Κυριακὴ Πεντηκοστῆς (Ἰω. 7,37-52· 8,12)
Διψασμένοι, όλοι στην Πηγή!
Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π.
Αυγουστίνου Καντιώτου
«Ἐν δὲ τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε
λέγων· Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν
ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ῥεύσουσιν ὕδατος ζῶντος» (Ἰω. 7,37· βλ.
& Παρ. 18,4)
Εἶνε σὲ ὅλους γνωστό, ἀδελφοί μου, τὸ γεγονὸς ποὺ πανηγυρίζει σήμερα ἡ ἁγία
μας Ἐκκλησία. Δέκα μέρες μετὰ τὴν Ἀνάληψι καὶ πενήντα μετὰ τὴν ἔνδοξο Ἀνάστασι
τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἦλθε στοὺς μαθητὰς καὶ ἀποστόλους του τὸ Πνεῦμα
τὸ ἅγιο. Ἦλθε ὡς ἄνεμος σφοδρός, γιὰ νὰ ξερριζώσῃ τὰ δέντρα τῆς πλάνης· ἦλθε
ὡς φλόγες πυρός, γιὰ νὰ κάψῃ καὶ ν᾽ ἀπολυμάνῃ τὸν πλανήτη μας.
Δὲν πρόκειται, ἀγαπητοί μου, νὰ θεολογήσω
σήμερα, οὔτε ἄλλωστε ἡ διάνοιά μας φτάνει γιὰ νὰ φτερουγίσῃ σὲ τέτοια ὕψη. Τί εἶνε
τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο; Ὑπάρχουν πολλὰ πράγματα στὸν κόσμο ποὺ τὰ νιώθουμε, τὰ
βλέπουμε, ἀλλὰ δὲν μποροῦμε νὰ τὰ ἐξηγήσουμε.
Ὑπάρχει π.χ. ὁ ἥλιος. Ἀμφιβάλλει κανείς; Καθεμιὰ ἀπὸ τὶς ἀμέτρητες ἀκτῖνες του εἶνε καὶ μιὰ ἀπόδειξι τῆς ὑπάρξεώς του. Ἀλλὰ ἂν ῥωτήσουμε καὶ τὸ μεγαλύτερο φυσικὸ ἐπιστήμονα, τί ἆραγε εἶνε στὸ κέντρο τοῦ ἥλιου, ποιά εἶνε ἡ ἐσωτερικὴ σύστασί του, αὐτὸ μέχρι σήμερα παραμένει πρόβλημα ἄλυτο. Μόνο ὑποθέσεις καὶ θεωρίες ἔχει διατυπώσει ἡ ἐπιστήμη γιὰ νὰ δώσῃ ἀπάντησι στὸ μυστήριο αὐτό.
Ἂν λοιπὸν δὲν μποροῦμε νὰ μποῦμε στὴν ἐσωτερικὴ σύστασι τοῦ φυσικοῦ ἡλίου, πῶς νὰ μπορέσουμε νὰ κατανοήσουμε τὰ μεγάλα μυστήρια τῆς πίστεώς μας; Τὸ δὲ μέγιστο, τὸ μυστήριο τῶν μυστηρίων, ποὺ ἐνώπιόν του μᾶς πιάνει πραγματικὰ ἴλιγγος, εἶνε τὸ μυστήριο τῆς ἁγίας Τριάδος, ἡ τρισήλιος Θεότης! Πατήρ, Υἱὸς καὶ ἅγιον Πνεῦμα.
Ταπεινοὶ καὶ ἀνάξιοι δοῦλοι ἐμεῖς, σκουλήκια ἄθλια ποὺ σέρνονται στὶς σκιὲς τῆς θείας μεγαλωσύνης, μόνο «κλίναντες τὰ γόνατα» κατὰ τὸ κέλευσμα σήμερα τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας καὶ μὲ δάκρυ μετανοίας, φωνάζουμε ἀπὸ ψυχῆς· Ἁγία Τριάς, ἐλέησον τὸν κόσμον σου!
Κατέρχομαι λοιπὸν χαμηλότερα, σὲ πρακτικὸ ἐπίπεδο ἑρμηνείας, γιὰ νὰ ἐξηγήσω ἕνα μόνο στίχο τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου (βλ. Ἰω. 7,37-52· 8,12).
* * *
Τὴν τελευταία ἡμέρα, λέει, «τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς» (ἔ.ἀ.
7,37). Ποιά ἆραγε νὰ εἶνε αὐτὴ ἡ σπουδαία ἑορτὴ ποὺ ἐννοεῖ; Εἶνε ἑορτὴ ἰουδαϊκή,
τὴν ὁποία μὲ εὐλαβεία τιμοῦν μέχρι σήμερα οἱ Ἰσραηλῖτες, εἶνε ἡ ἑορτὴ τῆς
σκηνοπηγίας. Τί ἑορτάζουν οἱ Ἑβραῖοι τὴν ἡμέρα αὐτή; Θυμοῦνται ἕνα ἐθνικὸ καὶ
θρησκευτικὸ γεγονός· ὅτι, ὕστερα ἀπὸ δουλεία τεσσάρων αἰώνων στοὺς Αἰγυπτίους,
βγῆκαν στὴν ἔρημο καὶ ἐκεῖ περιπλανήθηκαν ἐπὶ σαράντα ἔτη μέχρι νὰ φτάσουν στὴ
«γῆν τὴν ῥέουσαν μέλι καὶ γάλα» (βλ. Ἔξ. 3,8,17· 13,5· 33,3. Λευϊτ. 20,24. Ἀρ.
13,28· 14,8· 16,13,14. Δευτ. 6,3· 11,9· 26,9,10,15. Ἰησ. Ν. 5,6· Σ. Σειρ. 46,8.
Ἰερ. 11,5. Βαρ. 1,20. Ἰεζ. 20,6,15). Σαράντα ὁλόκληρα χρόνια κανείς τους δὲν
κοιμήθηκε σὲ σπίτι, δὲν ἅπλωσε τὰ κουρασμένα μέλη του σὲ κρεβάτι. Σαράντα
χρόνια ζοῦσαν κάτω ἀπὸ σκηνές! Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἑώρταζαν καὶ ἑορτάζουν οἱ Ἰσραηλῖτες.
Ἐπὶ ὀχτὼ ἡμέρες κανείς τους δὲν μένει στὸ σπίτι, ἀλλὰ βγαίνουν ἔξω καὶ κοιμοῦνται
σὲ σκηνές.
Αὐτὴ λοιπὸν τὴν ἑορτὴ ἔκανε καὶ ὁ
Χριστός μας μαζὶ μὲ ὅλο τὸ λαὸ τῶν Ἰουδαίων. Καὶ τὴν τελευταία ἡμέρα, ποὺ ἦταν ἡ
πιὸ ἐπίσημη, τότε, λέει τὸ εὐαγγέλιο, «εἱστήκει», στάθηκε στὰ σκαλιὰ τοῦ ναοῦ
τοῦ Σολομῶντος, καὶ «ἔκραξε» (ἔ.ἀ. 7,37)! Ἀκοῦτε λέξι; «ἔκραξε», ἔβγαλε δυνατὴ
φωνή, βροντοφώναξε. Γιατί; Καί γιὰ νὰ τὸν ἀκούσῃ βέβαια ὅλο τὸ πλῆθος ποὺ
συνωστιζόταν ἐκεῖ, ἀλλὰ καί –ὅπως λένε οἱ ἑρμηνευταί– γιατὶ ἤθελε νὰ ὑπογραμμίσῃ
ζωηρὰ τὶς μεγάλες ἀλήθειες ποὺ ἐκήρυττε. Συνεπῶς κ᾽ ἐσεῖς, ἂν καμμιὰ φορὰ ἀκοῦτε
τὸν ἱεροκήρυκα ἢ τὸν ἐπίσκοπο νὰ κράζῃ μεγάλῃ τῇ φωνῇ, μὴ τὸν παρεξηγεῖτε. Ὅσοι
ἀπὸ μᾶς ἔλαβαν μέρος σὲ κρίσιμες μάχες, ἄκουσαν γενναίους ἀξιωματικοὺς νὰ
παροτρύνουν μὲ κραυγὴ ἰσχυρὴ τοὺς ἄντρες τους στὸν ὑπὲρ πάντα ἀγῶνα. Ὄχι ἄτονα,
χλιαρά, ἀλλὰ ζωηρά, θερμά· ν᾽ ἀκούσουν ὅλα τ᾽ αὐτιά, νὰ θερμανθοῦν ὅλες οἱ
καρδιές.
Ἔκραξε τότε ὁ Χριστός, γιὰ νὰ πιστέψῃ ὁ
κόσμος ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ. Ἀκοῦμε κ᾽ ἐμεῖς σήμερα τὰ λόγια
του, ἀλλ᾽ ὑπάρχουν ἆραγε τώρα αὐτιά, τὴν ἁγία αὐτὴ ἡμέρα, ν᾽ ἀκούσουν τὰ
βαρυσήμαντα λόγια του; Τί εἶπε ὁ Κύριος· «Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ
πινέτω» (ἔ.ἀ.). Ὅποιος διψάει, δηλαδή, ἂς ἔρχεται σ᾽ ἐμένα καὶ ἂς πίνῃ!
* * *
Γιὰ νὰ καταλάβουμε τὰ λόγια αὐτά, ἀδελφοί μου, ἂς ἔχουμε ὑπ᾽ ὄψιν μας ὅτι
ὑπάρχουν δύο δίψες, μία κατώτερη καὶ μία ἀνώτερη.
⃝ Μία
δίψα εἶνε ἡ βιολογική, ἡ ἀνάγκη κάθε ζωντανοῦ ὀργανισμοῦ γιὰ νερό. Διψοῦν ὅλα
ζῷα· ἀπὸ τὰ πουλάκια, ποὺ κατεβαίνουν στὰ ῥυάκια καὶ παίρνουν μὲ τὸ ῥάμφος τους
σταλαγματιὰ – σταλαγματιὰ τὴ δροσιά, μέχρι τὰ μεγάλα ζῷα. Προπαντὸς τὸ ἐλάφι, ὅπως
λέει καὶ τὸ Ψαλτήρι (41,2), εἶνε διψαλέο ζῷο· διανύει χιλιόμετρα γιὰ νὰ βρῇ νερὸ
νὰ πιῇ.
Διψάει καὶ ὁ ἄνθρωπος, διότι κι αὐτὸς ἔχει
σῶμα μὲ ἀνάγκες. Δίχως ψωμὶ μπορεῖς νὰ ζήσῃς καὶ σαράντα μέρες, χωρὶς νερὸ ὅμως
πολὺ λίγο. Οἱ παλαιότεροι, μὲ τ᾽ ἄσπρα μαλλιά, θυμοῦνταν τὴν πορεία τοῦ στρατοῦ
μας στὴ Μικρὰ Ἀσία μέσα ἀπὸ τὴν Ἁλμυρὰ ἔρημο· ῥωτῆστε, ἂν ζοῦν, γονεῖς καὶ
παπποῦδες ποὺ τοὺς ἐνέπνεαν μεγάλα ἰδανικά. Εἴκοσι μέρες δὲν εἶχαν νερὸ νὰ
πιοῦν! κι ὅταν ἔφτασαν στὸ Σαγγάριο, ἔπεσαν διψασμένα στὸ ποτάμι τὰ παιδιὰ τῆς
Ἑλλάδος καὶ ἔπιναν ἀπὸ τὰ νερά, ποὺ σὲ λίγο θὰ κοκκίνιζαν ἀπὸ τὸ αἷμα τους.
Διψάει ὁ ἄνθρωπος σὲ ἔρημα μέρη, ἰδίως τὸ καλοκαίρι· ἕνα ποτήρι νερὸ τότε τὸν
δροσίζει κατάβαθα. Ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀστροναῦτες ποὺ πέταξαν στὸ διάστημα σὲ μιὰ
στιγμὴ εἶπε· Ἄχ, Θεέ μου, πότε νὰ κατεβῶ στὴ γῆ, νὰ πιῶ ἕνα ποτήρι νερό!
Ἀχάριστε ἄνθρωπε! ἐδῶ τὰ ῥυάκια κ᾽ οἱ
ποταμοί, ἐδῶ οἱ βρῦσες καὶ τὰ κρυστάλλινα νερά, ἐδῶ οἱ λίμνες κ᾽ οἱ θάλασσες·
καὶ ὅμως, ἐνῷ πίνουμε νεράκι καὶ ἐνῷ τὴ μπουκιὰ ἔχουμε στὸ στόμα, ἕνα εὐχαριστῶ
στὸ Θεὸ δὲν λέμε· ἀντιθέτως βλαστημοῦμε συχνὰ τὸν Εὐεργέτη μας. Πρέπει,
φαίνεται, νὰ στερηθοῦμε τὰ ἀγαθά του, γιὰ νὰ τὰ ἐκτιμήσουμε καὶ νὰ
μετανοήσουμε.
⃝ Ἀλλὰ
σήμερα, ἀδελφοί μου, ἀλλοῦ θέλω νὰ στρέψω τὴν προσοχή σας. Ὄχι στὴν βιολογικὴ
δίψα γιὰ φυσικὸ νερό, ἀλλὰ στὴν μεταφυσικὴ δίψα γιὰ «τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν» (Ἰω.
4,10-11).
Διψάει ὁ ἄνθρωπος, διψάει ἡ ψυχή του.
Τί ποθεῖ; Τὴν εὐτυχία. Ἀλλὰ ποῦ θὰ τὴ βρῇ; Στὰ πλούτη; ῥωτῆστε τοὺς ἑκατομμυριούχους
ὅλου τοῦ κόσμου, ἐρευνῆστε τὴ ζωή τους καὶ θὰ δῆτε ὅτι κατὰ κανόνα δὲν ὑπάρχουν
δυστυχέστεροι ἀπ᾽ αὐτούς. Στὰ ἀξιώματα; ἀκοῦστε τὸ Σολομῶντα ποὺ λέει
«Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (Ἐκκλ. 1,2), δῆτε καὶ τὸν Ναπολέοντα
ἐξόριστο στὴ νῆσο τῆς Ἁγίας Ἑλένης. Στὶς ἡδονὲς τοῦ βίου, γλέντια, διασκεδάσεις;
πηγαίνετε στὰ ἄσυλα ἀνιάτων, ὅπου οἱ καταχρήσεις μετέβαλαν νεανικὰ κορμιὰ σὲ ῥάκη.
Μήπως, τέλος, στὴν ἐπιστήμη; μὰ ποιά ἦταν ἡ ἀγωνία τοῦ Σωκράτους· «Ἓν οἶδα,
ὅτι οὐδὲν οἶδα».
Ποῦ, λοιπόν, εἶνε ἡ εὐτυχία; Μία εἶνε ἡ
πηγή, ἡ βρύση μὲ τὸ καθαρὸ νερὸ ποὺ σβήνει τὴ δίψα· ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, ὁ
Χριστός μας. Αὐτὸς εἶνε ἡ πηγή, ὁ ποταμός, ὁ ὠκεανὸς τῆς χάριτος. Ναί! ἡ χάρις
τοῦ Χριστοῦ φωτίζει τὸ νοῦ, ἠλεκτρίζει τὴν καρδιά, γαλβανίζει τὴ θέλησι γιὰ τὰ
μεγάλα καὶ ὑψηλά.
Καὶ σήμερα ὁ Χριστὸς κράζει· «Ἐάν τις
διψᾷ, ἐρχέσθω πρὸς με καὶ πινέτω». Ἀκοῦτε τί λέει; κάθε λέξι εἶνε ζυγισμένη.
«Ἐάν τις διψᾷ». Δὲν βιάζει κανένα, εἶσαι ἐλεύθερος, ἂν θέλῃς!… Οὔτε κλείνει
τὴν πόρτα σὲ κανένα· εἶνε ἀνοιχτὴ σὲ φτωχὸ ἢ πλούσιο, μικρὸ ἢ μεγάλο.
«Ποταμοί», λέει, ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ῥεύσουσιν ὕδατος ζῶντος» (Ἰω. 7,37· βλ.
& Παρ. 18,4). Καὶ ἀπόδειξις οἱ ἀπόστολοι. Τί ἦταν πρίν; Ξηρὰ ῥυάκια.
Πίστεψαν στὸ Χριστό, ἔλαβαν Πνεῦμα τὸ ἅγιο, καὶ ἔγιναν ποταμοί, ποὺ μέχρι
σήμερα ἀρδεύουν τὴν οἰκουμένη.
* * *
Προτοῦ νὰ τελειώσω σᾶς ὑπενθυμίζω ἕνα ἐπεισόδιο τῆς παλαιᾶς διαθήκης
σχετικὸ μὲ τὴ σημερινὴ ἑορτή. Ὅταν οἱ Ἑβραῖοι βρέθηκαν στὴν ἔρημο, δίψασαν. Δὲν
ὑπῆρχε σταλαγματιά νερό· δύο ἑκατομμύρια ψυχὲς κινδύνευαν νὰ πεθάνουν ἀπὸ
δίψα. Καὶ τότε ὁ Θεὸς ἔκανε τὸ θαῦμα. Ὁ Μωυσῆς χτύπησε μὲ τὸ ῥαβδί του ἕνα
βράχο καὶ –ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, δικαίωμά τους, ἐμεῖς πιστεύουμε– ὁ
βράχος ἔβγαλε νερὸ ποτάμι! Καὶ ἤπιαν ὅλοι (βλ. Ἔξ. 17,1-7).
Ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, ἔχουμε ἕναν ἄλλο
βράχο ἀνώτερο. Πλησιάστε, γονατίστε, προσκυνῆστε· εἶνε ὁ Γολγοθᾶς! Ἐπάνω σ᾽
αὐτὸν χτύπησε ὁ Χριστὸς μὲ τὸ σταυρό του τὴν σκληρὴ σὰν πέτρα καρδιά μας· καὶ ἀπὸ
᾽κεῖ βγῆκαν μάρτυρες, ὁμολογηταί, ὅσιοι, πατέρες καὶ διδάσκαλοι. Καὶ ἔκτοτε ὁ
βράχος αὐτὸς ἐξακολουθεῖ νὰ τρέχῃ. Οἱ πέντε πληγὲς τοῦ Ἐσταυρωμένου (χειρῶν,
ποδῶν καὶ πλευρᾶς) ἔγιναν «πηγαὶ τοῦ σωτηρίου», ἀπ᾽ ὅπου ἐξέρχεται ποταμός.
Πλησιάστε καὶ ἀντλῆστε «μετ᾽ εὐφροσύνης» (Ἠσ. 12,3)!
Ἂν ὑπάρχῃ κανεὶς ποὺ ἀμφιβάλλει, ἰδοὺ τὸ
πείραμα. Ἀνοῖξτε τὴν ἁγία Γραφή, μελετῆστε στίχο πρὸς στίχο· κι ὅταν
τελειώσετε, θὰ πῆτε καὶ ἐσεῖς· «Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος»
(Ἰω. 7,46).
Διὰ τοῦ φωτισμοῦ του τὸ πανάγιο Πνεῦμα ἂς
ὁδηγήσῃ ὅλους μας στὴν ὁδὸ τοῦ καθήκοντος, τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς πίστεως πρὸς
δόξαν τοῦ εὐλογημένου μας ἔθνους μας· ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου