Ούτος ο μακάριος Ιωαννίκιος εγεννήθη κατά τον
εικοστόν τέταρτον χρόνον της τυραννίδος του θηριωνύμου και εικονομάχου
Λέοντος του Ισαύρου, εν έτει ψμ’ [740], από πατέρα μεν, καλούμενον Μυριτρίκην,
από μητέρα δε, ονομαζομένην Αναστασώ, πατρίδα έχων την Βιθυνίαν. Ούτος λοιπόν
όταν έφθασεν εις μέτρον ανδρικής ηλικίας, επήγε μαζί με τον βασιλέα εις τον
πόλεμον τον κατά των Βουλγάρων, και μεγάλας ανδραγαθίας και νίκας εποίησε,
κατακόψας μεν πολλούς από τους Βουλγάρους, λυτρώσας δε πολλούς από τους
ομοφύλους Γραικούς.
Έπειτα καταφρονήσας ως ουδέν, την δόξαν και τιμήν, οπού εμελέτα ο βασιλεύς να δώση εις αυτόν δια τας ανδραγαθίας του, πηγαίνει εις το βουνόν του Ολύμπου. Και εκεί ακούσας με τα αυτία του θείαν φωνήν, ανέβη εις τα υψηλότερα μέρη του βουνού. Εκεί δε ευρίσκει δύω Μοναχούς, οι οποίοι, ποτέ μεν δεν εθεωρήθησαν από άνθρωπον, εφορούσαν δε τρίχινα φορέματα, ήτοι υφασμένα από γηδίσσας τρίχας, και ετρέφοντο από αγρίας βοτάνας. Τούτους δε ευρών, μανθάνει από αυτούς, τι σκοπόν εμελέτα εις την καρδίαν του, και χάριν ευλογίας, λαμβάνει από αυτούς ένα φόρεμα. Από εκεί δε αναχωρήσας, επήγεν εις το βουνόν το ονομαζόμενον του Τριχάλικος. Έπειτα πηγαίνει εις το Μοναστήριον των Αυγάρων και από εκεί φθάνει εις τα βουνά της Κουντουρίας. Και μαθών μόνον τριάντα ψαλμούς, έψαλλεν αυτούς μαζί με ένα τροπάριον ούτω συντεθειμένον. «Η ελπίς μου ο Θεός, καταφυγή μου ο Χριστός, σκέπη μου το Πνεύμα το Άγιον».
Ούτω λοιπόν διαπεράσας τόπους πολλούς ο αοίδιμος, και ποιήσας θαυμάσια μεγαλώτατα, προείπε και δια τα πράγματα οπού έμελλον να γένουν. Και πηγαίνωντας εις το Μοναστήριον του Αντιδίου, εκεί ανεπαύθη εν ειρήνη, πλήρης ημερών γενόμενος. Ήτον γαρ χρόνων εννενηκοντατεσσάρων, όταν προς Κύριον εξεδήμησεν.
Έπειτα καταφρονήσας ως ουδέν, την δόξαν και τιμήν, οπού εμελέτα ο βασιλεύς να δώση εις αυτόν δια τας ανδραγαθίας του, πηγαίνει εις το βουνόν του Ολύμπου. Και εκεί ακούσας με τα αυτία του θείαν φωνήν, ανέβη εις τα υψηλότερα μέρη του βουνού. Εκεί δε ευρίσκει δύω Μοναχούς, οι οποίοι, ποτέ μεν δεν εθεωρήθησαν από άνθρωπον, εφορούσαν δε τρίχινα φορέματα, ήτοι υφασμένα από γηδίσσας τρίχας, και ετρέφοντο από αγρίας βοτάνας. Τούτους δε ευρών, μανθάνει από αυτούς, τι σκοπόν εμελέτα εις την καρδίαν του, και χάριν ευλογίας, λαμβάνει από αυτούς ένα φόρεμα. Από εκεί δε αναχωρήσας, επήγεν εις το βουνόν το ονομαζόμενον του Τριχάλικος. Έπειτα πηγαίνει εις το Μοναστήριον των Αυγάρων και από εκεί φθάνει εις τα βουνά της Κουντουρίας. Και μαθών μόνον τριάντα ψαλμούς, έψαλλεν αυτούς μαζί με ένα τροπάριον ούτω συντεθειμένον. «Η ελπίς μου ο Θεός, καταφυγή μου ο Χριστός, σκέπη μου το Πνεύμα το Άγιον».
Ούτω λοιπόν διαπεράσας τόπους πολλούς ο αοίδιμος, και ποιήσας θαυμάσια μεγαλώτατα, προείπε και δια τα πράγματα οπού έμελλον να γένουν. Και πηγαίνωντας εις το Μοναστήριον του Αντιδίου, εκεί ανεπαύθη εν ειρήνη, πλήρης ημερών γενόμενος. Ήτον γαρ χρόνων εννενηκοντατεσσάρων, όταν προς Κύριον εξεδήμησεν.
Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου