Κυριακὴ
ΙΓ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 18,18-27)
Τηρούμε τίς ἐντολές;
Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π.
Αυγουστίνου Καντιώτου
Ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ εὐαγγέλιο
(βλ. Λουκ. 18,18-27). Τί εἶνε τὸ Εὐαγγέλιο; Ἕνα βιβλίο, τὸ ὡραιότερο στὸν
κόσμο. Γι᾿ αὐτό, ὄχι μόνο στὴν ἐκκλησία πρέπει νὰ τ᾿ ἀκοῦμε, ἀλλὰ καὶ στὸ
σπίτι νὰ ὑπάρχῃ. Νὰ τὸ διαβάζῃ ὁ πατέρας ἡ μητέρα τὰ παιδιά, γιὰ νὰ ἁγιάζωνται.
Κι ὅπως στὸ σπίτι δὲν λείπει τὸ ψωμί, ἔτσι δὲν πρέπει νὰ λείπῃ καὶ τὸ Εὐαγγέλιο.
Τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε ἡ τροφὴ τῆς ψυχῆς.
–Τί εἶν᾿ αὐτὰ ποὺ λὲς τώρα; Αὐτὰ πίστευαν οἱ γιαγιάδες μας, ὄχι ἐμεῖς. Ὑπάρχει κόλασι, ὑπάρχει παράδεισος, ὑπάρχει αἰώνια ζωή;…
Ὑπάρχει! Ποιός τὸ βεβαιώνει; Ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Γραφή. Κι ὅσο βέβαιος εἶσαι ὅτι ὑπάρχει ἥλιος, ἀστέρια, βουνά, λαγκάδια, Αὐστραλία, Ἀμερική, τόσο βέβαιος νὰ εἶσαι ὅτι ὑπάρχει ὁ ἄλλος κόσμος· καὶ πρέπει ἀπὸ τώρα νὰ φροντίζουμε ὅλοι γιὰ ἐκεῖ ποὺ θὰ πᾶμε.
Αὐτὸ ἀπασχολοῦσε καὶ τὸν ἄνθρωπο τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου. Εἶπε στὸ Χριστό· «Διδάσκαλε ἀγαθέ», τί νὰ κάνω γιὰ νὰ κληρονομήσω τὴν αἰώνιο ζωή; (ἔ.ἀ. 18,18). Τώρα, μέσα σὲ χιλιάδες ἀνθρώπους, εἶνε ζήτημα ἂν βρίσκεται ἕνας ποὺ νὰ σκέπτεται ἔτσι.
Προσέξατε πῶς προσφωνεῖ τὸ Χριστό; «Διδάσκαλε ἀγαθέ». Γιατὶ ὄντως ὁ Χριστὸς δίδαξε τὰ πιὸ ὡραῖα λόγια στὸν κόσμο. Καὶ ὁ Χριστὸς τί ἀπήντησε σ᾿ αὐτό· –Δὲν ὑπάρχει, λέει, ἄλλος ἀγαθὸς παρὰ μόνο ἕνας, ὁ Θεός.
Σκανδαλίζεται κανεὶς ἀκούγοντας τὸ λόγο αὐτό. Οἱ δὲ χιλιασταὶ μᾶς λένε· Νά κι ὁ Χριστὸς δὲν θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του Θεό… Κάνουν λάθος. Ὁ Χριστὸς εἶνε Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, Θεάνθρωπος. Ἐδῶ λοιπὸν μιλάει ὡς ἄνθρωπος, καὶ θὰ ἐξηγήσουμε γιατί. Ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε Θεὸς τὸ φωνάζουν τὰ ἔργα καὶ τὰ λόγια του, τὰ θαύματα καὶ οἱ προφητεῖες του, τὸ φωνάζουν ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι. Κι ἂν ἐμεῖς τὸ ἀρνηθοῦμε, καὶ οἱ πέτρες θὰ φωνάξουν· «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν» (Φιλ. 2,11 & θ. Λειτ.).
Ἅγιος καὶ Θεὸς λοιπὸν ὁ Χριστός. –Καὶ γιατί ἐδῶ μιλάει ὡς ἄνθρωπος καὶ λέει «Οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός»; (Λουκ. 18,19). Διότι αὐτὸς ποὺ τοῦ ἔκανε τὴν ἐρώτησι δὲν τὸν πίστευε ὡς Θεό· τὸν θεωροῦσε ἄνθρωπο. Τοῦ ἀπαντᾷ λοιπὸν ἀνάλογα μὲ τὴν ἰδέα ποὺ εἶχε. Σὰν νὰ τοῦ λέῃ· Ἐφ᾿ ὅσον μὲ θεωρεῖς ἄνθρωπο, γιατί μὲ λὲς ἀγαθό; Ἐὰν μὲ πιστεύῃς ὡς Θεό, τότε «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν».
Ἀφοῦ λοιπὸν μόνο ἐκεῖνος εἶνε ἅγιος καὶ Θεός, ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, ὅλοι ἀνεξαιρέτως, τί εἴμαστε; Ἁμαρτωλοί. Τί θὰ πῇ ἁμαρτωλός; Ἐκεῖνος ποὺ ἔκλεισε τ᾿ αὐτιά του καὶ δὲν ἀκούει τὸ Θεό, ἀλλὰ παραβαίνει τὶς ἐντολές του.
Ποιές εἶνε οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ; Ὅπως ξέρουμε, δέκα ἐντολὲς ἔδωσε πάνω στὸ ὄρος Σινὰ στὸ Μωϋσῆ. Δέκα εἶνε τὰ δάχτυλά μας, δέκα καὶ οἱ ἐντολές. Κόβεις ἕνα δάχτυλό σου; Δὲν τὸ κόβεις. Ὅπως λοιπὸν δὲν κόβεις οὔτε ἕνα δάχτυλό σου, ἔτσι δὲν πρέπει νὰ κόψῃς – νὰ παραβῇς οὔτε μία ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Καὶ σήμερα στὸ εὐαγγέλιο ὁ Χριστός, ἀπαντώντας στὸν πλούσιο, ὑπενθύμισε μερικὲς ἀπὸ τὶς ἐντολές, ὄχι ὅλες. Μιλάει ὁ Θεὸς καὶ τί λέει;
⃝ Μία ἐντολὴ εἶνε· «Μὴ μοιχεύσῃς» (Λουκ. 18,20). Δηλαδή, ὁ ἄντρας νὰ μὴν ἀφήσῃ τὴ γυναῖκα του καὶ πάῃ μὲ ἄλλη, νὰ μὴν ἀγγίξῃ σὲ ξένη γυναῖκα. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὴ γυναῖκα· δὲν ἐπιτρέπεται ν᾿ ἀφήσῃ ἐκεῖνον ποὺ στεφανώθηκε καὶ νὰ σμίγῃ μὲ ἄλλον. Ὅποιος χωρίσῃ ἀντρόγυνο, κάνει μεγάλη ἁμαρτία. Προτιμότερο νὰ γκρεμίσῃς μιὰ ἐκκλησία, παρὰ νὰ διαλύσῃς μιὰ οἰκογένεια. Φωτιά, κόλασις εἶνε ἡ μοιχεία καὶ ἡ πορνεία. Στὰ παλιὰ τὰ εὐλογημένα χρόνια, ποὺ δὲν εἶχαν ῥαδιόφωνα τηλεοράσεις κι ὅλα αὐτὰ ποὺ ἔχουμε ἐμεῖς σήμερα, σέβονταν τὸ γάμο. Διαζύγιο δὲν ὑπῆρχε. Ἑκατὸ χρόνια νὰ περνοῦσαν, κανείς δὲν χώριζε. Μόνο τὸ φτυάρι τοῦ νεκροθάφτη χώριζε τὸ ἀντρόγυνο. Τώρα; Σὰν τὰ ζῷα καὶ χειρότερα ἀπὸ τὰ ζῷα. Καὶ γελοῦν καὶ κοροϊδεύουν καὶ διηγοῦνται τὰ «κατορθώματά» τους. «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη!» (Ματθ. 17,17). «Μὴ μοιχεύσῃς», λέει ὁ Θεός· ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀκούει.
⃝ Ἄλλη ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ ὁρίζει· «Μὴ φονεύσῃς» (ἔ.ἀ.). Ἡ ζωὴ εἶνε ἀπὸ τὸ Θεό. Δὲν μπορεῖ νὰ δημιουργήσῃ ζωὴ ὁ ἄνθρωπος· ὄχι ἄνθρωπο, ἀλλ᾿ οὔτ᾿ ἕνα μυρμηγκάκι δὲν φτειάνει. Ἐκεῖνο λοιπὸν ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ φτειάσῃς, μὴν τὸ καταστρέφεις· σεβάσου τὴ ζωὴ τοῦ ἄλλου. Τηροῦμε ὅμως τὴν ἐντολὴ αὐτή; Δυστυχῶς! Ποτέ ἄλλοτε δὲν σκοτώθηκαν τόσοι ἄνθρωποι ὅσοι ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας. Στὸν πρῶτο παγκόσμιο πόλεμο 45.000.000 νεκροί· στὸ δεύτερο 55.000.000 νεκροί· κι ἂν γίνῃ τρίτος, τὰ θύματα θά εἶνε πολὺ περισσότερα. Ἔννοια σου! γλέντα, διασκέδαζε, βγάζε τὰ μάτια σου, μὴ σέβεσαι τίποτε, καὶ ἔρχεται ἡ δικαία τιμωρία. –«Μὴ μοιχεύσῃς», λέει ὁ Θεός. –Ὄχι, ἐγὼ θὰ μοιχεύω. –«Μὴ φονεύσῃς». –Ὄχι, θὰ φονεύω, λέει ὁ ἄνθρωπος. Ἀλλ᾿ ὅποιος πάει κόντρα μὲ τὸ Θεό, θὰ καταστραφῇ, θὰ γίνῃ σκόνη.
⃝ Ποιά ἄλλη ἐντολὴ ὑπενθυμίζει ὁ Κύριος; «Μὴ κλέψῃς» (ἔ.ἀ.). Τὰ χεράκια σου μὴν πειράξουν ξένα πράγματα. Χρυσάφι νὰ τρέχῃ στὰ πόδια σου, μὴ τ᾿ ἀγγίξῃς, ἀφοῦ δὲν σοῦ ἀνήκει. Ἔχεις δικά σου ἑκατὸ πρόβατα, λέει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός· θέ᾿ς νὰ τὰ χάσῃς; βάλε μέσ᾿ στὸ κοπάδι σου ἕνα κλεμμένο, καὶ θὰ τὰ χάσῃς ὅλα!… Ἡ κλεψιὰ εἶνε κατάρα. Τηροῦμε λοιπὸν τὴν ἐντολὴ αὐτή; Δὲ᾿ βαριέσαι! τίποτε. Ἀπόδειξις· ἀστυνομία φυλάει στὶς πόλεις καὶ ἀγροφύλακες τὰ χωράφια, ἐνῷ στὰ παλιὰ χρόνια οὔτε ἀστυφύλακας οὔτε ἀγροφύλακας ὑπῆρχε· δὲν ἄγγιζε κανείς ξένα πράγματα.
⃝ Τὸ «Μὴ μοιχεύσῃς» δὲν τὸ τηροῦμε, τὸ «Μὴ φονεύσῃς» δὲν τὸ τηροῦμε, τὸ «Μὴ κλέψῃς» δὲν τὸ τηροῦμε. Μιὰ ἄλλη ἐντολὴ ὁρίζει· «Μὴ ψευδομαρτυρήσῃς» (ἔ.ἀ.). Νὰ μὴν πᾷς δηλαδὴ στὸ δικαστήριο καὶ ἁπλώσῃς τὸ βρωμερό σου χέρι ἐπάνω στὸ Εὐαγγέλιο καὶ πάρῃς ψεύτικο ὅρκο· γιατὶ ὁ Θεὸς στὴν Καινὴ Διαθήκη ἀπαγορεύει τὸν ὅρκο ἀπολύτως (βλ. Ματθ. 5,34). Τηροῦμε τὴν ἐντολὴ αὐτή; Ἄλλοτε ὁ λόγος ἦταν συμβόλαιο· τὸ «ναὶ ναί» καὶ τὸ «οὒ οὔ» (ἔ.ἀ. 5,37). Τώρα; χιλιάδες κάθε μέρα στὰ δικαστήρια παλαμίζουν τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ψευδομαρτυροῦν. Κολάζουν καὶ κολάζονται.
⃝ Τέλος τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο μᾶς ὑπενθυμίζει μία ἀκόμη ἐντολή· «Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου» (Λουκ. 18,20). Κανείς δὲν βγῆκε ἀπὸ βράχο· ὅλοι μας γεννηθήκαμε ἀπὸ μιὰ μάνα, ποὺ μᾶς πῆρε βρέφη – μιὰ μύξα καὶ μᾶς ἀνέστησε, κι ἀπὸ ἕνα πατέρα, ποὺ κοπίασε καὶ μόχθησε γιὰ νὰ μᾶς κάνῃ ἀνθρώπους. Ὕστερα ἀπὸ τὸ Θεὸ ἔρχεται ὁ πατέρας καὶ ἡ μάνα. Γι᾿ αὐτὸ ἔχεις καθῆκον ἱερὸ νὰ τοὺς σεβαστῇς. Ἀλλὰ κι αὐτὴ ἡ ἐντολὴ καταπατεῖται. Παιδιὰ βγάζουν γλῶσσα καὶ μερικὰ ἔχουν τέτοια αὐθάδεια, ὥστε σηκώνουν καὶ χέρι στὴ μάνα καὶ τὸν πατέρα. Σὲ τί χρόνια φτάσαμε! Κατηραμένα – μαρμαρωμένα τὰ χέρια ποὺ χτυποῦν πατέρα καὶ μάνα.
Καὶ αὐτὲς εἶνε πέντε μόνο ἐντολές. Ὑπάρχουν κι ἄλλες. Ὑπάρχει δὲ καὶ ἡ ἀκόμα πιὸ μεγάλη ἐντολή, τὸ «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ἰω. 13,34), ν᾿ ἀγαπάῃ ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Ὑπάρχουν ὡραιότερα λόγια; Αὐτὰ δίδαξε ὁ Χριστός. Κι ὅμως ἐμεῖς δὲν τὰ τηροῦμε. Ἁμαρτάνουμε. Εἴμαστε ἁμαρτωλοί. Καὶ ὡς ἁμαρτωλοὶ μᾶς ἀξίζει τιμωρία. Ἀλλ᾿ ὁ Χριστὸς εἶνε εὔσπλαχνος καὶ φιλάνθρωπος. Δὲν μᾶς συνερίζεται. Ἂν μᾶς συνεριζόταν, θ᾿ ἄνοιγε τὴ γῆ νὰ μᾶς θάψῃ, θά ᾿κανε τ᾿ ἀστέρια ἀστροπελέκια στὰ κεφάλια μας, θ᾿ ἄφηνε τὰ ποτάμια νὰ φουσκώσουν καὶ νὰ μᾶς πνίξουν. Μᾶς ἀνέχεται ὁ Θεός, γιατὶ μᾶς ἀγαπάει καὶ περιμένει τὴ μετάνοιά μας. Περιμένει ἕνα δάκρυ μετανοίας. Δῶστε μου ἕνα δάκρυ· δάκρυ γιὰ τὶς πορνεῖες, γιὰ τὶς μοιχεῖες, γιὰ τὶς κλοπές, γιὰ τὶς ἀτιμίες, γιὰ τὶς ἀσέβειες στοὺς γονεῖς… Τὸ δάκρυ αὐτὸ γίνεται διαμάντι μπροστὰ στὸ Θεό.
Αὐτὰ εἶχα νὰ σᾶς πῶ σήμερα. Σᾶς εὐλογῶ καὶ εὔχομαι ὁ Θεὸς νὰ εἶνε πάντα μαζί σας.
* * *
Τί λέει τὸ εὐαγγέλιο σήμερα; Ὁμιλεῖ
γιὰ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ πῆγε καὶ γονάτισε μπροστὰ στὸ Χριστό. Τί ἤθελε; φτωχὸς ἦταν
καὶ ζητοῦσε ἐλεημοσύνη; ἄρρωστος ἦταν καὶ ζητοῦσε θεραπεία; Ὄχι. Καὶ νέος ἦταν,
καὶ ὑγιὴς ἦταν, καὶ «πλούσιος σφόδρα» (Λουκ. 18,23) ἦταν. Τὰ εἶχε ὅλα, μὰ δὲν ἔμενε
εὐχαριστημένος. Κάτι ἄλλο ζητοῦσε. Διότι παραπάνω ἀπὸ τὰ λεφτά, τὶς
διασκεδάσεις, τὰ γλέντια εἶνε κάτι ἄλλο, ποὺ δὲν τὸ σκεπτόμαστε. Γιὰ ὅλα συζητοῦμε,
ἀλλ᾿ αὐτὸ τὸ περιφρονοῦμε. Ποιό εἶνε; Ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς, πῶς θὰ σωθῇ ἡ ψυχή
μας. Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶνε σὰν τὸ ζῷο ποὺ ψοφάει· ὅταν πεθαίνῃ πάει σ᾿ ἕναν ἄλλο
κόσμο. Ὑπάρχει αἰώνιος ζωή, παράδεισος καὶ κόλασι.–Τί εἶν᾿ αὐτὰ ποὺ λὲς τώρα; Αὐτὰ πίστευαν οἱ γιαγιάδες μας, ὄχι ἐμεῖς. Ὑπάρχει κόλασι, ὑπάρχει παράδεισος, ὑπάρχει αἰώνια ζωή;…
Ὑπάρχει! Ποιός τὸ βεβαιώνει; Ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Γραφή. Κι ὅσο βέβαιος εἶσαι ὅτι ὑπάρχει ἥλιος, ἀστέρια, βουνά, λαγκάδια, Αὐστραλία, Ἀμερική, τόσο βέβαιος νὰ εἶσαι ὅτι ὑπάρχει ὁ ἄλλος κόσμος· καὶ πρέπει ἀπὸ τώρα νὰ φροντίζουμε ὅλοι γιὰ ἐκεῖ ποὺ θὰ πᾶμε.
Αὐτὸ ἀπασχολοῦσε καὶ τὸν ἄνθρωπο τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου. Εἶπε στὸ Χριστό· «Διδάσκαλε ἀγαθέ», τί νὰ κάνω γιὰ νὰ κληρονομήσω τὴν αἰώνιο ζωή; (ἔ.ἀ. 18,18). Τώρα, μέσα σὲ χιλιάδες ἀνθρώπους, εἶνε ζήτημα ἂν βρίσκεται ἕνας ποὺ νὰ σκέπτεται ἔτσι.
Προσέξατε πῶς προσφωνεῖ τὸ Χριστό; «Διδάσκαλε ἀγαθέ». Γιατὶ ὄντως ὁ Χριστὸς δίδαξε τὰ πιὸ ὡραῖα λόγια στὸν κόσμο. Καὶ ὁ Χριστὸς τί ἀπήντησε σ᾿ αὐτό· –Δὲν ὑπάρχει, λέει, ἄλλος ἀγαθὸς παρὰ μόνο ἕνας, ὁ Θεός.
Σκανδαλίζεται κανεὶς ἀκούγοντας τὸ λόγο αὐτό. Οἱ δὲ χιλιασταὶ μᾶς λένε· Νά κι ὁ Χριστὸς δὲν θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του Θεό… Κάνουν λάθος. Ὁ Χριστὸς εἶνε Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, Θεάνθρωπος. Ἐδῶ λοιπὸν μιλάει ὡς ἄνθρωπος, καὶ θὰ ἐξηγήσουμε γιατί. Ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε Θεὸς τὸ φωνάζουν τὰ ἔργα καὶ τὰ λόγια του, τὰ θαύματα καὶ οἱ προφητεῖες του, τὸ φωνάζουν ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι. Κι ἂν ἐμεῖς τὸ ἀρνηθοῦμε, καὶ οἱ πέτρες θὰ φωνάξουν· «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν» (Φιλ. 2,11 & θ. Λειτ.).
Ἅγιος καὶ Θεὸς λοιπὸν ὁ Χριστός. –Καὶ γιατί ἐδῶ μιλάει ὡς ἄνθρωπος καὶ λέει «Οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός»; (Λουκ. 18,19). Διότι αὐτὸς ποὺ τοῦ ἔκανε τὴν ἐρώτησι δὲν τὸν πίστευε ὡς Θεό· τὸν θεωροῦσε ἄνθρωπο. Τοῦ ἀπαντᾷ λοιπὸν ἀνάλογα μὲ τὴν ἰδέα ποὺ εἶχε. Σὰν νὰ τοῦ λέῃ· Ἐφ᾿ ὅσον μὲ θεωρεῖς ἄνθρωπο, γιατί μὲ λὲς ἀγαθό; Ἐὰν μὲ πιστεύῃς ὡς Θεό, τότε «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν».
Ἀφοῦ λοιπὸν μόνο ἐκεῖνος εἶνε ἅγιος καὶ Θεός, ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, ὅλοι ἀνεξαιρέτως, τί εἴμαστε; Ἁμαρτωλοί. Τί θὰ πῇ ἁμαρτωλός; Ἐκεῖνος ποὺ ἔκλεισε τ᾿ αὐτιά του καὶ δὲν ἀκούει τὸ Θεό, ἀλλὰ παραβαίνει τὶς ἐντολές του.
Ποιές εἶνε οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ; Ὅπως ξέρουμε, δέκα ἐντολὲς ἔδωσε πάνω στὸ ὄρος Σινὰ στὸ Μωϋσῆ. Δέκα εἶνε τὰ δάχτυλά μας, δέκα καὶ οἱ ἐντολές. Κόβεις ἕνα δάχτυλό σου; Δὲν τὸ κόβεις. Ὅπως λοιπὸν δὲν κόβεις οὔτε ἕνα δάχτυλό σου, ἔτσι δὲν πρέπει νὰ κόψῃς – νὰ παραβῇς οὔτε μία ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Καὶ σήμερα στὸ εὐαγγέλιο ὁ Χριστός, ἀπαντώντας στὸν πλούσιο, ὑπενθύμισε μερικὲς ἀπὸ τὶς ἐντολές, ὄχι ὅλες. Μιλάει ὁ Θεὸς καὶ τί λέει;
⃝ Μία ἐντολὴ εἶνε· «Μὴ μοιχεύσῃς» (Λουκ. 18,20). Δηλαδή, ὁ ἄντρας νὰ μὴν ἀφήσῃ τὴ γυναῖκα του καὶ πάῃ μὲ ἄλλη, νὰ μὴν ἀγγίξῃ σὲ ξένη γυναῖκα. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὴ γυναῖκα· δὲν ἐπιτρέπεται ν᾿ ἀφήσῃ ἐκεῖνον ποὺ στεφανώθηκε καὶ νὰ σμίγῃ μὲ ἄλλον. Ὅποιος χωρίσῃ ἀντρόγυνο, κάνει μεγάλη ἁμαρτία. Προτιμότερο νὰ γκρεμίσῃς μιὰ ἐκκλησία, παρὰ νὰ διαλύσῃς μιὰ οἰκογένεια. Φωτιά, κόλασις εἶνε ἡ μοιχεία καὶ ἡ πορνεία. Στὰ παλιὰ τὰ εὐλογημένα χρόνια, ποὺ δὲν εἶχαν ῥαδιόφωνα τηλεοράσεις κι ὅλα αὐτὰ ποὺ ἔχουμε ἐμεῖς σήμερα, σέβονταν τὸ γάμο. Διαζύγιο δὲν ὑπῆρχε. Ἑκατὸ χρόνια νὰ περνοῦσαν, κανείς δὲν χώριζε. Μόνο τὸ φτυάρι τοῦ νεκροθάφτη χώριζε τὸ ἀντρόγυνο. Τώρα; Σὰν τὰ ζῷα καὶ χειρότερα ἀπὸ τὰ ζῷα. Καὶ γελοῦν καὶ κοροϊδεύουν καὶ διηγοῦνται τὰ «κατορθώματά» τους. «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη!» (Ματθ. 17,17). «Μὴ μοιχεύσῃς», λέει ὁ Θεός· ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀκούει.
⃝ Ἄλλη ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ ὁρίζει· «Μὴ φονεύσῃς» (ἔ.ἀ.). Ἡ ζωὴ εἶνε ἀπὸ τὸ Θεό. Δὲν μπορεῖ νὰ δημιουργήσῃ ζωὴ ὁ ἄνθρωπος· ὄχι ἄνθρωπο, ἀλλ᾿ οὔτ᾿ ἕνα μυρμηγκάκι δὲν φτειάνει. Ἐκεῖνο λοιπὸν ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ φτειάσῃς, μὴν τὸ καταστρέφεις· σεβάσου τὴ ζωὴ τοῦ ἄλλου. Τηροῦμε ὅμως τὴν ἐντολὴ αὐτή; Δυστυχῶς! Ποτέ ἄλλοτε δὲν σκοτώθηκαν τόσοι ἄνθρωποι ὅσοι ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας. Στὸν πρῶτο παγκόσμιο πόλεμο 45.000.000 νεκροί· στὸ δεύτερο 55.000.000 νεκροί· κι ἂν γίνῃ τρίτος, τὰ θύματα θά εἶνε πολὺ περισσότερα. Ἔννοια σου! γλέντα, διασκέδαζε, βγάζε τὰ μάτια σου, μὴ σέβεσαι τίποτε, καὶ ἔρχεται ἡ δικαία τιμωρία. –«Μὴ μοιχεύσῃς», λέει ὁ Θεός. –Ὄχι, ἐγὼ θὰ μοιχεύω. –«Μὴ φονεύσῃς». –Ὄχι, θὰ φονεύω, λέει ὁ ἄνθρωπος. Ἀλλ᾿ ὅποιος πάει κόντρα μὲ τὸ Θεό, θὰ καταστραφῇ, θὰ γίνῃ σκόνη.
⃝ Ποιά ἄλλη ἐντολὴ ὑπενθυμίζει ὁ Κύριος; «Μὴ κλέψῃς» (ἔ.ἀ.). Τὰ χεράκια σου μὴν πειράξουν ξένα πράγματα. Χρυσάφι νὰ τρέχῃ στὰ πόδια σου, μὴ τ᾿ ἀγγίξῃς, ἀφοῦ δὲν σοῦ ἀνήκει. Ἔχεις δικά σου ἑκατὸ πρόβατα, λέει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός· θέ᾿ς νὰ τὰ χάσῃς; βάλε μέσ᾿ στὸ κοπάδι σου ἕνα κλεμμένο, καὶ θὰ τὰ χάσῃς ὅλα!… Ἡ κλεψιὰ εἶνε κατάρα. Τηροῦμε λοιπὸν τὴν ἐντολὴ αὐτή; Δὲ᾿ βαριέσαι! τίποτε. Ἀπόδειξις· ἀστυνομία φυλάει στὶς πόλεις καὶ ἀγροφύλακες τὰ χωράφια, ἐνῷ στὰ παλιὰ χρόνια οὔτε ἀστυφύλακας οὔτε ἀγροφύλακας ὑπῆρχε· δὲν ἄγγιζε κανείς ξένα πράγματα.
⃝ Τὸ «Μὴ μοιχεύσῃς» δὲν τὸ τηροῦμε, τὸ «Μὴ φονεύσῃς» δὲν τὸ τηροῦμε, τὸ «Μὴ κλέψῃς» δὲν τὸ τηροῦμε. Μιὰ ἄλλη ἐντολὴ ὁρίζει· «Μὴ ψευδομαρτυρήσῃς» (ἔ.ἀ.). Νὰ μὴν πᾷς δηλαδὴ στὸ δικαστήριο καὶ ἁπλώσῃς τὸ βρωμερό σου χέρι ἐπάνω στὸ Εὐαγγέλιο καὶ πάρῃς ψεύτικο ὅρκο· γιατὶ ὁ Θεὸς στὴν Καινὴ Διαθήκη ἀπαγορεύει τὸν ὅρκο ἀπολύτως (βλ. Ματθ. 5,34). Τηροῦμε τὴν ἐντολὴ αὐτή; Ἄλλοτε ὁ λόγος ἦταν συμβόλαιο· τὸ «ναὶ ναί» καὶ τὸ «οὒ οὔ» (ἔ.ἀ. 5,37). Τώρα; χιλιάδες κάθε μέρα στὰ δικαστήρια παλαμίζουν τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ψευδομαρτυροῦν. Κολάζουν καὶ κολάζονται.
⃝ Τέλος τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο μᾶς ὑπενθυμίζει μία ἀκόμη ἐντολή· «Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου» (Λουκ. 18,20). Κανείς δὲν βγῆκε ἀπὸ βράχο· ὅλοι μας γεννηθήκαμε ἀπὸ μιὰ μάνα, ποὺ μᾶς πῆρε βρέφη – μιὰ μύξα καὶ μᾶς ἀνέστησε, κι ἀπὸ ἕνα πατέρα, ποὺ κοπίασε καὶ μόχθησε γιὰ νὰ μᾶς κάνῃ ἀνθρώπους. Ὕστερα ἀπὸ τὸ Θεὸ ἔρχεται ὁ πατέρας καὶ ἡ μάνα. Γι᾿ αὐτὸ ἔχεις καθῆκον ἱερὸ νὰ τοὺς σεβαστῇς. Ἀλλὰ κι αὐτὴ ἡ ἐντολὴ καταπατεῖται. Παιδιὰ βγάζουν γλῶσσα καὶ μερικὰ ἔχουν τέτοια αὐθάδεια, ὥστε σηκώνουν καὶ χέρι στὴ μάνα καὶ τὸν πατέρα. Σὲ τί χρόνια φτάσαμε! Κατηραμένα – μαρμαρωμένα τὰ χέρια ποὺ χτυποῦν πατέρα καὶ μάνα.
* * *
Αὐτὰ μᾶς λέει τὸ εὐαγγέλιο
σήμερα. Ποιός ὅμως τ᾿ ἀκούει; Ἄλλα λόγια τεντώνουμε τὸ αὐτάκι μας νὰ τ᾿ ἀκούσουμε·
τὰ χρυσᾶ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ μας δὲν τ᾿ ἀκοῦμε.Καὶ αὐτὲς εἶνε πέντε μόνο ἐντολές. Ὑπάρχουν κι ἄλλες. Ὑπάρχει δὲ καὶ ἡ ἀκόμα πιὸ μεγάλη ἐντολή, τὸ «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ἰω. 13,34), ν᾿ ἀγαπάῃ ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Ὑπάρχουν ὡραιότερα λόγια; Αὐτὰ δίδαξε ὁ Χριστός. Κι ὅμως ἐμεῖς δὲν τὰ τηροῦμε. Ἁμαρτάνουμε. Εἴμαστε ἁμαρτωλοί. Καὶ ὡς ἁμαρτωλοὶ μᾶς ἀξίζει τιμωρία. Ἀλλ᾿ ὁ Χριστὸς εἶνε εὔσπλαχνος καὶ φιλάνθρωπος. Δὲν μᾶς συνερίζεται. Ἂν μᾶς συνεριζόταν, θ᾿ ἄνοιγε τὴ γῆ νὰ μᾶς θάψῃ, θά ᾿κανε τ᾿ ἀστέρια ἀστροπελέκια στὰ κεφάλια μας, θ᾿ ἄφηνε τὰ ποτάμια νὰ φουσκώσουν καὶ νὰ μᾶς πνίξουν. Μᾶς ἀνέχεται ὁ Θεός, γιατὶ μᾶς ἀγαπάει καὶ περιμένει τὴ μετάνοιά μας. Περιμένει ἕνα δάκρυ μετανοίας. Δῶστε μου ἕνα δάκρυ· δάκρυ γιὰ τὶς πορνεῖες, γιὰ τὶς μοιχεῖες, γιὰ τὶς κλοπές, γιὰ τὶς ἀτιμίες, γιὰ τὶς ἀσέβειες στοὺς γονεῖς… Τὸ δάκρυ αὐτὸ γίνεται διαμάντι μπροστὰ στὸ Θεό.
Αὐτὰ εἶχα νὰ σᾶς πῶ σήμερα. Σᾶς εὐλογῶ καὶ εὔχομαι ὁ Θεὸς νὰ εἶνε πάντα μαζί σας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου