Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2025

Εβδόμη Κυριακή του Λουκά: «Μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε». - Μητροπολίτης Χονγκ Κονγκ Νεκτάριος

Εβδόμη Κυριακή του Λουκά: «Μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε».

Μητροπολίτης Χονγκ Κονγκ Νεκτάριος

Το ευαγγελικό ανάγνωσμα της Ζ΄ Κυριακής του Λουκά (Λουκ. 8:41-56) παρουσιάζει δύο γεγονότα, φαινομενικά ξεχωριστά, όμως με κοινή θεολογική ρίζα: την πίστη που νικά τον φόβο και την απελπισία. Ο Λουκάς, με τη χαρακτηριστική του ευαισθησία για τον ανθρώπινο πόνο και την κοινωνική περιθωριοποίηση, αφηγείται την ιστορία της αιμορροούσας γυναίκας και την ανάσταση της κόρης του Ιαείρου, ενός αρχισυναγώγου. Στην αφήγηση αυτή, το ευαγγέλιο του Λουκά αποκαλύπτει την δύναμη του Χριστού, όχι μόνο απέναντι στη νόσο και τον θάνατο, αλλά και στην ανθρώπινη απομόνωση, την εσωτερική αμφιβολία και την απώλεια της ελπίδας.

Ο Ιάειρος, άνθρωπος με θέση σεβαστή στην κοινότητα, πλησιάζει τον Ιησού και γονατίζει ικετεύοντας να σώσει τη δωδεκάχρονη κόρη του που πεθαίνει. Την ίδια στιγμή, μέσα στο πλήθος, μια γυναίκα με αιμορραγία εδώ και δώδεκα χρόνια, αποδυναμωμένη και κοινωνικά αποκλεισμένη λόγω του μολυσμού της σύμφωνα με τον Νόμο, αγγίζει κρυφά το ιμάτιο του Κυρίου. Και οι δύο προσεγγίσεις έχουν κάτι κοινό: τη βαθιά προσωπική, απελπισμένη αλλά ειλικρινή πίστη. Ο ένας πλησιάζει δημόσια, η άλλη μυστικά· όμως και οι δύο πιστεύουν ότι στον Ιησού υπάρχει ζωή.

Ο Λουκάς, ιατρός σύμφωνα με την παράδοση, επισημαίνει τη λεπτομέρεια ότι η γυναίκα «ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ᾿ οὐδενὸς θεραπευθῆναι». Μέσα από αυτή τη φράση δεν υποτιμά την ιατρική γνώση, αλλά δείχνει ότι η σωτηρία που φέρνει ο Χριστός υπερβαίνει την ανθρώπινη δυνατότητα: είναι θεραπεία ολοκληρωτική — σωματική, ψυχική και πνευματική. Το άγγιγμα της γυναίκας δεν είναι απλώς σωματική επαφή· είναι πράξη πίστης, μια καρδιακή έκρηξη ελπίδας. Ο Χριστός το αναγνωρίζει, δεν μένει στο φαινόμενο, αλλά στρέφεται και της δίνει πρόσωπο· την αποκαλεί «θυγατέρα», αποκαθιστώντας την κοινωνικά και πνευματικά. Η γυναίκα που κρυβόταν, τώρα ομολογεί δημόσια. Η πίστη γίνεται ομολογία και η θεραπεία αρχή μιας νέας ζωής.

Ακολουθεί η δραματική εξέλιξη στο σπίτι του Ιαείρου. Ενώ όλα δείχνουν ότι έχουν τελειώσει και η κόρη έχει πεθάνει, ο Ιησούς καλεί τον πατέρα σε μια πίστη βαθύτερη: «μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται». Στο σκοτάδι της απώλειας, ο Χριστός ζητά εμπιστοσύνη πέρα από τη λογική. Ο θάνατος, που για τον άνθρωπο είναι τελική και αμετάκλητη πραγματικότητα, για τον Θεό είναι ύπνος. «Οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει», λέει ο Κύριος, όχι για να αρνηθεί τον πόνο του αποχωρισμού, αλλά για να καταδείξει ότι ενώπιον του Θεού ακόμα και ο θάνατος υποτάσσεται στη ζωή.

Ο Λουκάς συνδέει αυτές τις δύο θαυματουργικές πράξεις με ένα κοινό νήμα: η πίστη είναι η δύναμη που ενεργοποιεί τη σωτηρία. Η αριθμητική σύμπτωση των «δώδεκα ετών» (η κόρη δώδεκα ετών και η ασθενής δώδεκα χρόνια αιμορροούσα) υποδηλώνει ότι ο Χριστός έρχεται να θεραπεύσει τόσο το σώμα του ανθρώπου όσο και το σώμα της κοινότητας, του Ισραήλ που αιμορραγεί πνευματικά. Η αγάπη Του δεν κάνει διακρίσεις ανάμεσα σε «καθαρούς» και «ακάθαρτους», ανάμεσα σε ισχυρούς και ανώνυμους ανθρώπους. Όλοι χωρούν μέσα στη φιλάνθρωπη αγκαλιά της αγάπης Του.

Κάτι ακόμα αξιομνημόνευτο: η περικοπή αυτή εντάσσεται σε μια ευρύτερη ενότητα του Ευαγγελίου, όπου ο ευαγγελιστής παρουσιάζει τον Χριστό ως Κύριο της ζωής και του θανάτου. Η αφήγηση της θεραπείας της αιμορροούσας γυναίκας και της ανάστασης της κόρης του Ιαείρου δεν αποτελεί μόνο εξιστόριση δύο διαδοχικών θαυμάτων, αλλά έχει βαθύτερη θεολογική σύνδεση με τα προηγούμενα γεγονότα, ιδίως με τη θεραπεία των δαιμονισμένων στα Γάδαρα (Στ᾽ Κυριακή Λουκά).

Αν τα δούμε μαζί, η αφήγηση ακολουθεί μια βαθμιαία αποκάλυψη της λύτρωσης:

Από τον πνευματικό δεσμό (δαιμονισμός),

στον σωματικό δεσμό (αιμορραγία),

έως τη νίκη επί του θανάτου (κόρη του Ιαείρου).

Έτσι, ο ευαγγελιστής παρουσιάζει τον Χριστό όχι μόνο ως ιατρό των σωμάτων, αλλά ως Σωτήρα που επαναφέρει την πληρότητα της ζωής σε κάθε επίπεδο.

***

Seventh Sunday of Luke: “Do not be afraid; only believe.”

The Gospel reading for the Seventh Sunday of Luke (Luke 8:41–56) presents two events that seem separate but share a common theological foundation: faith that conquers fear and despair. Luke, with his characteristic sensitivity to human suffering and social marginalization, narrates the story of the woman with the flow of blood and the raising of Jairus’s daughter, the daughter of a synagogue leader. Through this narrative, Luke’s Gospel reveals the power of Christ, not only over disease and death, but also over human isolation, inner doubt, and loss of hope.

Jairus, a man of respected position in the community, approaches Jesus and falls at His feet, begging Him to save his dying twelve-year-old daughter. At the same moment, amid the crowd, a woman suffering from hemorrhage for twelve years—physically weakened and socially excluded because of ritual impurity according to the Law—secretly touches the edge of the Lord’s garment. Both approaches share something in common: a deep, personal, desperate yet sincere faith. One comes publicly, the other privately; yet both believe that in Jesus there is life.

Luke, traditionally known as a physician, notes the detail that the woman “had spent all her livelihood on physicians and could not be healed by any.” Through this statement, he does not diminish the value of medical knowledge but emphasizes that the salvation Christ offers transcends human capacity—it is a complete healing: physical, emotional, and spiritual. The woman’s touch is not merely physical contact; it is an act of faith, an eruption of hope. Jesus recognizes it—not remaining at the surface, but turning to her and giving her identity—calling her “Daughter,” thus restoring her both socially and spiritually. The woman who once hid now testifies openly. Faith becomes confession; healing becomes the beginning of a new life.

The narrative then moves dramatically to Jairus’s house. While everything seems lost and his daughter has died, Jesus calls the father to deeper faith: “Do not be afraid; only believe, and she will be made well.” In the darkness of loss, Christ demands trust that surpasses reason. Death, which for the human being is a final and irreversible reality, for God is only sleep. “She is not dead, but sleeping,” the Lord says—not to deny the pain of separation, but to show that, before God, even death submits to life.

Luke connects these two miracles with a single thread: faith is the power that activates salvation. The numerical coincidence of “twelve years” (the daughter aged twelve, and the woman suffering for twelve years) suggests that Christ comes to heal both the body of the individual and the collective body—the spiritually bleeding Israel. His love makes no distinction between “clean” and “unclean,” between the powerful and the anonymous. All find their place within the compassionate embrace of His love.

It is also noteworthy that this passage belongs to a larger narrative section in the Gospel where Luke presents Christ as Lord of life and death. The story of the healing of the woman with the flow of blood and the raising of Jairus’s daughter is not merely a recounting of two consecutive miracles but is theologically connected with the preceding events, particularly the healing of the demoniacs in the region of the Gadarenes (Sixth Sunday of Luke).

Viewed together, the sequence reveals a gradual manifestation of redemption:

from spiritual bondage (demon possession),

to physical affliction (hemorrhage),

and finally, to triumph over death (Jairus’s daughter).

Thus, the Evangelist portrays Christ not simply as a healer of bodies but as the Savior who restores the fullness of life on every level.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Σας ευχαριστούμε για την ωραία αυτή ερμηνεία. Ελ.