ
μηχανολόγους, δὲν μποροῦσαν νὰ βροῦν τὴν αἰτία. Καὶ στὸ Ἅγιο Ὄρος ἡ κανδήλα τῶν
Ἰβήρων ἐκινεῖτο. Θεέ μου, κάτι θὰ συμβῇ. Δὲν θέλω νὰ σκορπίσω πανικό, ἀλλὰ εἶνε
ἀνάγκη ὅλοι νὰ συναισθανθοῦμε τὴν ἁμαρτωλότητά μας· μόνο ἡ μετάνοια θὰ μᾶς σώσῃ.
Εὐχόμεθα στὸ Θεὸ
καὶ παρακαλοῦμε τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο, τὴν ὑπέρμαχο τοῦ γένους μας, νὰ ἐπιβλέψῃ ἱλέῳ
ὄμματι ἐφ᾽ ὅλην τὴν γῆν καὶ ἰδιαιτέρως ἐπὶ τὸν τόπο μας.
Ταῦτα, ἀγαπητοί
μου. Μὲ τὰ ὡραιότατα τροπάρια καὶ ἐν σεμνότητι ἂς συνοδεύσουμε τὸ ἄχραντο σῶμα
τοῦ Χριστοῦ μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου