ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΑΙΤΙΕΣ ΠΟΥ ΠΡΟΚΑΛΕΣΑΝ
ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΜΕΤΑΞΥ ΚΑΘΟΛΙΚΩΝ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ
Στο προηγούμενο κείμενό μας αναφερθήκαμε στο ΠOΤΕ και ΕΑΝ έγινε
πράγματι ένα σχίσμα μεταξύ των Καθολικών και των Ορθοδόξων. Ωστόσο, ξέρουμε πως
αιώνες τώρα, επαναλαμβάνεται, ότι αυτό που χωρίζει τις δύο Εκκλησίες, είναι
κυρίως το Filioque και το πρωτείο του Επισκόπου της Ρώμης. Αλλά, μήπως αυτά που
μας χωρίζουν σήμερα, τα προκάλεσαν ή τουλάχιστον τα εμβάθυναν ιστορικές αιτίες
του παρελθόντος που δεν υφίστανται πλέον;
Δύο αρχές των πρωτείων: «Πολιτική Αρχή» και «Αποστολική Αρχή»
Η διαίρεση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στα δύο είναι ένας από τους
λόγους της προοδευτικής αποξένωσης και της αμοιβαίας απομάκρυνσης των δύο
Εκκλησιών.
Από τη στιγμή που ο Αυτοκράτορας και η σύγκλητος μεταφέρθηκαν από την Παλαιά στη Νέα Ρώμη, μεταφέρθηκαν και τα «πρεσβεία» (τα πρωτεία) στην νέα Έδρα της Αυτοκρατορίας. Ο Αυτοκράτορας θεωρούνταν η πηγή των πρωτείων μέσα στην Εκκλησία. Αυτός ήταν η αρχή που ενέπνεε την, τώρα πια, χριστιανική Αυτοκρατορία. Εξάλλου ο Βασιλεύς θεωρούνταν η μοναδική πηγή εξουσίας ακόμη και στον θρησκευτικό τομέα. Ο αυτοκράτορας ήταν ο ανώτατος νομοθέτης, εκείνος που όχι μόνο δεν υπόκειται στο νόμο, αλλά αυτός ο ίδιος ήταν ο νόμος: «νόμω ουχί υπόκειται, αλλά νόμος εστίν».
Για τη Ρώμη, αντίθετα, η «πηγή και η προέλευση» της εξουσίας ήταν μια
πνευματική αρχή, το ιερατείο, με κορυφαίο τον επίσκοπο Ρώμης. Η Ρώμη βάσιζε
αυτήν την αποστολή της, όχι στην «Πολιτική Αρχή» (στον Αυτοκράτορα), αλλά στην
λεγόμενη «Αποστολική Αρχή», λόγω του πρωτείου του Αποστόλου Πέτρου, που έλαβε
απευθείας από τον Χριστό. Όπως γράφει ο μεγάλος θεολόγος και ιστορικός Yves
Congar: «Στη Δύση είναι η Εκκλησία η οποία περιβάλλει και διαμορφώνει το
Κράτος. Στο Βυζάντιο το υποκείμενο το οποίο περιβάλλει και διαμορφώνει την
Εκκλησία είναι η Αυτοκρατορία».
Η αυτοσυνείδηση της Ρώμης, λειτουργούσε ασκώντας την διακονία της όχι
επειδή της το είχε παραχωρήσει μια πολιτική εξουσία, αλλά εξαιτίας του πρωτείου
του Αποστόλου Πέτρου (βλ. Ματθαίος. 16, 13-19). Όπως υπογραμμίζει ο ορθόδοξος
θεολόγος J. Meyendorff, «η Ρώμη είχε μια μυστικιστική αυτοσυνείδηση της
προέλευσης της πρωτοκαθεδρίας της».
Ήταν σαφές ότι δύο τόσο αντίθετες ιδεολογίες θα έφταναν σε μια
σύγκρουση και στην αμοιβαία απόρριψη. Έτσι, στις σχέσεις μεταξύ Ρώμης και
Κωνσταντινούπολης υπήρξαν συχνά αφορμές για μια διαμάχη και έναν ανταγωνισμό, όπου
φαινομενικά επρόκειτο για νομικοπολιτικές παραμέτρους, αλλά στην
πραγματικότητα, στο παρασκήνιο, βρισκόταν πάντα μια διαφορετική εκκλησιολογική
αντίληψη.
«Διαιρώντας την αυτοκρατορία, ο Πάπας διαίρεσε και την Εκκλησία»
Η Ρώμη, με τη σειρά της, απέρριψε το Βυζαντινό Αυτοκράτορα,
δημιουργώντας τον δικό της, στο πρόσωπο του Καρλομάγνου, σε ανταγωνισμό πάντοτε
με εκείνον της Νέας Ρώμης. Έτσι, η στέψη του Φράγκου Αυτοκράτορα, τη νύχτα των
Χριστουγέννων του 800 μ. Χ. από τον Πάπα Λέοντα Γ΄ ήταν, στα μάτια των
Βυζαντινών, μια πραγματική προδοσία, όχι μόνο πολιτικά αλλά και εκκλησιαστικά.
Κατά τη διάρκεια του 12ου αιώνα ειπώθηκε συχνά στο Βυζάντιο:
«Διαιρώντας την αυτοκρατορία, ο Πάπας διαίρεσε και την Εκκλησία». Οι Βυζαντινοί
δεν συγχωρέσαν ποτέ στην Ρώμη αυτήν την πολιτικό - θρησκευτική «προδοσία».
Είναι γνωστό, άλλωστε, πως κάθε φορά που ο Πάπας έστεφε ένα Φράγκο Αυτοκράτορα,
ο Πατριάρχης αφαιρούσε το όνομα του Πάπα από τα δίπτυχα της Εκκλησίας, πριν
ακόμα το 1054.
Αλλά η Ρώμη για να απορρίψει τον Ρωμαίο Αυτοκράτορά και να στραφεί
προς τον Φράγκο, το έκανε καθώς προηγήθηκε κι ένα άλλο σοβαρό γεγονός που
απομάκρυνε περαιτέρω τους δύο λαούς και τις δύο Εκκλησίες.
Η υπόθεση του Ανατολικού Ιλλυρικού
Η Επαρχία του Ανατολικού Ιλλυρικού, με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη,
συμπεριελάμβανε ένα μεγάλο μέρος της Ελλάδας (Ήπειρος, Θεσσαλία, Αχαΐα, Κρήτη
και Ιόνια Νησιά). Ο ίδιος ο Πάπας θεωρούνταν Επίσκοπος Θεσσαλονίκης και ο
εκπρόσωπός του στην πόλη, ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, ήταν ο Βικάριός
(τοποτηρητής) του. Ο τίτλος του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης ήταν ο ίδιος με αυτόν
του Πάπα: «Παναγιώτατος». Ακόμα και σήμερα ο ορθόδοξος Μητροπολίτης της
Θεσσαλονίκης φέρει αυτόν τον τίτλο.
Οι χριστιανοί αυτής της περιοχής, αν και λειτουργικά ακολουθούσαν το
Βυζαντινό ρυθμό, εντούτοις, διοικητικά εξαρτιόνταν από τον Πατριάρχη της Δύσης,
δηλαδή τον Πάπα της Ρώμης.
Κατά τη διάρκεια της εικονομαχίας, η Ρώμη υπέστη μια βαριά αδικία εκ
μέρους του Αυτοκράτορα Λέοντα Γ’ του Ίσαυρου (717-741). Αυτός, το 726 άρχισε να
απαγορεύει την ευλάβεια προς τις εικόνες, δίνοντας διαταγή να τις καταστρέψουν
από τις εκκλησίες και φυλάκιζε όσους δεν τον υπάκουαν. Ο Πάπας Γρηγόριος ο Γ’
(731-741), συγκάλεσε στη Ρώμη μια Σύνοδο (731) που αφόρισε τον Αυτοκράτορα και
όλους εκείνους οι οποίοι, «περιφρονώντας το παλαιό έθιμο της Εκκλησίας,
εμπόδιζαν την ευλάβεια στις εικόνες, τις κατέστρεφαν ή τις βεβήλωναν».
Ο Λέοντας απάντησε με αντίποινα. Αφαίρεσε από τη δικαιοδοσία του Πάπα
το Ανατολικό Ιλλυρικό, τη Σικελία και τη Νότια Ιταλία και υπόταξε τις περιοχές
αυτές στη δικαιοδοσία του Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης. Όλα τα αγαθά που,
στις περιοχές εκείνες, ανήκαν στον Πάπα, ο Ίσαυρος τα δέσμευσε.
Είναι φανερό πως αυτό το γεγονός συνέβαλε όχι μόνο στο να εμβαθύνει το
χάσμα μεταξύ των δύο λαών, αλλά και η Ρώμη να απομακρυνθεί από τον μέχρι τότε
μοναδικό αυτοκράτορα της Χριστιανοσύνης, δημιουργώντας έναν Φράγκο Αυτοκράτορα,
αλλά και η Ιταλία και η Σικελία να εγκαταλείψουν τους Βυζαντινούς και να
πλησιάσουν προς τους Φράγκους. Ακόμα μια φορά, πρέπει να υπογραμμίσουμε, πως η
διαμάχη δεν ήταν μεταξύ των δύο Εκκλησιών, αλλά μεταξύ του Πάπα και του
Αυτοκράτορα.
Η προοδευτική αποξένωση των δύο λαών και των Εκκλησιών τους
επιδεινώθηκε με τις σταυροφορίες, ιδιαίτερα με την Τέταρτη Σταυροφορία το 1204.
Που είναι σήμερα ο Αυτοκράτορας;
Τα ιστορικά αυτά γεγονότα τροφοδότησαν και εμβάθυναν ακόμη περισσότερο
τις θεολογικές διαφωνίες, που παρήγαγαν τα διάφορα σχίσματα, κατά τη διάρκεια
των αιώνων. Δυστυχώς, αυτά τα ιστορικά γεγονότα, εξακολουθούν να βαραίνουν στο
υποσυνείδητο των δύο χριστιανικών παραδόσεων. Οι θεολογικές διαφορές (το
Filioque, το πρωτείο του Πάπα...), ρίζωσαν με την πάροδο των αιώνων.
Είναι απαραίτητο να λειτουργήσει η «κάθαρση της ιστορικής μνήμης»,
ώστε να γίνει δυνατή η προσέγγιση των δύο αδελφών Εκκλησιών.
Σήμερα δεν υπάρχουν πλέον αυτοκράτορες. Σήμερα το ζητούμενο δεν είναι
το ποια είναι η κεφαλή μιας χριστιανικής κοινωνίας που όλο και λιγότερο ανήκει
στο Χριστό. Σήμερα οι χριστιανοί όλων των ομολογιών, προσπαθούν, ούτως ή
αλλιώς, να επιβιώσουν μέσα σε μία ολοένα και πιο εκκοσμικευμένη κοινωνία, και
αυτό που απαιτείται από αυτούς είναι το πώς θα υπηρετήσουν καλύτερα - μαζί -
τον άνθρωπο, αναγνωρίζοντας σε αυτόν, το πονεμένο πρόσωπο του Χριστού που ήλθε
να μας ενώσει και όχι να μας χωρίσει.
+ Ιωάννης Σπιτέρης
Ο Ιωάννης Σπιτέρης είναι πρ.
Ρωμαιοκαθολικός Αρχιεπίσκοπος Κερκύρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου