Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2022

Κυριακή Ζ' Λουκά

«Αρρώστια και θάνατος»

π.Θεοδόσιος Μαρτζούχος

Σήμερα, συνεχίζοντας να διαβάζουμε από το κατά Λουκάν, διαβάσαμε δυο θεραπείες, οι οποίες είναι σ’ ένα συνδυασμό σχέσεως.

Ένας αρχισυνάγωγος (δηλαδή ο διοικητικός αρμόδιος της εβραϊκής συναγωγής, που φρόντιζε όλα τα τεχνικά και ρύθμιζε τα τυπικά των προσευχών) είχε ένα παιδάκι δώδεκα χρονών, ένα κοριτσάκι, το οποίο ήταν άρρωστο και βρισκόταν στα πρόθυρα θανάτου. Και μια γυναίκα είχε χρόνια πολλά μια ακατάσχετη αιμορραγία, η οποία την εξαντλούσε και την έκανε να είναι ένα ράκος. Ο Χριστός βρέθηκε στην πόλη τους και αυτοί οι δύο άνθρωποι, ο αρχισυνάγωγος και αυτή η γυναίκα, απευθύνθηκαν σ’ Αυτόν.

Η γυναίκα θεωρούσε ότι, (κατά τα standards της εποχής) δεν θα τολμούσε να παρουσιαστεί μπροστά στον Χριστό και να παρουσιάσει τι θέλει, όμως είχε τέτοια εμπιστοσύνη στο πρόσωπό Του, που έλεγε: Άμα ακουμπήσω έστω τα ρούχα Του, θα θεραπευτώ. Και όπως ο Χριστός πήγαινε προς το σπίτι του αρχισυνάγωγου, και ήταν ένα πλήθος ανθρώπων το οποίο Τον ακολουθούσε και όλοι ήταν «πατείς με πατώ σε», σπρώχνοντας κυριολεκτικά τον Χριστό που προπορευόταν, μέσα σ’ αυτό το πλήθος αυτή η γυναίκα, μέσα σ’ αυτούς όλους τους ανθρώπους που τσαλαπατιόντουσαν κατά κυριολεξία, ήρθε και ακούμπησε τον Χριστό και θεραπεύτηκε!

Και ο Χριστός τότε λέει στους γύρω Του: Μ’ ακούμπησε κάποιος. Και ο Πέτρος και οι άλλοι του είπαν το αυτονόητο: Μα τι λες τώρα; Σ’ ακούμπησε κάποιος; Ποιος κάποιος; Εδώ γίνεται χαμός. Ο Χριστός όμως απαντά: Μ’ ακούμπησε κάποιος με «άλλον» τρόπο, από ένα εξωτερικό άγγιγμα! Το εξωτερικό άγγιγμα συμβαίνει για όλους. Αυτό το ακούμπημα είχε άλλη ποιότητα και περιεχόμενο. Και τότε η γυναίκα αναγκάστηκε να βγει μπροστά και να πει ενώπιον όλων ότι όντως αυτή τον ακούμπησε γυρεύοντάς Του θεραπεία, την οποία και έλαβε!!

Ένα σωρό άνθρωποι, κι αυτοί θα είχαν αρρώστιες ή θέματα ή προβλήματα, τον ακουμπούσαν κι εκείνοι, αλλά δεν θεραπεύτηκαν εκείνοι. Θεραπεύτηκε αυτή η γυναίκα. Κι ο Χριστός ξεχώρισε το δικό της ακούμπημα από των υπολοίπων. Αυτό σημαίνει ότι όλοι μας έχουμε την ίδια σχέση με τον Χριστό, αλλά δεν είναι όλες αυτές οι σχέσεις της ίδιας ποιότητας. Είναι προσωπικό το θέμα της πίστης, και είναι προσωπικό το θέμα της ποιότητας της πίστης του καθενός μας. Και μένα που είμαι παπάς και σας που είστε χριστιανοί, για όλους μας, ισχύει αυτό το περιστατικό. Η πίστη είναι ένα μυστήριο εσωτερικό, προσωπικό, η ποιότητα και το μέγεθος της οποίας είναι κατά περίπτωσιν προσώπου. Όλοι αυτοί τον τσαλαπατούσαν και τον έσπρωχναν, αλλά μια γυναίκα, που ίσα ακούμπησε το ρούχο του, θεραπεύτηκε.

Και ενώ περπατάνε, έρχεται κάποιος και λέει στον αρχισυνάγωγο: Η κόρη σου πέθανε! Μη ταλαιπωρείς τον δάσκαλο. Μη σκύλλε τον διδάσκαλον. Ο Χριστός βλέπει τη σύγχυση που κυρίευσε στην καρδιά του ανθρώπου και του λέει: Μη φοβού, μόνον πίστευε. Εμπιστεύσου μονάχα, μην φοβάσαι.

Και πηγαίνουν στο σπίτι, παρ’ ότι άκουσαν ότι το παιδί πέθανε, κι εκεί είχε αρχίσει ήδη ο κλαυθμός του θανάτου από τους ανθρώπους που ήταν εκεί. Και ο Χριστός τότε τους είπε: Μη κλαίτε, κοιμάται. Και περιγράφει το Ευαγγέλιο ότι άρχισαν να Τον εμπαίζουν και να γελάνε μερικοί, λέγοντας: Τι λέει αυτός τώρα, αφού το παιδάκι πέθανε!

Εμείς όμως είμαστε (υποτίθεται) χριστιανοί και λέμε το χώρο που αποθέτουμε τους νεκρούς μας «κοιμητήριο». Δηλαδή, χώρο στον οποίον οι άνθρωποι κοιμούνται μέχρι που να έρθει Αυτός, που, όπως ανέστησε την κόρη του Ιαείρου, θα αναστήσει και τον καθέναν από μας, που θα ήμαστε όχι απλώς πεθαμένοι, αλλά ιχνοστοιχεία μέσα στο χώμα μέχρι να ’ρθεί η ώρα της Ανάστασης. Κοιμητήριο λέμε κι εμείς τον χώρο που αποθέτουμε τους νεκρούς μας, παρ’ ότι ήμαστε στην ίδια εποχή, που κάποιοι όμως πλέον καταγελούν του πράγματος και λένε: Άμα πεθάνει κανείς, άστα τα υπόλοιπα…

Αδελφοί μου, η αρρώστια και ο θάνατος είναι δύο οδοστρωτήρες που ισοπεδώνουν τους ανθρώπους. Τους ισοπεδώνουν βιολογικά, τους ισοπεδώνουν πριν απ’ αυτό κοινωνικά, διαλύουν κάθε είδους διάκριση. Μπροστά στην αρρώστια και στον θάνατο ο πλουσιώτερος και ο φτωχότερος, ο απλούστερος και ο διασημότερος, είναι το ίδιο. Μπροστά στην αρρώστια και στον θάνατο είμαστε όλοι το ίδιο. Δεν περνάει εκεί ούτε η κοινωνική υπόληψη και το όνομα, ούτε τα χρήματα, ούτε τα οποιαδήποτε άλλα έχουμε, που μας ξεχωρίζουν απ’ τους άλλους ανθρώπους. Η αρρώστια και ο θάνατος είναι οδοστρωτήρες.

Και μπαίνει εδώ το μυστήριο που προηγήθηκε και το οποίο είπαμε, το μυστήριο τού πόσο εμπιστεύομαι τον Θεό. Το πόσο τον εμπιστεύομαι τον Θεό.

Ξέρετε, λέει κάποιος μια πάρα πολύ ωραία παρατήρηση. Βλέπουμε τον Θεό, όπως ένας αεροπόρος βλέπει το αλεξίπτωτό του. Ξέρει ότι υπάρχει εκεί κάπου δίπλα του, αλλά ελπίζει (ο αεροπόρος) ότι ποτέ δεν θα χρειαστεί να το χρησιμοποιήσει! Πολλές φορές η σχέση μας με το Θεό είναι ίδια! Τον έχουμε σαν ένα αλεξίπτωτο για ώρα ανάγκης, αλλά ελπίζουμε ποτέ να μη χρειαστεί να το χρησιμοποιήσουμε. Να μη χρειαστεί ποτέ να έρθει σε μας, ούτε αρρώστια, ούτε θάνατος.

Και επειδή δεν τοποθετούμαστε με ειλικρίνεια, αλλά τοποθετούμαστε μ’ αυτή την υστεροβουλία «ας έχουμε μια καβάτζα στην άκρη, μήπως και μας χρειαστεί», όταν έρχεται κάτι τέτοιο, μια αρρώστια, ένας θάνατος, το καίμε το αλεξίπτωτο. Λέμε: Εσύ είσαι; Άντε από δω. Δεν θέλω ούτε να σε ξέρω, ούτε να σε βλέπω. Καμμία σχέση δεν έχω μαζί σου! Ο Θεός περιμένει, και βέβαια ευτυχώς, το αλεξίπτωτο του Θεού δεν καίγεται. Τα μυαλά μας είναι καμμένα πολλές φορές.

Εκείνο που ξεκινάει τέτοιου είδους υποθέσεις και ιστορίες, είναι το μυστήριο της προσωπικής πίστεως του καθενός μας. Το πόσο αντέχει η πίστη μας στον οδοστρωτήρα μιας αρρώστιας, ή στον οδοστρωτήρα ενός θανάτου.

Δεν θα σας ταλαιπωρήσω άλλο. Θα σας διαβάσω απλώς μια μικρή γραμμή ακόμα, από τον ψαλμό 22, με τον οποίον λέει ο Δαυίδ ότι: Οδηγός μου, ποιμένας μου, φροντιστής μου, (κάλυμμά μου, αλεξίπτωτό μου, όπως θέλετε κι αν το πούμε) είσαι Συ Κύριε. Και λέει στον τέταρτο στίχο: «Συ, Κύριε, με συνοδεύεις ακόμα κι όταν μέσα από ολοσκότεινα διέρχομαι περάσματα. Και τότε ακόμα δεν θα φοβηθώ. Αφού μαζί μου είσαι Συ Κύριε. Το ραβδί Σου θα είναι στήριγμα παρηγοριάς για μένα και εμψύχωση».

Αυτό είναι πίστη. Όταν περνάω μέσα από ένα ολοσκότεινο πέρασμα, το πόσο εμπιστεύομαι το μπαστούνι του Θεού. Πόσο μπορώ να το πάρω κι εγώ για να περπατήσω.

Ο Θεός να το δώσει για όλους.

 

Ζ’ ΚΥΡΙΑΚΗ ΛΟΥΚΑ
Ἀνάσταση θυγατρός Ἰαείρου-
- Θεραπεία αἱμορροούσης
Ἐκ τοῦ κατά Λουκᾶν(η' 41-56)

 Tόν καιρό ἐκεῖνο, ἦρθε στόν Ἰησοῦ κάποιος πού τόν ἔλεγαν Ἰάειρο καί ἦταν ἄρχοντας τῆς συναγωγῆς. Αὐτός ἔπεσε στά πόδια τοῦ Ἰησοῦ καί τόν παρακαλοῦσε νά πάει στό σπίτι του, γιατί εἶχε μιά μοναχοκόρη δώδεκα χρόνων, πού ἦταν ἑτοιμο­θάνατη.

 Τήν ὥρα πού ὁ Ἰησοῦς βάδιζε πρός τό σπίτι, τά πλήθη τόν περιέβαλλαν ἀσφυκτι­κά. Κάποια γυναίκα, πού ὑπέφερε ἀπό αἱ­μορραγία δώδεκα χρόνια καί εἶχε ξοδέψει ὅλη της τήν περιουσία στούς γιατρούς, χωρίς κανένας νά μπορέσει νά τήν κάνει κα­λά, πῆγε πίσω ἀπό τόν Ἰησοῦ, ἄγγιξε τήν ἄκρη τοῦ ρούχου του, κι ἀμέσως ἡ αἱμορραγία της σταμάτησε.  Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπε: "Ποιός μέ ἄγγιξε;" Ἐνῶ ὅλοι ἀρνιοῦνταν, ὁ Πέτρος καί ὅσοι ἦ­ταν μαζί τοῦ ἔλεγαν: "Διδάσκαλε, οἱ ὄχλοι ἔχουν στριμωχτεῖ κοντά σου καί σέ πιέζουν κι ἐσύ λές, ποιός μέ ἄγγιξε;" Ὁ Ἰη­σοῦς ὅμως εἶπε: "Κάποιος μέ ἄγγιξε, γιατί ἐγώ ἔνιωσα νά βγαί­νει ἀπό μένα δύναμη". Μόλις ἡ γυναίκα εἶδε ὅτι δέν ξέφυγε τήν προσοχή του, ἦρθε τρέμοντας κι ἔπεσε στά πόδια του καί μπροστά σ' ὅλο τόν κόσμο τοῦ εἶπε γιά ποιά αἰτία τόν ἄγγιξε κι ὅτι εἶχε γιατρευτεῖ ἀμέσως. Ἐκεῖνος τῆς εἶπε: "Νά εἶσαι γενναία, κόρη μου, ἡ πίστη σου σέ ἔσωσε· πήγαινε στό καλό".

Ἐνῶ ὁ Ἰησοῦς ἀκόμα μιλοῦσε, ἦρθε κάποιος ἀπό τό σπίτι τοῦ ἄρχοντα τῆς συναγωγῆς καί τοῦ λέει: "Ἡ κόρη σου πέθανε· μήν ἐνοχλεῖς πιά τό δάσκαλο". Ὅταν τό ἄ­κου­σε ὁ Ἰησοῦς, τοῦ εἶπε: "Μή φοβᾶσαι. Μόνο πίστευε, καί θά σωθεῖ". Φτάνον­τας στό σπίτι, δέν ἄφησε κανέναν νά μπεῖ μέσα μαζί του, ἐκτός ἀπό τόν Πέτρο, τόν Ἰωάννη καί τόν Ἰάκωβο, καθώς καί τόν πα­τέρα καί τή μητέρα τοῦ κοριτσιοῦ. Ὅλοι ἔκλαιγαν καί θρηνολογοῦσαν. Ὁ Ἰη­σοῦς ὅμως τούς εἶπε: "Μήν κλαῖτε· δέν πέθα­νε. Κοι­μᾶ­ται". Ἐκείνοι τον περιγελοῦσαν, βέβαιοι πώς εἶ­χε πε­θά­νει. Ὁ Ἰησοῦς, ἀφού τούς ἔβγαλε ὅλους ἔξω, ἔπιασε τό κορίτσι ἀπό τό χέρι καί τοῦ εἶπε δυνατά: "Κοπελίτσα μου, σήκω ἐπάνω". Τό πνεῦμα της ἐπέστρεψε κι αὐτή ἀμέσως σηκώθηκε. Ὁ Ἰησοῦς τό­τε διέταξε νά τῆς δώσουν νά φάει. Οἱ γονείς της ἔμειναν κα­τάπληκτοι. Ἐκεῖνος ὅμως τούς εἶπε νά μήν ποῦν σέ κανέναν τί εἶχε γίνει.-

Δεν υπάρχουν σχόλια: