Η μάνα μας η χρυσή γεννήθηκε δύδιμη με τη θεία μου τη Χρυσούλλα την
άλλην γρουσήν της οικογένειας το έτος 1935.
Ήταν τα πρώτα παιδιά μιας ευλογημένης οικογένειας, από την Δρούσια της
Πάφου με επτά κόρες και έναν υιό.
Αδέλφια αγαπημένα από γονείς αγαπημένους, τον παππού Γιαννή και τη
γιαγιά Σοφρωνία. Εβγήκε μικρή στη
ξενοδούλεψη. Δώδεκα χρονών στην οδό
Τρικούπη στην καρδιά της Λευκωσίας, στο σπίτι της κυρίας Τούλλας της αρχόντισσας
που την δίδαξε πολλά. Εκεί γνώρισε την
ΟΧΕΝ στην Φανερωμένη και τις Κυριακές συμπλήρωσε όσα έμαθε στο χωριό για τον
Χριστό και την Παναγία, τους Αγίους μα και την ευγένεια της ψυχής, το κτίσιμο
του οικογενειακού λίκνου.
Η Ελένη Γιάννη Τύλληρου τιμημένη σύζυγος του ανιδιοτελούς αγωνιστή Νεόφυτου Πεγειώτη από την Δρούσια της Πάφου και του αγαπημένου μας ΑΚΑΜΑ . Υπήρξε κόρη της ονομαστής για την αισιοδοξία και την ελεημοσύνη Σοφρωνίας, γι’ αυτό η μάνα μας, μας δίδαξε πώς δεν είναι ντροπή η δουλειά και η φτώχεια. Ως τα είκοσι εννιά που παντρεύτηκε εξενοδούλευε. Γυναίκα νούσιμη, φρόνιμη, ευγενική. Όλα με τα δυο της χέρια τα έκαμε, με τη στήριξη του πατέρα μας.
Ήταν το αγκωνάρι
μας. Μακάρι στα γεράματά μας να
αξιωθούμε να πράξουμε ένα κομμάτι της καλοσύνης της, μιαν δακτυλήθραν της
αρετής και της θυσίας της να κοντέψουμε.
Αγάπησεν τζι’
αγάπαν ξοψυσιής τζιαι που καρκιάς. Με
τον πατέρα μας ήταν που τ’ αλήθκεια αγαπημένοι παρά τις δυσκολίες, τις διώξεις,
τις συνεχείς δοκιμασίες.
Ήταν όμως κόρη
της Σοφρωνίας ,της ορφανής που σιεν για ούλλους αγάπην και ανοικτήν αγκάλην.
Εις το χωριόν
μας, στη γειτονιά μας, για να μας βρίσκουν έλεγαν τα παιδιά της Ελένης, ή της
Κυρίας Ελένης. Ετούτον το όνομά της
μάνας μας άνοιγεν μας πόρτες και καμαρόπορτες.
Η καρδιά της
αγαπούσε που τ’ αλήθεια χιλιάδες. Πόσους επαρηγόρησεν, πόσους ετραπέζωσεν,
ανάγιωσεν, έσωσεν, έπλυνεν, εφρόντισεν ως μητέρα, ως χρυσή γιαγιά, ως κρύφια
μητέρα της γειτονιάς, ως στήριγμα των προσφύγων, των πονεμένων, όσων γυναικών
κουβαλούσαν σταυρούς.
Εν πειράζει παιδί
μου. Να συγχωρούμεν γιέ μου. Ήντα μπου να κάμουμεν γιέ μου.
Κάθε νύχτα οι
προσευχές της μας στήριζαν . Τα τελευταία χρόνια μας αποκάλυψε με ωριμότητα πώς
ο Θεός την οδήγησε στη Λευκωσία. Πόσα
διδάχτηκε από το 1947 από μια γιαγιά Σμυρνιά πλύστρα. Πόσο προσευχόταν νέα. Πόσα υπόμενε αλλά και πόσο χάρηκε την
παρουσία του Θεού, του Χριστού στη ζωή της.
Δεν θα πω
πολλά. Μόνο πώς στα πολύ δύσκολα που περάσαμε
ως οικογένεια τις τελευταίες τρείς δεκαετίες ήταν εκεί βράχος δίπλα μας, στη
χαρά και στη λύπη. Με πόνο
κρυμμένο. Με αισιοδοξία, με χαμόγελο, με
γέλιο. Με απέραντο χιούμορ, με αγκαλιές,
με φιλιά για τα παιδιά της γειτονιάς, μικρά και μεγάλα. Να’ σιεις την ευτζήν μου γιέ μου, κόρη μου.
Ως γιαγιά υπήρξε
περιβόλι χαράς. Το μαρτυρούν τα εγγόνια
της. Ως θεία υπήρξε δυο φορές
μητέρα. Αγαπούσε πάρα πολύ τα παιδιά των
αδελφιών της.
Τέλος
οφείλω να σημειώσω πώς από την Δευτέρα την θρηνούν στις καρδιές τους
αναρίθμητες κόρες και αγόρια της γειτονιάς. Χάρισεν μια ζωήν τον πλούτο της
καρδιάς της ,τις προκομμένες συμβουλές της και κάποτε κάτι απίστευτες
ανδρείες παρεμβάσεις που εσωζαν. Με μια παρρησία που εξέπληττε.
Αυτή την ώρα
οφείλω να ευχαριστήσω τον αδελφό μου Χρίστο και την αδερφή μου Αννα που τόσο
την διακόνησε αγόγγυστα ημέρα νύχτα παντοιοτρόπως τα τελευταία ετη
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΓΕΙΩΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου