Στὶς 17 Ὀκτωβρίου ἐξεδήμησε πρὸς
Κύριον ὁ ἀδελφὸς τῆς Ἀδελφότητός μας π. Κωνσταντῖνος Σακαρίδης.
Ὁ Κωνσταντῖνος Σακαρίδης
γεννήθηκε στὸ Κιλκὶς τὸ 1933, ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς. Ὁ πατέρας του τὸν προόριζε
γιὰ διάδοχό του στὴν ἐργασία του, στὸ ἐμπόριο. Ἀλλὰ ὁ ἴδιος εἶχε ἀπὸ τὴν πιὸ
μικρὴ ἡλικία ἄλλη κλίση, ἄλλη κλήση. Σὰν καλὸς ἔμπορος, ἐπιθυμοῦσε νὰ βρεῖ τόν «καλὸν μαργαρίτην». Ἡ ψυχή του
στρεφόταν στὸν Χριστό, τὸν Ὁποῖο ἀγάπησε καὶ ἔκανε κέντρο τῆς ζωῆς του.
Σπούδασε Θεολογία, ἐνῷ παράλληλα στρα[1]τεύθηκε στὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο
τῆς Ἀδελφότητος Θεολόγων ἡ «ΖΩΗ». Ὡς νέος ἐργάσθηκε στὶς Χριστιανικὲς Μαθητικὲς
Ὁμάδες, ὡς ὁμαδάρχης στὸ ἐπιτελεῖο τῶν ὑπευθύνων τῶν Ὁμάδων, ὡς Ἀρχηγὸς στὴν
Κατασκήνωση τῶν Χριστιανικῶν Μαθητικῶν Ὁμάδων στὸν Παρνασσό. Ἀπὸ νωρὶς ἔδειξε ἀποφασισμένος
νὰ ἀφιερωθεῖ στὸ Χριστιανικὸ Ἔργο «ἐξ ὅλης
τῆς καρδίας καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος»
του.
Ὅταν τὸ 1963 ἐκλήθη ἀπὸ τὴν Ἀδελφότητα νὰ γίνει κληρικός, ἀνταποκρίθηκε μὲ ὑψηλὸ αἴσθημα εὐθύνης, κάνοντας ἐφ’ ἑξῆς ἀποστολή του νὰ γίνει ὄργανο τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, φέρνοντας σὲ ἐπαφὴ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου. Σχεδὸν 60 χρόνια ὑπηρέτησε ὡς ἱερεὺς τὸν Κύριο, τὴν Ἐκκλησία, τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἴδιος σημείωνε στὶς προσωπικές του σημειώσεις τὶς ἀρχὲς ποὺ ἔνιωθε δεσμευμένος νὰ τηρεῖ ἀπαρέγκλιτα:
«α) Ταπεινοφροσύνη σὲ ὅλα, ἰδίως
στὰ λόγια. Ἕνωση μὲ τὸν Θεό, τὸ σπουδαιότερο ἀπ’ ὅλα. Ἀναζήτηση σὲ ὅλα καὶ
πάντοτε αὐτοῦ ποὺ ἀρέσει στὸν Θεὸ καὶ ὄχι σὲ μένα.
β) Νὰ φυλάω τὴν πιὸ αὐστηρὴ
σεμνότητα στὰ βλέμματα καὶ στὰ λόγια.
γ) Νεκρώσεις σωματικὲς λίγες, ἀλλὰ
συνεχεῖς.
δ) Νὰ νεκρώνω εἰδικὰ τὰ μάτια
μου. Ἡ ὅρασις μὲ τὰ γλιστρήματά της θὰ μποροῦσε νὰ μὲ ὁδηγήσει στὸ χεῖλος τοῦ
κρημνοῦ.
ε) Ἂς ἔχω ὡς ἀρχή μου νὰ μὴ μιλῶ
ποτὲ γιὰ τὸν ἑαυτό μου, οὔτε ἐπαινώντας τον οὔτε κατηγορώντας τον οὔτε ἀναφερόμενος
ἔστω καὶ ἔμμεσα στὰ ἔργα μου, ἐκτὸς ἐὰν ἐρωτηθῶ.
στ) Λεπτότης καὶ ἀγάπη, ὅταν μιλῶ
γιὰ τοὺς ἄλλους».
Διαδεχόμενος στὴν Καβάλα τὸν π.
Κωνστάντιο Χρόνη, ὅταν αὐτὸς ἐξελέγη Μητροπολίτης Ἀλεξανδρουπόλεως τὸ 1967, ὁ
π. Κωνσταντῖνος ὑπῆρξε ἡ ψυχὴ τῆς Χριστιανικῆς Ἑνώσεως Καβάλας, τῆς Μονάδας Φροντίδας
Ἡλικιωμένων «Κωνστάντειο» στὸν Ἅγιο Σίλα καὶ τῶν Χριστιανικῶν Κατασκηνώσεων τῆς
Νέας Ἡρακλείτσας.
Ἦταν ἄοκνος ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου.
Ὡς ἱεροκήρυκας τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Φιλίππων, Νεαπόλεως καὶ Θάσου, μὲ προθυμία
ἔσπευδε νὰ κηρύξει τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ σὲ κάθε γωνιὰ τῆς μακεδονικῆς γῆς, νὰ
τελέσει τὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας στοὺς ἀγαπημένους του Ἱ. Ν. Ἁγίου Ἰωάννου
καὶ Ἁγίου Νικολάου, ἀλλὰ καὶ ἀλλοῦ, ἐκεῖ ὅπου δὲν ὑπῆρχε ἱερέας, καὶ ἀκόμη νὰ ἐπισκεφθεῖ
τοὺς φυλακισμένους, νὰ ὀργανώσει τὶς Χριστιανικὲς Μαθητικὲς Ὁμάδες, τὴν καρδιὰ
τοῦ κατηχητικοῦ ἔργου τῆς Ἀδελφότητος Θεολόγων ἡ «ΖΩΗ», νὰ δώσει τὴν ψυχή του
γιὰ τὴ χριστιανικὴ κατασκήνωση τῆς Νέας Ἡρακλείτσας, νὰ μεριμνήσει γιὰ τοὺς
Κύκλους Μελέτης Ἁγίας Γραφῆς, νὰ παραινέσει καὶ νὰ καθοδηγήσει ὅλα τὰ στελέχη τῆς
Χριστιανικῆς Ἕνωσης Καβάλας, ἕναν πρὸς ἕναν χωριστά. Παράλληλα, ἐπὶ σειρὰν ἐτῶν
ὑπῆρξε πνευματικὸς προϊστάμενος τῆς Χριστιανικῆς Φοιτητικῆς Ἑνώσεως. Μὲ κέντρο
τὴν Καβάλα, ἔδινε τὸ παρὼν στὴν Ἀλεξανδρούπολη, τὴν Ὀρεστιάδα, τὴ Δράμα, τὴν
Κομοτηνή, τὴν Ξάνθη, τὴ Θεσσαλονίκη, ἀλλὰ καὶ τὴν Ἀθήνα.
Χιλιάδες ψυχὲς ἦταν κάτω ἀπὸ τὸ
πετραχήλι του καὶ κατέφευγαν σὲ αὐτὸν στὰ προβλήματα τῆς ζωῆς τους, ὅποια καὶ ἂν
ἦταν αὐτά. Πόσες ψυχὲς βρῆκαν ἀνάπαυση καὶ γαλήνη στὸ πετραχήλι του! Ὅλοι,
πάντοτε εὐπρόσδεκτοι, γνωστοί, ἄγνωστοι, σχετικοὶ μὲ τὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ
καὶ ἐκεῖνοι ποὺ δὲν εἶχαν κάποιο ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον. Καμμία ἐξαίρεση, καμμία
διάκριση. Ὅλοι ἦταν παιδιά του. Ὅλοι, καὶ ὅλες τὶς ὧρες. Ὡράριο «λειτουργίας» δὲν
εἶχε. Κάθε σταλαγματιὰ τοῦ βίου του, μιὰ ἀπέραντη θυσία, εὐάρεστη στὸν Θεό.
Κάθε λεπτὸ τῆς ὕπαρξής του, μιὰ ἀγκαλιὰ γεμάτη στοργή, ἀγάπη καὶ κατανόηση γιὰ
τὸν συνάνθρωπο, ὅποιος καὶ ἂν ἦταν αὐτός.
Κοντὰ σὲ ὅλα αὐτά, ἡ καρδιά του
ποθοῦσε νὰ μεταδώσει λόγο Χριστοῦ καὶ πέρα ἀπὸ τὰ σύνορα τῆς Ἑλλάδας. Ἀπὸ τὴ
νιότη του καλλιεργοῦσε μέσα του αὐτὸν τὸν πόθο. Πρωτοστατοῦσε μὲ ἐνθουσιασμὸ γιὰ
τὴν ὀργάνωση τῆς Ἐξωτερικῆς Ἱεραποστολῆς τῆς Μητροπόλεως Φιλίππων, Νεαπόλεως καὶ
Θάσου. Πολλὲς φορὲς ἐπισκέφθηκε ὁ ἴδιος τὴν Οὐγκάντα, ποὺ τόσο ἀγάπησε, γιὰ νὰ
κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιο στοὺς ἀδελφούς μας στὴν Ἀφρική.
Ἡ μέριμνά του γιὰ τὸν συνάνθρωπο
δὲν εἶχε τελειωμό. Καὶ ὅμως! Ἔβρισκε χρόνο γιὰ αὐτὸ ποὺ ἡ Ἐκκλησία μας ἀποκαλεῖ
«ἡσυχία». Μελετοῦσε καὶ προσευχόταν μὲ κατάνυξη. Ἀντλώντας ἔμπνευση ἀπὸ τὸ
πνευματικὸ θησαυροφυλάκιο τῶν ἐμπειριῶν του, ἔπαιρνε στὸ χέρι τὴ γραφίδα, γιὰ νὰ
ἔλθουν στὸ φῶς βιβλία μὲ θεολογικὸ βάθος. Ἔτσι, ἄφησε πίσω του πλού[1]σιο συγγραφικὸ ἔργο (Παῦλος, ὁ Ἀπόστολος τῆς Ἀγάπης, Λυτρωτικὰ
σαλπίσματα ἀπὸ τοὺς Ψαλμούς, Σαλπίσματα ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή κ.ἄ.).
Θαύμαζε τὸν Ἀπόστολο Παῦλο καὶ ἐπεσήμαινε
διαρκῶς ὅτι στὴ ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ δὲν χωράει κανένα εἶδος ὑστεροβουλίας καὶ ἰδιοτέλειας.
Ἂν θέλεις νὰ εἶσαι καὶ νὰ λέγεσαι Χριστιανός, τότε λαμβάνεις καὶ τὴν πρόκληση νὰ
ζεῖς ἐν Χριστῷ, μὲ εὐθύτητα καὶ εἰλικρίνεια ἀπέναντι στοὺς ἄλλους, ἀπέναντι στὸν
Θεό, μὰ κυρίως ἀπέναντι στὸν ἑαυτό σου. Δὲν ὑπάρχουν κρατούμενα γιὰ σένα, ἂν
θέλεις νὰ φέρεις τὸ ὄνομα τοῦ Χριστιανοῦ. Ἀγαπᾷς τὸν Χριστὸ μὲ τὰ τέσσερα
τέταρτα τῆς καρδιᾶς σου. Συντονίζεσαι ἀπόλυτα μὲ μία κεντρικὴ ἰδέα, μὲ μία
πρόταση ζωῆς, καθὼς μπροστά σου ἁπλώνεται ἕνας ὁρίζοντας καθαρός, γνήσιος, αὐθεντικός:
Στὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου βλέπω τὸν Χριστό. Ὁ ἄλλος, ὁ ὁποιοσδήποτε ἄλλος, ποὺ δὲν
εἶμαι ἐγώ, ἀλλὰ εἶναι ὁ ἄλλος, ὁ διαφορετικός, ὁ ξένος, αὐτὸς ὁ ἄλλος εἶναι ὁ ἀδελφός
μου, εἶναι ὁ παράδεισός μου, εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ζῶ, εἶναι ὁ λόγος γιὰ
τὸν ὁποῖο θέλω νὰ ὑπάρχω· διότι μέσα στὰ μάτια του βλέπω τὸν Χριστό, ποὺ εἶναι ἡ
ἀνάσα μου, εἶναι ἡ ζωή μου. Ἀγάπη γιὰ τὸν Χριστὸ εἶναι ἀγάπη γιὰ τὸν ἄλλο. Ἀγάπη
ἀνυπόκριτη, ἄδολη, εἰλικρινής. Ἀγάπη ἀνιδιοτελής, δίχως κρατούμενα, δίχως ὅρια,
δίχως ἀμφιβολία. Ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἡ θρησκεία τῆς ἀγάπης, καὶ ἡ Ἐκκλησία τοῦ
Χριστοῦ εἶναι μιὰ μεγάλη ἀγκαλιά, ποὺ χωρᾷ τὸν κόσμο ὁλάκερο.
Ὁ π. Κωνσταντῖνος Σακαρίδης ἔζησε
μιὰ ζωὴ στὴν ὁποία ἦταν «τὰ πάντα καὶ ἐν
πᾶσι Χριστός» (Κολ., γ΄ 11). Δὲν ἔπαυσε στιγμὴ νὰ διδάσκει, μὲ τὸν λόγο καὶ
τὴ ζωή του, τὸν Θεὸ τῆς Ἀγάπης. Μιᾶς ἀγάπης θεϊκῆς, ποὺ φέρνει τὸν ἄνθρωπο στὴν
ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ· ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο συνάνθρωπο· ποὺ ἑνώνει τὰ διεστῶτα, ποὺ
ἐξομαλύνει τὶς ἀντιθέσεις, ποὺ ἀπεχθάνεται τὸ μῖσος, τὴν κακία, τὴ μισαλλοδοξία,
τὴ διχόνοια καὶ τὴ διαίρεση.
Ὁ π. Κωνσταντῖνος πέρασε τὰ
τελευταῖα χρόνια στὸν ἀγαπημένο του Οἶκο Ὑπερηλίκων «Κωνστάντειο», δεχόμενος τὴν
ἀγάπη τῶν ἀδελφῶν καὶ συνεργατῶν του. Ὁ ἴδιος, ἑτοιμαζόμενος γιὰ τὴ Βασιλεία τῶν
Οὐρανῶν, μεταρσιωμένος συνομιλοῦσε μέ «τὸν Λατρευτό του καὶ τὸν Ἕνα», εὑρισκόμενος
μεταξὺ γῆς καὶ Οὐρανοῦ. Ὥσπου, μετὰ ἀπὸ σύντομη νοσηλεία στὸ Γενικὸ Νοσοκομεῖο
Καβάλας, ἦλθε ἡ στιγμὴ νὰ πεῖ τὰ λόγια τοῦ ἁγίου καὶ δικαίου Συμεών: «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν Σου Δέσποτα, κατὰ
τὸ ῥῆμά Σου ἐν εἰρήνῃ, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν Σου» (Λουκ.,
β΄ 29-30).
Ὅλοι ἐμεῖς οἱ ζῶντες καὶ
περιλειπόμενοι ἀδελφοὶ καὶ συνεργάτες τῆς Ἀδελφότητος Θεολόγων ἡ «ΖΩΗ» νιώθουμε
ὅτι κατευοδώνουμε ἕναν Πατέρα, ποὺ θὰ βρεῖ παρρησία ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, καὶ ὅτι
προπέμπουμε ἕναν πρέσβυ, γιὰ νὰ πρεσβεύει στὸν Κύριο καὶ γιὰ αὐτὸ τὸ Ἔργο, ποὺ ὁ
ἴδιος ἀγάπησε καὶ διακόνησε.
Περιοδικό ΖΩΗ
2 σχόλια:
Ο Θεός να τον αναπαυει! Πράγματι έτσι έζησε και πολιτεύτηκε!
Θα επαναλαβω, σου εφτανε να τον εβλεπες, στεκοσουν και χαιροσουν, ευφραινοσουν που τον ακουγες. Και μιλαμε για νεανικα φοιτητικα χρονια. Ωραια ψυχη. Ευχου. Αθ. Κοτταδακης
Δημοσίευση σχολίου