ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ
ΚΟΤΤΑΔΑΚΗΣ
Ήτοι, βιβλιογραφική αναφορά στο νέο εκτενές-σελίδες 550-και πολύπτυχο πόνημα- α. Κύρια
Χαρακτηριστικά. β. Λεξιλόγιο. γ. Ιδιωματικές Φράσεις. δ. Λαογραφικά. ε.
Συγγραφείς-Ερευνητές, στ. Ανθολόγιο κειμένων-με τον τίτλο. «Το Μανταμαδιώτικο γλωσσικό ιδίωμα». Και, αξιόλογο, για την επιστημονική του πληρότητα, την ιστορική αξία,
και τη συνακόλουθη σημασία του.
Έργο, του λίαν αγαπητού φίλου συναδέλφου, θερμουργού εκπαιδευτικού Λειτουργού,
Παύλου Στ. Παρασκευαϊδη, εγκρατούς Φιλολόγου Ιστορικού, και Συγγραφέα, και όχι μόνο, κατά πάντα ακαταπόνητου.
Δες και Αναστάσιος-Πάτρα, 16.1.2021, «Εικόνες και βιώματα νόστου σε εποχή με
νόημα».
Πρόκειται για ένα βιβλίο κατάθεση ψυχής ! Κατάθεση πλησμονής αγάπης εκ μέσης καρδίας στη γενέθλια γη, το Μανταμάδο της Λέσβου, γνωστό κι απ’ το ονομαστό Παλλεσβιακό
Προσκύνημα των Παμμεγίστων Ταξιαρχών ! Κωμόπολη βόρειο-ανατολικά της
Λέσβου-Μυτιλήνης, νησιού πανέμορφου
συνολικά, τρίτου σε μέγεθος στη χώρα απ’ τα πανάρχαια χρόνια ελληνικού ! Ελληνικότατου, παρά και μετά τον πιο
μακραίωνα, Γενουατικό 1335-1462, και Τουρκικό 1462-1912 ζυγό.
Τόπο στον οποίο ο συγγραφέας είδε το φως αυτού του κόσμου, και έζησε ανέμελα χρόνια παιδικά, και ολόχαρα νεανικά ! Που ως δείχνουν τα πράγματα σημάδεψαν-σφράγισαν τη ζωή του ως μέσα βαθιά, με κάτι ξέχωρο, κάτι πηγαία δικό τους, απλό, αληθινό. Και τόσο πολύ που, παρότι έμεινε κι έζησε σε άλλο τόπο, όχι λίγο γραφικό, ούτε λίγο ιστορικό, τις Σπέτσες, και έστησε ωραία οικογένεια, και δραστηριοποιήθηκε εκεί δημιουργικά, να είναι ψυχικά τε και πνευματικά σαν να μην πέρασε λεπτό έξω ή μακριά απ’ το αγαπημένο του Μανταμάδο, και την όλη παραδοσιακή ατμόσφαιρα ζωής, που αναδύεται ενδεικτικά από την κάθε λέξη-φωνήεν-φθόγγο της ιδιότυπης, πλην εύηχης εντόπιας λαλιάς της !
******
*** ******
«Το μανταμαδιώτικο γλωσσικό ιδίωμα ανήκει στα λεγόμενα
βορειοανατολικά νεοελληνικά ιδιώματα που
μιλιούνται στη βόρεια και βορειοανατολική Ελλάδα. Ειδικότερα συγγενεύει με το
ιδίωμα που μιλιόταν στη βόρεια και βορειοανατολική Λέσβο, στα Μοσχονήσια, και
στις Κυδωνίες», διαβάζω στον πρόλογο. Και πιο κάτω. «Χρόνια ολόκληρα δούλεψα
σκληρά για να ολοκληρώσω το «Λεξικό του
μανταμαδιώτικου γλωσσικού ιδιώματος». Έργο αγάπης, έργο ζωής !
Φυλλομετρώ, λοιπόν, και διαβάζω ως τη
σελίδα 45. Από κει ως τη σελίδα 425, αριθμώ συνολικά σελίδες 380, ήτοι το 70% του όλου βιβλίου, και είμαι μπρος
σε ένα θησαυρό λέξεων. «Λεξιλόγιο Ιδιώματος Μανταμάδου», η
επιγραφή. Αμέτρητες λέξεις ελληνικές, εντεταγμένες μια προς μια στη σειρά από
το Α μέχρι το Ω, ενδεδυμένες Μανταμαδιώτικα
φωνητικά ! Μουσική πανδαισία έλλογων ήχων ευχάριστη, ξαναγράφω, όσο η
αντίστοιχη της Αγιάσου που με είχε γοητεύσει με τα «ποίκα το» απ’ το «πεποίηκα»
ή «θες το», όχι «βάλ’ το», τόσο παλιά ελληνικά.
Και εδώ λέξεις και παραλλαγές τους
αντλημένες με πολλή υπομονή από διάφορα περιοδικά ή σχετικά γραπτά, ιδιαίτερα όμως από γέροντες πολύ μεγάλης
ηλικίας, ατόφιες καθ’ όλα και πηγαία
ζωντανές. Από κει και πέρα, το και πιο
σπουδαίο, και πιο επίπονο, επεξεργασμένες ερμηνευτικά άρτια,
απλά, λιτά, προσιτά για τον καθένα, αλλά και έγκυρα επιστημονικά, γλωσσολογικά-ετυμολογία κλπ.-για τον έχοντα
γνώση των πραγμάτων και πιο ειδικό. Αμφότερα επιμελημένα από τον ίδιο
εξαντλητικά, στα όρια της πληρότητας από
κάθε πλευρά.
Και ιδού ενδεικτικά.
1,
αγαθουμ’λιά (η)-αρχ.αγαθός+ομιλία, ή
κατά Α.Ράλλη, αγαθή+Μηλιά(όνομα απλοϊκής και εύπιστης γυναίκας)=απονήρευτος,
εύπιστος, αφελής. «Διάλιξι μνιαν όμουρφ’
κουπέλα κουντουγιμάτ’ … τσι κουματ’ αγαθουμ’λιά».
2. βλουγιουκουμμένους -εν’ -νου, επιθ.
Βλογι(ά) –ο- +κομμένος. 1. που έχει στο πρόσωπό του σημάδια από ευλογιά. 2.
Άνθρωπος με σημαδεμένο-κυρίως από πάθηση- πρόσωπο. «Έφτουν του βλουγιουκουμένου, Θυμή, θελ’ να παρ’ γη κόρ’ μας».
3. Καταζ’ματίζουμι-κατά+μεσαιωνικό,
ζεματίζω=περιβρέχω κάτι με καυτό νερό, προκαλώ ελαφρό έγκαυμα, καίω.
Καταζεματίζομαι, νιώθω έντονο αίσθημα από κάψιμο, κατακαίομαι με ζεματιστό,
καυτό υγρό. «Πήγι να ζ’ματίσ’ του
που’τικό που ίπιασι γ’παγίδα τσ’ αυτή γλίστρησι τσι καταζ’ματίστσι γ’ ίδια».
4. Μανταμάδος. Για
την προέλευση του ονόματος του χωριού …
η πιο διαδεδομένη και επικρατέστερη -άποψη –υποστηρίζει ότι το χωριό πήρε το
όνομά του από τους μαντάδες, τα βόδια
που έτρεφαν οι κάτοικοι της περιοχής. Κατά τον Ηλία Παρασκευαϊδη η λέξη
Μανταμάδος προέρχεται από το «μαντεμάς»=ο εργάτης του μαντεμιού, που αλλοιώθηκε
σε «Μανταμάς. Πράγματι στην απέναντι
στεριά του Αϊβαλιού υπάρχουν νταμάρια από μαντέμι, όπου δούλεβαν παλιά και
Μυτιληνιοί. Οι πρώτοι κάτοικοι που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Μανταμάδου
ήρθαν από την απέναντι μικρασιατική ακτή όπου εργάζονταν στα μεταλλεία του μαντεμιού,
γι αυτό και τους έλεγαν Μαντεμάδες ή Μανταμάδες.
Εμφανές και απ’ αυτά το ανωτέρω. «Άρτια
ερμηνευμένες … Αμφότερα από τον ίδιο προσεκτικά, εξαντλητικά στα όρια της πληρότητας από κάθε
πλευρά». Πράγμα που έρχεται να επιβεβαιώσει και επισφραγίσει πιο αρμόδια και
έγκυρα από τον γράφοντα το παρόν, πάλι ο αγαπημένος αριστούχος παλιός μαθητής
του στο Γυμνάσιο-Λύκειο Σπετσών, χαρά και καμάρι, νυν αν. Καθηγητής
Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου Γιώργος Κοτζόγλου. «Το βασικό είναι,
γράφει, ότι έχουμε στα χέρια μας ένα
συμπαγές κρουστό σώμα λέξεων, των λέξεων με τις οποίες οι κάτοικοι του
Μανταμάδου συζήτησαν και γλέντησαν, και ερωτεύτηκαν, και καμάτεψαν, και
τσακώθηκαν, και φίλιωσαν, και έκλαψαν, και γέλασαν, και αποχαιρέτησαν τους
οικείους τους … δηλαδή, το σώμα των λέξεών τους, των εντελώς δικών τους λέξεων. Υπό το πρίσμα αυτό, είναι συγκινητική και συγκλονιστική και αυτή
η προσφορά του Π. Π. στον τόπο του, αλλά και σε όποιον μελετά το γλωσσικό τοπίο
του Μανταμάδου, της Λέσβου, γιατί όχι
της Ελλάδος … Κάθε λήμμα-λέξη-είναι ψαγμένο, ελεγμένο, σταθμισμένο … για τη σημασία και την καταγωγή, δηλαδή,
την ετυμολογία …».
Με δυο λόγια. Το νέο εκτενές και πολύπτυχο
πόνημα-βιβλίο Παύλου Παρασκευαϊδη με
τον τίτλο. «Το μανταμαδιώτικο γλωσσικό
ιδίωμα», κατά κύριο λόγο είναι ένας
«θησαυρός λέξεων»-Λεξιλόγιο αμέτρητων
λέξεων, ως γράφονται, διαβάζονται, προφέρονται, μέχρι σήμερα άμεσα,
ζωντανά, και ερμηνεύονται από τον ίδιο με πληρότητα, ενταγμένες από Α μέχρι και Ω
ως είναι η σχετική τάξη. Εισαγωγικά, υπάρχει ως σημειώθηκε, επαρκής κατατοπισμός
του αναγνώστη σχετικά με τα βασικά
χαρακτηριστικά του γλωσσικού ιδιώματος-μεταβολές φωνηέντων, προφορά
συμφώνων … Σε Παράρτημα, με τον τίτλο Λαογραφικά, σειρά από γραπτά για τοπικά ήθη, έθιμα, δοξασίες,
παραδόσεις, παιχνίδια, φαγητά, μέσα επιβίωσης, ιδιωματικές … φράσεις.
Αξιοπρόσεκτο ότι δεν παραλείπει να περιλάβει συνοπτικό
σημείωμα για Συγγραφείς-Ερευνητές που ασχολήθηκαν παραπλήσια, με τη λαογραφία
και το γλωσσικό ιδίωμα του Μανταμάδου.
Αλλά και, να κλείσει ωραιότατα και ανάλαφρα το θαυμάσιο αυτό
πολύπτυχο πόνημα και βιβλίο, με παράθεση λογοτεχνικών κειμένων γραμμένων στο μανταμαδιώτικο γλωσσικό ιδίωμα, ως
ενδεικτικά τα εξής που ακολουθούν.
Παγαίν’ς πατέρα;
Φτουχοί αθρώπ’ τσι σακατιμέν’ τσ’ οι δυο.
Στραβός η πατέρας, αχμάκ’ς η γιος ζούσαν μι τα κλαδιά τσι τα ξύλα, π’ κβανούσαν
στα σπίτια, τσι μ’ άλλα τέτοια κ’τσουδούλια τσι χουσμέτια. Θέλαν να σκουθούν
κάθα πουρνό, να ξισαστούν, να πάριν ντ’ δριπάνα, να τ’λίξιν του στσοινί στ’
μέσ’ ντουν, ταπέ ν’ αγκμπήσ’ η γέρους του χέρ’ τ’ στουν ώμου τ’ γιου τ’ τσι να
παν κατά τα λ’βάδια, να φουρτουθούν κλαδιά γιά ξύλα τσι να τα φέριν στου
χουργιό να τα π’λήσιν. …………………………………………………………………………………………………
Στου δρόμου έπριπι να πιράσιν ντουν
πουταμό, που απ’ τ’ς πουλλές βρουχές π’ έκανι τσείνις τ’ς μέρις, ήνταν
φουσκουμένους τσι νε γιουφύρ’ είχι νε του πάτμα φινόνταν κάτου απ’ του θουλό
νιρό. Πήγαν κουντά, έψαξι Γιάνν’ς, ήβρι του πάτμα, που του ήξιρι απ’ άλλις
βουλές, τσ’ ανισκουμπουθήκαν να ντουν πιράσιν.
Σάνι φτάξαν στα μ’σά, κατσά ώρα, τίλιγια
τα κάν’ η γέρους, γλιστρά τσι πλαφ μνια πέφτ’ μέσ’ στουν πουταμό. Γιάνν’!
πρόκανι μο να φουνάξ’ η καημένους τσι ίσαμι να πεις κρουμμύδ’ ντου πήρι
σακάτου. Η Γιάνν’ς γύρσι, είδι ντου πατέρα τ’ να τσαλαφτά μες τα νιρά τσι να
κ’νεί τα χέρια τ’ πάτσι πιαστεί απί κανένα βρούλου γιά απί κανέ κλαδί αλ’γαργιά
γιά ρουδάφν’ τσι μες ντ’ν αχμακουσύν’ τ’, εν ικατάλαβι η ζάβαλης πους
πνιγόνταν, μο θάργι, πους τουν άφ’σι τσ’ έφιβγι τσι μπήγ’ φουνή.
–
Παγαίν’ς πατέρα; -Του στσοινί να
στείλ’ς, να δέσου τα κλαδιά.
(Αγκάθ,
περιοδ. «Τρίβολος», σ. 1633).
Φιλούκα-Μουρό
Βαρουχ’μουνιά. Γοι πάγ’ τσι τα χιόνια,
είχαν καπλαντζμένου όλου του χουργιό. Όξου μήδι πλάτ’ φαίνταν, μήδι β’νό· ούλα
ασπρίζαν, μο γοι καπνοί μαβρίζαν, τσ’ αψλώναν πας τα σπίτγια, τσι τα στσιπάζαν,
σαν αχλιουτό πάπλουμα. Πού να ξιμ’τίσ’ (= ξεμυτίσει, να βγει έξω) κανένας
μπρουσόξου.Τα ζουντανά μαντρισμένα μες τ’ς αυλές, τσι μες τα ντάμνια απουφέρναν
(= υπέφεραν). Ος μπιλέμ (= ακόμα, μέχρι) τσι τα σκουλειά σφαλίσαν. Ποια μάνα
θαν απουκότα να στείλ’ του μουρό τ’ς;
….
Πέρασι γη χ(ι)μώνας, αψήλουσι γι ήλιους,
ζισταθούκαν γοι μέρις, ξανοίχτσι γη κόσμους … μαζουχτούκαν τσι τα μουρά στα
σκουλειά. Μνια μέρα, λιακάδα, πήρι γη δάσκαλους τα μουρά να τα πα πιρίπατου …
.…
Τα μουρά χαρούμινα τραγδούσαν τσι τραβήξαν κατά τα Ασπρουπουτάμνια. Κατιβούκαν
ίσαμι ντου παχύ ντουν άμμου. Απί καρσί είδαν ένα πράμα τσι μαύριζι. Παν κουντά,
ήνταν μνια φιλούκα, παραχουμέν’ μες ντουν άμμου, τσι τ’ν έδιρνι του τσύμα (= το
κύμα)· τα νιρά μπινουβγαίναν απ’ τα πλιβρά τ’ς, που ’νταν σπασμένα, τσι τρέχαν
ξουπίσου μες ντου γιαλό…
Ε χάν’ τσιρό γη Δάσκαλους τσι ντουν λέγ’:
-Λάτι δα τώρα να σας κάνου τσ’ ένα μάθ’μα!
«Ποιος ξέρ’ σι τι σικλέτ (= στενοχώρια) θα βρέθτσι γη Καπιτάνιους για να
τ’ν αφήσ’ ατσυβέρνητ’ (= ακυβέρνητη)! Τ’ν αρπάξαν γιαμιάς τα τσύματα, ντ’
ξουριάσαν (= παρέσυραν), ντ’ χτυπήσαν απ’ ντη μνια, ντ’ χτυπήσαν απ’ τ’ν άλλ’,
ντ’ ρίξαν πας τ’ς αράχτις, σπάσαν τα πλιβρά τ’ς τσι ντ’ παραχώσαν μες στουν
άμμου να λιώσ’ τσι να σαπίσ’.
Τ’ απαράλλαχτα θα πάθ’ τσ’ ένα μουρό
παραριγμένου (παραμελημένο). Θα παραστρατήσ’, θα πάρ’ κακό δρόμου, θα γίν’
κλέφ’ς, ψέφτ’ς, φουνιάς, τσι στα πίσου-πίσου θα κατασταλάξ’ μες ντουν Καλέ, να
σαπίσ’ μέσα καταφρουνιμένους, τσι κακουμοιριασμένους!
Για έφτου σας απουθουρούμι (= κοιτάζουμε,
προσέχουμε) τσι να κάντι, ό,τ’ σας καθουδγέβγιν γοι γουνείς σας, τσ’ ό,τ’
ακούτι απ’ τ’ς δασκάλ’ σας, για να μη γκαταντήσιτι σα ντ’ φιλούκα!». Τα
ντιρμπιγιλίδκα (= καλοαναθρεμμένα) τα μουρά ακούγαν τσ’ ένι μλούσαν. Τα
σασκίν’κα (= άτακτα) γκούντα γι ένας τουν άλλουν τσι πειραζόνταν. Τα γκιβιζέδκα
(= ζωηρά, πειραχτήρια), αρχινίσαν να μσουψέλνιν. «Αιωνία η μνήμη».
Βάζ’ μνια φουνή γη δάσκαλους. – Σιωπή! Τσι
τα μάζουξι να παγαίνιν. Τα μουρά βλέπτι απί μικρά θα του δείξιν τι δρόμου θα
πάριν. Σα π’ λέγ’ τσι γη κουβέντα: «Η πίτα που θα μι φράν’, απ’ ντου φούρνου
φαίνιτι!». (Μήτρους, περιοδ. «Τρίβολος», σ. 1377).
Στερνή μου γνώση να σ’ είχα
πρώτα
Όσ’ παν σντ’ν Αμιρική τσι γυρίζιν, θαρρείς
πους τους έχ’ς τιμπίχ’ (=τους έχεις συμβουλέψει), τι πρέπ’ να κάνιν. Ντ’
δέφτιρ’ μέρα (ντ’ πρώτ’ εμπρουφταίνιν) θα παν στου γκαφινέ μι τ’ς κουλίγ’δις
ντουν, τσι θ’ αρχίσιν του ρατσί. Θα μιθήσιν, θα πάριν τα δγιουλιά τσ’ ούλ’
νύχτα θα χουρέβγιν τσι του πουρνό θα γυρίσιν του χουργιό να χιριτούν στα
σπίτγια μι τα πιχνίδια (= μουσικά όργανα). Ούλ’ πλια θα μάθιν, πους η τάδε ήρτι
απ’ ντ’ν Αμιρική τσ’ ίφιρι τούτα τσείνα τσι τόσ’ παράδις.
Έφτην’ η δ’λειά θα βαστάξ’ κάμπουσις μέρις
αναλόγους τ’ς παράδις π’ έφιρι. Στα παναγύργια θα ’νι πρώτους τσι καλύτιρους
τσι σ’ ούλα τα πριβόλια καλισμένους. Τότισου δα θα ντου ντλίξιν (= θα τον
καταφέρουν να παντρευτεί) γιά θα τλίξ’ (ή θα καταφέρει να παντρευτεί) καμιά,
γιατί ύστιρα ξιπέφτιν. Καλά βλέπ’ς τα γλέντια, αμ χρειγιάζιτι τσι δ’λειά.
Αμ έδγιου τα σκατώνιν ούλ’. Ότ’ τσι να
κάναν πγιο μπρουστά, λιτσπέρδις, χαμάλδις, τσκαλάδις, ζιβγάδις, αραμπατζήδις,
τζουμπάν’δις, κιρατζήδις, σα γυρίσιν, ε καταδιχόντιν να πγιάσιν πάλι ντ’ν ίδγια
δ’λειά τσ’ ανοίγιν μπακάλ’κου γιά καφινέ, τρών’ τ’ς παράδις ντουν, τ’ς βάζιν
τσι στου χέρ’ τσι πίσου πίσου ξιπέφτιν τσι γινόντιν χειρότιρ’ απ’ ό,τ’ ήνταν.
Λίγ’ είνι τσείν’ π’ έχιν μυαλό τσι σα
γυρίσιν πιάνιν ντη δ’λειά π’ ξέραν, ντ’ βγατίζιν (= την βελτιώνουν, αυξάνουν τα
κέρδη τους), ντ’ μιγαλώνιν, έχιν τσι τ’ς παράδις ντουν.
Έδγιτς, σαν ήρτι του Χαμπέρ απ’ τ’ν
Αμιρική, παράτσι του καμίν’ τσ’ άνοιξι καφινέ μες τ’ν παλιά «Γιρουσία». Μια
μέρα πήγι μέσα η Στάθιους τ’ Κουβαρντά μι κάτ’ Αγιαπαραστσιβγώτις κουλίγ(ι)δις
τ’. Ήπιαν, μιθύσαν τσ’ ύστιρα πήγαν σντου μπουτηργιώνα να πληρώσιν. Η Στάθγιους
έγνιψι στου Χαμπέρ, μαθέ, μην πάρ’ς παράδις, θ’κά μ’ είνι.
–
Πληρουμένα είνι πιδιά, λέγ’ του Χαμπέρ, ε μπιρνούν έδγιου τα γρόσα σας. Φύγαν
δα τσι τσείν’ μι τα φχαριστούμι γκπάρι…
Ύστιρα
’πι κάμπουσου τσιρό φώναξι του Στάθγιου τσι τ’ είπι:
–
Βρε γκμπάρι πότι θα μι πληρώγ’ς τσον ντου λουγαριαζμό π’ άφσις τότισου μι τ’ς
Αγιαπαραστσιβγώτις;
–
Γω γι; Πότι σ’ είπα π’ς είνι θ’κά μ’. Συ εν ήθιλις α τ’ς πάρ’ς παράδις.
–
Τίλιγια μαθέ! Αφού γι αθρώπ’ θέλαν α πληρώσιν τσι συ μ’ έγνιψις να μη μπάρου.
–
Τι λέγ’ς βρε Χαμπέρ, γω σ’ έγνιψα, ε βλέπ’ς πους είνι του μάτ’ ιμ παθμένου !
Πάτσι τριλάθτσις γι;
Απόμνι τσ’ η καγ(ι)μένους του Χαμπέρ μ’
ανοιχτό στόμα τσι μι τα χέργια στ’ν μέσ’ τ’ σαν τα λαγήνια, τσ’ είπι
μουνουλουγώντας: Τούτοιν’ μο μι τ’ς καληνύχτις τσι τα σπουλάτ’ πληρώνιν. Ας
παγαίνου μπάριμ τσι γω στου καμίν’ ιμ, γιατί εν είμι για καφιτζής… (Αγκάθ,
Περιοδ. «Τρίβολος», σ.
Καλοτάξιδο,
λοιπόν, το νέο εκτενές και πολύπτυχο Πόνημα Βιβλίο Παύλου
Παρασκευαϊδη. «Το μανταμαδιώτικο
γλωσσικό ιδίωμα» ! Και η ευχή για νέα ισάξια πνευματική δημιουργία του
ολόθερμη !
Αθανάσιος Κοτταδάκης
2 σχόλια:
Να είναι καλοτάξιδο το βιβλίο. Και να δώσει αφορμή και σε άλλους να γράψουν για τις δικές τους περιοχές, ώστε να μη χαθεί η ντοπιολαλιά. Αξίζουν συγχαρητήρια στον συγγραφέα γιατί ασχολήθηκε με κάτι το οποίο του πήρε χρόνο κόπο και θυσία χρόνου και έρευνας.
Εκδόσεις βιβλίων όπως αυτή, προωθούν τον πολιτισμό και τη διαχρονική ελληνικής γλώσσας. Ο συγγραφέας του βιβλίου σίγουρα κουράστηκε πολύ για αυτή τη συλλογή. και θα πρέπει να τιμηθεί. Όπως αξίζει και αρμόζει.
Ευχαριστούμε και τον κύριο Κοτταδάκη που μας το έκανε γνωστό.
Δημοσίευση σχολίου