Σάββατο 11 Μαΐου 2024

Ζωή πίστεως - Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

Ζωή πίστεως

Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

Εὐχαριστῶ, ἀγαπητοί μου, τὸν Κύριον ἡ­μῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ποὺ μ᾿ ἀξιώνει γιὰ μιὰ ἀκόμη φορά, τώρα στὰ βαθειὰ γεράματά μου, νὰ κηρύξω τὰ λόγια του. Θὰ προσπαθήσω νὰ σᾶς μιλήσω ὅπως μιλάει ὁ πατέρας στὰ παιδιά του, νὰ μιλήσω μὲ γλῶσσα ἁπλῆ. Θέλω νὰ μὲ προσέξετε.

* * *

Ὅπως γνωρίζουμε, ἀπὸ τοὺς δώδεκα μαθη­τὰς τοῦ Χριστοῦ ἕνας, ὁ Ἰούδας, τὸν πρόδωσε. Μετανόησε ὕστερα γι᾿ αὐτὸ κι ἀπελπισμένος πῆγε καὶ κρεμάστηκε. Μεγάλο κακὸ ἡ αὐτοκτο­νία· σὰν τὸν Ἰούδα εἶνε αὐτοὶ ποὺ αὐτοκτονοῦν…

Μετὰ ἀπὸ τὴ σταύρωσι τοῦ Κυρίου οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι, φοβισμένοι κι ἀπογοητευμένοι, τρύπωσαν σ᾿ ἕνα σπίτι κ᾿ ἔκλεισαν πόρτες καὶ παράθυρα. Φοβήθηκαν μὴν τοὺς πιάσουν κι αὐτοὺς οἱ Ἰουδαῖοι. Ἀλλὰ ξαφνικά, μιὰ Κυρι­ακὴ σὰν σήμερα, λίγο προτοῦ νὰ βασιλέψῃ ὁ ἥλιος, νά τὸ θαῦμα· παρουσιάζεται μπροστά τους ὁ Χριστός! Τρόμαξαν. Μπῆκε «τῶν θυ­ρῶν κεκλεισμένων» (Ἰω. 20,26). Καὶ μόλις συνῆλ­θαν ἀπὸ τὴν ἔκπληξι, ὁ ἀναστημένος Χριστὸς τοὺς εἶπε τρία πράγματα. Ὅπως ὁ πατέρας ποὺ ἀπουσιάζει καὶ γυρίζει στὸ σπίτι φέρνει δῶρα στὰ παιδιά, ἔτσι κι ὁ Χριστὸς ποὺ ἀναστήθηκε τοὺς ἔφερε τρία πολύτιμα δῶρα.


• Τὸ ἕνα ποιό εἶνε; Μία λέξι. Ὤ ἡ λέξις αὐ­τή! Γλυκειὰ λέξι· ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, Βορρᾶ καὶ Νότου, Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, ὅλοι τὴν ποθοῦν, ὅλοι τὴν ἔχουν στὰ χείλη. Εἶνε ἡ λέξις εἰρήνη. «Εἰρήνη ὑμῖν», τοὺς εἶπε ὁ Χριστός (ἔ.ἀ. 20,19,21,26). Τί ὡραῖο πρᾶγμα ἡ εἰρήνη! Ὁ Χριστὸς λοιπὸν ἔφερε τὴν εἰρήνη. Αὐτὸς εἶνε ἡ εἰρήνη τοῦ κόσμου.
• Μετά, τὸ δεύτερο πρᾶγμα ποιό εἶνε; Ἀφοῦ λάβετε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, τοὺς λέει ὁ Χριστός, μὴ μείνετε κλεισμένοι ἐδῶ. Νὰ βγῆτε ἔ­ξω μὲ θάρρος καὶ παρρησία. Σκορπιστῆτε παν­τοῦ· ἄλλος στὴν Εὐρώπη, ἄλλος στὴν Ἀ­σία, ἄλλος στὴν Ἀφρική, ἄλλος στὴν Ἀμερική… Σὰν τοὺς ἀετοὺς πετάξτε νὰ κηρύξετε τὸ εὐ­αγγέλιο. Ὅπως ἐμένα μ᾿ ἔστειλε ὁ οὐ­ρά­­νιος Πατέρας, ἔτσι ἐγὼ «πέμπω ὑμᾶς» (ἔ.ἀ. 20,21).
• Τὸ ἕνα λοιπὸν ἡ εἰρήνη, τὸ δεύτερο Κηρύ­ξτε τὸ εὐαγγέλιο, καὶ τὸ τρίτο; Εἶνε μία ἄλ­λη ὡραία λέξι· συγχώρησις. Ὅλοι ἀναστε­νάζουμε γιὰ τὶς ἁμαρτίες ποὺ κάνουμε. Ποιός εἶ­νε ἀν­­αμάρτητος; Κανείς. Ἀπὸ τὸ παιδὶ τῶν ἑ­πτὰ ἐ­τῶν μέχρι τὸν ἀσπρομάλλη γέροντα, ὅλοι εἴ­μα­στε ἁμαρτωλοί. Κι ὅταν κάνῃς τὸ κακό, νιώ­­θεις ἐνοχή. Σᾶς κέντησε ποτὲ σκορ­πιὸς ἐσᾶς; Ἐμένα μὲ κέντησε. Εἶνε φοβερὸς ὁ πόνος. Ἀλλ᾿ ὅ­πως λέει κάποιος ἅγιος, προτιμότερο νὰ σὲ κεντήσῃ σκορπιὸς παρὰ νὰ σὲ κεντήσῃ ἡ συνείδησί σου. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χριστὸς ἔφερε τὴ συγχώ­ρησι. Εἶπε στοὺς ἀποστόλους· Σᾶς δίνω τὴν ἐξου­σία νὰ συγχωρῆτε τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀνθρώ­πων· «ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁ­μαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς» (ἔ.ἄ. 20,23). Καὶ ἀπὸ τότε πράγματι, δυνάμει αὐτῆς τῆς ἐξουσίας τῶν ἀποστόλων, δίδεται μέχρι σήμερα ἡ συγχώρησις ἐν τῷ ὀνόμα­τι Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ παπᾶς, καὶ ὁ πιὸ φτωχὸς καὶ ἀγράμματος, ἅ­μα φορέσῃ τὸ πετραχήλι, δὲν εἶνε ἄνθρωπος· αὐτὴ εἶνε ἡ πίστι μας. Φό­ρεσε τὸ πετραχήλι, εἶπε «Εὐλογητὸς ὁ Θεός…», ἔκανε τὸ σταυρό; Ἐκείνη τὴν ὥρα εἶνε ἄγγελος· σὰν ἄγγελο νὰ τὸν βλέπετε. Δὲν εἶνε πλέ­ον ὁ παπᾶ-Δημήτρης, ὁ παπᾶ-Ἀλέξης· εἶνε ἀνώ­τερος κι ἀπ᾿ τὸν ἄγγελο. Γιατί; Διότι, λέει ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰ­τωλός, ὁ ἄγγελος δὲν ἔχει ἐξουσία νὰ συγχωρήσῃ ἁμαρτήματα, ἐνῷ ὁ παπᾶς ἔχει. Γι᾿ αὐτὸ νὰ τρέχετε ὅλοι κάτω ἀπ᾿ τὸ ἁγι­ασμένο πετραχήλι, νὰ παίρνετε συγχώρησι.
Αὐτά, λοιπόν, τὰ τρία πράγματα ἔφερε μὲ τὴν ἀνάστασί του ὁ Χριστός, ποὺ εἶνε τὸ ἄλ­φα καὶ τὸ ὠμέγα, εἶνε τὸ πᾶν γιὰ μᾶς. Κοντὰ στὸ Χριστὸ τά ᾿χουμε ὅλα· μακριὰ ἀπὸ τὸ Χριστὸ ἡ ζωὴ αὐτὴ δὲν εἶνε τίποτε.
Τὴν ἡμέρα ὅμως ἐκείνη ἔλειπε ἕνας ἀπὸ τοὺς μαθητάς, ὁ ἅγιος Θωμᾶς. Τὸν βρῆκαν κα­τόπιν οἱ ἄλλοι καὶ τοῦ ἔλεγαν. –Θωμᾶ, εἴδαμε τὸν Κύριο. –Ψέματα λέτε, δὲν σᾶς πιστεύω. –Δὲν σοῦ λέμε ψέματα· τὸν εἴδαμε. –Ἂν δὲν βάλω τὸ δάχτυλό μου στὸν τύπο τῶν ἥλων, στὸ σημάδι ἀπ᾿ τὰ καρφιὰ στὰ χέρια καὶ στὰ πόδια, δὲν πιστεύω ἐγώ… Ἔτσι τὴν ἑπόμενη Κυριακή, σὰν σήμερα, νά ὁ Χριστὸς πάλι «κεκλεισμένων τῶν θυρῶν» μπῆκε καὶ κάλεσε τὸ Θωμᾶ. –Ἔλα, τοῦ λέει, βάλε τὸ δάχτυλό σου στὶς πληγές μου. Κι ὅταν ὁ Θωμᾶς ψηλάφησε τὸ Χριστό, τότε φώναξε «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» (ἔ.ἀ. 20,28), καὶ πίστεψε κι αὐτός.
Αὐτὰ τὰ ὡραῖα λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο.

* * *

Ἀπὸ τότε πέρασαν αἰῶνες. Ἀλλὰ μέχρι καὶ σήμερα ὑπάρχουν Θωμᾶδες. Εἶνε πολλοὶ ποὺ σὰν ἐκεῖνον δὲν πιστεύουν. Ἀμφισβητοῦν ἰδί­ως τὸ μέγα γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως, τὸ θαῦ­μα τῶν θαυμάτων. Ἄκου ᾿κεῖ παραμύθια, λένε· εἶνε ποτὲ δυνατὸν μὲ κλειστὲς τὶς πόρτες νὰ μπῆκε ὁ Χριστός;… Τί ἔχουμε ν᾿ ἀπαντήσουμε;
Ἀπαντῶ μὲ τρία παραδείγματα. • Ὅταν ἤμουν μικρὸ παιδὶ καὶ πήγαινα σχολεῖο, στὸ χωριό μου εἴχαμε ἕνα καλὸ δάσκαλο. Μιὰ μέρα μᾶς λέει· Θὰ σᾶς πῶ ἕνα αἴνιγμα κι ἂν τὸ βρῆτε θὰ σᾶς πῶ μπράβο· «κλείνω τὸ σπιτάκι μου, καὶ κλέφτης εἶνε μέσα», τί εἶνε; Ἐμεῖς δὲν μπορούσαμε νὰ βροῦμε πῶς, ἀφοῦ κλείνουν οἱ πόρτες, εἶνε κλέφτης μέσα· ἔτσι μᾶς τὸ εἶπε ὁ δάσκαλος· Εἶνε ὁ ἥλιος. Ἐρωτοῦμε λοιπὸν τώρα τοὺς ἀπίστους· Πῶς ὁ ἥλιος περνᾷ καὶ χωρὶς νὰ σπάσουν τὰ τζάμια βρίσκεται μέσα στὸ σπίτι; Θέλεις ἄλλο παράδειγμα; • Κεκλεισμένων τῶν θυρῶν μπαίνει μέσα καὶ ὁ ἀέρας. Ὅσο καὶ νὰ κλείσῃς, βρίσκει τρόπο νὰ μπῇ· κι ἀλλοίμονο ἂν δὲν ἔμπαινε, θὰ πεθαίναμε ἀπὸ ἀσφυξία. Θέλεις καὶ τρίτο παράδειγμα; • Νά ἡ τηλεόρασι. Ἀνοίγει, καὶ μεταφέρει μέσα στὸ δωμάτιό μας ἕναν ποὺ εἶνε στὴ Μόσχα, ἄλλον ποὺ εἶνε στὴ Νέα Ὑόρκη, ἄλλον ποὺ εἶνε στὴν Αὐστραλία… Ἡ ἐπιστήμη, ποὺ εἶνε ἐπινόησις τοῦ μυαλοῦ τοῦ ἀνθρώπου, βρῆκε τρόπο νὰ τὸ κάνῃ· ὁ Θεός, ποὺ ἔκανε τὸν ἄνθρωπο, νὰ μὴ μπορῇ; Ἀφοῦ λοιπὸν κεκλεισμένων τῶν θυρῶν μπαίνει ὁ ἥλιος, μπαίνει ὁ ἀέρας, μπαίνουν ὅλοι αὐτοὶ ποὺ δείχνει ἡ τηλεόρασι, πο­λὺ περισσότερο ὁ Δημιουργὸς ὅλων αὐτῶν μπορεῖ νὰ εἰσέρχεται.
Τί χρειάζεται, ἀγαπητοί μου; Νὰ πιστεύουμε στὸ Χριστό, καμμιά δύναμις νὰ μὴ μᾶς κλονίζῃ. Καὶ ἡ πίστι νὰ εἶνε ζωντανή, ὄχι ψόφια. Πότε εἶνε ζωντανὴ ἡ πίστις; πῶς θὰ τὴν καταλάβουμε; Τὸ δέντρο τὸ καταλαβαίνουμε ἀ­πὸ τὸν καρπό· τὴν ἀχλαδιὰ ἀπὸ τ᾿ ἀχλάδια, τὴ μηλιὰ ἀπὸ τὰ μῆλα… Ἔτσι καὶ ἂν ἔχουμε πίστι, θὰ τὴ δείξουμε ἐμπράκτως. Ἂν πιστεύῃς, τότε θὰ σηκώνεσαι τὸ πρωὶ γιὰ νὰ κάνῃς τὴν προσευχή σου. Ἂν πιστεύῃς, τὸ μεσημέρι ποὺ κάθεσαι στὸ τραπέζι θὰ κάνῃς τὸ σταυρό σου. Ἂν πιστεύῃς, τὸ βράδυ πρὶν κοιμηθῇς πάλι θὰ προσευχηθῇς. Ἂν πιστεύῃς, θὰ δουλεύῃς ὅ­λη τὴ βδομάδα καὶ τὴν Κυριακή, μόλις ἀκοῦς τὴν καμπάνα, φτερὰ στὰ πόδια καὶ στὴν ἐκ­κλη­σία. Ἂν πιστεύῃς, θὰ συγχωρῇς τὸν ἐχθρό σου. Ἂν πιστεύῃς, θὰ κοινωνῇς τὰ ἄχραντα μυστήρια. Ἂν πιστεύῃς, θὰ ἐξομολογῆσαι τοὐ­λάχιστον μία φορὰ τὸ χρόνο· ὅπως ἐκεῖνος ποὺ δὲν βαπτίζεται δὲν εἶνε Χριστιανός, ἔτσι καὶ ὅποιος δὲν ἐξομολογεῖται δὲν εἶνε Χριστιανός· ἡ ἐξομολόγησις εἶνε ἕνα ἀπὸ τὰ ἑ­πτὰ μυστήρια τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Ἂν πι­στεύῃς, θὰ κάνῃς καὶ κάτι ἄλλο· θ᾿ ἀνοίγῃς κάθε μέρα τὸ Εὐαγγέλιο· ὅπως δὲν περνάει μέρα χωρὶς ψωμί, ἔτσι δὲν πρέπει νὰ περνάῃ μέρα χωρὶς νὰ διαβάσῃς τὸ Εὐαγγέλιο, τὰ ἅ­για λόγια τοῦ Χριστοῦ μας. Τέλος, αὐτὸ ποὺ πι­στεύουμε νὰ μὴν τὸ κρύβουμε, ἀλλὰ νὰ τὸ λέμε, νὰ τὸ κηρύττουμε. Εἴδατε οἱ χιλιασταί; φτάνουν μέχρι τὴν ἄκρη τοῦ κόσμου ἀφήνον­τας κάθε τι ἄλλο, γιὰ νὰ κηρύξουν τὴ σατανι­κὴ αἵρεσί τους· πολὺ περισσότερο ἐσύ, ποὺ ἔ­χεις τὴν ἀλήθεια. Πιστεύεις; Μὴν τὸ κρύβεις, μὴν εἶσαι κρυπτοχριστιανός. Κήρυττε τὸ Χριστό, ὅπως οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι καὶ ἱεραπόστολοι. Πιστεύεις; μίλα γιὰ τὸ Χριστό. Ἔχεις γλῶσ­σα; ἁγίασέ την κηρύττοντας στὸ διπλανό σου. Εἶσαι μάνα; μίλα στὰ παιδιά σου· τὸ ὅτι τὰ θηλάζεις δὲν εἶνε σπουδαῖο· καὶ ἡ ἀρκούδα θηλάζει τὰ παιδιά της· μίλα στὸ παιδί! Εἶσαι γιαγιά; μίλα. Ἐγώ, ἂν εἶμαι κάτι, –τὸ ὁμολογῶ– τὸ ὀφείλω στὴ γιαγιά μου· ἀγράμματη ἦταν, μᾶς ἔπαιρνε στὴν ἀγκαλιά –ἂς εἶνε αἰωνία ἡ μνήμη της, ἅμα τὴ θυμᾶμαι κλαίω–· ἡ γιαγιὰ μᾶς ἔμαθε τὸ σταυρό, νὰ λέμε τὸ «Πάτερ ἡ­μῶν», νὰ προσευχώμαστε… Εὐλογημένες για­γιάδες! Τώρα τίποτε ἀπ᾿ αὐτά, ὁ νοῦς τους εἶ­νε στὴ μόδα. Μίλα, λοιπόν, γιὰ τὸ Χριστό. Εἶ­σαι πατέρας; μίλα γιὰ τὸ Χριστό. Εἶσαι δάσκα­λος; μίλα γιὰ τὸ Χριστό. Εἶσαι παπᾶς; μίλα γιὰ τὸ Χριστό. Εἶσαι Χριστιανός; μίλα· τότε θὰ σὲ πῶ Χριστιανό· ἀπὸ τὴ γλῶσσα θὰ σὲ καταλάβω, κι ἀπ᾿ τὰ χέρια θὰ σὲ καταλάβω, κι ἀπ᾿ τὰ πό­δια θὰ σὲ καταλάβω, κι ἀπὸ ὅλη τὴν ὕπαρξί σου, ἔτσι θὰ σὲ καταλάβω.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: