Κυριακή ΙΕ’ Λουκά (του Ζακχαίου)
Γοητεία και απελπισία
π.Θεοδόσιος Μαρτζούχος
Σήμερα διαβάσαμε το κομμάτι του Ευαγγελίου που μιλάει για τον
Διευθυντή της Εφορίας της περιοχής εκείνης, που βρισκόταν ο Χριστός, ο οποίος,
λόγω του ότι ήταν κοντός και είχαν μαζευτεί πάρα πολλοί άνθρωποι γύρω απ’ τον
Χριστό και δεν μπορούσε να Τον δει ή να Τον συναντήσει, πήγε πιο μπροστά,
ανέβηκε πάνω σε μια μουριά και περίμενε να περάσει από εκεί όλη αυτή η συνοδεία
για να δει έστω και από μακρυά τον Χριστό. Φανταστείτε τον Διευθυντή της
Εφορίας πάνω σ’ ένα δέντρο να περιμένει να δει έναν πλανόδιο δάσκαλο.
Όταν πλησίασαν εκεί, ο Χριστός στράφηκε προς αυτόν και του είπε:
«Ζακχαίε κατέβα. Θα έρθω να μείνω σπίτι σου σήμερα». Φυσικά όλοι εξεπλάγησαν,
ακόμη και ο ίδιος. Οι «καθώς πρέπει» σκεφτόντουσαν, πώς πάει να μείνει στο
σπίτι αυτού του «καθάρματος»; Γιατί εκείνη την εποχή το να συλλέγει κάποιος
τους φόρους σήμαινε ότι ήταν τα χέρια του γεμάτα αίμα. Εισέπραττε με όποιο
τρόπο μπορούσε και ήθελε. Απλώς πλήρωνε το ποσοστό στο κράτος, στο ρωμαϊκό
δημόσιο, και στην πράξη, κυριολεκτικώς έπινε το αίμα των ανθρώπων κατακλέβοντάς
τους.
Και ο Ζακχαίος (όπως όλοι μας) βρέθηκε, από το έλεος της αγάπης του Θεού κάτω από την πίεση της συνειδήσεώς του, «ἧς ἐν κόσμῳ οὐδέν βιαιότερον»! Όταν η συνείδησή μας διαμαρτύρεται μπαίνει το ερώτημα: Τι κάνω με ένα παρελθόν που με πιέζει; Έχω τρεις εκδοχές και ενδεχόμενα, ή να το απωθώ, ή να προσπαθώ να το διαγράψω-αλλά πώς; ή να το αντιμετωπίσω… Το πλέον σύνηθες είναι η απώθηση.
Ρίχνω στο σκοτάδι του ασυνειδήτου ό,τι δεν θέλω να βλέπω… Σ’ αυτές τις περιπτώσεις αυτό που δεν θέλω να βλέπω, αυτονομείται στα βάθη της ψυχής μου και εκ του αφανούς ρυθμίζει ή έστω επηρεάζει την συμπεριφορά μου. Γίνομαι κομπλεξικός, όπως λέμε. Όταν προσπαθώ να το διαγράψω, τότε αντιλαμβάνομαι πόσο οδυνηρό είναι κάτι τέτοιο. Πόσο άγχος και τι ταραχή γεννάει η αφελής προσπάθεια «να φράξω» ένα ποτάμι μέσα μου, που ζητάει διέξοδο. Σ’ αυτή την περίπτωση καταλαβαίνω ότι η απώθηση δεν είναι λύση είναι μετάθεση, αλλά δεν ξέρω τι να κάνω μ’ αυτά που με τυραννούν.Το να αντιμετωπίσω και να λύσω αυτό το παρελθόν που με πιέζει έχει
ενδεχόμενα, να βρω μια υγιή λύση όντως, αλλά και να βρω ένα ψέμα ως λύση. Πάντοτε
κάθε πρόβλημα δεν χρειάζεται απλώς μια λύση! Χρειάζεται μια σωστή λύση.
Ο Ζακχαίος το έλυσε σωστά. Πώς;
Πρώτον το αναγνώρισε, ούτε το απώθησε ούτε προσπάθησε να το διαγράψει
(«Τι να κάνεις, έτσι είναι ο κόσμος! Είναι ρεαλισμός να συμπεριφέρεσαι έτσι!
Για την ψυχή μου θα δουλεύω;). Δεύτερον, διαφοροποιήθηκε απ’ αυτό. Συνήθως
ταυτιζόμαστε με τα λάθη μας και όταν έρχεται η ώρα της διόρθωσης… νομίζουμε ότι
χάνουμε τον εαυτό μας!! Διαφοροποιήθηκε όχι με λόγια. Ούτε για να ακουστεί.
Διαφοροποιήθηκε εν τη πράξει. (τά ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου δίδωμι… ἀποδίδωμι
τετραπλοῦν…)
Ο Ζακχαίος, έγινε αιχμάλωτος της αγάπης του Χριστού, ή μάλλον
ελεύθερος μέσω της αγάπης του Χριστού, από μια ζωή αιχμαλωσίας στον πλούτο.
Όταν συναντήθηκαν ο Ζακχαίος είχε πλέον αλλάξει. Είπε στον
Χριστό: «Θα δώσω ό,τι πήρα παράνομα. Θα τα επιστρέψω. Και όποιον αδίκησα θα του
τα δώσω τετραπλάσια». Ο Χριστός είπε ότι «Σήμερα έγινε σωτηρία σ’ αυτό το
σπίτι»!
Αδελφοί μου, άμα κοιτάξουμε ο καθένας μας το παρελθόν μας, αυτό μάς
έρχεται στη συνείδησή μας, με δύο ενδεχόμενα: Ή να είναι γοητευτικό, ή να μας
απελπίζει. Πάντως ό,τι κι αν είναι, είτε μας γοητεύει, είτε μας απελπίζει,
κάνει κάτι πολύ άσχημο: «Μας εγκλωβίζει μέσα του». Αν είναι γοητευτικό, μας
κλείνει σ’ ένα ψεύτικο νέφος γοητείας και αυτάρκειας και νομίζουμε ότι «καλά
είμαστε». Αν είναι απελπιστικό, μας βάζει σε άλλη χειρότερη διαδρομή, να
φανταζόμαστε ότι «Δεν αλλάζουν τα πράγματα. Έτσι είναι ο κόσμος και οι
άνθρωποι. Μη περιμένεις απ’ τον εαυτό σου κάτι». Και στις δύο περιπτώσεις το συμπέρασμα
είναι αρνητικό. Και τα δύο πάντως, για να μπορέσουμε να τα ξεπεράσουμε,
χρειάζεται να συναντήσουμε τον Χριστό, όπως τον συνάντησε ο Ζακχαίος.
Ο Χριστός, από την άλλη, είναι χαρά και ζωή. Εμείς είμαστε γοητεία
και απελπισία. Αντικαταστήσαμε την χαρά με την γοητεία και κάναμε την ζωή
απελπισία. Είναι τελείως διαφορετικά πράγματα. Τι μας εμποδίζει όμως εμάς, να
συναντήσουμε τον Χριστό; Αυτό που εμπόδιζε στην αρχή και τον Ζακχαίο. Η
ειρωνεία και το γέλιο. Αν κάποιος μάς κρίνει, αν κάποιος μάς επιτεθεί, αν
κάποιος μας βλέπει με κακή διάθεση, έχουμε τον εγωισμό να μπορούμε να σταθούμε
και να πολεμήσουμε, να το αντέξουμε· και να το ξεπεράσουμε. Αν κάποιος όμως μας
ειρωνευτεί απορριπτικά, εκεί αισθανόμαστε να διαλυόμαστε.
Αν ένας άνθρωπος αποφασίσει να «βρει» τον Χριστό για να ταχτοποιήσει
το παρελθόν του, θα ακούσει αμέσως απ’ το άγνωστο, αλλά και από το φιλικό
περιβάλλον του: «Τι;; Άρχισες τώρα να σε νοιάζει η ψυχή σου; Τώρα άρχισες να
πηγαίνεις στην Εκκλησία για να σώσεις την ψυχή σου»; Και αυτό πάρα πολλές φορές
λειτουργεί σαν ένας φριχτός καταλύτης που μας κρατάει εκεί που ήμασταν,
αιωρούμενοι μέσα στο τέλμα μας.
Αδελφοί μου, αν δεν ελευθερωθεί κανείς απ’ την αγωνία της γνώμης των
άλλων, δεν θα συναντήσει ποτέ τον Χριστό. Έλεγε ένας παλιός μεγάλος
μουσικός: «Για να διευθύνεις σωστά μια ορχήστρα πρέπει να γυρίσεις την
πλάτη σου στο κοινό». Αν το κοινό και η γνώμη του, ρυθμίζει τις ενέργειές
σου, θα τα κάνεις «θάλασσα». Η ελευθερία από την αγωνία της γνώμης των άλλων,
μπορεί να μας φέρει κοντά στον Χριστό. Σας έχει συμβεί πιστεύω και το ξέρετε
και το αντιλαμβάνεστε όλοι, όταν συναντάμε ύστερα από μια μεγάλη απουσία
κάποιον που αγαπάμε, όταν τον συναντήσουμε απρόοπτα, πέφτουμε στην αγκαλιά του
και τον αγκαλιάζουμε και τον φιλάμε, αδιαφορώντας για την γνώμη αυτών που είναι
γύρω μας, και χωρίς να μας νοιάζει, τι θα πει ο κόσμος. Σπάμε τον καθωσπρεπισμό
και αδιαφορούμε για την εικόνα μας επειδή συναντήσαμε αυτόν που αγαπάμε και ο
οποίος ήρθε ξανά στην ζωή μας. Η σχέση με τον Θεό είναι ακριβώς κάτι ανάλογο.
Αν δεν μπορέσουμε να εκφράσουμε με αυτό το αγκάλιασμα, την ελευθερία μας από
την αγωνία της γνώμης των άλλων, θα σερνόμαστε πίσω από ένα παρελθόν, το οποίο
θα επαναλαμβάνεται είτε ως ψευδής γοητεία, είτε ως θλίψη απελπισίας για τον εαυτό
μας.
Ο Ζακχαίος έχει ξεμπερδέψει σωστά αυτό, που οι χριστιανοί το έχουν
συντρίψει τραγικά. Πολλοί χριστιανοί πιστεύουν βλακωδώς ότι ταπείνωση
είναι να λες, χαζές, «μικρούλικες» κουβέντες για τον εαυτό σου. Δεν είναι αυτό
ταπείνωση. Αυτό είναι αυτοαπασχόληση γελοία. Τελικά είναι ένας εγωισμός.
Ταπείνωση είναι να έχεις πραγματική εικόνα για το μέγεθός σου, για τον εαυτό
σου. Ταπείνωση είναι αληθινή αυτογνωσία, η οποία γεννιέται όταν καταλάβεις
ποιός είναι ο Θεός. Μετά έχεις… διαστασιολόγιο!!
Εμείς έχουμε μέτρο τον διπλανό μας! Όμως, όποιος και αν είναι αυτός,
δεν επιτρέπεται να μετριόμαστε με τον διπλανό. Ο διπλανός, όποια σύγκριση
υπεροχής κι αν μου δίνει, μπορεί να είναι ένα τίποτα. Αυτό δεν σημαίνει κάτι.
Εγώ δεν είμαι «κάτι» επειδή αυτός είναι «τίποτα».
Η ταπείνωση έρχεται όταν συναντήσουμε τον Θεό και όταν μάθουμε ότι
ο Θεός μάς αγαπάει χωρίς απαίτηση ανταποδόματος. Μας αγαπάει αυθεντικά, επειδή
είμαστε τα παιδιά του. Όχι επειδή είμαστε τα καλά παιδιά του, όπως εμείς λέμε
στα δικά μας παιδιά: «Να είσαι καλό παιδί για να σ’ αγαπάει ο μπαμπάς σου». Ο
Χριστός μάς αγαπάει επειδή είμαστε τα παιδιά του. Και όταν το
συνειδητοποιήσουμε αυτό τότε θα καταλάβουμε αυτό που έλεγε μια μεγάλης αξίας
άγια γυναίκα, ότι: «Όταν καταλάβεις αυτό, ότι ο Θεός σ’ αγαπάει για
σένα, τότε έρχεται στην ψυχή σου η αίσθηση ενός χρέους, που δεν μπορεί να
εξοφληθεί. Και τότε οι σχέσεις γίνονται υγιείς και ελεύθερες».
Αδελφοί μου, όλοι μας κουβαλάμε ο καθένας τον εαυτό του, μερικές φορές
τον κουβαλάμε όπως εκείνη η ταινία «Οι τρεις ταφές του Μελκιάδες Εστράδα»: «Ένα
πτώμα στην πλάτη μας». Για να μπορέσουμε να το ξεφορτωθούμε, ή μάλλον να το
ζωογονήσουμε, να περπατήσουμε ελεύθερα, και να περπατήσουμε ουσιαστικά, για να
έρθει στη ζωή μας χαρά και ζωή, θα πρέπει να συναντήσουμε τον Χριστό!
Ή το λιγότερο, να συναντήσουμε κάποιον, στο πρόσωπο του οποίου θα φέγγει η
ομορφιά της Βασιλείας του Θεού…!
ΙΕ’ ΚΥΡΙΑΚΗ ΛΟΥΚΑ
Τόν καιρό ἐκεῖνο, μιά ἡμέρα περνοῦσε ὁ Ἰησοῦς μέσα ἀπό τήν Ἰεριχώ. Ἐκεῖ
ζοῦσε κάποιος ἄνθρωπος πού τόν ἔλεγαν Ζακχαῖο. Αὐτός ἦταν ἀρχιτελώνης καί πολύ
πλούσιος. Αὐτός λοιπόν προσπαθοῦσε νά δῆ τόν Χριστό, ποιός εἶναι. Ὅμως δέν
μποροῦσε, ἐπειδή ἦταν πολύ κοντός καί γύρω ἀπό τόν Ἰησοῦ εἶχε μαζευτεῖ πολύς
κόσμος. Τότε ἔτρεξε μπροστά καί σκαρφάλωσε σέ μιά συκομουριά, γιά νά μπορέσει
νά τόν δεῖ, ἐπειδή τό ἔβλεπε ὅτι ἀπό ἐκεῖ πρόκειτο νά περάσει.
Ὅταν ἔφθασε ὁ Ἰησοῦς στό μέρος ἐκεῖνο, σήκωσε τά μάτια του, τόν εἶδε,
καί τοῦ εἶπε:
– Ζακχαῖε, κατέβα γρήγορα. Σήμερα θά μείνω στό σπίτι σου.
Καί ἐκεῖνος κατέβηκε ἀμέσως, πῆγε στό σπίτι του καί τόν ὑποδέχθηκε μέ
με χαρά.
Τό εἶδαν αὐτό ὅλοι καί ἔλεγαν μεταξύ τους:
– Ὁρίστε, πῆγε νά μείνει σέ σπίτι ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου.
Τότε ὁ Ζακχαῖος σηκώθηκε καί εἶπε στόν Ἰησοῦ:
– Κύριε, νά, τά μισά ἀπό τά ὑπάρχοντά μου τά δίνω στούς φτωχούς. Καί ἄν
τυχόν ἀδίκησα σέ κάτι κάποιον, θά τοῦ δώσω τετραπλάσια.
Τού εἶπε τότε ὁ Χριστός:
– Σήμερα αὐτό τό σπίτι μπῆκε στό δρόμο τῆς σωτηρίας γιατί καί ὁ ἄνθρωπος
αὐτός εἶναι υἱός τοῦ Ἀβραάμ. Ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου ἦλθε νά ἀναζητήσει καί νά
σώσει, τόν πλανεμένο.-
ΙΕ’ ΚΥΡΙΑΚΗ ΛΟΥΚΑ
Ἐκ τοῦ κατά Λουκᾶν
Κεφ. ιθ’, 1-10
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου