Τετάρτη 21 Μαΐου 2025

21η Μαΐου: Εορτή των Αγίων Θεοστέπτων και Ισαποστόλων Βασιλέων Κωνσταντίνου και Ελένης - Παναγιώτης Σπ. Μαρτίνης

 21η Μαΐου: 
Εορτή των Αγίων Θεοστέπτων 
και Ισαποστόλων  Βασιλέων 
Κωνσταντίνου και Ελένης

 Παναγιώτης Σπ. Μαρτίνης
Διδάκτωρ Θεολογίας
Άρχων Ιερομνήμων της Μ.τ.Χ.Ε.

«Τω αυτώ ΚΑ΄, μνήμη των αγίων και ενδόξων θεοστέπτων μεγάλων βασιλέων και ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης.»
(συναξαριστής Αγ. Νικοδήμου Αγιορείτου)

Για τη ζωή, το έργο και την προσφορά τους στο χριστιανισμό γενικότερα και ειδικότερα στην Εκκλησία των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, έχουν γραφεί πολλά. Βασικές πηγές πάντοτε παραμένουν οι Εκκλησιαστικές Ιστορίες των: Ευσεβίου Καισαρείας, Σωκράτους, Σωζομένου, Θεοδωράτου κ.α.. Επίσης υπάρχουν πληροφορίες  σε πολλές συριακές μεταφράσεις και στα πρακτικά των τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων. Σύγχρονοι μελετητές που έχουν ασχοληθεί αναφέρονται οι: Βασ. Στεφανίδης, Αμ. Αλιβιζάτος, Κ. Δυοβουνιώτης, Χρ. Ανδρούτσος και Δημ. Μπαλανός.

Στο παρόν άρθρο ως βασική πηγή για τους δύο αυτούς Αγίους και Ισαποστόλους θα χρησιμοποιήσουμε το 2ο βιβλίο της Εκκλησιαστικής Ιστορίας του ιστορικού Σωζομένου (5ος αι.), όπως αυτό διασώζεται στην  P.G. τομ. 67, αντλώντας πληροφορίες και από άλλες πηγές και έργα.

Στο Α΄ Κεφάλαιο της Ιστορίας του ο Σωζομενός, που επιγράφεται «Ο Αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος και ο Χριστιανισμός», αναφέρει και «ολίγα τινα» περί της βασιλομήτορας Ελένης, μητέρας του Μ. Κων/νου. Αυτά τα «ελάχιστα», που αναφέρει, τα παραθέτει με πολύ ζωντανό τρόπο, ώστε, όταν κανείς τα μελετήσει, θα σχηματίσει αξιόλογες εντυπώσεις για την προσφορά της στο Χριστιανισμό1. Ακριβώς τα έργα της φανέρωσαν τον ζήλο και την αγάπη της για τον Χριστιανισμό, χωρίς να στερείται και από έναν υπέροχο ψυχικό πλούτο, ο οποίος γίνεται γνωστός από τις πολλές αρετές της.

Αλλά και προς τους υπηκόους της αυτοκρατορίας έδειξαν αμέριστον ενδιαφέρον, όπως μαρτυρεί ο ιστορικός Σωζομενός, «…πολλούς δεουσιών εκπεπτωκότας, πλουσίους εποίησε· πενομένοις δε τα επιτήδεια αφθόνως διένειμε· τους δε χρονίων δεσμών και υπεροφορίας φυγής και με τάλων ηλευθέρωσε». Γι΄ αυτό ο λαός ιδιαίτερα την ετίμησε. «Σεβαστή υπό του λαού ανεκηρύχθη και η εικόνα της εις χρυσούν νόμισμα ετυπώθη». Ο ιστορικός Σωζομενός συμπληρώνει: «Περί δε τον αυτόν χρόνον η Ελένη …ήκεν εις Ιεροσόλυμα, ευξασθαί τε και τους ενταύθα ιερούς ιστορήσαι τόπους. Ευλαβώς δε περί το δόγμα των Χριστιανών διακειμένη περί πολλού  εποιείτο του σεβασμίου σταυρού το Ξύλον ευρείν». Το μακρινό ταξίδι στη Παλαιστίνη, καθώς και το γήρας της παρείχαν πολλές δυσκολίες και αφάνταστα εμπόδια τόσον στην ανεύρεση του τιμίου Σταυρού, όσο και στην ανέγερση ναών. Τελικαί τον Σταυρό του Κυρίου ανέσυρε και δύο περικαλλείς ναούς ανέγειρε: «Ο μεν εις τις Βηθλεέμ εις το σπήλαιον της γεννήσεως του Κυρίου, ο έτερος δε εις το όρος των Ελαιών εκ του οποίου ο Κύριος ανελήφθη εις τους ουρανούς».

Τέλος, σε ηλικία ογδόντα ετών μεστή από δόξας τιμές απέθανε η αγ. Ελένη «αναλώσασα τον βίον της εις του Χριστού το έργον και προς δόξαν Αυτού, θέσασα τας πολυτίμους υπηρεσίας της».

Αυτός υπήρξεν σε αδρές γραμμές ο βίος και η δράση της Βασιλομήτορος Ελένης, που υπήρξαν το προανάκρουσμα της μεγάλης δράσεως του υιού της, του Μ. Κων/νου, επί της εποχής του οποίου ο Χριστιανισμός αναδείχτηκε σ παγκόσμια θρησκεία.

Ο Μ. Κων/νος ήταν γιος του Κωνστάντιου του Χλωρού, αυτοκράτορα της Δύσης, και της αγίας Ελένης. Μετά τον θάνατο του πατέρα του (306) αναδείχτηκε συμβασιλέας (307) με τον Μαξέντιο, τον Λικίνιο και τον Γαλέριο, ως κυβερνήτης των Βρεττανικών νήσων. «Αναμαθών τα εν Ρώμη υπό του Μαξεντίου γενόμενα ώρμησε κατ΄ αυτού ενθαρρυνθείς εκ του εν τω ουρανώ αναφανέντος αυτώ σημείου του τιμίου σταυρού και της ακοσθείσης αυτώ φωνής «εν τούτω νίκα» και κατετρόπωσε τον Μαξέντιον, αποπνιγέντα παρά την Μουλβίαν γέφυραν του Τιβέρεως».2

Έκτοτε θα στραφεί προς τον Χριστιανισμό και θα εκδηλώσει το ιδιαίτερον ενδιαφέρον του για τη νέα θρησκεία. Στα πολιτικά αίτια αυτής της μεγάλης στροφής αναφέρονται, μεταξύ των άλλων, και τα εκατομμύρια των χριστιανών  που ήδη υπήρχαν από τη μια ως την άλλη άκρη της αυτοκρατορίας (Μ. Ασία, Θράκη, Συρία, Κύπρος, Μέση και νότια Ιταλία, Ισπανία).

Ιδιαίτερα όμως αναφέρονται τα θρησκευτικά αίτια. Ο πατέρας του, ο Κωνστάντιος ο Χλωρός ήταν μονοθεϊστής. Γι΄ αυτό έδειξε ανοχή στους χριστιανούς και δεν διέταξε διωγμό κατ΄ αυτών. «Ίνα μη φανή· προς ανωτέρας διαταγάς διαφωνών, επέτρεψε με την κατεδάφησιν υλικών ναών, αλλ΄ άθικτον άφησε τον εν ανθρώποις αληθή ναόν του Θεού». Η μητέρα του Μ. Κων/νου, αν και ακόμη  δεν ήταν χριστιανή, προσέκειτο στο Χριστιανισμό. Αδελφή του Μ. Κων/νου έφερε το χριστιανικό όνομα Αναστασία. Γενικώς η οικογένεια του Μ. Κων/νου είχε απομακρυνθεί της πολυθεΐας.

Σύμφωνα με τον βιογράφο του, ιστορικό Ευσέβιο, μετά τη νίκη του στη Μουλβία γέφυρα κατά του Μαξεντίου, έχουμε πλέον σαφείς εκδηλώσεις υπέρ του Χριστιανισμού. Όπως φαίνεται από νομίσματα της εποχής του, έθεσε το μονόγραμμα του Χριστού στην περικεφαλαία του. Επίσης, το ίδιο μονόγραμμα τοποθέτησε στη σημαία της σωματοφυλακής του. Όμως το ενδιαφέρον για το Χριστιανισμό φαίνεται από το περίφημο «Διάταγμα των Μεδιολάνων» (Φεβρουάριος 313). Ο Καθηγητής αρχιμ. Βασίλειος Στεφανίδης στην Εκκλησιαστική του Ιστορία γράφει: «Εν Μεδιολάνοις έγινε σύσκεψις του Μ. Κωνσταντίνου και του Λικινίου περί της θέσεως του χριστιανισμού και ελήφθησαν σχετικαί αποφάσεις… Αι αποφάσεις των Μεδιολάνων έδωσαν πλήρη ελευθερίαν εισόδου  εις τον Χριστιανισμόν και πλήρη ελευθερίαν  της Χριστιανικής λατρείας… Η επιστροφή απαλλοτριωθέντων ή δωρηθέντων τόπων της προσευχής και κοινοτικών κτημάτων θα εγίνετο άνευ αποζημιώσεως εκ μέρους των χριστιανών. Θα απεζημίου η πολιτεία»3.

Ως μονοκράτορας (324) θα συγκαλέσει και την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325, που κατεδίκασε τον Αρειανισμό, που είχε ταράξει την ειρήνη της Εκκλησίας αμφισβητώντας τη θεότητα του Υιού και Λόγου του Θεού, ως δευτέρου προσώπου της Αγ. Τριάδος. Στη Σύνοδο διέπρεψε και συνετέλεσε στην καταδίκη του Αρείου, σύγχρονος του Μ. Κωνσταντίνου, Μ. Αθανάσιος.

Ο θρίαμβος όμως του Χριστιανισμού υπήρξε πλήρης όταν ο Μ. Κων/νος δίδοντας το καίριο κτύπημα στην εθνική θρησκεία μετέφερε την πρωτεύουσα από τη Δύση (Ρώμη) στην Ανατολή (Κωνσταντινούπολη).

Ο ιστορικός Σωζομενός αναφέρει: «Επεί γαρ κατά γνώμην αυτώ πάντα προυχώρει… έγνωκεν οικίσαι πόλιν ομώνυμον εαυτώ και Ρώμη ομότιμον».

Τελικά η πόλη του Βύζαντα, η αποικία των Μεγαρέων, χριστιανική, αφού ιδρυτής της Εκκλησίας της ήταν ο Πρωτόκλητος, Απόστολος Ανδρέας, υπήρξε ο τόπος ο πλέον κατάλληλος για τη νέα πρωτεύουσα του Ρωμαϊκού κράτους. Κι ενώ ο ιστορικός παραλείπει τη αρίστη στρατηγική θέση της πόλης, τις υπέροχες φυσικές καλλονές της, δίνει έμφαση στις μέριμνες του αυτοκράτορα όπως την κάμει ομότιμη με τη Ρώμη με την αύξηση των κατοίκων της και την ανέγερση μεγαλοπρεπών οικοδομημάτων και ναών. Γράφει: «Επεί δε τους αυτόχθονας ουχ ικανούς ενόμισεν πολίτας τω μεγέθει της πόλεως, μεγίστας οικίας ανά τας αγυιάς σποράδην οικοδομήσας, άνδρας εν λόγω συν τοις οικείοις δεσπότας ποιήσας, εν ταύταις κατώκισε· τους μεν εκ της πρεσβυτέρας Ρώμης, τους δε εξετέρων εθνών μετακαλεσάμενος». Συγχρόνως όμως και τα κτίσματα της πόλεως θα έπρεπε να ήσαν ισάξια της παλαιάς Ρώμης. Και σ΄ αυτά βεβαίως δεν υστέρησε η νέα πρωτεύουσα, αφού ο βασιλιάς «φόρους τάξας τους μεν οικοδομάς και κάλλη της πόλεως, τους δε εις αποτροφήν των πολιτών, άπασί τε τοις άλλοις τα περί την πόλιν διαθείς, ιπποδρόμω τε και κρίναις και στοαίς και λοιποίς οικοδομήμασι φιλοτίμως κοσμήσας, νένα Ρώμην Κων/πολιν ωνόμασε».

Ο κύριος λόγος όμως για τη μεταφορά της πρωτεύουσας υπήρξε θρησκευτικός. Κι΄ έτσι δείχνοντας την εύνοιάν του προς το Χριστιανισμό εφρόντισε κυρίως όπως η νέα πρωτεύουσα λάβει όψη χριστιανική. Κι΄ αυτό ασφαλώς το επέτυχε με την ίδρυση πολλών χριστιανικών ναών, που έγιναν και τα ωραιότερα στολίδια της χριστιανικής πρωτεύουσας.

«Ταύτην μεν ωσεί τινα νεοπαγή Χριστού πόλιν και ομώνυμον  αυτώ γεραίρω Κων/νος, πολλοίς και μεγίστοις εκόσμησεν ευκτηρίοις οίκοις». Ευρύς νους ο Μ. Κωνσταντίνος δεν περιορίστηκε μόνον εντός των ορίων της πρωτεύουσας για να κτυπήσει την ειδωλολατρία αλλά και σε άλλες πόλεις ίδρυσε ναούς και ιδιαίτερα στις μεγάλεις πόλεις όπως στην Αντιόχεια και Νικομήδεια. Ιδιαίτερη όμως εύνοια έδειξε ο Κων/νος για την Ιερουσαλήμ, όπως αυτό φαίνεται από την ίδρυση του μεγάλου ναού της Αναστάσεως, ο οποίος περιελάμβανε τον τόπο του Μαρτυρίου και τον χώρο της Ταφής του Κυρίου. Ο ιστορικός Σωζομενός, επίσης, αναφέρει: «Εν τούτω δε αμφί την τρίτην δεκάδα της Κων/νου ηγεμονίας, εξεργασθέντος του εν εν Ιερουσαλύμοις νεώ περί Κρανίου τόπου, μέγα Μαρτύριον προσαγορεύεται, παραγενόμενος…ανήρ των εν αξία, βασιλικός ταχυγράφος, απέδωσε τη συνόδω4 βασιλέως επιστολήν, παρακελευομένην εν τάχει τα Ιεροσόλυμα καταλαβείν, και τον ανόν καθιερώσαι». Επίσης, ιδιαίτερη φροντίδα έδειξε και τον πλούσιο στολισμό αυτού, γι΄ αυτό έστειλε πολλά αναθήματα και πλείστα κειμήλια.

Τέλος, όπως γράφει νεότερος σχολιαστής: «και εάν βεβαίως, όπως πολύ σωστά λέγεται ότι τα σώματα των μαρτύρων υπήρξαν αι στερεαί βάσεις της Χριστιανικής Εκκλησίας και ότι το αίμα αυτών υπήρξεν το ποτιστικόν ύδωρ δια του οποίου εποτίσθη αύτη, τα έργα τα οποία έχουν να επιδείξουν τα έτη 324-337 υπήρξαν αι δημιουργικαί βάσεις της αυξήσως και αναδημιουργίας της Εκκλησίας, η οποία ολονέν θριαμβούσα εις το εσωτερικόν του κράτους διασπά τα σύνορα αυτού δια να γίνη Παγκόσμιος Εκκλησία και μήτηρ ολοκλήρου του κόσμου».

Υπάρχει κεφάλαιο στο Σωζόμενο που επιγράφεται: «Εσωτερικαί και εξωτερικαί ιεραποστολαί». Ο τίτλος αυτός με προϊδεάζει ότι ο Μ. Κων/νος ενδιαφέρθηκε τόσο για την εμπέδοση του χριστιανισμού εντός της αυτοκρατορία του, όσο και για την διάδοσή του στα γύρω βάρβαρα έθνη.

Πράγματι, μολονότι ο αυτοκράτορας φαίνεται τόσον εμπνευσμένος και θετικά διακείμενος για τη νέα θρησκεία του Χριστού αναγείροντας ναούς αφιερωμένους στον αληθινό Θεό των Χριστιανών, εν τούτοις η αρχαία θρησκεία παραμένει βαθειά ριζωμένη στις ψυχές πολλών υπηκόων του. Η εθνική θρησκεία μπορούμε να πούμε ότι έχει γίνει κατάσταση πλέον σε όλη τη χώρα και ενισχύεται, μάλιστα, από πολλούς μορφωμένους και λογίους της εποχής εκείνης. Τέτοια εμπόδια  έφρατταν το δρόμο για την εξάπλωση της νέας θρησκείας, η οποία όμως σ΄ αυτή την κρίσιμη περίοδο βρήκε σύμμαχο και ενισχυτή τον ίδιο Pontigem mayimus της εθνικής θρησκείας. Γι΄ αυτό εξαπέλυσε χριστιανούς ιεραποστόλους για να μεταφέρουν σε όλη την αυτοκρατορία το μήνυμα του Ευαγγελίου του Χριστού, αλλά και τις αποφάσεις του βασιλέως περί καταργήσεως των ιερών και ειδωλολατρικών βωμών και με βασιλικά γράμματα περιόδευσαν σε όλη τη χώρα.

Έτσι έδιναν καίρεια κτυπήματα στην αρχαία θρησκεία. Το αποτέλεσμα ήταν πλήθος οπαδών των ειδώλων να γίνουν χριστιανοί και να μετατρέπουν τους ναούς τους σε χριστιανικούς ευκτήριους οίκους. Φυσικά πρέπει να σημειωθεί ότι δεν έλειψε και ο φανατισμός που οδήγησε σε καταστροφές αξιόλογων έργων τέχνης. Σύμφωνα, τέλος, με τις πληροφορίες του Σωζομένου, που αναφέρονται στην εποχή του Μ. Κων/νου, εύλογα παρατηρείται ότι «Υπό τα πλήγματα του κράτους ο αρχαίος κόσμος εξέπνε». Αυτός, όμως, ο οργανισμός που συντελούταν στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας δεν ήταν δυνατόν  να μη ξεπεράσει και αυτά τα μακρυνά σύνορα της χώρας, για να καταλήξει στις χώρες των βαρβάρων. «Πληθυνούσης δε της Εκκλησίας τούτω τω τρόπω ανά πάσαν την Ρωμαίων οικουμένην, και δι΄ αυτών των βαρβάρων η θρησκεία εχώρει». Ακριβώς δε τότε συντελείται  ο εκχριστιανισμός των Κελτών, των Γότθων και των Γαλατών. Όπως αναφέρεται, ισαπόστολοι τούτων των βαρβάρων υπήρξαν και χριστιανοί αιχμάλωτοι, που μετέδιδαν τον χριστιανισμό όχι μόνο με το κήρυγμά τους, αλλά και με θαύματα, συγχρόνως δε και με το λαμπρό παράδειγμά τους. Γι΄ αυτό οι βάρβαροι «προβαλλόμενοι ουν αυτούς του πρακτέον καθηγητάς, εδιδάσκοντο και εβαπτίζοντο, ακολούθως εκκλησιάζοντο». Τέλος, την ίδια, περίπου περίοδο, κατά τον ίδιο ιστορικό, έχουμε τον εκχριστιανισμό των Ιβήρων, των Αρμενίων και των Ινδών.

Έτσι, ο Χριστιανισμός κατά τους χρόνους  του Μ. Κων/νου όχι μόνον έγινε θρησκεία ελεύθερη, αλλά τέθηκαν και οι βάσεις για την ανάδειξή της εντός ολίγου και σε επίσημη θρησκεία του κράτους. Και, αφού έφτασε μέχρι και σ΄ αυτά τα άκρα της γης, αναδείχτηκε σε παγκόσμια θρησκεία που έστρεψε σε άλλη κατεύθυνση το ρουν αυτής της ιστορίας.

Αλλά και ο ίδιος ο αυτοκράτορας ολοένα και περισσότερον εισχωρούσε στο Χριστιανισμό. Κι ενώ για πολιτικούς λόγους διατηρούσε τον τίτλο του Pontigem mayimus, όμως έθεσε τέρμα στη λατρεία του αυτοκράτορα και έκλεισε τους εθνικούς λαούς.

Διάβαζε την Αγ. Γραφή και συναναστρεφόταν με τους επισκόπους. Μάλιστα αναφέρεται ότι έλεγε: «Ειμί και εγώ, ω ούτοι, επίσκοπος· και υμείς μεν εστε επίσκοποι του ανθρώπου, αλλά, μάλλον του έσω ανθρώπου, εγώ δε ειμί επίσκοπος του έξω και του έσω. Του μεν έξω, ότι φροντίζω προς παιδαγωγίαν  και ορθόν βίον αυτού… του δε έσω, επειδή συνεργός ειμι υμίν προς βεβαίωσιν και αύξησιν της ορθοδόξου πίστεως, συνεποικοδών επί τω αυτώ θεμελίω των αποστύλων και προφητών»5.

«Τέλος, ολίγον προ του θανάτου αυτού, συμβάντος πλησίον της Νικομηδείας (21 Μαϊου 337), εβαπτίσθη υπό του Νικομηδείας Ευσβίου»6.

Το λείψανό του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη και ενταφιάσθηκε στο ναό των Αγίων Αποστόλων, που ο ίδιος είχε ανεγείρει προς ενταφιασμό των ιερών λειψάνων των.

Ο Μ. Κων/νος και η μητέρα του σύντομα στη συνείδηση της Εκκλησίας αναγνωρίστηκαν ως Άγιοι και Ισαπόστολοι και ναοί ανεγέρθησαν προς τιμή τους. Αυτό φαίνεται και από τα πρακτικά των Οικουμενικών Συνόδων, αλλά και στα μέρη της Κ. Ιταλίας (Καλαβρία) υπήρχε ναός παλαιός των δύο αγίων.

Στους αγ. Κων/νο και Ελένη η Εκκλησιαστική ποίηση είναι πλούσια. Ακολουθία πλήρης  του Δαμασκηνού βρίσκεται στον παρισ. Κώδικα 1566. Άλλος Κανόνας τους είναι ποίημα του Λαυριώτου Κυρίλλου. Τέλος, Ακολουθία τους δόθηκε στην Αθήνα τα έτη 1899 και 1917.

Εικόνα των δύο ισαποστόλων φιλοτεχνήθηκε έχοντας τον τίμιο Σταυρό στη μέση και κρατώντας τον ο Μ. Κων/νος στη μια πλευρά και η αγ. Ελένη στην άλλη.

Για όσους αμφισβήτησαν ή αμφισβητούν την αγιότητα του Μ. Κων/νου για τις αρνητικές αποφάσεις που έλαβε κατά την περίοδο της μακράς βασιλείας του απάντηση έδωσε η ίδια η Εκκλησία, που μόνον αυτή αλάνθαστα  αποφαίνεται. Άλλωστε  το αγ. Βάπτισμα, σύμφωνα με τη δογματική διδασκαλία, αποτελεί «Λουτρόν Παλιγγενεσίας». Το Βάπτισμα και η μετάνοια του Μ. Κων/νου, αφού δεν φόρεσε μέχρι το θάνατό του τη βασιλική πορφύρα, αλλά παρέμεινε με τον λευκό χιτώνα του βαπτίσματός του, καθώς και η προσφορά του στην Εκκλησία, υπήρξαν ικανά για την αγιοποίησή του. Υπήρξε ο πρώτος Χριστιανός Ρωμαίος αυτοκράτορας. Επί της βασιλείας του σφραγίστηκαν οι κατακόμβες ή καλύτερα  έγιναν προσκυνηματικοί τάφοι των μαρτύρων των τριών πρώτων αιώνων. Και η Εκκλησία ελεύθερη πλέον άρχισε το ιεραποστολικό Της έργο σύμφωνα με την παραγγελία του Κυρίου: «Πορευθέντες ουν μαθητεύσατε πάντα τα έθνη» (Ματθ. ΚΗ’ 19).

Και κλείνουμε με το Απολυτίκιο του Αγίου:
«Του Σταυρού σου τον τύπον
εν ουρανώ θεασάμενος και ως
ο Παύλος την κλήσιν ουκ εξ
ανθρώπων δεξάμενος, ο εν
βασιλεύσιν απόστολό σου,
Κύριε, βασιλεύουσαν πόλιν
τη χερί σου παρέθετο· ην
περίσωζε δε παντός εν ειρήνη,
πρεσβείαις της Θεοτόκου,
μόνε φιλάνθρωπε».

  1. Η αγία Ελένη γεννήθηκε στο Δρέπανο της Βιθυνίας στα μέσα του 3ου αι.. Λόγω της άσημης καταγωγής της εγκαταλείφτηκε από τον σύζυγό της τον Κωνστάντιο τον Χλωρό, αυτοκράτορα στη Δύση. Έτσι, αποχωρίστηκε  από τον αγαπημένο της γιο Κωνσταντίνο, που τον πήρε ο πατέρας του για να τον χρησιμοποιήσει στις διάφορες εκστρατείες του. Που και πως έζησε η Ελένη μετά την εγκατάλειψή της δεν γνωρίζουμε! Την επαναυρίσκομαι πάλι μαζί με το γιο της όταν αυτός ανέβηκε στον αυτοκρατορικό θρόνο. Ο Κων/νος τιμούσε και αγαπούσε τη μητέρα του, την ονόμασε Αυγούστα και την έστεψε με διάδημα (Χριστ. Εγκυκλοπ.).
  2. «Αγιολόγιον της Ορθ. Εκκλησίας» Σωφρ. Ευστρατιάδου, Εκδ. Αποστ. Διακονίας, Ανατύπωσις 1995, σελ. 266.
  3. Εκδ. Οίκος «ΑΣΤΗΡ», Αθήναι 1970, σελ. 141-142.
  4. Πρόκειται για την «εν Τύρω» σύνοδο που συνήλθε το 335.
  5. «Συναξαριστής» Αγ. Νικοδ. Αγιορείτου τ. 5ο, σελ. 118.

       6. Βασ. Στεφανίδου, Εκκλ. Ιστορία, βλ. σημ. 3, σελ.144.

Δεν υπάρχουν σχόλια: