Δὲν εἶσαι ἄξιος ἐσύ…
«Κ.Π.»
Τὸν Κοσμᾶ, γύρω στὰ 60 του, τὸν ἔφεραν βαριὰ
τραυματισμένο στὸ νοσοκομεῖο ποὺ ἐφημέρευε. Λίγες ἐλπίδες εἶχε γιὰ νὰ ζήσει.
Πολὺ καιρὸ τὸν εἶχαν στὴν ‘Εντατική. Εὐτυχῶς ὅμως ἔζησε. Ἀπὸ θαῦμα ἔζησε, εἶπαν
οἱ γιατροί. Στὴ συνέχεια τὸν μετέφεραν σὲ θάλαμο μαζὶ μὲ ἄλλους ἀσθενεῖς. Σιγὰ
– σιγὰ ἐπανερχόταν καὶ ἔλεγε: - Εἶμαι ζωντανὸς ἀπὸ ἀληθινὸ θαῦμα. Μὲ ἄφησε ὁ Θεὸς
νὰ ζήσω, γιατί δὲν ἤθελε νὰ μὲ βλέπει στὴν αἰώνια κόλαση. Γιὰ τὴν κόλαση ἤμουν
πρὶν τὸ ἀτύχημα. Μὲ ἀγάπησε ὁ Θεὸς καὶ μὲ ἔσωσε!
Καθὼς ἀπομακρυνόταν ἐντελῶς ὁ κίνδυνος ἀπὸ τὴ ζωή του, ξεθάρρευε καὶ ἐπανερχόταν ὅλο καὶ περισσότερο στὸν κακό του ἑαυτό. Ἦταν φοβερὰ ὀξύθυμος, σκληρὸς καὶ βλάσφημος χαρακτήρας. Μὲ ὅλους τὰ ἔβαζε, τοῦ ἔφταιγαν μὲ τὸ παραμικρό. Οἱ Ἀδελφὲς ἔπαιρναν δίπλα του μαθήματα ὑπομονῆς καὶ οἱ γιατροὶ ἀνοχῆς. Οἱ ἀσθενεῖς στὸ θάλαμο ἀγανακτοῦσαν μὲ τὴ στάση του. Καθημερινὰ δημιουργοῦσε σκηνὲς γιὰ τὸ φαγητό. Τὸ ἔβρισκε ἄνοστο, ἄβραστο, ἁλμυρό. Ἀνικανοποίητος καὶ γκρινιάρης, πολὺ κουραστικός. Συνεχῶς περιφρονοῦσε τὶς γνῶμες τῶν ἄλλων, γιὰ νὰ ἐπιβάλλει τὴ δική του. Ἐλάχιστοι συγγενεῖς του τὸν ἐπισκέπτονται. Ὄχι μόνο σωματικὰ ἀλλὰ καὶ ψυχικὰ ἔπασχε…
Ἀπέναντι ἀπὸ τὸ κρεβάτι του, ποὺ ἦταν τὸ κεντρικὸ,
στὸν τοῖχο ἦταν ὄμορφα βαλμένη μία ἐταζερούλα, ποὺ ἐπάνω της ἦταν ἕνα βιβλίο.
Θέλοντας καὶ μὴ τὰ μάτια τοῦ Κοσμᾶ ἔπεφταν ὅλη τὴν ὥρα σ’ αὐτὸ τὸ βιβλίο. Ἀπὸ περιέργεια ζήτησε μία ἡμέρα
ἀπὸ τὴν ἀδελφὴ νὰ τοῦ τὸ δώσει γιὰ νὰ τὸ δεῖ. Κι ἐκείνη τοῦ ἀπάντησε αὐστηρά:
- Δὲν εἶσαι ἄξιος ἐσὺ νὰ πάρεις στὰ χέρια σου αὐτὸ
τὸ βιβλίο.
- Γιατί; Τί ἔχει τὸ βιβλίο αὐτὸ καὶ τί ἔχουν τὰ
δικά μου χέρια;
- Ἔχει τὸν Ἅγιο Λόγο τοῦ Θεοῦ, ποὺ οἱ βλάσφημοι καὶ
οἱ κακότροποι ἄνθρωποι δὲν πρέπει νὰ τὸ ἀγγίζουν οὔτε μὲ τὰ χέρια τους, θὰ τὸ
λερώσουν.
Προσβλήθηκε ὁ ἄρρωστος μὲ τὸν πικρὸ λόγο τῆς ἀδελφῆς
καὶ φώναζε. Οὔτε τὸ ἔβαλε κάτω. Βρῆκε μὲ τὴν ἐπιμονὴ του τρόπο καὶ τὸ πῆρε στὰ
χέρια του τό βιβλίο. Μά μὲ αὐτὴ τὴν κίνηση ἔνιωσε στὸ σῶμα του ἕνα τρέμουλο, ἕναν
συγκλονισμό. Περίεργο πράγμα.Γιά πρώτη φορά κρατοῦσε στά χέρια του τήν Καινή
Διαθήκη. Ἄρχισε νὰ διαβάζει καὶ κάθε μέρα παρατηροῦσε ὅτι κάτι ἄλλαζε
μέσα του. Καὶ διάβαζε ὅλο καὶ
περισσότερο. Τὸν γαλήνευε. Ἡ ἀλλαγὴ στὴ συμπεριφορὰ του ἔγινε αἰσθητή ἀπὸ ὅλους,
στὸν θάλαμο… Ὅταν κουραζόταν, τήν φιλοῦσε καὶ τήν ἔβαζε προσεκτικὰ στὸ κομοδίνο
του. Μέρα μὲ τὴ μέρα ἡμέρευε τὸ θηρίο, ποὺ κουβαλοῦσε μέσα του. Πρόσεχε τὰ
λόγια του, τὴ συμπεριφορά του. Μαλάκωνε, καλυτέρευε καὶ μελετοῦσε… Ἀποροῦσαν οἱ
γύρω του ἀλλὰ περισσότερο ἀποροῦσε ὁ ἴδιος καὶ χαιρόταν.
Ὅταν μία Τρίτη, μία ἀλησμόνητη Τρίτη ἦρθε ὁ
Πνευματικὸς νὰ ἐξομολογήσει τοὺς ἀσθενεῖς ποὺ τὸ ζήτησαν, τελευταῖος ἀπ’ τοὺς ἄλλους
προθυμοποιήθηκε καὶ ὁ Κοσμᾶς νὰ ἐξομολογηθεῖ! Εὐτυχισμένος καὶ συγχωρεμένος μετὰ
τὴν ἐξομολόγησή του, πρώτη του φορὰ, τόσο ἀνάλαφρος καὶ ἥσυχος, εἶπε στὸν ἱερέα:
- Πάτερ, σὲ ὅλη μου τὴ ζωὴ θὰ εὐγνωμονῶ ἐκεῖνον, ποὺ σκέφτηκε νὰ βάλει ἐκεῖ ψηλὰ
αὐτὸ τὸ ἱερὸ βιβλίο, τὴν Καινὴ Διαθήκη. Κι ὁ ἰερέας τοῦ ἀπάντησε: - Ναί, νὰ τὸν
εὐγνωμονεῖς. Τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι ἡ τροφή, ἡ θεραπεία, ὁ πλοῦτος τῆς ψυχῆς καὶ τῆς
ζωῆς μας. Νά τό διαβάζουμε καθημερινά καί νά τό ἐφαρμόζουμε. Ὁ Κοσμᾶς μπῆκε ἀσεβής
καί βγῆκε εὐσεβής ἀπό τό Νοσοκομεῖο.
Δόξα τῶ Θεῶ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου