Ο εορτασμός της Μεγάλης Παρασκευής και του Μεγάλου Σαββάτου στα
Ιεροσόλυμα σύμφωνα με το Οδοιπορικό της Αιθερίας (4ος αιώνας)
Η Αιθερία, μία μοναχή από την Ισπανία, επισκέφθηκε τον 4ο αιώνα τα
Ιεροσόλυμα και μας περιγράφει στο Οδοιπορικό της τις ακολουθίες στις οποίες
συμμετείχε.
Μεγάλη Παρασκευή
Όσον αφορά στην κατά την Μεγάλη Παρασκευή λειτουργική πράξη της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, το Οδοιπορικό της Αιθερίας πληροφορεί ότι την δευτέρα πρωϊνή ώρα (8 η ώρα το πρωΐ) παρευρισκόταν όλοι στον Γολγοθά, πίσω από τον Σταυρό (post Crucem), όπου τοποθετούνταν η καθέδρα του επισκόπου. Μπροστά του έβαζαν ένα τραπέζι σκεπασμένο με κάλυμμα, γύρω από το οποίο στέκονταν οι διάκονοι, όπου ακουμπούσαν το τίμιο ξύλο του Σταυρού μέσα σε μία επίχρυση αργυρή λειψανοθήκη και την επιγραφή.
Ακολουθούσε η προσκύνηση του τίμιου Σταυρού από τον πιστό λαό του
Θεού, ενώ επαγρυπνούσαν οι διάκονοι να μην κλέψει κανείς κάποιο τεμάχιό Του,
όπως συνέβη κάποια χρονική στιγμή στο παρελθόν. Η όλη διαδικασία περιελάμβανε
το γονάτισμα, και το άγγιγμα του Σταυρού και της επιγραφής με το μέτωπο, τα
μάτια και τον ασπασμό, χωρίς να τα ακουμπήσει κανείς με τα χέρια, προς αποφυγή
τυχόν αταξίας. Στη σειρά στεκόταν ένας διάκονος που κρατούσε το δακτυλίδι του
Σολομώντος, στο οποίο υποκλίνονταν, και το κέρας με το οποίο χρίονταν οι
βασιλείς, το οποίο ασπαζόταν ο λαός.
Όταν ερχόταν η έκτη ώρα (12 το μεσημέρι), συγκεντρωνόταν όλο το πλήθος
μπροστά στον Σταυρό, ώστε γινόταν το αδιαχώρητο. Εκεί τοποθετούσαν θρόνο για
τον επίσκοπο και έως την ενάτη ώρα γινόταν η ανάγνωση κατά την τάξη. Στην αρχή
διάβαζαν από τους ψαλμούς, τα συγγράμματα των αποστόλων (Επιστολές και
Πράξεις), και τις Ευαγγελικές περικοπές, όλα τα χωρία, που αναφέρονται στο
Πάθος του Κυρίου και συνέχιζαν με δεήσεις και την ψαλμωδία ύμνων. Τις τρεις
αυτές ώρες, όλος ο λαός, μικροί και μεγάλοι, άκουγαν με βαθειά συγκίνηση,
θρήνους και βαθύτατους αναστεναγμούς την εκπλήρωση των προφητειών στο πρόσωπο
του πάσχοντος Κυρίου. Στο τέλος της τελετής αυτής, την ενάτη ώρα (3 η ώρα το
απόγευμα) γινόταν ανάγνωση στην περικοπή του κατά Ἱωάννη ιθ΄ 30, όπου
αναφέρεται ότι ο Κύριος παρέδωκε το πνεύμα, στη συνέχεια αναπεμπόταν μία δέηση,
την οποία επισφράγιζε η απόλυση.
Αμέσως μετά όλοι μετέβαιναν στο Μαρτύριο, όπου τελούσαν ό,τι προέβλεπε
το τυπικό και συνέχιζαν στην Ανάσταση με την ανάγνωση της ευαγγελικής
περικοπής, που αναφέρεται στην αίτηση του Ιωσήφ προς τον Πιλάτο, για να λάβει
το σώμα του Κυρίου και να το καταθέσει στο καινό μνημείο. Έπειτα ακολουθούσε
δέηση, ευλογία των κατηχουμένων, των πιστών και απόλυση. Η αγρυπνία συνεχιζόταν
άτυπα μέχρι το πρωί, από όσους ήταν νέοι και είχαν την σωματική αντοχή μετά από
τον κόπο της ημέρας, χωρίς προηγούμενη αναγγελία από τον αρχιδιάκονο, όπως σε
άλλες περιπτώσεις. Στην ολονύκτια αγρυπνία ένα απέραντο πλήθος αγρυπνούσε,
ψάλλοντας ύμνους και τροπάρια, άλλοι από το βράδυ και άλλοι από το μεσονύκτιο,
ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του.
Μεγάλο Σάββατο
Κατά το Μεγάλο Σάββατο τελούνταν οι συνήθεις ακολουθίες της τρίτης και
έκτης ώρας, αλλά παρελείπετο η ενάτη και προετοιμαζόταν για την αγρυπνία του
Πάσχα στο Μαρτύριο, στην οποία συμμετείχαν και οι βαπτιζόμενοι. Κατά την νύχτα
του Μ. Σαββάτου γινόταν δύο λειτουργίες, όπως κατ’ ουσίαν και σήμερα.
Στην περιγραφή αυτή της Αιθερίας αναφερόμενος ο Κ. ΚΑΛΟΚΥΡΗΣ σημειώνει: «Κατὰ τὰ ἀνωτέρω δύο Λειτουργίαι ἐτελοῦντο κατὰ τὴν νύκτα τοῦ Μ.Σαββάτου. Μία εἰς τὸ Μαρτύριον (παρόντων τῶν νεοφωτίστων) καὶ ἑτέρα, σύντομος εἰς τὸν Πανάγιον Τάφον (Ἀνάστασις). Ἡ παράδοσις τῶν Λειτουργιῶν αὐτῶν ὑπάρχει μέχρι σήμερον, ἐφ’ ὅσον τελοῦμεν Λειτουργίαν κατὰ τὸν ἑσπερινὸν τοῦ Μ. Σαββάτου (ὅστις, σημειωτέον, ἄλλοτε ἐτελεῖτο τὰς πρώτας ὥρας τῆς νυκτὸς τοῦ Σαββάτου) καὶ κατόπιν, εὐθὺς μετὰ τὸ μεσονύκτιον, τὴν Λειτουργίαν τοῦ Πάσχα» (Πηγαὶ τῆς Χριστιανικῆς Ἀρχαιολογίας (Κείμενα καὶ Μνημεῖα), Θεσσαλονίκη 1967, σ. 461).
Αγρυπνία του Πάσχα
Την αγρυπνία του Πάσχα τελούσαν όπως και στην Δύση με την διαφορά ότι
στα Ιεροσόλυμα υπήρχε έντονη η παρουσία των νεοφωτίστων. Αυτοί, επειδή είχαν
βαπτισθεί και ενδυθεί στα λευκά, αφού εξέρχονταν από το βαπτιστήριο,
οδηγούνταν, αρχικά, μαζί με τον επίσκοπο στην Ανάσταση. Ο επίσκοπος εισερχόταν
πίσω από το κιγκλίδωμα της Αναστάσεως και στη συνέχεια έψαλλαν έναν ύμνο,
γινόταν μία δέηση από εκείνον υπέρ αυτών και ακολούθως ερχόταν στο Μαρτύριο,
όπου όλος ο λαός αγρυπνούσε. Μετά το πέρας της θείας λειτουργίας και την
απόλυση, με ψαλμούς και ύμνους ερχόταν στην Ανάσταση, όπου γινόταν πάλι
ανάγνωση στην ευαγγελική περικοπή της Αναστάσεως, δέηση και επιτέλεση της
Λειτουργίας εκ νέου στον τόπο αυτό. Όμως, όλα γινόταν σύντομα, χάριν του λαού,
για να μην αργοπορήσουν πολύ.
(Σημείωση: Μαρτύριο είναι η Βασιλική του Μαρτυρίου, ο κεντρικός ναός
που έκτισαν ο Μέγας Κωνσταντίνος και η Αγία Ελένη. Ανάσταση είναι η Ροτόντα της
Αναστάσεως η οποία περιείχε τον Πανάγιο Τάφο)
(Πληροφορίες από την εργασία της Ανδρομάχης Βουλγαράκη, Οι μαρτυρίες
του Οδοιπορικού της Αιθερίας για τη σύγχρονή του Ιεροσολυμιτική Λατρεία. 2016)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου