Το Πρόσκαιρο και το αιώνιο στη ζωή των Τριών Ιεραρχών
Πανοσιολογιωτάτου Αρχιμανδρίτου κ. Αστέριου Χατζηνικολάου*
Ἐλάχιστοι στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας ὀνομάσθηκαν μεγάλοι, ὅπως ὁ
Μέγας Βασίλειος. Μόνον τρεῖς ἅγιοι πῆραν τόν τίτλο τοῦ Θεολόγου, ὅπως ὁ ἅγιος
Γρηγόριος. Καί κανείς ἄλλος δέν ὀνομάσθηκε Χρυσόστομος ἐκτός ἀπό τόν ἅγιο Ἰωάννη.
Εἶναι ἀπό τούς πρώτους οἱ πρῶτοι, οἱ πιό μεγάλοι ἀπό τούς μεγάλους. Εἶναι οἱ πλατιά καί πολύπλευρα μορφωμένοι, οἱ πολυγραφότατοι συγγραφεῖς, οἱ ἀξεπέραστοι ρήτορες, οἱ ἀκούραστοι κοινωνικοί ἐργάτες, οἱ ἀνιδιοτελεῖς ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ βαθεῖς μελετητές καί γλαφυροί ἑρμηνευτές τῆς Ἁγίας Γραφῆς, οἱ ἀξιοθαύμαστοι ἀσκητές, οἱ μεγάλοι ἅγιοι τοῦ Θεοῦ.
Στήν ὁμιλία μας αὐτή θά μελετήσουμε τό πέρασμά τους ἀπό τή ματαιότητα
τοῦ πρόσκαιρου κόσμου στήν αἰωνιότητα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Γιά νά δοῦμε τό
μήνυμα, πού μέ τή δική τους ἐπιλογή καί τήν ἁγία ζωή τους στέλνουν στόν κόσμο
μας σήμερα.
Α. Λαμπρή κατά κόσμον πορεία
Εὐγένεια καταγωγῆς, ὑψηλή κοινωνική θέση, περιουσία, σπάνια εὐφυΐα,
δυνατότητα σπουδῶν ζηλευτῶν καί πόθος μορφώσεως, εἶναι κοινά χαρακτηριστικά τῆς
ζωῆς καί τῶν τριῶν.
Ὁ Βασίλειος ξεκίνησε ἀπό τήν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, ὅπου
γνωρίσθηκε μέ τόν Γρηγόριο, μέ τόν ὁποῖο καί συνεδέθη μέ φιλία ἰσόβια καί ὑποδειγματική.
Στόν ἐπιτάφιό του στόν Μ. Βασίλειο, θυμᾶται ἐκεῖνα τά χρόνια ὁ φίλος του
Γρηγόριος καί γράφει: «πόσον μεγάλος ἦταν ὁ Βασίλειος γιά τούς διδασκάλους καί
πόσο γιά τούς συνομιλήκους! Τούς πρώτους προσπαθοῦσε νά τούς φθάσῃ, τούς
δεύτερους τούς ξεπερνοῦσε σέ κάθε εἶδος μορφώσεως. Πόση δόξα κέρδισε μέσα σέ
λίγο χρόνο ἀπ’ ὅλους καί ἀπό τούς ἀνθρώπους τοῦ λαοῦ καί ἀπό τούς πρώτους τῆς
πόλεως! Εἶχε μεγαλύτερη ἀπό τήν ἡλικία τή μόρφωσι, μεγαλύτερη δέ ἀπό τή μόρφωσι
τήν σταθερότητα τοῦ ἤθους.
Ἦταν ρήτωρ ἀνάμεσα στούς ρήτορας καί πρίν φοιτήσῃ στίς σχολές τῶν
ρητοροδιδασκάλων· φιλόσοφος ἀνάμεσα στούς φιλοσόφους πρίν διδαχθῇ τήν
φιλοσοφία· τό πιό μεγάλο, «ἱερεύς Χριστιανοῖς καί πρό τῆς ἱερωσύνης». Τόσο πολύ
τόν παρεδέχοντο ὅλοι σ’ ὅλα (ΕΠΕ 6, 150).
Ὅπως συνήθιζαν οἱ πλούσιοι νέοι τῆς ἐποχῆς του, ἐπισκέφθηκε ὁ Βασίλειος τά
φημισμένα κέντρα τῆς πνευματικῆς καλλιεργείας ἐκείνου τοῦ καιροῦ, γιά νά ἀκούσει
ὅσο τό δυνατόν περισσότερους διδασκάλους καί νά πάρει ἀπό τή γνώση καί τή σοφία
τους. Ἔτσι ἀπό τήν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας πῆγε στήν Κωνσταντινούπολη, ἀλλά
τελικά τόν προσείλκυσε ἡ Ἀθήνα, ἡ ἑστία τοῦ ἑλληνισμοῦ μέ τή ζωηρή πνευματική
κίνηση, τήν προγονική αἴγλη, τήν ἀνάμνηση τῶν μεγάλων προσωπικοτήτων τῆς ἀρχαιότητος,
τά λαμπρά μνημεῖα καί καλλιτεχνήματα, πού προσείλκυαν τούς νεαρούς φοιτητές ἀπ’
ὅλη τήν αὐτοκρατορία.
Ὁ Γρηγόριος εἶχε φθάσει νωρίτερα στήν Ἀθήνα, ἀφοῦ προηγουμένως εἶχε
φοιτήσει στίς σχολές τῆς Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας, τῆς Καισαρείας τῆς
Παλαιστίνης καί τῆς Ἀλεξανδρείας. Ὑποδέχθηκε τόν φίλο του Βασίλειο, τοῦ ὁποίου ἡ
φήμη εἶχε φθάσει νωρίτερα. Πολλοί συζητοῦσαν γι’ αὐτόν καί θεωροῦσαν σπουδαῖο
νά μαντεύσουν τό ποιό θά ἦταν ἄραγε τό ἀντικείμενο τῆς σπουδῆς τοῦ περίφημου αὐτοῦ
σπουδαστοῦ πού θά ἔφθανε σέ λίγο.
Ὁ Βασίλειος ὅμως ξεπέρασε κάθε πρόβλεψη. Θά λέγαμε μέ σύγχρονους ὅρους,
ὅτι σπούδασε ὅλες τίς θεωρητικές καί πρακτικές ἐπιστῆμες καί τίς κατεῖχε ὅλες ὅπως
ἄλλοι δέν μποροῦσαν νά καταρτισθοῦν σέ μία ἀπ’ αὐτές: «ποῖο μέν εἶδος οὐκ ἐπῆλθε
παιδεύσεως; μᾶλλον δέ, ποῖον οὐ μεθ’ ὑπερβολῆς ὡς μόνον; Οὕτω μέν ἅπαντα
διελθών, ὡς οὐδείς ἕν· οὕτω δέ εἰς ἄκρον ἕκαστον, ὡς τῶν ἄλλων οὐδέν»
(Γρηγορίου Θεολόγου, ΕΠΕ 6, 168).
Ὁ Γρηγόριος παρηκολούθησε μέ ἀξιοθαύμαστη ἀπόδοση κυρίως μαθήματα
ρητορικῆς, φιλολογίας, ποιήσεως καί φιλοσοφίας.
Οἱ δύο ὑποδειγματικοί φίλοι προόδευαν ἐντυπωσιακά καί ἦσαν ἀχώριστοι κατά τόν
χρόνο τῶν σπουδῶν τους στήν Ἀθήνα. Τό ἦθος καί ἡ ἀπόδοσή τους δέν τούς ἐπέβαλε
μόνο στό στενό περιβάλλον τους. Τούς εἶχε κάμει γνωστούς σ’ ὅλη τήν Ἑλλάδα καί
πέρα ἀπό τά συνορά της: «Αὐτά ἔκαμαν νά γίνωμεν γνωστοί εἰς τούς διδασκάλους
καί τούς συναδέλφους μας, γνωστοί εἰς ὅλην τήν Ἑλλάδα, καί μάλιστα καί εἰς τούς
πιό ἐπιφανεῖς Ἕλληνας. Εἴχαμε πλέον ξεπεράσει τά σύνορα τῆς Ἑλλάδος, ὅπως ἔγινε
σαφές ἀπό διηγήσεις πολλῶν. Ἠκούοντο οἱ διδάσκαλοί μας εἰς ὅσους ἠκούοντο αἱ Ἀθῆναι,
συνακουόμεθα καί ἐμεῖς οἱ δύο καί συναναφερόμεθα εἰς τόσους ἀνθρώπους, εἰς ὅσους
καί οἱ διδάσκαλοί μας…» (Γρηγ. Θεολ. ΕΠΕ 6, 167).
Μέ τό τέλος τῶν σπουδῶν τους δέν ἦταν εὔκολη ἡ ἀναχώρησή τους ἀπό τήν Ἀθήνα.
Διηγεῖται ὁ ἅγιος Γρηγόριος: «Συμβαίνει τότε ἕνα θέαμα θλιβερόν πού ἀξίζει νά
τό περιγράψω. Μᾶς περικύκλωσε τό πλῆθος τῶν συντρόφων καί τῶν συνομιλήκων μας,
καθώς καί μερικοί ἀπό τούς διδασκάλους μας καί ἔλεγαν ὅτι δέν θά μᾶς ἀφήσουν ὅ,τι
καί νά γίνη. Καί μᾶς παρακαλοῦσαν καί μᾶς ἐξεβίαζαν καί ἤθελαν νά μᾶς πείσουν.
Καί τί δέν ἔλεγαν· καί τί δέν ἔκαναν ἀπό ὅσα κάνουν ὅσοι πονοῦν» (ΕΠΕ 6, 173).
Ὁ Βασίλειος ἔμεινε ἀμετάπειστος. Ἐπέστρεψε στήν Καισάρεια σέ ἡλικία 25
περίπου ἐτῶν, κατάφορτος μέ ἐφόδια, γνώσεις καί ἐμπειρίες. Ἄρχισε νά ἐξασκεῖ τό
ἐπάγγελμα τοῦ ρητοροδιδασκάλου μέ τόση ἐπιτυχία ὥστε τό μέλλον του διεγράφετο
λαμπρό.
Διαβάστε όλη την ομιλία εδώ…
* Ομιλία στην εκδήλωση προς τιμή των Τριών Ιεραρχών και των Ελληνικών
Γραμμάτων, Αίθουσα Τελετών του Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, 30
Ιανουαρίου 2014.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου