Ξημέρωνε η γιορτή της Πεντηκοστής. Άναψε το
καντήλι μπρος από τη φωτογραφία των γονιών του. Απόμεινε να την κοιτάζει. Ο
πατέρας αγκάλιαζε τρυφερά τη μάνα κι εκείνη, γλυκιά, με βλέμμα ήρεμο, είχε
κατεβασμένα τα μάτια και στα χείλη της ζωγραφιζόταν ένα σεμνό χαμόγελο. Έτσι
είχαν πορευτεί σε τούτη τη ζωή, κοντά μισό αιώνα. Αγκαλιασμένοι,
συντροφιασμένοι στις δυσκολίες, στις μικρές και μεγάλες δοκιμασίες που ο Θεός
επέτρεψε. Κοινή η σταυρική τους πορεία με τη χρόνια ασθένεια του δεύτερου
παιδιού τους… Κοινό και το ταξίδι τους στην αιωνιότητα, στη συνάντηση με τον
Πλάστη τους. Ένας μήνας μόνο… Πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, όταν οι
ψυχές γίνονται ένα;
Μαζί, λοιπόν, «ἔνθα οὐκ ἐστι λύπη… οὐ στεναγμός»… Ένας αναστεναγμός που φούσκωνε ώρα στο στήθος, βγήκε απ’ τα χείλη του. Ανθρώπινος ο πόνος… Μόνιμος και προαιώνιος κάτοικος τούτης της γης. Η απουσία πλήγωνε σαν μαχαίρι ώρες-ώρες. Τις μορφές των γονιών θόλωσαν τα δάκρυα που λίμνασαν στις άκρες των ματιών. Πλημμύρισε παράπονο η καρδιά του και ξεχείλισε.
«Πού είσαι, Θεέ μου;…» ψέλλισαν
τρέμοντας τα χείλη. «Προσεύχομαι… Μια ζωή προσεύχομαι και δεν μου αποκάλυψες
ποτέ τον εαυτό Σου, δεν μου έδωσες ούτε μια χαρά. Σου ζητώ υγεία, μου δίνεις
αρρώστια. Σου ζητώ βοήθεια, μου δίνεις θάνατο…»
Τα χείλη πρόφεραν λόγια που του
φαίνονταν πως είχε ακούσει ξανά –πού άραγε;– κι ας έβγαιναν απ’ την καρδιά του
τούτη την ώρα, λάβα καυτή… Ο απόηχος μιας φωνής μέσα του τού φώναζε: «Μη!
Σώπασε!». Του φάνηκε πως ήταν της μάνας του που τον κοίταζε μέσα απ’ τη
φωτογραφία, σοβαρή και λυπημένη τώρα. Της μάνας του που πάντα, σα λύγιζε, έλεγε
«αν θέλεις, Θεέ μου…» και ποτέ «γιατί».
Η νύχτα προχωρούσε αμείλικτη κι
εκείνος έλιωνε, κερί προσευχόμενο. Και κονταροχτυπιόταν το σκοτάδι με το φως,
εκεί, λίγο πριν τη χαραυγή…
«Μάνα, δεν μπορώ…» ψιθύρισε
αποκαμωμένος, μετανιωμένος. «Βοήθα με!»
Σαν να δυνάμωσε, του φάνηκε, η
φλόγα του καντηλιού, σαν να έλουσε με το γαλαζωπό της φως το δωμάτιο και την
ψυχή του κι εκείνη μέρεψε, άνοιξαν τα μάτια της και πλάτυνε, έκανε χώρο. Λίγο
πριν το φως της αυγής πλημμυρίσει τα πάντα, λίγο πριν το φως της Πεντηκοστής
φωτίσει τον κόσμο!
Και τότε θυμήθηκε: «Μην
διαμαρτύρεσαι λέγοντας “πού είσαι, Θεέ μου!”. Ο Θεός ξέρει πότε η καρδιά σου θα
είναι χωρητική». Ο νους φωτίστηκε και θυμήθηκε τα λόγια του αγίου Νεκταρίου.
Και η καρδιά του ολοένα πλάταινε, ολοένα έκανε χώρο να χωρέσει τον Αχώρητο.
Πλάταινε και το σεμνό χαμόγελο της μάνας στη φωτογραφία και το φως έγινε Ήλιος
και θέρμανε ολόκληρο το είναι του. Ένας Ήλιος που λιώνει τα κρύσταλλα της
απουσίας, γιατί το Φως Του είναι αναστάσιμο!
Βαλεντίνα Φωλιά
Πηγή: Έαρ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου