Τι ήταν ο «Αρχισυνάγωγος» στα χρόνια του Χριστού
Μητροπολίτης Χονγκ Κονγκ Νεκτάριος
Στο Ευαγγέλιο του Λουκά (8:41-56) διαβάζουμε για
τον Ιάειρο, έναν Αρχισυνάγωγο που πλησίασε τον Χριστό για να ζητήσει τη
θεραπεία της μοναχοκόρης του. Ο τίτλος «Αρχισυνάγωγος»,(στα εβραϊκά πιθανώς Rosh HaKnesset, δηλαδή «προϊστάμενος της συναγωγής»), αναφερόταν στον επικεφαλής μιας
συναγωγής —του τοπικού χώρου λατρείας, προσευχής και μελέτης της Γραφής. Ο
ρόλος του δεν ήταν ιερατικός, αλλά διοικητικός και πνευματικός: ρύθμιζε τη
λειτουργία της συναγωγής, οργάνωνε την ανάγνωση του Νόμου και καλούσε τους
διδασκάλους να εξηγούν τις Γραφές στο λαό.
Οι Αρχισυνάγωγοι συνήθως προέρχονταν από εύπορες και μορφωμένες οικογένειες. Πολλοί είχαν στενούς δεσμούς με τους Φαρισαίους, οι οποίοι είχαν αναδειχθεί ως η πνευματική τάξη του λαού, με έντονη αφοσίωση στη μελέτη του Νόμου και στις παραδόσεις των πατέρων. Δεν ήταν όμως όλοι οι Αρχισυνάγωγοι Φαρισαίοι· σε αρκετές περιπτώσεις εκπροσωπούσαν μια ευρύτερη κοινωνική ομάδα ευσεβών Εβραίων που φρόντιζαν για την εύρυθμη ζωή της κοινότητας.
Η σχέση της συναγωγής με τον Ναό ήταν
συμπληρωματική. Ο Ναός της Ιερουσαλήμ παρέμενε το μοναδικό κέντρο των θυσιών
και της ιερατικής λατρείας. Αντίθετα, η συναγωγή λειτουργούσε ως τόπος
προσευχής, διδασκαλίας και σύναξης των πιστών, ιδιαίτερα για τους Ιουδαίους που
ζούσαν μακριά από την Ιερουσαλήμ. Οι ιερείς διακονούσαν στο Ναό, ενώ οι
γραμματείς, ραββίνοι και αρχισυνάγωγοι διακονούσαν στις συναγωγές.
Δεν υπάρχουν άμεσες αναφορές στην Αγία Γραφή
σχετικά με τη διαδικασία ανάδειξης ενός Αρχισυνάγωγου, όμως οι ιουδαϊκές πηγές
—όπως ο Ιώσηπος Φλάβιος (1ος αι.) και μεταγενέστερα τα κείμενα του Ταλμούδ—
ρίχνουν φως στη λειτουργία των συναγωγών. Από αυτές τις πηγές συνάγεται ότι:
Ο Αρχισυνάγωγος εκλεγόταν ή οριζόταν από τα μέλη
της κοινότητας, συχνά με βάση την κοινωνική του θέση, τη φήμη ευσέβειας και την
παιδεία του στον Νόμο.
Το αξίωμα μπορούσε να είναι διά βίου ή περιοδικό,
ανάλογα με τη συναγωγή και την πόλη.
Δεν υπήρχε «ιερατική χειροτονία». Η συναγωγή ήταν
λαϊκό ίδρυμα, σε αντίθεση με τον Ναό, όπου υπήρχε ιερατική ιεραρχία (Αρχιερέας,
ιερείς, Λευίτες).
Συχνά ο Αρχισυνάγωγος προερχόταν από σεβαστή και
εύπορη οικογένεια ώστε να συντηρεί ή να υποστηρίζει οικονομικά τη συναγωγή.
Μετά την καταστροφή του Ναού το 70 μ.Χ. και τον
διασκορπισμό των Ιουδαίων, η συναγωγή έγινε το κύριο κέντρο λατρείας και
διδασκαλίας. Ο Αρχισυνάγωγος απέκτησε τότε ακόμη μεγαλύτερο κύρος, καθώς
εκπροσωπούσε την πνευματική ηγεσία των κοινοτήτων της διασποράς. Ενώ ο ιερέας
του Ναού εξέφραζε τη λατρεία με θυσίες, ο Αρχισυνάγωγος πλέον εκπροσωπούσε τη
λατρεία του Νόμου, της προσευχής και της κοινότητας.
Ο Ευαγγελιστής Λουκάς, εκτός από τον Ιάειρο,
αναφέρει ονομαστικά και τον Κρίσπο, «ἀρχισυνάγωγον» της Κορίνθου, ο οποίος
πίστεψε στον Χριστό (Πράξ. 18:8).
***
What Was the
“Archisynagogos” (Ruler of the synagogue) in the Time of Christ
In the Gospel
of Luke (8:41–56), we read about Jairus, an Archisynagogos who approached
Christ to ask for the healing of his only daughter. The title “Archisynagogos”
(in Hebrew possibly Rosh HaKnesset, meaning “head of the synagogue”) referred
to the leader of a synagogue—the local place of worship, prayer, and study of
the Scriptures. His role was not priestly but administrative and spiritual: he
oversaw the synagogue’s functioning, organized the reading of the Law, and
invited teachers to explain the Scriptures to the people.
The
Archisynagogoi typically came from wealthy and educated families. Many had
close ties with the Pharisees, who had emerged as the spiritual class devoted
to the study of the Law and the traditions of the elders. However, not all
Archisynagogoi were Pharisees; in many cases, they represented a broader group
of pious Jews who cared for the orderly religious life of the community.
The
relationship between the synagogue and the Temple was complementary. The Temple
in Jerusalem remained the sole center of sacrificial worship, while the
synagogue functioned as a place of prayer, teaching, and communal gathering,
especially for Jews living far from Jerusalem. Priests ministered in the
Temple, whereas scribes, rabbis, and archisynagogoi served within the
synagogues.
There are no
direct references in Scripture regarding the procedure for appointing an
Archisynagogos. However, Jewish historical sources—such as Flavius Josephus
(1st century AD) and later the Talmudic writings—shed light on the organization
of synagogues. From these sources we understand that:
The
Archisynagogos was elected or appointed by the members of the community, often
based on his social standing, reputation for piety, and knowledge of the Law.
The office
could be lifetime or periodic, depending on the synagogue and the city.
There was no
priestly ordination involved; the synagogue was a lay institution, unlike the
Temple which had a hierarchical priesthood (High Priest, priests, Levites).
Often, the
Archisynagogos came from a respected and affluent family, capable of supporting
the synagogue materially.
After the
destruction of the Temple in 70 AD and the dispersion of the Jewish people, the
synagogue became the main center of worship and instruction. The Archisynagogos
then gained even greater prestige, representing the spiritual leadership of the
diaspora communities. While the Temple priest expressed worship through
sacrifices, the Archisynagogos now embodied a worship centered on the Law,
prayer, and community life.
The Evangelist
Luke, besides mentioning Jairus, also refers to Crispus, “the ruler of the
synagogue” in Corinth, who believed in Christ (Acts 18:8).

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου