Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2025

Άγιος Πορφύριος ο Αθωνίτης (2 Δεκεμβρίου)

Ο όσιος Γέρων Πορφύριος, κατά κόσμον Ευάγγελος Μπαϊρακτάρης, γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1906, στην Εύβοια, στο χωριό Άγιος Ιωάννης της επαρχίας Καρυστίας. Οι γονείς του, Λεωνίδας Μπαϊρακτάρης και Ελένη, το γένος Αντωνίου Λάμπρου, ήταν ευσεβείς και φιλόθεοι άνθρωποι. Ο πατέρας του, μάλιστα, ήταν ψάλτης στο χωριό και είχε γνωρίσει προσωπικά τον Άγιο Νεκτάριο. Η οικογένειά του ήταν πολυμελής και οι γονείς, φτωχοί γεωργοί, δυσκολεύονταν να τη συντηρήσουν. Γι’ αυτό ο πατέρας υποχρεώθηκε να φύγει στην Αμερική, όπου δούλεψε στην κατασκευή της διώρυγας του Παναμά.

Ο μικρός Ευάγγελος ήταν το τέταρτο παιδί της οικογένειας. Φύλαγε πρόβατα στο βουνό και είχε παρακολουθήσει μόνο την πρώτη τάξη του δημοτικού, όταν αναγκάστηκε και αυτός λόγω της μεγάλης φτώχειας να πάει στη Χαλκίδα για να δουλέψει. Ήταν μόλις επτά χρονών. Εργάστηκε δύο τρία χρόνια σ᾽ ένα κατάστημα. Μετά πήγε στον Πειραιά, όπου δούλεψε δύο χρόνια στο παντοπωλείο ενός συγγενούς.

Στα δώδεκά του χρόνια έφυγε κρυφά για το Άγιον Όρος, με τον πόθο να μιμηθεί τον Άγιο Ιωάννη τον Καλυβίτη, τον οποίο είχε ιδιαίτερα αγαπήσει, όταν παλαιότερα είχε διαβάσει το βίο του. Η χάρις του Θεού τον οδήγησε στην καλύβη του Αγίου Γεωργίου Καυσοκαλυβίων και στην υποταγή δύο Γερόντων, του Παντελεήμονος, ο οποίος ήταν και πνευματικός, και του Ιωαννικίου, αδελφών κατά σάρκα. Αφοσιώθηκε στους δύο Γέροντες, που κατά κοινή ομολογία ήταν ιδιαίτερα αυστηροί, με μεγάλη αγάπη και με πνεύμα απόλυτης υπακοής.

Έγινε μοναχός σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών και πήρε το όνομα Νικήτας. Μετά από δύο χρόνια έγινε μεγαλόσχημος. Λίγο αργότερα ο Θεός του δώρισε το διορατικό χάρισμα.

Στα δεκαεννέα του χρόνια ο Γέροντας αρρώστησε πολύ σοβαρά, γεγονός που τον ανάγκασε να εγκαταλείψει οριστικά το Άγιον Όρος. Επέστρεψε τότε στην Εύβοια, όπου εγκαταβίωσε στη Μονή του Αγίου Χαραλάμπους Λευκών. Ένα χρόνο αργότερα, το έτος 1926, σε ηλικία είκοσι ετών, χειροτονήθηκε ιερέας στον Άγιο Χαράλαμπο Κύμης από τον Πορφύριο Γ’ , Αρχιεπίσκοπο Σινά, ο οποίος του έδωσε το όνομα Πορφύριος. Στα είκοσι δύο του έγινε πνευματικός-εξομολόγος και λίγο αργότερα αρχιμανδρίτης. Για ένα διάστημα εργάστηκε ως εφημέριος στους Τσακαίους, χωριό της Εύβοιας.

Στην Εύβοια, στην Ιερά Μονή Αγίου Χαραλάμπους, έζησε δώδεκα χρόνια, διακονώντας τους ανθρώπους ως πνευματικός και εξολόγος, και τρία χρόνια στην Άνω Βάθεια, στην εγκαταλελειμμένη Μονή του Αγίου Νικολάου.

Το 1940, παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Γέροντας Πορφύριος εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ανέλαβε καθήκοντα εφημερίου και πνευματικού στην Πολυκλινική Αθηνών. Όπως ο ίδιος έλεγε, έζησε εκεί τριάντα τρία χρόνια σαν μία μέρα, ασκώντας ακαταπόνητα το πνευματικό έργο και ανακουφίζοντας τον πόνο και την ασθένεια των ανθρώπων.

Από το 1955 είχε εγκατασταθεί στα Καλλίσια, όπου είχε μισθώσει από την Ιερά Μονή Πεντέλης το εκεί ευρισκόμενο μονύδριο του Αγίου Νικολάου με την αγροτική περιοχή που το περιέβαλλε, την οποία καλλιεργούσε με μεγάλη επιμέλεια. Εδώ, παράλληλα εξασκούσε το πλούσιο πνευματικό του έργο.

Το καλοκαίρι του 1979, εγκαταστάθηκε στο Μήλεσι με το όνειρο να χτίσει μοναστήρι. Εκεί ζούσε στην αρχή σε ένα τροχόσπιτο κάτω από ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες και μετά σε ένα απέριττο κελλάκι από τσιμεντόλιθους, όπου και υπέμενε αγόγγυστα τις πολλές δοκιμασίες της υγείας του. Το 1984 μεταφέρθηκε σε κτίσμα του υπό ανέγερση μοναστηριού, για την ολοκλήρωση του οποίου ο Γέροντας, παρόλο που ήταν πολύ άρρωστος και τυφλός, εργαζόταν ακατάπαυστα και ακαταπόνητα. Με τη θεμελίωση του Καθολικού της Μονής Μεταμορφώσεως, στις 26 Φεβρουαρίου 1990, αξιώθηκε να δει το όνειρό του να γίνεται πραγματικότητα.

Τα τελευταία χρόνια της επίγειας ζωής του άρχισε να προετοιμάζεται για την κοίμησή του. Επιθυμούσε να αποσυρθεί στο Άγιον Όρος, στα αγαπημένα του Καυσοκαλύβια, όπου μυστικά και αθόρυβα, όπως έζησε, θα έδιδε την ψυχή του στο Νυμφίο της. Πολλές φορές τον άκουσαν να λέει: «Επιδιώκω και τώρα που εγήρασα να πάω και να πεθάνω εκεί πάνω».

Πράγματι, τον Ιούνιο του 1991, προαισθανόμενος το τέλος του, και μη θέλοντας να κηδευθεί με τιμές, αναχώρησε για το καλύβι του Αγίου Γεωργίου στα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους, όπου είχε καρεί μοναχός πριν από περίπου 70 χρόνια και στις 4:31΄ το πρωί της 2ας Δεκεμβρίου 1991 παρέδωσε το πνεύμα στον Κύριο, που τόσο αγάπησε στη ζωή του.

Τα τελευταία λόγια που ακούστηκαν από το στόμα του ήταν από την αρχιερατική προσευχή του Κυρίου, αυτά που τόσο αγαπούσε και πολύ συχνά επαναλάμβανε: «ἵνα ὦσιν ἓν».

Στην αγιοκατάταξη του Γέροντος Πορφυρίου προχώρησε η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, κατά την συνεδρίαση της 27ης Νοεμβρίου 2013.

Μητροπολίτης Χονγκ Κονγκ Νεκτάριος

***

December 02: Saint Porphyrios the Kapsokalyvite

Saint Elder Porphyrios, known in the world as Evangelos Bairaktaris, was born on February 7, 1906, in Evia, in the village of Saint John in the province of Karystia. His parents, Leonidas Bairaktaris and Helen, née Antonios Lamprou, were devout and pious people. His father was a cantor in the village and had personally met Saint Nektarios. The family was large, and their poor farming parents struggled to support it. For this reason, the father was forced to go to America, where he worked on the construction of the Panama Canal.

Little Evangelos was the fourth child in the family. He tended sheep in the mountains and had only attended the first grade of primary school when, due to the family’s extreme poverty, he had to go to Chalkida to work. He was only seven years old. He worked for two or three years in a shop. Later, he went to Piraeus, where he worked for two years at a grocery store owned by a relative.

At the age of twelve, he secretly left for Mount Athos, full of desire to emulate Saint John the Hut-Dweller, whom he had grown to love deeply after reading his life story. The grace of God led him to the hut of Saint George in Kavsokalyvia, where he came under the spiritual guidance of two elders, Panteleimon—who was also a confessor—and Ioannikios, who were brothers by blood. He devoted himself to them with great love and a spirit of absolute obedience, even though they were known for their strictness.

He became a monk at fourteen, taking the name Nikitas. Two years later, he was tonsured into the Great Schema. Soon after, God granted him the gift of spiritual insight.

At the age of nineteen, the Elder fell seriously ill, which forced him to leave Mount Athos permanently. He returned to Evia and settled in the Monastery of Saint Charalambos in Lefka. A year later, in 1926, at the age of twenty, he was ordained a priest at Saint Charalambos in Kymi by Porphyrios III, Archbishop of Sinai, who gave him the name Porphyrios. At twenty-two, he became a spiritual father and confessor, and shortly after, was elevated to the rank of archimandrite. For a time, he served as parish priest in the village of Tsakaioi in Evia.

He lived in the Monastery of Saint Charalambos for twelve years, ministering to the spiritual needs of the people, and then for three years at the deserted Monastery of Saint Nicholas in Ano Vathia.

In 1940, on the eve of World War II, Elder Porphyrios moved to Athens, where he was appointed chaplain and confessor at the Athens Polyclinic. As he himself said, he lived there for thirty-three years “as though it were a single day,” tirelessly carrying out his spiritual work, comforting pain, and alleviating human suffering.

From 1955 onward, he lived in Kallisia, where he rented from the Monastery of Penteli the small monastery of Saint Nicholas and its surrounding farmland, which he cultivated diligently. There, he continued his abundant spiritual ministry.

In the summer of 1979, he moved to Milesi, cherishing the dream of building a monastery. At first, he lived in a caravan under extremely difficult conditions, and later in a humble cell made of concrete blocks, enduring his many health trials with patience. In 1984, he moved into a building within the monastery still under construction, where, despite being seriously ill and blind, he continued to work tirelessly. When the foundation of the Catholicon of the Monastery of the Transfiguration was laid on February 26, 1990, he was blessed to see his dream begin to take shape.

During the last years of his earthly life, he began to prepare for his passing. He wished to withdraw to Mount Athos, to his beloved Kavsokalyvia, where quietly and humbly—just as he had lived—he would surrender his soul to his heavenly Bridegroom. He was often heard saying: “Even now, in old age, I long to go and die there.”

Indeed, in June 1991, sensing that his end was near and not wanting to be buried with honors, he departed for the hut of Saint George at Kavsokalyvia on Mount Athos, where he had become a monk about seventy years earlier. At 4:31 a.m. on December 2, 1991, he peacefully surrendered his spirit to the Lord, Whom he had loved so deeply throughout his life.

The last words heard from his lips were from the Lord’s High Priestly Prayer—words he loved greatly and often repeated: “That they may be one.”

The Holy and Sacred Synod of the Ecumenical Patriarchate canonized Elder Porphyrios on November 27, 2013.

Δεν υπάρχουν σχόλια: