Αφ’ ου επέρασαν χρόνοι πολλοί ύστερα από το μαρτύριον του Αγίου Πρωτομάρτυρος και Αρχιδιακόνου Στεφάνου, ήτοι χρόνοι τδ’ [304], και αφ’ ου ετελειώθησαν δια του μαρτυρίου πολλοί Χριστιανοί, τότε η ειρήνη διεδέχθη την ταραχήν, και η οικουμένη εγέμωσεν από ελευθερίαν και ησυχίαν. Και όλαι μεν αι φυλακαί, ευκερώθησαν από τους φυλακωμένους Χριστιανούς, όλα δε τα βασανιστήρια των τυράννων, έπαυσαν, επειδή και εβασίλευσεν ο Μέγας Κωνσταντίνος, ο χριστιανικώτατος και πρώτος βασιλεύς των Ορθοδόξων. Όθεν τότε εφανερώθη και ο πολύτιμος θησαυρός, ήτοι το πανίερον λείψανον του Πρωτομάρτυρος και Αρχιδιακόνου Στεφάνου με τοιούτον τρόπον. Ένας άνθρωπος εκατοίκει εις το χωρίον εκείνο, όπου ήτον κεκρυμμένον το του Πρωτομάρτυρος λείψανον, γέρων κατά την ηλικίαν, Ιερεύς κατά το αξίωμα, και αιδέσιμος κατά την ζωήν, Λουκιανός (ή Λουκιλλιανός) ονομαζόμενος. Εις τούτον λοιπόν εφάνη δύω και τρεις φοραίς ο Άγιος Στέφανος, και έδειξεν εις αυτόν τον τόπον, όπου ευρίσκετο κεκρυμμένον το λείψανόν του. Ο δε Ιερεύς εφανέρωσε την οπτασίαν εις τον τότε Πατριάρχην της Ιερουσαλήμ Ιωάννην.
Ο δε Ιωάννης χαράς πολλής πλησθείς, επήγεν εις τον μηνυθέντα τόπον ομού με τους κληρικούς του, και σκάψας, ευρήκε το σεντούκι, μέσα εις το οποίον ήτον το άγιον λείψανον. Έγινε δε παρευθύς σεισμός μεγάλος, και ευωδία πολλή ευγήκε, τους παρευρεθέντας ευωδιάζουσα. Άνωθεν δε από τους Ουρανούς εγίνοντο φωναί αγγελικαί, λέγουσαι· «Δόξα εν υψίστοις Θεώ, και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία». Αι φωναί δε αύται ηκούοντο μακράν έως δέκα σημεία τόπου, αλλά και ιατρείαι ενεργούντο εις εκείνους, οπού έπασχον από διάφορα πάθη, κηρύττουσαι την του Πρωτομάρτυρος χάριν.Αφ’ ου λοιπόν επροσκύνησεν ο Πατριάρχης με
ευφροσύνην και χαράν το άγιον εκείνο σώμα, ομού με όλους τους κληρικούς και
τους παρατυχόντας λαϊκούς, τότε εσήκωσαν αυτό με λαμπάδας και ψαλμωδίας και
θυμιάματα, και έτζι με όλην την πρέπουσαν τιμήν το επήγαν εις την Ιερουσαλήμ,
και το απέθεσαν εις την αγίαν Σιών. Μετά ταύτα δε έκτισε Ναόν εις το όνομα του
Αγίου Στεφάνου μέσα εις την πόλιν Ιερουσαλήμ ένας άρχοντας συγκλητικός,
Αλέξανδρος ονομαζόμενος, ο οποίος παρακαλέσας πολλά τον Πατριάρχην Ιωάννην,
έπεισεν αυτόν εις το να αποθέση το άγιον λείψανον εν τω Ναώ εκείνω. Αφ’ ου δε
επέρασαν πέντε χρόνοι, ησθένησεν ο κτίτωρ του Ναού Αλέξανδρος. Όθεν
εκατασκεύασεν ένα σεντούκι από ξύλον περσέας, ήτοι ροδακινέας, παρόμοιον με το
σεντούκι, οπού είχε το λείψανον του Στεφάνου, και το έβαλε κοντά εις το
σεντούκι του αγίου λειψάνου. Αφ’ ου δε απέθανεν, εβάλθη και το λείψανον μέσα
εις το καινούργιον σεντούκι. Ύστερα δε από χρόνους οκτώ, όταν εβασίλευεν ο
Μέγας Κωνσταντίνος, και επατριάρχευεν εις την Κωνσταντινούπολιν ο θείος Μητροφάνης,
τότε η γυνή του ανωτέρω αποθανόντος Αλεξάνδρου, Ιουλιανή ονόματι, επειδή
ενωχλείτο μεν από πολλούς να δευτεροϋπανδρευθή, δια τον πλούτον και την
ευμορφίαν της, αυτή όμως δεν ήθελε: τούτου χάριν εβουλεύθη να κάμη το πράγμα
τούτο, ήγουν να πάρη μεν το σώμα του ανδρός της, να υπάγη δε εις τον πατέρα της
και εις την πατρίδα της την Κωνσταντινούπολιν.
Όθεν επήγεν εις τον τότε Πατριάρχην της Ιερουσαλήμ
Άγιον Κύριλλον, και επαρακάλει αυτόν να την αφίση να πάρη το σεντούκι, οπού
είχε το λείψανον του ανδρός της. Αλλ’ ο Άγιος Κύριλλος δεν άφινεν αυτήν να το
πάρη. Δια τούτο έγραψεν εκείνη εις τον πατέρα της περί ταύτης της υποθέσεως,
δια συνεργείας δε του πατρός της, έστειλεν ο βασιλεύς σάκραν, ήτοι βασιλικήν
προσταγήν, ότι να έχη άδειαν να πάρη το λείψανον του ανδρός της, και να αναβή
εις Κωνσταντινούπολιν. Όθεν επειδή ο Πατριάρχης δεν εδύνετο πλέον να εναντιωθή,
έδωκεν άδειαν εις την γυναίκα δια να υπάγη να το πάρη. Πλανηθείσα δε η γυνή
κατά θείαν Πρόνοιαν, αντί να πάρη το σεντούκι του ανδρός της, αφήκεν εκείνο και
επήρε το όμοιον εκείνου σεντούκι, το οποίον είχε το του Αγίου Στεφάνου
λείψανον. Τούτο δε βαλούσα επάνω εις ένα θρόνον, και τον θρόνον φορτώσασα επάνω
εις όνον, άρχισε τον προς την Κωνσταντινούπολιν δρόμον. Εις όλην δε την νύκτα
ηκούοντο εν τω αέρι έως δέκα σημεία τόπου, ύμνοι αγγελικοί, και δοξολογία
θεοπρεπής λέγουσα· «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις
ευδοκία». Τα δε μέρη εκείνα εγέμωσαν από ευωδίαν ενός μύρου πολλού και
ευωδεστάτου. Οι δε δαίμονες από μακρόθεν κλαίοντες, αλλοίμονον εις ημάς!
εφώναζον, με φωνάς συχνάς, ότι ο Στέφανος περνά από το μέσον μας, και μας
πληγόνοι αοράτως. Όταν δε έφθασεν η γυνή εις την παραθαλάσσιον πόλιν της
Ασκάλωνος, ευρήκε καράβι, και δούσα ναύλον πενήντα φλωρία, εκίνησεν από εκεί
δια την Κωνσταντινούπολιν. Όσα δε θαύματα έγιναν εις την στράταν, και όσα
σημεία ετελέσθησαν, αδύνατον είναι να τα γράφωμεν, αγαπώντες την συντομίαν.
Όταν δε η γυνή έφθασεν εις την Κωνσταντινούπολιν,
ηκούσθη εις τα αυτία του βασιλέως, ότι έρχεται το λείψανον του Πρωτομάρτυρος
Στεφάνου, εφανερώθη δε εις αυτόν και τα περί της γυναικός του Αλεξάνδρου, η
οποία παρασταθείσα έμπροσθέν του, εδιηγήθη ακριβώς δια ζώσης φωνής, πώς
ηκολούθησεν η υπόθεσις από την αρχήν έως τέλους. Τότε ο φιλευσεβέστατος
βασιλεύς Κωνσταντίνος ακούσας ταύτα, εγέμωσεν από χαράν και αγαλλίασιν. Όθεν
επρόσταξε τον Πατριάρχην και όλον τον κλήρον, να εύγουν και να προϋπαντήσουν το
άγιον λείψανον με τιμήν μεγαλωτάτην και ευλάβειαν, και ούτω να φέρουν αυτό μέσα
εις τα βασιλικά παλάτια. Τότε δε, όσα θαύματα έγιναν, αδύνατον είναι να τα
περιγράψη τινάς κατά ακρίβειαν. Ετράβιζον λοιπόν τα μουλάρια την καρότζαν,
επάνω εις την οποίαν ήτον το άγιον λείψανον, έως οπού έφθασαν εις τόπον
λεγόμενον Κωνσταντιαναί, και εκεί εστάθησαν. Επειδή δε εκτύπουν τα ζώα δια να
υπάγουν παρέμπροσθεν, τούτου χάριν ένα μουλάρι ελάλησε με ανθρωπίνην φωνήν
λέγον, διατί μας δέρνετε; εδώ πρέπει να αποτεθή το άγιον λείψανον. Ταύτην την
φωνήν ακούσαντες, τόσον ο Πατριάρχης, όσον και όλοι οι παρευρεθέντες, έδωκαν
μεγαλοφώνως δόξαν εις τον Θεόν. Ταύτα μαθών και ο πιστότατος βασιλεύς, έγινεν
εκστατικός, και παρευθύς έκτισε Ναόν εις τον τόπον εκείνον επ’ ονόματι του
Πρωτομάρτυρος, εις δόξαν και αίνον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Εις τον Ναόν
δε εκείνον τελείται κατ’ έτος η του Αγίου Στεφάνου Σύναξις και εορτή. Η δε
εύρεσις του λειψάνου του Αγίου τούτου Στεφάνου, εορτάζεται κατά την δεκάτην
πέμπτην του Σεπτεμβρίου. Η μνήμη του δε, κατά την εικοστήν εβδόμην του
Δεκεμβρίου.
Σημειούμεν εδώ και ταύτα τα αξιόλογα, τα οποία
αναφέρει Νικήτας ο Ρήτωρ και φιλόσοφος εις τον ιστορικόν Λόγον, οπού γράφει
περί της ευρέσεως των λειψάνων του Αγίου Στεφάνου. Λέγει ουν εκεί, ότι ο σοφός
Γαμαλιήλ, ο διδάσκαλος του Αποστόλου Παύλου, τον οποίον αναφέρει ο θεηγόρος
Λουκάς εις τας Πράξεις, όστις ήτον και συγγενής του Αγίου Στεφάνου, (μερικοί δε
λέγουσιν, ότι ήτον διδάσκαλος και του Βαρνάβα και του Στεφάνου), ούτος λέγω,
ηξεύρωντας την ενάρετον πολιτείαν του Στεφάνου, παρεκάλεσε τους Αγίους Αποστόλους
και του έδωκαν το άγιόν του λείψανον. Τούτο δε πέρνωντας ο Γαμαλιήλ, το έθαψεν
εις το κοιμητήριον, οπού είχεν ετοιμασμένον δια λόγου του, εις το εδικόν του
χωρίον, το οποίον ήτον μακράν από την Ιερουσαλήμ έως είκοσι μίλια. Επήγαν δε
μαζί και οι Απόστολοι και το ενταφίασαν.
Τότε και ο Νικόδημος ο ανεψιός του Γαμαλιήλ, όστις
επήγε την νύκτα προς τον Ιησούν, και εδιδάχθη παρ’ αυτού τα σωτήρια, τότε λέγω,
ο Νικόδημος κατανυχθείς εις την ταφήν του Αγίου Στεφάνου, παρεκάλεσε τον
Κορυφαίον Πέτρον και τον εβάπτισε. Μαθόντες δε τούτο οι Ιουδαίοι ανεθεμάτισαν
τον Νικόδημον, και έδειραν αυτόν με πολλάς και πικράς πληγάς, και τα υπάρχοντά
του διήρπασαν. Ο δε Γαμαλιήλ θείος ων του Νικοδήμου, επήρεν αυτόν εις τον οίκον
του, αλλ’ ο Νικόδημος μέσα εις τας πληγάς εκείνας ετελειώθη, και έγινε Μάρτυς
του Ιησού, το δε λείψανόν του ενταφίασεν ο Γαμαλιήλ κοντά εις το λείψανον του
Αγίου Στεφάνου.
Μετά ταύτα δε και ο Γαμαλιήλ εβαπτίσθη.
(Προσθέττει δε ο θείος Χρυσόστομος, Ομιλ. ιθ’ εις τας Πράξεις, ότι ο Γαμαλιήλ
επίστευσε προ του Παύλου. Ιστορούσι δέ τινες, ότι εβαπτίσθη υπό Πέτρου και
Ιωάννου. Όρα εις την νεοτύπωτον Εκατονταετηρίδα.) Του Γαμαλιήλ δε τούτου εστάθη
μαθητής και ο Απόστολος Βαρνάβας, καθώς είπομεν, ως σημειοί Κλήμης ο
Στρωματεύς, και ο Ευσέβιος, και ο Επιφάνιος, και όρα εις τας ένδεκα του
Ιουνίου. Ομοίως και ο υιός του Γαμαλιήλ Αβελβούλ εβαπτίσθη, όστις ήτον νέος έως
είκοσι χρόνων, ωραίος και ενάρετος και σοφός, μάλιστα δε, ήτον παρθένος και
καθαρός. Μετά δε ολίγον καιρόν απέθανον και οι δύω ευσεβώς και οσίως, ο
Γαμαλιήλ δηλαδή και ο υιός του. Όθεν έθαψαν και των δύω τα λείψανα κοντά εις τα
λείψανα του Αγίου Στεφάνου και του Αγίου Νικοδήμου.
Κατά τον καιρόν δε οπού έμελλε να φανερωθή το
λείψανον του Αγίου Στεφάνου, εφάνη ο θείος Στέφανος εις τον Ιερέα Λουκιανόν
φορών άσπρον στιχάρι, το οποίον ήτον γεμάτον από το στοιχείον του σίγμα· όπερ
εδήλου το όνομα Στέφανος, το δε σίγμα εκείνο ήτον κόκκινον και χρυσούν. Είχε δε
μαλλία ξανθά ο Άγιος και περίχρυσα, φθάνοντα έως εις τους ώμους του· εφόρει
υποδήματα με χρυσά λουρία δεμένα· εκράτει εις το χέρι του χρυσόν ραβδί, με το
οποίον έγγιξε τρεις φοραίς τον Ιερέα και τον εκάλεσεν εξ ονόματος. Είπε δε προς
αυτόν, πού είναι τεθαμμένον το λείψανόν του. Επρόσθεσε δε και τούτο, ότι κοντά
του ήτον ενταφιασμένα και τα λείψανα του Νικοδήμου, του Γαμαλιήλ, και του
Αβελβούλ του υιού του.
Σκάψαντες λοιπόν τον τόπον ευρήκαν και τα τέσσαρα
σεντούκια, μέσα εις τα οποία ήτον βαλμένα τα λείψανα του Αγίου Στεφάνου, και
των λοιπών τριών. Επάνω δε εις κάθε σεντούκι, ήτον γεγραμμένον το όνομα του
καθ’ ενός με συριακήν γλώσσαν. Το σεντούκι όμως του Αγίου Στεφάνου εσάλευε
μόνον του, και πολύ φως είχε τριγύρω του, και πολλή ευωδία εύγαινεν από αυτό.
Έγινε δε και σεισμός φοβερός. Πέρνωντας δε ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων το του
Αγίου Στεφάνου λείψανον, με όλον τον κλήρον και τον λαόν, το επήγαν εις την Ιερουσαλήμ,
και το απόθεσαν μέσα εις το θυσιαστήριον της Αγίας Σιών. Έλεγον δε οι ιδόντες
το άγιον εκείνο λείψανον, ότι η πληγαίς οπού έγιναν από τα κτυπήματα των
πετρών, έλαμπον ωσάν τα άστρα του ουρανού.
Σημείωσαι, ότι ο Θεοφάνης και Κεδρηνός ιστορούσιν,
ότι έστειλεν ο μικρός Θεοδόσιος ελεημοσύνην μεγάλην εις τον Ιεροσολύμων
Αρχιεπίσκοπον, δια να την μοιράση εις τους πτωχούς. Και ένα σταυρόν χρυσούν
μετά πολυτίμων λίθων, ίνα τεθή εις τον τόπον του Κρανίου. Έστειλε δε και ο
Ιεροσολύμων την δεξιάν χείρα του Αγίου Στεφάνου τούτου του Πρωτομάρτυρος εις
την αδελφήν του βασιλέως Πουλχερίαν, ήτις δεξιά, όταν έφθασεν εις την
Χαλκηδόνα, εφάνη εις την Πουλχερίαν ο Άγιος Στέφανος λέγων προς αυτήν· ιδού
επέτυχες εκείνο οπού επεθύμεις· εγώ έφθασα εις την Χαλκηδόνα. Όθεν εξήλθε μετά
του βασιλέως εις προϋπάντησιν του λειψάνου. Ύστερον δε έκτισε Ναόν του
Πρωτομάρτυρος, εν ω έβαλε το ευώδες εκείνο κειμήλιον κατά το εικοστόν έτος της
βασιλείας Θεοδοσίου του αδελφού αυτής. (Όρα σελ. 311 της Δωδεκαβίβλου.) Ίσως δε
η δεξιά χειρ να έμεινεν εν τη Ιερουσαλήμ, και ουχί όλον το λείψανον του Αγίου
μετεκομίσθη εις Κωνσταντινούπολιν.
Άγιος Νικόδημος
Αγιορείτης

1 σχόλιο:
Προσωπικά θα προτιμούσα, το κείμενο του Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, γραμμένο σε ωραία γλώσσα των αρχών του 19ου αιώνα , να συνοδεύεται από μία εικόνα Βυζαντινής τεχνοτροπίας, καί όχι από αυτή την νατουραλιστική, που υποθέτω ότι είναι έργο της Τεχνητής Νοημοσύνης.
Επειδή το ιστολόγιο έχει αρχίσει να δημοσιεύει καί άλλες τέτοιες εικόνες, καταθέτω τήν άποψη μου ότι φαίνονται ψεύτικες καί αντιαισθητικές καί δέν πρέπει να συνεχιστεί η δημοσίευση τους.
Υπάρχουν στο Διαδίκτυο ωραίες εικόνες μεγάλων Αγιογράφων Βυζαντινών καί Μεταβυζαντινών, που μπορούν να χρησιμοποιούνται.
Δημοσίευση σχολίου