Από το βιβλίο «Η Α' Οικουμενική Σύνοδος,
Νίκαια της Βιθυνίας - 325 μ.Χ. - Ιστορικοδογματική θεώρηση», Εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας της
Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 2024, του Μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσοστόμου
Σαββάτου, σσ.103-110.
Ὅπως τό Εὐαγγέλιο ἀποτελεῖ τή συμπαγή
μορφή μιᾶς ἀφηγηματικῆς πίστης τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν ἔκθεση ἱστορικῶν γεγονότων,
ἔτσι καί ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία μέ ἀνάλογο τρόπο προσλαμβάνει ἕνα Σύμβολο Πίστεως,
στό ὁποῖο ὁμολογεῖται, καταγράφεται καί ἀποτυπώνεται ἡ ἴδια εὐαγγελική ἀλήθεια
τῆς πίστεως. Ἡ διαδικασία αὐτή δέν γίνεται ἀποκομμένα ἀπό τή ζωή τῆς ἐκκλησιαστικῆς
κοινότητας ἀλλά ὡς πράξη, λειτουργική ἤ συνοδική, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ καί τόν
τρόπο ἒκφρασης τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀποδοχῆς/πρόσληψης (reception) τοῦ Συμβόλου Πίστεως, προκειμένου μέ τόν
τρόπο αὐτό νά προστατευθεῖ ἡ ἴδια ἡ πίστη τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας, νά
διατυπωθεῖ, νά ἀναγνωριστεῖ καί νά διασωθεῖ ἀνόθευτη ἀπό τίς διάφορες αἱρετικές
στρεβλώσεις.
Ἤδη ἡ Β’ Οἰκουμενική Σύνοδος στή συνοδική της Ἐπιστολή «Πρός τούς Δυτικούς», τοῦ ἔτους 382 μ.Χ., ἀναφέρεται στήν πίστη τῶν 318 Πατέρων τήν ὁποία ἐπεκύρωσε, ἐνῶ ἡ Γ’ Οἰκουμενική Σύνοδος (431 μ.Χ.) μέ τόν ζ’ κανόνα της, καθιστᾶ τό Σύμβολο Πίστεως τῆς A΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου κριτήριο ὀρθοδοξίας καί ἐπιβεβαίωσης τῆς ἀληθινῆς πίστης[1], γι’ αὐτό καί ἀπαγορεύει τήν σύνταξη ἄλλης ὁμολογίας διαφορετικῆς ἀπό αὐτήν τῆς Νικαίας[2].
Ἀντίστοιχη ἀποδοχή ἐκφράζεται καί ἀπό τήν Δ’ Οἰκουμενική
Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνας (451 μ.Χ.). Σύμφωνα μέ τήν Ἒκθεση Πίστεως «τῶν ἐν
Νικαίᾳ ἁγίων Πατέρων τιη’ καί κατά τήν ἔκθεσιν τῶν ρν’ Πατέρων»[3], οἱ συνοδικοί Πατέρες ἔκριναν θετικά τόν
Τόμο τοῦ Λέοντα Ρώμης, ἐπειδή αὐτός συμφωνοῦσε μέ τήν Ἔκθεση Πίστεως τῆς
Νικαίας. Εἶναι χαρακτηριστική ἡ ἀναφορά τῶν Πατέρων τῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνας.
Μετά τήν ἀνάγνωση τῆς ἔκθεσης πίστεως τῆς Νικαίας οἱ Πατέρες «ἐβόησαν·Αὕτη ἡ
πίστις τῶν ὀρθοδόξων. Ταύτῃ πάντες πιστεύομεν. Ἐν ταύτῃ ἐβαπτίσθημεν, ἐν ταύτῃ
βαπτίζομεν… Αὕτη ἀληθινὴ πίστις. Αὕτη ἡ ἁγία πίστις. Αὕτη αἰωνία πίστις. Εἰς
ταύτην ἐβαπτίσθημεν. Εἰς ταύτην βαπτίζομεν. Πάντες οὕτως πιστεύομεν»[4], γι’ αὐτό καί ἀπαγορεύουν «προσκομίζειν
ἤ διδάσκειν ἤ παραδιδόναι ἕτερον σύμβολον τοῖς ἐθέλουσιν ἐπιστρέφειν εἰς ἐπίγνωσιν τῆς ἀληθείας»[5]. Οἱ ἑπόμενες Οἰκουμενικές Σύνοδοι, ἁπλά
θά ἐπικυρώσουν τό Σύμβολο Πίστεως τῆς A΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί μέ τόν τρόπο αὐτό θά ἐπιβεβαιώσουν καί τήν ἀποδοχή
του.
Ἀπό ὅσα ἀναφέρονται γίνεται σαφές, ὅτι ἡ
σπουδαιότητα τοῦ Συμβόλου Πίστεως τῆς A΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀπετέλεσε τήν σπονδυλική στήλη ἔκθεσης τῆς δογματικῆς
διδασκαλίας τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Μάλιστα, ὑπ’ αὐτήν τήν προοπτική, τόσο ἡ
Δ’ ὅσο καί ἡ ΣΤ’ Οἰκουμενική Σύνοδος, ὄχι μόνο ἐπεκύρωσαν τό Σύμβολο Πίστεως τῆς
A΄ Οἰκουμενικῆς, ἀλλά
θεώρησαν τό Σύμβολο τῆς Κωνσταντινουπόλεως (381) ὡς ἑρμηνευτικό κείμενο τοῦ
Συμβόλου τῆς A΄ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου.
Κατά τόν Κύριλλο Ἀλεξανδρείας, τό Σύμβολο Πίστεως
τῆς A΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου εἶναι
«κρηπίς οἷα τις καὶ θεμέλιος ἀρραγὴς καὶ ἀκράδαντος… τῆς ἀκραιφνοῦς τὰ καὶ ἀμωμήτου
πίστεως»[6], γι’ αὐτό καί τό θεωρεῖ ὡς «κατά λέξιν»
θεόπνευστον[7], ἐπισημαίνει μάλιστα ὅτι μόνο οἱ δικές
του κανονικές Ἐπιστολές, ἑρμηνεύοντας «τήν εὐθυτενῆ καί ἀταλάντευτον πίστιν»,
ἀποτελοῦν τήν ὑπεύθυνη καί σύμφωνη μέ τούς πρό αὐτοῦ Πατέρες, ὀρθή ἑρμηνεία τοῦ
Συμβόλου καί ἀνάπτυξη τοῦ «νοός» τῶν Πατέρων τῆς Νικαίας[8].
Ἀλλά καί ὁ Νεστόριος στήν ἐπιστολή του πρός τόν
Κύριλλο, παραθέτει ὡς εἶδος ὁμολογίας τήν Ἔκθεση τῆς A΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τήν ὁποία ἐπικαλεῖται
βεβαίως καί ὁ Εὐτυχής στή Ληστρική Σύνοδο τοῦ 449 μ.Χ., γιά τήν ὁποία ἀναφέρει ὅτι τήν παρέλαβε «ἐκ προγόνων»[9]. Τήν ἀποδοχή τοῦ Συμβόλου τῆς Νικαίας ἐπιβεβαίωσαν
καί ἄλλες τοπικές σύνοδοι, οἱ ὁποῖες διεκήρυξαν τή σταθερή τους πεποίθηση στήν
πίστη τῆς A΄ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου, ἐνῶ ἀρνήθηκαν νά συντάξουν νέο κείμενο πίστεως, οὔτε νά δεχθοῦν κάποια
ἀλλαγή στό Σύμβολο, ὅπως ἡ σύνοδος τοῦ Ἀριμίνου (353 μ.Χ.)[10].
Ἡ σύνοδος τῆς
Σαρδικῆς τό 343 μ.Χ., ἡ ὁποία συγκλήθηκε ὡς Οἰκουμενική, ἀναγνωρίσθηκε ὅμως ὡς
τοπική, ἐπεκύρωσε τό Σύμβολο Πίστεως τῆς A΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καί τό ἴδιο ἔκανε
καί ἡ σύνοδος τοῦ Rimini (359 μ.Χ.)[11], καί παρά τίς ὅποιες διαμάχες οἱ ὁποῖες προηγήθηκαν κατά τό διαρρεύσαν
χρονικό διάστημα μεταξύ 335 καί 358 μ.Χ., τόσο στήν Ἀνατολή ὅσο καί στή Δύση.
Σημαντική πράξη ἀποδοχῆς τοῦ Συμβόλου τῆς A΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, εἶναι ἡ ἀπόφαση τῆς
συνόδου τῆς Ἀλεξανδρείας τοῦ 369 μ.Χ. καί ἡ μετά παρέλευση δεκαετίας, τό 379
μ.Χ., σύνοδος τῆς Ἀντιοχείας μέ πρόεδρο τόν Ἀντιοχείας Μελέτιο καί τή συμμετοχή
περίπου 150 ἐπισκόπων. Ἡ συγκεκριμένη σύνοδος τάχθηκε ὑπέρ τῆς A΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί ἐπεκύρωσε τό
Σύμβολό της. Ἡ σύνοδος τῆς Ἀντιοχείας τό 379 μ.Χ. εἶναι σημαντική, ὄχι μόνο
γιατί ἐπισφραγίζει τή θεολογία τῆς A΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στήν Ἀνατολή, ἀλλά καί γιατί προετοιμάζει τή
σύγκληση τῆς Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 381 μ.Χ. μαζί μέ τίς ἀποφάσεις
τῆς συνόδου τῆς Ἀλεξανδρείας τοῦ 362. Τίς ἀποφάσεις τῆς συγκεκριμένης συνόδου τῆς
Ἀντιοχείας τοῦ 379 μ.Χ. θά ἀποδεχθεῖ δύο χρόνια ἀργότερα ἡ Σύνοδος, ἡ ὁποία
συγκλήθηκε ἀρχικά ὡς Σύνοδος τῶν ἐπισκόπων τῆς Ἀνατολῆς στήν Κωνσταντινούπολη,
τό ἔτος 381 μ.Χ. Ἐπίσης οἱ σύνοδοι τῆς Ἀκυληΐας (381 μ.Χ.), Κωνσταντινουπόλεως
(400 μ.Χ.) καί Καρθαγένης (418 μ.Χ.) ὅρισαν ὅπως «τά ἐν (τῇ Συνόδῳ) τῆς Νικαίας ὁρισθέντα, παντί τρόπῳ παραφυλαχθῶσιν», γι’ αὐτό καί ἦταν ἡ «ἀπαγγελομένη
πίστις».
Ὅπως ὅμως ἀποδεικνύεται, ἀποδεκτό δέν ἦταν μόνο τό
Σύμβολο Πίστεως τῆς Συνόδου, ἀλλά καί τό γενικότερο ἔργο της, τό ὁποῖο ἐπιβεβαίωσε
ἡ ἀπόφαση τῆς συνόδου τῆς Ἀντιοχείας τοῦ 341, ἡ ὁποία καθαιρεῖ «πάντας τοὺς
τολμῶντας παραλύειν
τὸν Ὅρον τῆς ἁγίας καὶ μεγάλης Συνόδου τῆς συγκροτηθείσης ἐπὶ παρουσίᾳ τοῦ
Θεοφιλεστάτου Βασιλέως Κωνσταντίνου περὶ τῆς ἁγίας ἑορτῆς τοῦ σωτηριώδους Πάσχα»[12].
Ἡ ἀποδοχή τοῦ Συμβόλου Πίστεως τῆς A΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου διασώζεται καί στήν
παράδοση τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Γιά τόν Μ. Βασίλειο[13] καί τόν Ἰσίδωρο τόν Πηλουσιώτη[14], ἡ πίστη τῆς Νικαίας εἶναι κριτήριο ὀρθοδοξίας καί συστατικό στοιχεῖο τῆς ἐκκλησιαστικῆς
κοινωνίας μεταξύ τῶν ὀρθοδόξων, γι’ αὐτό καί ὁ ἔλεγχος τῆς παρεκκλίνουσας
δογματικῆς ἀντίληψης, γινόταν μέ βάση τό συγκεκριμένο Σύμβολο, ὡς ἀσφαλές
κριτήριο ὀρθοδοξίας. Ὅσοι ὁμολογοῦσαν τό Σύμβολο, γίνονταν ἀμέσως καί ἀνεπιφύλακτα
δεκτοί σέ κοινωνία, ἐνῶ ὅσοι τό ἀπέρριπταν, ἀπεκόπτοντο ὡς βλάσφημοι[15]. Τό ἴδιο κριτήριο χρησιμοποιεῖ καί ὁ Νεστόριος στήν Γ’ Οἰκουμενική Σύνοδο
γιά νά ἀπαντήσει κατά τῆς «φρενοβλαβοῦς αἱρέσεως τοῦ Ἀρείου» ἀλλά καί νά
κρίνει τή διδασκαλία τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας. Γιά τόν Ἐπιφάνιο Κύπρου (377
μ.Χ.), ἡ πίστη τῆς Νικαίας ἔχει ἐκκλησιαστικό καί οἰκουμενικό κύρος[16], ἐνῶ κατά τόν Βαρσανούφιο (ἀρχές Ε’ ἤ ΣΤ’ αἰώνα) ἡ πίστη τῆς A΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀποτελεῖ τήν «βασιλική
ὁδό»[17]. Τέλος, εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι τό Ἑνωτικόν τοῦ Ζήνωνος (482 μ.Χ.) δέν ἀναφέρεται γιά λόγους
διπλωματικούς στήν ἀπόφαση καί τήν πίστη τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀλλά στό
Σύμβολο τῆς A΄ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου ὡς βάση γιά τήν ἕνωση μέ τούς Ἀντιχαλκηδονίους.
Ἡ ἀποδοχή τῆς A΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐκφράζεται καί στά πλαίσια
τῆς λατρείας τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου εἶναι καί ἡ σημαντική πράξη ἀποδοχῆς,
πρόσληψης, ἀναγνώρισης καί τιμῆς τοῦ ἔργου τῆς Συνόδου ἀπό τήν ἴδια τή
συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀρχαιότερη μνεία ἀναγραφῆς μνήμης τῆς A΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στά Δίπτυχα καί ἡ
τέλεση εἰδικῆς «συνάξεως» γι’ αὐτήν, ἀνάγεται στούς χρόνους τοῦ
πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννου Β’ (518-520)[18], ἐνῶ ἐπί τοῦ πατριάρχου Ἀνθίμου A΄ (535-538), ἔχουμε στό συναξάριο τήν ἀναφορά τῆς μνήμης τῆς A΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, στίς 28 Μαΐου καί
τήν Ζ’ Κυριακή ἀπό τό Πάσχα. Δέν εἶναι ἴσως τυχαῖο τό γεγονός ὅτι πιθανότατα ἀπό
τό ἔτος 582 μ.Χ. ἀρχίζει νά μαρτυρεῖται καί ἡ τιμή στούς Πατέρες τῆς A΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὡς ἁγίων, περίπου
δέ τό 725 μ.Χ. ἤ τό πολύ μέχρι τόν 9ο αἰώνα, ἔχουμε καί τήν πρώτη συγγραφή ἐγκωμίου σ’ αὐτούς[19].
Ὅλα αὐτά συνηγοροῦν ὅτι ἡ A΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἀπετέλεσε μία νέα ἔκφραση
συνοδικότητας, τῆς ὁποίας βέβαια κρίθηκε θετικά τό θεολογικό καί τό γενικότερο ἔργο
της, ὄχι ἄμεσα καί μάλιστα ἀπό τά πρῶτα μετασυνοδικά χρόνια, ἀλλά ὕστερα ἀπό
100 περίπου χρόνια, ἐνῶ καθ’ ὅλο αὐτό τό διάστημα μέ πολλές ἀμφισβητήσεις
δημιουργήθηκαν καί ἀρκετά προβλήματα, τά ὁποῖα ὁδήγησαν σέ διαιρέσεις.
Στή διάρκεια πενήντα καί πλέον χρόνων μετά τή
Σύνοδο, ὑπῆρξε μία τεράστια προσπάθεια νά ἐπαναπροσδιοριστεῖ καί νά ἐπανερμηνευθεῖ
θεολογικά ἡ πίστη τῆς A΄ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου. Ἀπό πολλούς θεωρήθηκε τό Σύμβολο ὅτι ἔπρεπε νά ἐπανερμηνευθεῖ, ἐνῶ ἀπό
κάποιες ἀκραῖες φωνές κατατέθηκε ἡ πρόταση ἀκόμη καί νά τροποποιηθεῖ.
Μία σειρά ἀπό τοπικές συνόδους: (Ἀντιοχείας (341
μ.Χ.), Σαρδικῆς καί Φιλιππουπόλεως (343 μ.Χ.), Μιλάνου (345 μ.Χ.), Σιρμίου (351
μ.Χ.), Ἀρελάτης (353 μ.Χ.), Μιλάνου (355 μ.Χ.), Σιρμίου (357 μ.Χ.), Ἀγκύρας
(360 μ.Χ.), Ἰκονίου (376 μ.Χ.), Λαμψάκου (365 μ.Χ.), Ρώμης (377 μ.Χ.) κ.ἄ.)
στήν Ἀνατολή καί στή Δύση ἐπιζητοῦσαν νά ἐπαναβεβαιώσουν τήν πίστη τῆς A΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου χρησιμοποιώντας
διαφορετικές, συχνά ἀντιφατικές δογματικές διατυπώσεις, οἱ ὁποῖες τελικά ὁδήγησαν
σέ ἕναν «λαβύρινθο Συμβόλων»[20]. Ἐντούτοις, ἡ Γ’ Οἰκουμενική Σύνοδος (431 μ.Χ.) μέ τόν ζ’ κανόνα της
καθιστᾶ πλέον ἀδιαμφισβήτητα τό Σύμβολο Πίστεως τῆς A΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου κριτήριο ὀρθοδοξίας καί ἐπιβεβαίωση
τῆς ἀληθινῆς πίστης γι’ αὐτό καί ἀπαγορεύει τή σύνταξη ἄλλων συμβόλων καί ὁμολογιῶν.
Τελικά, τό μέλλον εἶναι αὐτό πού ἐπαληθεύει τίς ἱστορικές ἀποφάσεις, δίνει νόημα καί ὑπόσταση στό παρελθόν καί ἐπιβεβαιώνει τήν παράδοση, πάντοτε μέσα ἀπό τή συνοδική διαδικασία, ἐκκλησιαστική καί μυστηριακή ἐμπειρία.
[2] ACO II/I, 2.
[3] ACO II/I, 2.
[4] ACO II/I, 2.
[5] ACO II/I, 2.
[6] ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Εἰς τό ἅγιον Σύμβολον. Ἐπιστολή 55, α’.
[7] ACO I/I, 4.
[8] ACO I/I, 4.
[9] ACO II/I, 2.1, 90-91.
[10] Σωκρατους, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία ΙΙ, 37, 9. Σωζομενου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία IV, 18, 31.
[19] B.H.G. 1431.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου