Ο Κωνσταντίνος Κανάρης, ο κυβερνήτης των πυρπολικών κατά την Ελληνική Επανάσταση. Επιζωγραφισμένη λιθογραφία του Adam Friedel από το λεύκωμα «The Greeks. Twenty four portraits of the principal leaders and personages who have made themselves most conspicuous in the Greek Revolution», Λονδίνο, 1825. πηγή εικόνας από ιστοσελίδα «ΕΘΝΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ»
Ο Κωνσταντίνος Κανάρης γεννήθηκε στα Ψαρρά το 1793 ή το 1795. Ορισμένοι υποστηρίζουν πως γεννήθηκε
στην Πάργα, πιθανότατα το 1790, αλλά αυτό δεν φαίνεται να πιστοποιείται από τις
πηγές. Πάντως, οικογένειες με το επώνυμο Καναρίου ή Κανάρη υπάρχουν στα χωριά
Βολισσός και Κεραμωτή της Χίου. Ο πατέρας του Μιχαήλ ή Μικές Κανάργιος ή
Κανάριος διετέλεσε επανειλημμένως δημογέροντας των Ψαρρών και από τον γάμο του
με τη Μαρία Μπουρέκα απέκτησε τρία αγόρια, τον Αναγνώστη, τον Γεώργιο και τον
Κωνσταντίνο.
Δυστυχώς, ο Μιχαήλ Κανάρης απεβίωσε όταν ο Κωνσταντίνος ήταν μικρός και ο
τελευταίος αναγκάστηκε να ακολουθήσει το ναυτικό επάγγελμα, συνεχίζοντας την
οικογενειακή παράδοση. Δούλεψε ως μούτσος στο μπρίκι του θείου του Δημητρίου
Μπουρέκα, το οποίο μετέφερε Σουλιώτες από την Πάργα στη Λευκάδα. Μετά τον
θάνατό του θείου του, ανέλαβε καπετάνιος του πλοίου του, με το οποίο
πραγματοποίησε πολλά εμπορικά ταξίδια στη Μεσόγειο (Μάλτα, Μασσαλία κ.α.) και
τη Μαύρη Θάλασσα. Σε ηλικία 22 ετών, νυμφεύτηκε τη Δέσποινα Μανιάτη, θυγατέρα
γνωστής ναυτικής οικογένειας των Ψαρρών, με την οποία απέκτησε επτά (7) τέκνα.
Το 1807, μετέφερε
Σουλιώτες από την Πάργα στη Λευκάδα για να βοηθήσουν στην άμυνά της έναντι των
δυνάμεων του Αλή Πασά. Δεν υπάρχουν στοιχεία που να καταδεικνύουν ότι είχε
μυηθεί στην Φιλική Εταιρεία, αν και είχε ταξιδέψει μέχρι την Οδησσό. Εν
τούτοις, συμμετείχε στον Αγώνα, από τις πρώτες ημέρες της ενάρξεώς του.
Κατετάγη ως απλός ναύτης στον στολίσκο, που συγκρότησε ο φίλος του Νικολής
Αποστόλης και απαρτιζόταν μόνο από πλοία των Ψαρριανών. Ο Κανάρης ειδικεύτηκε
στα πυρπολικά και έγινε το φόβητρο του τουρκοαιγυπτιακού στόλου.
Τον Ιούνιο του 1822, πυρπόλησε τη ναυαρχίδα του καπετάν πασά Καρά Αλή στη Χίο. Ο Κανάρης με
έναν έξοχο ελιγμό κόλλησε εύστοχα το πυρπολικό του στο εχθρικό τρίκροτο, το
οποίο έγινε παρανάλωμα του πυρός, παρασύροντας στον θάνατο τουλάχιστον 2.000
Τούρκους, μεταξύ των οποίων συγκαταλεγόταν και ο ίδιος ο Καρά Αλής. Ήταν η
εκδίκηση για την καταστροφή της νήσου στις αρχές Απριλίου του έτους εκείνου. Το
γεγονός αυτό τόνισε το φρόνημα των Ελλήνων και προκάλεσε μεγάλη αίσθηση. Στα
Ψαρρά, όλοι οι κάτοικοι του επεφύλαξαν πανηγυρική υποδοχή και τον συνόδεψαν
μέχρι τον Ιερό Ναό του Αγ. Νικολάου, όπου εψάλη δοξολογία.
Στα τέλη Οκτωβρίου του ιδίου έτους, ηγήθηκε ενός στολίσκου (αποτελούμενου από
δύο πλοία και δύο πυρπολικά) και ανετίναξε ένα τουρκικό δίκροτο στο στενό
μεταξύ Τενέδου και Τρωάδας. Επρόκειτο για την υποναυαρχίδα «Ρίαλα-Γεμισί» του
νέου αρχιναυάρχου Κακλαμάν Μεχμέτ Πασά, ο οποίος είχε διαδεχθεί τον Καρά Αλή.
Έστειλε στον υγρό τάφο 800 Τούρκους και λίγους χριστιανούς που ήταν μέλη του
πληρώματος. Ο Κακλαμάν Πασάς Μεχμέτ πανικοβλήθηκε και σήκωσε άγκυρα για να
καταφύγει στον Ελλήσποντο. Το νέο κατόρθωμά του εντυπωσίασε ακόμη και τον
πλοίαρχο της αγγλικής κορβέτας «Περσεύς», ο οποίος έγραψε «ιδών τον Κανάρην,
έβγαλε την σπάθην του από την μέσην του οπού εφορούσε και την εχάρισε εις τον
ρηθέντα εις σημείον της αυτού επιδεξιότητος…».
Την 5η Αυγούστου 1824,
επετέθη εναντίον μίας τουρκικής φρεγάτας κοντά στη Σάμο, θέλοντας να εκδικηθεί
την καταστροφή της Κάσου και των Ψαρρών. Έναν μήνα αργότερα (την 24η
Σεπτεμβρίου), ο ελληνικός στόλος, με αρχηγό τον Ανδρέα Μιαούλη, και ο
τουρκοαιγυπτιακός με επικεφαλής τον Ιμπραήμ Πασά συγκρούστηκαν στο στενό μεταξύ
Καράμπουρνα και Καρδαμύλων της Χίου. Κατά τη ναυμαχία, ο Κανάρης πυρπόλησε μία
τουρκική κορβέτα στα ανοικτά της Μυτιλήνης.
Αργότερα, κατέστρωσε ένα παράτολμο σχέδιο: να πυρπολήσει μέσα στην βάση του
στην Αλεξάνδρεια, ένα μεγάλο μέρος του στόλου του ηγεμόνα της Αιγύπτου Μωχάμεντ
Άλη, που χρησίμευε για ανεφοδιασμό του υιού του Ιμπραήμ, στην εκστρατεία του
εναντίον των επαναστατημένων Ελλήνων.
Τον Ιούλιο του 1825, στον συγκεκριμένο λιμένα ναυλοχούσαν 60 μεγάλα πολεμικά πλοία και
τριπλάσια εμπορικά. Στα τέλη του μηνός εκείνου, δύο ελληνικά πλοία και τρία
πυρπολικά κατέπλευσαν έξω από το λιμάνι αλλά όταν ο Κανάρης εστράφη εναντίον
της ναυαρχίδας του Άλη, αλλά ο αέρας έπεσε απότομα και το πλοίο του σιγόπλεε
προκαλώντας υποψίες.
Ο Κανάρης προσπάθησε να φθάσει στον μυχό αλλά κατάλαβε ότι είχε γίνει
αντιληπτός, ευρισκόμενος δίπλα στο γαλλικό πολεμικό «Μέλισσα». Έβαλε, λοιπόν,
φωτιά στο πυρπολικό, μπήκε με τους ναύτες του στην βάρκα διαφυγής και
προσπάθησε να βγει από το λιμάνι. Το πυρπολικό κατευθύνθηκε προς το γαλλικό
πλοίο, αλλά το τελευταίο κατάφερε να το αποφύγει, ενώ οι ναύτες και τα
πληρώματα άλλων πλοίων έβαλαν κατά του Κανάρη. Ο μπουρλοτιέρης από τα Ψαρρά
μόλις που πρόλαβε να γλιτώσει. Δυστυχώς, το εγχείρημα, το οποίο θα μπορούσε να
ανατρέψει τον ρου του πολέμου, απέτυχε. Αργότερα, ο ίδιος έγραψε στην αναφορά
του: «Την αποτυχίαν ταύτην κατ’ εμέ δεν αποδίδω εις άλλο ει μη εις την γαλήνην
εναντιότητα του καιρού».
Ο πλοίαρχος Αργκύς, κυβερνήτης του προαναφερθέντος
πλοίου «Μέλισσα» σημείωσε στην έκθεσή του: «Εάν το πλοίον αυτό προσκολλάτε κατά
κακήν μοίραν εις την φρεγάταν της πρωτοπορίας, η σύγχυσις ήθελε εμπέσει εις τον
υπόλοιπον στόλον, τα δε άλλα δύο πυρπολικά ήθελον προσδράμει, προσβάλλοντα
έτερα πλοία. Η καταστροφή θα ήτο τρομερά, ολοκληρωτική δε η νίκη των Ελλήνων.
Αλλ’ η Μέλισσα κατά κάποιον τρόπο τους παρημπόδισε».
Το 1826, τοποθετήθηκε
επιστάτης, εν είδει κυβερνήτη, του ημιδικρότου «Ελλάς», αμέσως μετά τον
κατάπλου του πλοίου στην Ελλάδα. Η φήμη του είχε ήδη ξεπεράσει τα στενά όρια
του ελληνικού χώρου. Τα κατορθώματά του ενέπνευσαν ζωγράφους, ενώ έγραψαν γι’
αυτόν ο λόρδος Βύρων, ο Βίκτωρ Ουγκώ κ.α. Ο Άγγλος ιστορικός Τ. Γκόρντον
σημείωνε «είναι ο πιο έξοχος εκπρόσωπος του ηρωϊσμού, που η Ελλάδα όλων των
εποχών μπορεί να υπερηφανεύεται».Ο Κανάρης έχαιρε γενικής εκτιμήσεως και μεταξύ
των συμπατριωτών του.
Το 1827, αντιπροσώπευσε
τα Ψαρρά στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας και ήταν ένας από τους πιο θερμούς
υποστηρικτές του Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος τον αξιοποίησε για την καταστολή
των διαφόρων ανταρσιών στη Μάνη και την Ύδρα. Το 1828, τον είχε τοποθετήσει στη
θέση του φρουράρχου Μονεμβασιάς (αντικαθιστώντας τον Ι. Μαυρομιχάλη), ενώ του
ανέθεσε να συλλάβει τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, όταν ο τελευταίος διέφυγε από το
Ναύπλιο. Μετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη, απεσύρθη από την ενεργό δράση και
εγκαταστάθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου.
Κατά την Οθωνική περίοδο, ανακλήθηκε στην υπηρεσία και έφθασε μέχρι τον βαθμό
του υποναυάρχου. Κατόπιν, διορίστηκε γερουσιαστής και αναμείχθηκε στην
πολιτική. Εντάχθηκε στο ρωσσικό κόμμα και συμμετείχε στην επαναστατική κίνηση
της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, που ανάγκασε τον Βασιλέα Όθωνα να παραχωρήσει
Σύνταγμα. Έως την έξωσή του, χρημάτισε επανειλημμένως υπουργός και δύο φορές
πρωθυπουργός (16 Φεβρουαρίου 1844 – 30 Μαρτίου 1844, 15 Οκτωβρίου 1848 – 12
Δεκεμβρίου 1849). Το 1861, η πολιτεία του απένειμε τον βαθμό του αντιναυάρχου
και την αντίστοιχη σύνταξη «εκ δρχ. 12.000», τα οποία αρνήθηκε για λόγους
αρχών.
Το 1862, ο Βασιλεύς
Όθωνας του πρότεινε να σχηματίσει κυβέρνηση. Ο Κανάρης του υπέβαλε τον κατάλογο
των μελών του Υπουργικού Συμβουλίου, που περιελάμβανε μόνον σφοδρούς πολέμιους
του ηγεμόνος, ισχυριζόμενος ότι ήταν ο μόνος τρόπος για να καταλαγιάσουν τα
πάθη. Ο Όθωνας δεν τον έκανε αποδεκτό και ο Κανάρης υπέβαλε την παραίτησή του.
Έκτοτε, μετεβλήθη σε έναν από τους βασικούς εκπροσώπους της αντιοθωνικής
αντιπολιτεύσεως.
Μετά την έξωση του Όθωνα, ορίστηκε μέλος της επιτροπής που μετέβη στη Δανία για
να προσφέρει το στέμμα στον Βασιλέα Γεώργιο Α΄. Εν συνεχεία, ανέλαβε υπουργός
Ναυτικών στην κυβέρνηση Μπενιζέλου Ρούφου και δύο φορές πρωθυπουργός (5 Μαρτίου
1864 – 16 Απριλίου 1864, 27 Ιουλίου 1864 – 2 Μαρτίου 1865). Σημειωτέον ότι κατά
τη διάρκεια των εργασιών της Εθνοσυνελεύσεως, που ψήφισε το Σύνταγμα του 1864,
ανέλαβε την ηγεσία της παρατάξεως των Ορεινών, μαζί με τον Δημήτριο Γρίβα.
Ήταν προσωπικός φίλος του Αλέξανδρου
Κουμουνδούρου, στην πολιτική ανέλιξη του οποίου συνέβαλε καθοριστικά. Κατόπιν,
απεσύρθη της πολιτικής και ιδιώτευσε στο σπίτι του στην Κυψέλη, όπου καθημερινά
εδέχετο φίλους και θαυμαστές του. Την 26η Μαΐου 1877, σε ηλικία 82 ετών,
επανήλθε στην πολιτική και ανέλαβε πρωθυπουργός στην οικουμενική κυβέρνηση που
σχηματίστηκε για να αντιμετωπίσει τις ενδεχόμενες συνέπειες από τον
ρωσσοτουρκικό πόλεμο. Αυτή απεκλήθη «μέγα υπουργείον».
Ο «ναύαρχος», όπως τον αποκαλούσε ο λαός, απεβίωσε εν ενεργεία πρωθυπουργός, την 2α Σεπτεμβρίου 1877 και κηδεύτηκε με μεγαλοπρέπεια στο Α΄ Νεκροταφείο.
-Η ιστοσελίδα ΒΙΒΛΟΣ& ΙΣΤΟΡΙΑ, ευχαριστεί θερμά τον Δρ. Ιωάννη Παπαφλωράτο για το κείμενό του, το οποίο προέρχεται από το έργο του «Προσωπικότητες του νεότερου και σύγχρονου ελληνισμού», των εκδόσεων Λειμών.
ΠΗΓΗ: biblosistoria


-2025.jpg)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου