Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2025

Οἱ δύο παράλληλες εὐθεῖες… - «Κ.Π.»

Οἱ δύο παράλληλες εὐθεῖες…

«Κ.Π.»

Μία ὁλόκληρη ζωὴ ἔζησα μακριά Σου, Χριστέ μου. Μία ὁλόκληρη ζωὴ ἐνοχλοῦσες τὴ σκέψη μου καὶ Σὲ ἐδίωχνα. Δὲν σὲ ἤθελα στὴ ζωή μου. Μία ὁλόκληρη ζωὴ Σὲ συναντοῦσα ἀλλὰ ἔδειχνα πὼς δὲν Σὲ ἔβλεπα καὶ Σὲ προσπερνοῦσα ἀδιάφορα καί… μὲ ἀνακούφιση. Μία ὁλόκληρη ζωὴ Ἐσὺ κι ἐγώ, Χριστέ μου σὰν δύο παράλληλες εὐθεῖες ἀσταμάτητες, μὲ πορεία τὸ Ἄγνωστο, χωρὶς προορισμό, ἐμπόδιο στὴν ἀλαζονική μου ἐλευθερία.

 Ἡ μία εὐθεία, ἡ δική Σου, κόκκινη μὲ ἔντονο φῶς. Τὴν αἰσθανόμουν ὡς στὸπ καὶ ὡς ἀπαγορεύεται. Ἡ ἄλλη εὐθεία, ἡ δική μου, πράσινη, ποὺ ἀναβόσβηνε καὶ μοῦ ἔδειχνε πέρασε, ἐπιτρέπεται… καὶ τὴν ἀκολουθοῦσα. Ἐσὺ κι ἐγώ, Κύριε, δύο παράλληλες εὐθεῖες, σὲ ἀπόσταση ἀσφαλείας ἐγώ, χωρὶς σημεῖο ἐπαφῆς μαζί Σου. Μὲ τὴν βεβαιότητα ὅτι περπατοῦσα στὸν «ἴσιο δρόμο, τὸ σωστό», μακριὰ ἀπὸ Σένα.

Κι ἔτρεχα ἀχόρταγα. Ἄλλοτε καλπάζοντας καὶ ἄλλοτε ἀγκομαχώντας. Πάντοτε μὲ ἰσχυρὸ κίνητρο τὸν ἐγωισμό μου, τὸ ἴδιό μου θέλημα, τὴν ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό μου καὶ τὴν πεποίθηση τοῦ νικητῆ ἀκόμη καὶ στὶς ἀποτυχίες, τὰ λάθη καὶ τὶς πτώσεις μου.

Ἦταν ἀλάθητες ἐπιλογὲς τῆς δικῆς μου βούλησης καὶ ἐλευθερίας. Τῆς ζωῆς ποὺ ἀνῆκε ἀποκλειστικὰ σὲ ἐμένα, ἦταν ἀπόλυτα δική μου, μὲ ἐμένα ρυθμιστή της. Μία ἄγρια ἐγωϊστικὴ χαρὰ κατέκλυζε τὴν ὕπαρξή μου καὶ θέριευε τὰ ἔνστικτά μου τά… ἄλογα. Ἐγὼ καὶ ὁ ἐαυτός μου ὁ μοναδικός, ὁ εὐφυής, ὁ ἱκανὸς καὶ ἀνυπότακτος. Ἐγώ.

 Τίποτα ἀπαγορευτικὸ στὴ δική μου εὐθεία. Οὔτε δέν, οὔτε μέν, οὔτε πρέπει. Ὅ,τι συγκρουόταν κάποτε μαζί μου, Θεός, γονεῖς, κατεστημένα, τὰ ἀπέρριπτα μὲ περιφρόνηση καὶ θεωροῦσα δυστυχισμένους ὅσους περιορίζονταν σὲ αὐτά. Κι ἔτρεχα ἀδέσμευτος ἀπὸ ἀρχές. Χόρτασα δόξα, χρῆμα, διασκέδαση, ζωὴ κι αὐτὰ τὰ ὀνόμαζα, μέσα στὰ σκότη μου, εὐτυχία!

Καθὼς μεγάλωνα λιγόστευαν οἱ ἡμέτεροι καὶ οἱ χειροκροτητὲς γύρω μου κι ὅλο λιγόστευαν μέχρι ποὺ μὲ παράτησαν ἔρημο, γέρο καὶ μόνο. Τότε ἡ ἀδέσποτη εὐθεία μου σταμάτησε σιγὰ – σιγὰ σὲ ἕναν ἀπρόβλεπτο ὀγκόλιθο, μεγάλο ὀγκόλιθο, ἀναίσθητο ὀγκόλιθο, ποὺ ἔγραφε «Μοναξιά»! Ἀδύνατον νὰ τὸν ξεπεράσω μὲ τὸ γέρικο σῶμα μου. Τώρα; Ἐγκλωβίστηκα, δυστυχῶς! Μὲ κατέλαβε πανικὸς κι ἔβγαλα αὐθόρμητα μία κραυγή: «Χριστέ μου!»

Πῶς τὴ θυμήθηκα αὐτὴ τὴν ξεχασμένη λέξη, δὲν ξέρω. Τὴν εἶπα ὅμως μέσα στὴν ἀπελπισία μου ἀπὸ τὴν καρδιά μου. Τὴν εἶπα κι ἄλλες φορές. Καὶ τότε τί ἔγινε; Ἡ καρδιά μου ἄρχισε νὰ ζεσταίνεται καὶ νὰ μαλακώνει καὶ οἱ δυὸ παράλληλες εὐθεῖες ἔνιωσα πὼς ἔκαμαν μία μικρὴ κλίση ἡ μία πρὸς τὴν ἄλλη καὶ συναντήθηκαν, καὶ σμίξαν ἀγαπητικὰ σὰν χάδι, σὰν ἀγκαλιά, σὰν γνωστὲς ἀπὸ πολὺ παλιά, μὲ λαχτάρα σὰν τοὺς ξενιτεμένους, ποὺ ἔλιωσαν στὴν ξενιτιὰ καὶ γύρισαν πίσω καὶ ἀγκαλιάστηκαν σφιχτά… Σὰν ὄνειρο ἦταν. Δὲν ἤθελα νὰ τελειώσει…

Τότε ἕνας μεγάλος θόρυβος ἀκούστηκε. Ἦταν ὁ σκληρὸς ἐγωισμός μου ποὺ ἔγινε κομμάτια καὶ καταποντιζόταν. Τὸν σύντριψε ἡ ἀγάπη Του ποὺ γέμισε τὴν ἄδειά μου ψυχή, ποὺ τὴν εἶχα ἀπωθήσει καὶ φυλακίσει στὰ κατάβαθά μου, ποὺ εἶχε φυτευτεῖ καὶ ριζώσει στὰ ἀθῶα παιδικά μου χρόνια μέσα στὴ φτωχὴ ἀλλὰ εὐσεβέστατη οἰκογένειά μας. Ἡ ἀγάπη ποὺ ἐγὼ τὴν πρόδωσα. Ἐκείνη ὅμως περίμενε, κρυμμένη μέσα μου, σπίθα ἀναμμένη, ποὺ μὲ τὴ συνάντηση τῶν δύο παράλληλων εὐθειῶν ἔγινε φλόγα καὶ φωτιὰ καὶ φώτισε τὴ σκοτεινιασμένη μου ψυχή.

Μὲ αὐτὴ τὴ δύναμη ἔφυγα καὶ ἔφθασα στὴν Ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ μου. Ἐκεῖ ποὺ τὴν εἶχα ἐγωιστικὰ ἐγκαταλείψει. Ἕνας νέος ἱερέας στὴν πόρτα τοῦ Ναοῦ μὲ ὑποδέχτηκε. Δὲν ἄντεχα ἄλλο. Ἔπεσα μὲ δάκρυα στὴν ἀγκαλιά του: «Ἥμαρτον Παππούλη, ἥμαρτον Ἄϊ- Γιάννη μου, ἥμαρτον μακαριστοὶ γονεῖς μου, ἥμαρτον ζωή, ἥμαρτον Χριστέ μου. Ἕνα μεγάλο λάθος ὅλη μου ἡ ζωή. Χάος οἱ παράλληλες εὐθεῖες μακριὰ ἀπὸ τὸν Χριστό, χωρὶς τὸν Χριστό. Τώρα αἰσθάνομαι ἀσφαλὴς καὶ ἥσυχος καί… εὐτυχής, στὸ σπίτι τοῦ Πατέρα μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: