Ο ΥΜΝΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
ΔΙΑΚΟΣΙΩΝ ΕΤΩΝ
ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ Ν. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Φέτος ο Ελληνισμός εορτάζει μια σημαντική επέτειο: τα διακόσια χρόνια
της σύνθεσης του Εθνικού μας Ύμνου από τον μεγάλο ποιητή μας Διονύσιο
Σολωμό.
Στον λόφο του Στράνη, στη Ζάκυνθο, ο 25 μόλις ετών μεγαλοφυής Ποιητής,
μέσα σε ένα μήνα, τον Μάιο του 1823, συνθέτει τον Ύμνο με τον οποίο «δίδει όχι
μόνο τον λυρικόν του ενθουσιασμόν, τα κυριώτερα στάδια της Επαναστάσεως κατά τα
δύο πρώτα έτη, κατά ξηράν και κατά θάλασσαν, την εκπολιόρκησιν της
Τριπολιτσάς... την πολιορκίαν του Μεσολογγίου..., την θανάτωσιν του Πατριάρχου,
τον κοινόν αγώνα της Ελλάδος – Ελευθερίας και της Θρησκείας, αλλά και νουθετεί
τους μαχομένους Έλληνας κατά της επαράτου Διχονοίας», όπως γράφει ο
αείμνηστος καθηγητής Ν.Β. Τωμαδάκης[1].
Και ο Κ.Θ. Δημαράς (1904-1992) σε ραδιοφωνική του ομιλία, στις 25 Μαρτίου
1946, είπε μεταξύ άλλων:
«Ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν του Σολωμού είναι – στην ποιητική περιοχή – μια
γενναία πράξη, όμοια με τις πράξεις των συναδέλφων του στ’ άρματα...
Είναι έργο πηγαίο, ορμητικό, νεανικό – 25 χρονών ήταν τότε ο Σολωμός.
Σαν να είχε ωριμάσει από καιρό μέσα του ξεπετά τώρα έτοιμο μονομιάς, όπως
μονομιάς ξεπετά και αστράφτει εμπρός στα μάτια του σαν γνώριμη από καιρό η
μορφή της Ελευθερίας:
Σ ε γ ν ω ρ ί ζ ω από την κόψη
Του σπαθιού την τρομερή
Σ ε γ ν ω ρ ί ζ ω από την όψη
Που με βία μετράει τη γη»
[2].
Ο Διονύσιος Σολωμός στον «ΥΜΝΟΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ» είναι
ο πρώτος που τονίζει τη συνέχεια του Ελληνισμού, από τους αρχαίους
χρόνους έως τις ημέρες του, πριν από τους ιστορικούς Ζαμπέλιο και
Παπαρρηγόπουλο. Σημειώνει ότι «εκφωνεί φιλελεύθερα τραγούδια σαν τον Πίνδαρο».
Επικαλείται τους τριακόσιους του Λεωνίδα και τονίζει στην 78η στροφή:
«Ω τρακόσιοι! Σηκωθήτε
Και ξανάλθετε σ΄ εμάς.
Τα παιδιά σας θέλ’ ιδήτε
Πόσο μοιάζουνε με σας».
Ο Τωμαδάκης στο ίδιο βιβλίο του γράφει, επίσης, ότι αυτή η στροφή για τους
τριακόσιους του Λεωνίδα «περνά πέραν από την ποίησιν και εγγίζει την αλήθειαν
της Ιστορίας, επικυρώνει την συνέχειαν του Ελληνισμού από την αρχαιότητα μέχρι
της Επαναστάσεως, γεγονός το οποίον ακόμη δεν είχε τότε αναγνωρισθή από τους
Ευρωπαίους και από τους ιστορικούς, οι οποίοι ενόμιζον ότι με την πτώσιν της
Ελλάδος υπό τους Ρωμαίους (146 π.Χ) υπετάγη και εχάθη ο Ελληνισμός»[3].
Οι Έλληνες στη συνέχεια της ιστορικής πορείας τους, γράφει ο Σολωμός,
αγκαλιάζουν τον Ιησού Χριστό, ως Λυτρωτή και συμπαραστάτη τους. Γράφει στην 97η στροφή:
«Με φωνή που καταπείθει
Προχωρώντας ομιλείς,
Σήμερ’ άπιστοι, εγεννήθη,
Ναι, του κόσμου ο Λυτρωτής».
Θυμωμένος από τη βαρβαρότητα των Τούρκων στην Κωνσταντινούπολη γράφει
στις στροφές 113 και 114:
«Και εκεί πού ’ναι η Αγία Σοφία,
Μες’ τους λόφους τους επτά,
Όλα τ’ άψυχα κορμία,
Βραχοσύντριφτα, γυμνά,
Σωριασμένα να τα σπρώξη
Η κατάρα του Θεού
Κι΄ από κει να τα μαζώξη
Ο αδελφός του φεγγαριού»
[4].
Αφού αναφέρει τα «περασμένα μεγαλεία» και τη μακροχρόνια σκλαβιά σημειώνει την
εθνεγερτική «πολεμόκραχτη φωνή του Ρήγα» στη στροφή 18 και τη θυσία του
Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ με την έναρξη της Επανάστασης. Γράφει στην 135η στροφή:
«Όλοι κλαύστε! Αποθαμένος
Ο αρχηγός της Εκκλησιάς,
Κλαύστε, κλαύστε, κρεμασμένος
Ωσάν να ’τανε φονιάς»...
Για τον Ρήγα και τον Σολωμό ο Λίνος Πολίτης σημειώνει πως «αν ο πρώτος
οραματίζεται και προγραμματίζει την Ανάσταση του Γένους, ο δεύτερος ψάλλει και
υμνεί την πραγματοποίησή της. Το ποίημα γραμμένο μέσα σε ένα μήνα, το Μάη του
1823, αντανακλά στον χαρμόσυνο και εμπνευσμένο τόνο του τα σύγχρονα
μεγάλα γεγονότα...Ο Σολωμός, είκοσι πέντε χρονών, καθιερώνεται εθνικός ποιητής»[5].
Ο Σολωμός, γράφει ο Λίνος Πολίτης, «όσο περνούν τα χρόνια, τόσο και παίρνει η
πίστη του ελληνικότερο χρώμα, αλλά και τόσο θεμελιώνεται και το ιδανικό της
πατρίδας στη θρησκευτική αυτή πίστη και παίρνει από εκεί δύναμη και βάθος. Το
πράμα αυτό εκφράζεται ποιητικά στον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν», στις στροφές που
περιγράφουν την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγιού και που είναι ίσως το
πραγματικό κορύφωμα του «Ύμνου» (στρ. 88-121)... Όταν τόσο σφικτά δεμένες είναι
στη συνείδηση του Σολωμού αυτές οι δύο έννοιες της Πίστης και της Πατρίδας,
φυσικό είναι το ποιητικό του ένστικτο να οδηγήσει μόνο του και σ’ ένα όσο
γίνεται πιο σφικτό εξωτερικό συνταίριασμά τους»[6].
Ο φίλος του Σολωμού, ο οποίος μελοποίησε τον Εθνικό μας Ύμνο σπουδαίος συνθέτης
και δάσκαλος Νικόλαος Χαλικιόπουλος Μάντζαρος (1795-1872) έγραψε γι’
αυτόν: «Αδιάφορος προς εξωτερικάς τινας πράξεις, αισθάνεται ζωηρώς την
θρησκείαν, επειδή με τρεις έρωτας τρέφει την ψυχήν του: του Θεού, του
πλησίον και κάθε χριστιανικής αρετής»[7]. Ο Ιωάννης Ηλιούδης σε άρθρο του
μνημονεύει τον καθηγητή Ν.Β. Τωμαδάκη, ο οποίος στο λήμμα για τον Διονύσιο
Σολωμό της Θρησκευτικής και Ηθικής Εγκυκλοπαιδείας (Αθήναι, 1967, στ. 276)
επισημαίνει ότι «πολλαί μαρτυρίαι συγχρόνων του συμφωνούν ότι ο Σολωμός εμελέτα
την Γραφήν, τους Πατέρας της Εκκλησίας και ότι έψαλλε τα κείμενα τής Ορθοδόξου
Υμνογραφίας». Ο Ιωάν. Ηλιούδης προσθέτει ότι ο Σολωμός γνώριζε τη βυζαντινή
μουσική και λαμβάνει το στιχουργικό πρότυπο του Ύμνου από την α΄ ωδή του
κανόνος εις το Γενέσιον της Θεοτόκου του Ιωάννου του Δαμασκηνού: «Τῷ
συντρίψαντι πολέμους».
Τῷ συντρίψαντι πολέμους/ ἐν βραχίονι αὐτοῦ
Σε γνωρίζω από την κόψη/ του σπαθιού την τρομερή[8].
Στην ίδια σελίδα ο Ιωάν. Ηλιούδης αντιγράφει από τον Φάνη
Μιχαλόπουλο τα ακόλουθα: «Μη ξεχνάμε ότι η μουσική του Μάντζαρου γράφτηκε με
την συνεργασία του ίδιου του Σολωμού, που παρακολουθούσε από κοντά τη
μελοποίηση του έργου του... Ο Σολωμός εξήρτα την δύναμιν του ποιήματός του εκ
της μουσικής εκείνου και ανελύετο εις δάκρυα εκ συγκινήσεως, διότι ο Μάντζαρος
κατόρθωσε να προσαρμόση εις το ύψος της ποιήσεώς του και το ύψος της εαυτού
μουσικής και τα εξ εκείνης εγειρόμενα αισθήματα...»[9].
Ένας από τους ποιητές μας που θαύμαζε το ταλέντο και τη σκέψη του Σολωμού ήταν
ο Γιώργος Σαραντάρης (1908-1941). Σε σκέψη του που δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά
από τον γράφοντα ο Σαραντάρης μας καλεί «να ακολουθήσουμε τον Σολωμό στα
ζωντανά του στοιχεία όπου να βρούμε πως το πνεύμα του κάνει ένα με το λεγόμενο
ελληνικό πνεύμα και πως το τελευταίο δεν είναι μία χίμαιρα, εφόσον δεν είναι
χίμαιρα η αισθητική αξία της σολωμικής ποίησης»[10]. Επίσης σε κριτική του για το έργο του Αναστασίου
Δρίβα ο ίδιος ο Σαραντάρης σημειώνει: «Δεν μπορείς να νιώσεις την πνοή της
σολωμικής ποίησης αν δεν νιώσεις ταυτόχρονα τι σημαίνει για τον Έλληνα το
Μεσολόγγι»[11].
Μετά την έκδοση του Ύμνου στη Γαλλία από τον φιλέλληνα λαογράφο Κλοντ Φοριέλ,
τυπώνεται και στο Μεσολόγγι, το 1825. Ο ιστορικός και, αργότερα πρωθυπουργός
της Ελλάδος Σπυρίδων Τρικούπης διερωτάται: «Ενώ καθένα από τα φωτισμένα Έθνη
της Ευρώπης διαβάζει εις την γλώσσαν του ποίημα του ομογενούς μας κυρίου
Σολωμού, ενώ τα κάλλη αυτού του ποιήματος έθελξαν των ξένων αναγνωστών την
καρδίαν και έπλεξαν φιλολογικόν στέφανον εις την κορυφήν του νέου ποιητού μας,
είναι δίκαιον μοναχή η Ελλάς να μη γνωρίζη ό,τι δοξάζει το τέκνον της και όσα
εγράφησαν δι’ αυτήν την ιδίαν, ενώ μάλιστα είναι η τρίτη φορά οπού τώρα
τυπώνεται;»[12]. Ο Σπ. Τρικούπης χωρίζει το ποίημα σε τμήματα.
Ξεκινά με το βγάλσιμο της Ελευθερίας από τα κόκκαλα των Ελλήνων τα ιερά και
οπλίζει το χέρι της με κοφτερή μάχαιρα για να εκδικηθεί τα τόσων αιώνων
ελληνικά αίματα και να ξεπλυθεί η ίδια από τον μολυσμό της δουλείας της. Μετά
αναφέρεται με αισθήματα χαράς και ενθουσιασμού στις έως το 1823 που γράφεται ο
Ύμνος, νίκες των Ελλήνων, στην άλωση της Τριπολιτσάς, στη μάχη στα Δερβενάκια
και στην Κόρινθο, στις επιτυχίες των ναυτικών μας, στην Πίστη των Ελλήνων
και τελειώνει προφητικά με την επισήμανση του πόσο επικίνδυνη είναι η διχόνοια,
που την έβλεπε να επέρχεται και με την έκκληση προς τις Χριστιανικές Μεγάλες
Δυνάμεις της Ευρώπης να βοηθήσουν την Ελλάδα, ώστε να νικήσει ο Σταυρός την
Ημισέληνο.
Αναφέρουμε κάποιες από τις τελευταίες στροφές του Εθνικού μας Ύμνου, που όπως
ξέρετε περιλαμβάνει 158 στροφές.
Για τη Διχόνοια, στροφές 144-147:
Η διχόνοια που βαστάει
Ένα σκήπτρο η δολερή,
Καθενός χαμογελάει
Πάρ΄ το, λέγοντας, και συ.
Κειό το σκήπτρο που σας δείχνει
Έχει αλήθεια ωραία θωριά.
Μην το πιάστε, γιατί ρίχνει
Εισέ δάκρυα θλιβερά.
Από στόμα οπού φθονάει,
Παλληκάρια, ας μην ΄πωθή,
Πως το χέρι σας κτυπάει
Του αδελφού την κεφαλή.
Μην ειπούν στο στοχασμό τους
Τα ξένα έθνη αληθινά:
Εάν μισούνται ανάμεσό τους
Δεν τους πρέπει ελευθεριά.
Και οι τελευταίες στροφές για τους Χριστιανούς ηγεμόνες της Ευρώπης:
Ω ακουσμένοι εις την ανδρείαν!...
Καταστήστε ένα Σταυρό
Και φωνάξετε με μία:
Βασιλείς, κοιτάξτ’ εδώ.
Το σημείον που προσκυνάτε
Είναι τούτο, και γι’ αυτό
Ματωμένους μας κοιτάτε
Στον αγώνα τον σκληρό.
Ακατάπαυστα το βρίζουν
Τα σκυλιά και το πατούν
Και τα τέκνα του αφανίζουν
Και την πίστη αναγελούν.
Εξ αιτίας του εσπάρθη, εχάθη
Αίμα αθώο χριστιανικό
Που φωνάζει από τα βάθη
νυκτός: Να ‘κδικηθώ....
Τι θα κάμετε; Θ’ αφήστε
Να αποκτήσωμεν εμείς
Λευθερίαν, ή θα την λύστε
Εξ αιτίας Πολιτικής;
Τούτο ανίσως μελετάτε
Ιδού, εμπρός σας τον Σταυρό.
Βασιλείς! Ελάτε, ελάτε
Και κτυπήστε κι εδώ.
Ο Σολωμός, ως ποιητής που βλέπει μακριά, επεσήμανε πολύ εύστοχα ότι η διχόνοια,
που μας κατατρύχει έως και σήμερα, εγκυμονεί για τον Ελληνισμό πολύ
μεγάλους κινδύνους, ως προς το πολυπόθητο αγαθό της Ελευθερίας, και μας έδωσε
τις σοφές συμβουλές του, τις οποίες επιβάλλεται να τηρούμε με απόλυτη ευλάβεια.
Προέβλεψε, βέβαια, και την πολιτική των Μεγάλων οι οποίες παραγνωρίζουν το
Δίκαιο εν ονόματι των γεωπολιτικών συμφερόντων τους και τις κάλεσε να τιμήσουν
τη χριστιανική τους ιδιότητα, διότι με τη στάση τους ουσιαστικά κτυπούν τον
Σταυρό του Κυρίου μας και τη χριστιανική μας πίστη.
Αυτή την επονείδιστη πολιτική τους την βιώσαμε και τη βιώνουμε με πόνο στη
Μεγαλόνησο Κύπρο μας. Ο βάρβαρος Αττίλας κατέχει το 38% του εδάφους της και
ξεριζώνει κάθε τι το ελληνικό και το χριστιανικό. Αλλά το ζήσαμε έντονα
και στην Ελλάδα, μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, όταν οι σύμμαχοι, παρ’ όλες
τις μεγαλοστομίες τους και τις υποσχέσεις τους ότι «θα μοιραστούμε μαζί τα
αγαθά της νίκης μας», μας ενέπαιξαν κατά επαίσχυντο τρόπο. Είναι,
δυστυχώς, μια πολιτική που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Και εσωτερικά, η Ιστορία μας, η Παράδοσή μας, οι αγώνες και οι θυσίες των Προγόνων
μας, του Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε΄, του Αρχιεπισκόπου της Κύπρου Κυπριανού,
τόσων άλλων Ιεραρχών και σεβαστών κληρικών, του Παπαφλέσσα, του Διάκου και
μοναχών, ξεχνιούνται, παύουν να είναι μια ζωντανή και ζωηφόρα πραγματικότητα,
γίνονται μια άψυχη σελίδα στα βιβλία της Ιστορίας...
Ο εθνικός μας ύμνος είχε περιπέτεια έως ότου καθιερωθεί και, κατά
μία εκδοχή, ακόμη δεν έχει αποκτήσει τυπική αναγνώριση... Ο πρώτος
βασιλιάς των Ελλήνων ο βαυαρός Όθωνας καθιέρωσε ως εθνικό ύμνο τον
της πατρίδας του, που ήταν πανομοιότυπος με τον αγγλικό «God save the King» (Ο
Θεός σώζοι τον Βασιλέα).
Με την έλευση του Γεωργίου του Α΄, το 1863, και την Ένωση της Επτανήσου
με την ελεύθερη Ελλάδα, ο Υπουργός των Ναυτικών Δ. Μπουντούρης, στις 4
Αυγούστου 1865, απευθύνει έγγραφο στο Υπουργείο των Εξωτερικών, με το οποίο
ζητεί να καθιερωθεί ως «επίσημον Εθνικόν άσμα» ο Ύμνος στην Ελευθερία του Διον.
Σολωμού, σε μουσική Νικολάου Μάντζαρου. Ο Ύμνος ψάλλεται έκτοτε ντε φάκτο δια
της επικρατήσεως της εθνικής συνειδήσεως, χωρίς να υπάρχει νομική ρύθμιση με
βασιλικό ή προεδρικό διάταγμα, όπως, με επιφύλαξη πάντως, διατείνεται ο
Γεώργιος Λαγανάς στη σχετική ενδιαφέρουσα μελέτη του, «ΎΜΝΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ» του Διονυσίου Σολωμού – Από τον στίχο στο μέλος», Εκδ. του Φοίνικα,
σελ. 55-57. Αν, βέβαια, επί 160 χρόνια δεν έχει καθιερωθεί τυπικά και επίσημα ο
εθνικός μας ύμνος πιθανότατα να είναι παγκόσμια πρωτοτυπία, όμως
ταυτόχρονα δείχνει τη διαχρονική πίστη του λαού μας στον Εθνικό μας Ύμνο και σε
ό, τι Αυτός συμβολίζει και εκφράζει...
Περαίνω το κείμενό μου αναφέροντας μια ουσιαστική σκέψη του Μίκη Θεοδωράκη
για τον Εθνικό μας Ύμνο:
«Πέρα από τη μέγιστη λογοτεχνική του αξία το συναρπαστικό ποίημα του Σολωμού...
είναι από κάθε άποψη ένα από τα πιο προοδευτικά ποιητικά έργα που γράφτηκαν
ποτέ στην ελληνική γλώσσα. Ως συνθέτης δε, θαυμάζω τον τρόπο με τον οποίο ο
Μάντζαρος, ο οποίος είχε δώσει μαθήματα μουσικής στον Σολωμό, ανακάλυψε και
έφερε στο φως την εσωτερική μουσική του ποιήματος, όταν το μελοποίησε για
τετράφωνη ανδρική χορωδία και πιάνο...
Μπορεί να φανταστεί κανείς την ελληνική συνείδηση και την ελληνικότητα χωρίς
αυτά τα λόγια του Σολωμού για την Ελευθερία να είναι κτήμα όλων των Ελλήνων εδώ
και τόσες γενιές; Όχι. Ο Σολωμός και ο Μάντζαρος έβαλαν τη μεγάλη τους σφραγίδα
στην έννοια και τη συνείδηση της ελληνικότητας. Η ποίηση και η μουσική, χέρι
χέρι, στην πιο μεγάλη τους ώρα, ενέπνευσαν γενιές Ελλήνων να αγωνιστούν, τους
έδειξαν και τους άνοιξαν τον δρόμο προς την Ελευθερία, όπως πάντοτε
συμβαίνει...[13]. -
[1] Ν.Β Τωμαδάκη «Σολωμού άπαντα», Εκδ. Γρηγόρη, σελ. 15
[2] Λίνου Πολίτη «Γύρω στον Σολωμό - Μελέτες και άρθρα
1938-1982», ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1995, σελ. 384.
[3] Αυτόθι, σελ. 15
[4] Ο ποιητής εννοεί τον Σουλτάνο.
[5] Λίνου Πολίτη «Γύρω στον Σολωμό – Μελέτες και άρθρα
(1938-1982», Εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1995, σ. 168.
[6] Αυτ. σελ. 104-105.
[7] «Εισαγωγή στην ποίηση του Σολωμού», Επιμ. Γιώργος
Κεχαγιόγλου, Πανεπ. Εκδ. Κρήτης, Ηράκλειο, 1999, σελ. 22.
[8] Ιωάννου Ηλιούδη «Το υμνογραφικό πρότυπο
(στιχουργικό και μελωδικό) του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν», Ανάτυπον εκ της
«Κληρονομίας» Πατρ. Ιδρ. Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 2002, Τόμος 32, τεύχη
Α΄ - Β΄, 2000, σελ. 192.
[9] Φάνη Μιχαλόπουλου «Οι εκδόσεις και μελοποιήσεις του Ύμνου, Αθήνα,
1941, σελ. 24
[10] Γ.Ν. Παπαθανασόπουλου «Γιώργος Σαραντάρης, ο άνθρωπος, ο
ποιητής, ο διανοούμενος».
Εκδ. Έκπληξη, 2011, σελ. 182).
[11]Αυτ. σελ. 183
[12] Εισαγωγή στην ποίηση του Σολωμού ό.π. σελ. 11
[13] Διονυσίου Σολωμού, «Ύμνος εις την Ελευθερίαν και οι
Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», Εφημ. «Το ΒΗΜΑ», Αθήνα, 2014, Προλογικό σημείωμα Μίκη
Θεοδωράκη, σελ. 12-13.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου