Μνήμη καί νοσταλγία ἐπιστροφῆς στήν αἱμάσσουσα γιά 50 ἔτη σκλαβωμένη
πατρώα γῆ
Ἐπισκόπου Μεσαορίας κ. Γρηγορίου
Γράφει, μέ συγκίνηση, ὁ ποιητής Κωστῆς Παλαμᾶς: «Εἶμαι
ἡ Πατρίδα. Μουσική στό διάβα μου τόν ἀέρα δένει. Ριζώνω ὅπου σταθῶ. Φῶς ὅπου
πατῶ σπέρνω»[1].
Ὅσοι ἀπό ἐμᾶς γεννηθήκαμε ἤ καταγόμαστε ἀπό τό αἱμάσσον,
ὑπό τουρκική κατοχή ἀπό τόν Ἰούλιο – Αὔγουστο τοῦ 1974, τμῆμα τῆς πατρίδας μας,
τῆς Κύπρου μας, ζοῦμε βαθύτερα καί πλατύτερα ὅλα ἐκεῖνα πού ἐπέφεραν, ἀναπάντεχα
γιά ἐμᾶς τά παιδιά τότε, αὐτή τή σύγχρονη καταστροφή, τούς σκοτωμούς, τούς ἀγνοουμένους,
τόν κατατρεγμό, τόν ἐκτοπισμό, τήν προσφυγιά. Ἐντούτοις ὅπου πατοῦμε, 50 ἔτη,
σπέρνουμε τό φῶς τῆς πατρώας γῆς «ὡς ἅλμα μεγαλύτερο τῆς φθορᾶς».
Μαζί καί ὅλοι ἐκεῖνοι πού οἱ οἰκεῖοι τους θυσιάστηκαν ἡρωικά καί τίμια στό καθῆκον τῆς προάσπισης τῆς ἐδαφικῆς ἀκεραιότητας τῆς Κυπριακῆς Δημοκρατίας, παρά τήν προδοσία ἀπό τή Χούντα τῶν Ἀθηνῶν καί τῶν ἐκπροσώπων τους στό ἐσωτερικό τῆς νήσου μας.
Ταυτόχρονα, καί ὁλόκληρος ὁ Κυπριακός λαός δέν περνᾶ μέρα πού νά μήν ἔρθει ἀντιμέτωπος μέ τά δεινά πού ἐπέφερε τό πραξικόπημα κατά τῆς νόμιμης Κυβερνήσεως τῆς Κυπριακῆς Δημοκρατίας, τῆς συνεπακόλουθης τουρκικῆς εἰσβολῆς καί τῆς συνεχιζόμενης κατοχῆς γιά 50 ἔτη, ἐνῶ κανείς δέ γνωρίζει, ἀνθρωπίνως, πόσα ἔτη θά περάσουν ἀκόμη μέχρι τήν ἀπελευθέρωση. Ἀκόμη δέν λύθηκε τό ἀνθρωπιστικό θέμα τῶν ἀγνοουμένων, εἴτε ἀμάχων εἴτε στρατιωτῶν.
«Εἶναι δύσκολο νά πιστέψω πώς
μᾶς τούς ἔφερε ἡ θάλασσα τῆς Κερύνειας,
εἶναι δύσκολο νά πιστέψω πώς
μᾶς τούς ἔφερε ἡ ἀγαπημένη θάλασσα τῆς Κερύνειας»[2].
Ἕνα εἶναι βέβαιο, στήν ἀποστολοβάδιστη πατρίδα μας
ζεῖ διαρκῶς τό θαύμα τῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ, ὁ λαός μας ἔμαθε νά ὑπομένει
κατακτητές καί δυνάστες αἰῶνες τώρα. Ἔμαθε ὁ Κύπριος ἐμπειρικά νά ἀντέχει καί
νά προσμένει τήν ἀπαλλαγή ἀπό κατοχές καί συρματοπλέγματα.
Εἶναι τό συστατικό τῆς ἰδιομορφίας τοῦ λαοῦ μας, εἶναι
οἱ προσευχές καί οἱ πρεσβεῖες τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, πού τόσο πολύ ἀγάπησε τόν
τόπο μας καί ἀγαπήθηκε ἀπό τόν λαό μας. Αὐτό γίνεται φανερό ἀπό τίς Μονές καί
τίς Ἐκκλησίες ἐπ’ ὀνόματί της σέ ὅλη τή νῆσο μας. Ἀκόμη, εἶναι ἡ παρρησία καί οἱ
πρεσβεῖες τῶν Ἱεραρχῶν, τῶν Μαρτύρων καί τῶν Ὁσίων μας, ἁγίων ἀνδρῶν καί
γυναικών, πού ἔζησαν καί ἀσκήτευσαν ἤ μαρτύρησαν στή μικρή, πικρή πατρίδα μας.
Αὐτό εἶναι τό θαῦμα: ἀντέχουμε!
Τό ὑπόβαθρο τῆς ἀντοχῆς εἶναι ἡ πίστη στόν Πανάγιο
Τριαδικό Θεό. Ἡ ἐμπιστοσύνη μας στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τή διδασκαλία τοῦ ἱεροῦ
Εὐαγγελίου. Τό κάθε τί πού συμβαίνει στόν καθημερινό βίο καλούμαστε νά τό ἑρμηνεύουμε
θετικά καί ὠφέλιμα, πνευματικά. Ὅσο εὐχάριστο ἤ δυσάρεστο κι ἄν εἶναι,
χρειάζεται ταπείνωση, προσευχή, ἀποτίμηση καί μεταμέλεια, τά ὁποία εἶναι καρποί
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος[3]. Αὐτό βιώνουμε, μέ πόνο ψυχῆς, κι ὅταν
διερχόμαστε τό ὁδόφραγμα στή Νεκρή Ζώνη, τή γραμμή ἀντιπαράταξης, γιά τούς
ναούς μας, τά ὅσια καί τά ἱερά μας, τούς τάφους τῶν πάππων καί προπάππων μας.
Μόλις εἰσέλθουμε σέ ἕνα ναό μας στά κατεχόμενα καί ἰδιαίτερα σέ κατεστραμμένο
καί ἀλλοιωμένο ἀπό τή λεηλασία, τήν καταστροφή καί τή φθορά τοῦ χρόνου, ἡ πρώτη
προσευχή μας εἶναι «ὁ Θεός νά συγχωρέσει τά λάθη μας καί τά λάθη τῶν προγόνων
μας», διότι ὁ Θεός εἶναι Θεός ἀγάπης, χαρᾶς, εἰρήνης καί συγχωρέσεως[4].
Στό σημεῖο αὐτό ἡ σκέψη μας μεταφέρεται στήν ἑλληνική
διανόηση ἡ ὁποία καταφάσκει στή σύλληψη τοῦ ἀνθρώπου ὡς σκεπτόμενου ὄντος, πού
συνειδητοποιεῖ τόν ἑαυτό του καί τόν γύρω του κόσμο μέ τήν ἀνάπτυξη τῆς λογικῆς
του. Γιά τόν Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν Παῦλο, ἡ βασική στροφή, ἡ «μετάνοια» τῆς ἀνθρωπότητας,
γίνεται πρός τήν κατεύθυνση τῆς ἀπροσπέλαστης γιά τόν νοῦ ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία
ἀποκαλύπτεται στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. «Τούς μέν χρόνους τῆς ἀγνοίας ὑπεριδών
ὁ Θεός τά νῦν παραγγέλλει τοῖς ἀνθρώποις πᾶσι πανταχοῦ μετανοεῖν»[5]. Ἡ ἀνάγκη τῆς μετάνοιας θά παραμείνει
συνεχής, μόνιμη πηγή ἀνανεώσεως. Γιά τόν Ἀπόστολο Παῦλο τελικό κριτήριο
παραμένει ἀκριβῶς ὁ ἐσταυρωμένος καί ἀναστημένος Σωτήρας καί Λυτρωτής μᾶς Ἰησοῦς
Χριστός, ὁ ὁποῖος σφράγισε τά πάντα μέ τή διδασκαλία του καί τό παράδειγμά του,
ὅτι ὁ Θεός «μέλλει κρίνειν τήν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ»[6].
Μέ αὐτή τήν προοπτική θά ἀντέξουμε καί τώρα, αὐτή
τήν ἱστορική συγκυρία, παρά τά διλήμματα καί τίς δειλίες πού θέλουν ἐνδεχομένως
κάποιοι νά ἐνσπείρουν ἀνάμεσα στόν λαό μας καί ἰδιαίτερα μέσα στίς τάξεις τῆς
νεολαίας μας.
Μαζί μέ τήν ἀτόφια Χριστιανική μας Ὀρθόδοξη Πίστη
καί ἐφόδια ὅλα τά σπουδαῖα ἰδανικά τῆς Ἑλληνικῆς φυλῆς θά προχωρήσουμε
διατηρώντας τή μνήμη, τοῦ ποιοί εἴμαστε, ἀπό ποῦ ἐρχόμαστε, πόσες ἐμπειρίες
κουβαλοῦμε στούς ὤμους μας, αἰῶνες τώρα σκλαβιᾶς καί τυραννίας. Ταυτόχρονα,
διατηρώντας μέ ἀξιοπρέπεια τή νοσταλγία τῆς πατρώας γῆς ἤ τοῦ τόπου καταγωγῆς,
γιά τίς νεότερες γενεές, στόν ὁποῖο ποθοῦμε ἐλεύθεροι νά ζήσουμε καί νά
δημιουργήσουμε.
Ὁ Κυπριακός Ἑλληνισμός μιλᾶ τήν Ἑλληνική γλώσσα
γιά 3.500 ἔτη, διατηρεῖ τή δική του τοπική διάλεκτο, ἀλλά καί παράλληλα
διατηρώντας ἁρμονικά μέχρι τίς ἡμέρες μας τήν πανελλήνια Δημοτική στόν γραπτό
λόγο.
Οἱ Κύπριοι εἶναι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί γιά 2.000
καί πλέον ἔτη. Ἀγαποῦν τήν εἰρήνη καί τήν ἐλευθερία καί ἀγωνίζονται γιά τήν ἐπικράτησή
τους, μέ ἀξιοπρέπεια καί δικαιοσύνη γιά τόν κάθε ἄνθρωπο ἀκόμη καί διαφορετικῆς
φυλῆς, πεποιθήσεων, ἐμπειριῶν καί παραδόσεων. Αὐτό τό βιώνουν καί ἐντός τῆς
πατρίδας καί πανανθρώπινα, οἰκουμενικά. Αὐτό καλλιεργεῖται βιωματικά ἐντός τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ὁ Θεός «ἐποίησε τέ ἐξ ἑνός αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων κατοικεῖν
ἐπί πᾶν τό πρόσωπον τῆς γῆς, ὁρίσας προστεταγμένους καιρούς καί τάς ὁροθεσίας τῆς
κατοικίας αὐτῶν»[7].
Μέ τήν ἰδιοσυγκρασία τους, τή φιλοπατρία τους καί
τά πανανθρώπινα ἰδανικά οἱ Κύπριοι ἔχουν νά προσφέρουν ἀρκετά, κάτι τό ὁποῖο ἤδη
κάνουν στήν πράξη, τόσο στό εὐρωπαϊκό ὅσο καί στό παγκόσμιο γίγνεσθαι.
Στήν αὐθεντική του μορφή, τή μή ἐπηρεαζόμενη ἀπό
τά πρόσκαιρα καί χαμερπῆ τῆς καθημερινότητας τοῦ στυγνοῦ ἰδιωτικοῦ συμφέροντος
τοῦ «ἐγώ», ὁ Κύπριος εἶναι ἁπλός καί λιτός. Ἀρκεῖται στά στοιχειώδη, τά ἀπαραίτητα,
ἀλλά πάνω ἀπό ὅλα ἀρκεῖται στήν ἐλευθερία τοῦ «ἐμεῖς»!
Τήν ἐλευθερία στή σκέψη, τόν γραπτό λόγο, στήν ἐνημέρωση,τή
δικαιοσύνη, τήν ἰσότητα, τή φιλοξενία. Ὅλα ἐκεῖνα πού συναποτελοῦν τή
δημοκρατία, ὅπως αὐτή διατυπώθηκε ἀπό τούς ἀρχαίους προγόνους μας, καί ἀγωνίζεται
ὅσο εἶναι ἐφικτό νά ἐφαρμόσει ἡ Εὐρωπαϊκή Ἕνωση τόν 21ο αἰώνα, τῆς ὁποίας γιά
20 ἔτη εἴμαστε πλῆρες μέλος ὁλόκληρη ἡ νῆσος μας, τόσο ἡ ἐλεύθερη ὅσο καί ἡ
σήμερα κατεχόμενη ἀπό τά τουρκικά στρατεύματα.
Οἱ Κύπριοι ζητοῦν καί διεκδικοῦν τά στοιχειώδη ἀνθρώπινα
δικαιώματα πού εἶναι αὐτονόητα γιά τόν κάθε Εὐρωπαῖο πολίτη στή χώρα του καί
στά ἄλλα 27 εὐρωπαϊκά κράτη, καθώς καί σέ κάθε ἐλεύθερο κράτος τῆς ὑφηλίου.
Οἱ Κύπριοι ζητοῦν καί ἐπιθυμοῦν διακαῶς ἐπιστροφή
στήν πατρώα γῆ τῶν ἰδίων καί τῶν ἐπιγόνων τους, μέ κατοχυρωμένα τά ἀνθρώπινα
δικαιώματα, ἀλλά καί τῶν ὑποχρεώσεων ὅλων τῶν πολιτῶν τῆς Δημοκρατίας τῆς
Κύπρου, ὡς Εὐρωπαίων πολιτῶν.
Φρονοῦμε ὅτι αὐτό εἶναι τό καθῆ-κον ὅλων τῶν ταγῶν
τοῦ τόπου, νά ἀγωνιστοῦμε γιά τήν ἑνότητα καί τήν ἐγρήγορση ὅλων. Δέν
περισσεύει κανένας. Οἱ καιροί δέν μᾶς περιμένουν.
Ὁ κόσμος ἀλλάζει, ἡ τεχνολογία καλπάζει, τά
δεδομένα λαμβάνουν νέα μορφή, ἀνοίγονται νέες δυνατότητες-εὐκαιρίες. Ὄντως οἱ
προκλήσεις τῆς μεταμοντέρνας ἐποχῆς μας εἶναι πολλές. Μᾶλλον καί οἱ εὐκαιρίες
πού δίδονται εἶναι ἱκανές γιά τό αὔριο, ὅσο ζοφερό κι ἄν διαφαίνεται, ὅσο κι ἄν
διασπείρεται ἡ κινδυνολογία τῶν ἐπιτήδειων.
Τοῦτο τό τελευταῖο ἄς τό πιστώσουμε στή φερέλπιδα
νέα γενεά τῆς πατρίδας μας, τῆς ὁποίας ὀφείλουμε τό ἅπαν τῶν προσπαθειῶν μας μέ
ἀγάπη καί κατανόηση καί πολλή συμπάθεια, στοχεύοντας μόνο στό μέλλον. Ἡ νέα
γενεά εἶναι ὄντως τό «ἄνθος τῆς πατρίδας», εἶναι τό μέλλον σαρκωμένο στά
πρόσωπα καί τίς προσωπικότητές τους.
Οἱ ἐπέτειοι, ἔνδοξες ἤ θλιβερές, ὅπως τά 50 ἔτη ἀπό
τό πραξικόπημα καί τήν τουρκική εἰσβολή, θά πρέπει νά μᾶς βοηθοῦν ὅλους, νά μᾶς
ὠθοῦν πραγματικά καί τολμηρά στό νά ἐπανατοποθετηθοῦμε σέ προσωπικό καί
συλλογικό ἐπίπεδο καί μέ μόνο στόχο τή σωτηρία τῆς πατρίδας μας, μέ μόνη σημαία
τήν Κύπρο μας. Σύμβολο εἰρήνης, ξεδιψάστρας κρήνης, ξαστεριᾶς, γαλήνης, εὐημερίας.
«Εἰρήνη, ἐσύ ὤ πασίχαρη καί ὤ πλουτοδότρα Εἰρήνη,
ὁ ξάστερος ἐσύ οὐρανός καί ἡ ξεδιψάστρα ἡ κρήνη,
τόν ὄλβο τόν καλεῖς ἐσύ, τήν τύχη ἐσύ τήν κάνεις,
καλότυχος θνητός ἤ λαός πού θά τόν ξανασάνεις»[8].
«Εἶμαι ἡ Πατρίδα. Ἀδάκρυτη καί ἀγέλαστη μητέρα,
συχνά ἀπ’ τό χρέος πού κυβερνᾶ ἱερό τά σωθικά μου,
μοῦ βάζει ἀτσάλι στήν καρδιά καί στή ματιά φοβέρα,
τό χρέος μέ δείχνει καί μητριά καί σκιάχτρο στά παιδιά μου.
Καί μήν ξαφνίζεστε ἄν κρατῶ τήν ἀγριλιά στό χέρι
πλεγμένη σέ μαχαίρι.
Στήν ἀγκαλιά μου ταιριαστές καί Χάρες καί Γοργόνες.
Οἱ Μαραθῶνες -μάθετε- γεννοῦν τούς Παρθενῶνες»[9].
Μέ ἐγρήγορση, χωρίς μισαλλοδοξίες, σοβινισμούς καί
ἀκρότητες, ἀλλά μέ ἑνότητα, ἀγάπη, ἀλληλεγγύη καί πνεῦμα συμφιλίωσης, τότε εἴμαστε
στόν ὀρθό δρόμο τῆς ἑνότητας καί ὁμοψυχίας μεταξύ μας, τοῦ σεβασμοῦ στούς
νεκρούς μας, στήν ὀρθή ἀγωνιστική πορεία ἀντίστασης, μέ ἐμπιστοσύνη καί
κατανόηση στή νέα γενεά, γιά τή σωτηρία τῆς πατρίδας μας. Τότε ἐργαζόμαστε ὀρθά
καί γιά τή σωτηρία τῶν ψυχῶν μέσα ἀπό τήν Ἁγία μας Ὀρθόδοξη παράδοση.
Ἡ Κύπρος εἶναι παράδεισος, ἡ Κύπρος εἶναι τόπος ἱερός
καί θαυμάσιος μέσα στή δημιουργία τοῦ Θεοῦ. Ἄς τή χαροῦμε δημιουργώντας τό αὔριο
γιά τίς ἐπερχόμενες γενεές, διατηρώντας τή μνήμη καί τή νοσταλγία τῆς ἐπιστροφῆς
μας στήν αἱμάσσουσα γιά 50 ἔτη σκλαβωμένη πατρώα γῆ ἐλεύθεροι, εἰρηνικοί καί ἀγαπημένοι.
*Τό κείμενο δημοσιεύθηκε στο Περιοδικό “Παρέμβαση Εκκλησιαστική”, τεύχος 58 (Μάιος – Αύγουστος 2024), σελ. 591-595.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου