Η Εκλογή του Αγίου Αμβροσίου Επισκόπου Μεδιολάνων
και ο Τρόπος Εκλογής Επισκόπων τον 4ο Αιώνα στην Ιταλία
Μητροπολίτης Χονγκ Κονγκ Νεκτάριος
Η εκλογή του Αγίου Αμβροσίου ως Επισκόπου
Μεδιολάνων είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά και θαυμαστά γεγονότα της
Εκκλησιαστικής Ιστορίας. Μέσα από το παράδειγμα αυτό μπορούμε να κατανοήσουμε
πώς γινόταν η εκλογή Επισκόπου τον 4ο αιώνα στη Δύση, ποια ήταν η θεσμική
διαδικασία, ποιος ο ρόλος των Επισκόπων και τι συνέβαινε με τον λαό (λαϊκά μέλη
της Εκκλησίας).
Μετά τη νομιμοποίηση του Χριστιανισμού από τον Μ. Κωνσταντίνο (313 μ.Χ.), η Εκκλησία απέκτησε πιο καθορισμένη οργανωτική μορφή, η οποία στηρίχθηκε στο Μητροπολιτικό σύστημα που διαμορφώθηκε ήδη από τον 3ο αιώνα και κατοχυρώθηκε Κανονικά με την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο (325 μ.Χ.). Η εκλογή των Επισκόπων συνέχισε να πραγματοποιείται σύμφωνα με τις αρχές της αρχαίας εκκλησιαστικής παράδοσης. Οι σχετικοί εκκλησιαστικοί κανόνες (όπως ο 4ος κανόνας της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, 325 μ.Χ.) καθόριζαν ότι: «Τον Επίσκοπο πρέπει να εκλέγουν οι Επίσκοποι της επαρχίας, με την ομόφωνη ή κατά πλειοψηφία ψήφο τους.» (Ἐπίσκοπον προσήκει μάλιστα μὲν ὑπὸ πάντων τῶν ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ καθίστασθαι· εἰ δὲ δυσχερὲς εἴη τὸ τοιοῦτο, ἢ διὰ κατεπείγουσαν ἀνάγκην, ἢ διὰ μῆκος ὁδοῦ, ἐξ ἅπαντος τρεῖς ἐπὶ τὸ αὐτὸ συναγομένους συμψήφων γινομένων καὶ τῶν ἀπόντων, καὶ συντιθεμένων διὰ γραμμάτων, τότε τὴν χειροτονίαν ποιεῖσθαι· τὸ δὲ κῦρος τῶν γινομένων δίδοσθαι καθ' ἑκάστην ἐπαρχίαν τῷ μητροπολίτῃ.)
Η διαδικασία περιλάμβανε τρία βασικά στάδια:
Εξέταση Υποψηφίων — οι Επίσκοποι της επαρχίας
προχωρούσαν σε διερεύνηση της πίστης και του ήθους τους, προκειμένου να
διαπιστωθεί αν ήταν «ὀρθοτομοῦντες τὸν λόγον τῆς ἀληθείας» και ζούσαν «ἀνεπίληπτον
βίον». Η εξέταση αυτή αποτελούσε ουσιώδες και αναντικατάστατο στάδιο της
εκλογής, καθώς η ορθότητα της διδασκαλίας και η ακεραιότητα του βίου θεωρούνταν
οι θεμελιώδεις προϋποθέσεις για την ανάληψη του επισκοπικού αξιώματος. Μόνον
όσοι κρίνονταν «ὀρθοδοξοῦντες τῇ πίστει» και «ἀμέμπτως πολιτευόμενοι» μπορούσαν
να εκλεγούν και να χειροτονηθούν κανονικά. Η πρακτική αυτή είχε θεσμική μορφή,
καθώς η κανονική εκλογή δεν περιοριζόταν στην ψήφο και συναίνεση των Επισκόπων,
αλλά περιελάμβανε και αυτήν την δοκιμασία της πίστεως, που εξασφάλιζε την
ενότητα της πίστεως και την αξιοπιστία του ποιμένος ενώπιον του λαού.
Εκλογή Επισκόπου — η απόφαση των Επισκόπων της
επαρχίας, με ψήφο και συναίνεση, για το ποιος είναι κατάλληλος να αναλάβει μια
επισκοπή.
Χειροτονία — η τελική επιβεβαίωση και μετάδοση της
χάριτος του Αγίου Πνεύματος με την επίθεση των χειρών από τους Επισκόπους.
Η αρχαία Εκκλησία αναγνώριζε στον λαό συμμετοχή
αλλά όχι αποφασιστική ψήφο. Οι πιστοί είχαν δικαίωμα να παρίστανται μέσα στον
ναό κατά την εκλογή και χειροτονία, να προτείνουν υποψηφίους, να επιδοκιμάζουν
ή να αποδοκιμάζουν, με κραυγές και επευφημίες, την εκλογή που γινόταν από τους
Επισκόπους.
Η συναίνεση του λαού θεωρούνταν ένδειξη της θείας
ευδοκίας. Όμως η τελική εκλογή ήταν έργο των Επισκόπων, αφού η αποστολική
διαδοχή και η κανονικότητα της χειροτονίας προέρχονταν μόνο από αυτούς.
Επομένως, η λαϊκή συμμετοχή είχε χαρακτήρα συμμετοχικό και επιδοκιμαστικό, όχι
εκλογικό με την έννοια της ψήφου.
Αυτή η πρακτική συναντάται ήδη στους Αποστολικούς
Κανόνες και το έργο του Ιππολύτου Traditio Apostolica (3ος αιώνας),
όπου περιγράφεται ότι ο λαός «κραυγάζει» δείχνοντας την αποδοχή του, όμως οι
Επίσκοποι είναι εκείνοι που προχωρούν στην κανονική εκλογή και χειροτονία.
Το 374 μ.Χ. απεβίωσε ο Επίσκοπος Μεδιολάνων
Αυξέντιος, ο οποίος ανήκε στην Αρειανική παράταξη. Τότε ξέσπασαν ταραχές
ανάμεσα στους Ορθοδόξους και τους Αρειανούς για το ποιος θα τον διαδεχθεί. Ο
Αμβρόσιος, τότε ανώτερος διοικητικός άρχοντας (consularis) της Λιγουρίας και Αιμιλίας, προσήλθε στον ναό
για να αποκαταστήσει τη δημόσια τάξη. Ήταν σεβαστός από όλους για τη δικαιοσύνη
και τη ρητορική του ικανότητα, αλλά δεν είχε ακόμα βαπτιστεί — ήταν
κατηχούμενος.
Κατά τη διάρκεια της έντασης, ένα παιδί από το
πλήθος φώναξε: «Ambrosius episcopus!» (Ο Αμβρόσιος να γίνει Επίσκοπος!).
Η κραυγή αυτή, όπως αφηγείται ο Παυλίνος στο Βίο
του Αμβροσίου (Vita Ambrosii 7), έγινε δεκτή με παρατεταμένες
επιδοκιμασίες από όλο τον λαό, Ορθοδόξους και Αρειανούς. Παρότι ο Αμβρόσιος
προσπάθησε να αρνηθεί και να φύγει, ο αυτοκράτορας Ουάλης ενέκρινε την πρόταση,
και οι Επίσκοποι της περιοχής προχώρησαν στην εκλογή και χειροτονία του. Ο
Αμβρόσιος βαπτίσθηκε και μέσα σε οκτώ ημέρες ανέβηκε στον επισκοπικό θρόνο.
Η περίπτωση του Αγίου Αμβροσίου αποτελεί
εξαιρετικό αλλά απολύτως ιστορικά τεκμηριωμένο παράδειγμα του τρόπου με τον
οποίο οι Εκκλησίες της Ιταλίας του 4ου αιώνα πραγματοποιούσαν την εκλογή
Επισκόπου.
Πρώτον, διαπιστώνουμε ότι η τελική εκλογή έγινε
από Επισκόπους — αυτοί είχαν τη θεσμική εξουσία και την ψήφο. Η κραυγή του λαού
δεν αποτελούσε κανονική εκλογή, αλλά θεωρήθηκε σημείο της θείας πρόνοιας.
Δεύτερον, ο λαός είχε έντονο ρόλο προτάσεως και
αποδοχής, επιβεβαιώνοντας τη συλλογικότητα της Εκκλησίας. Η συμμετοχή του λαού
εκδηλωνόταν με επιδοκιμασίες και επευφημίες, όπως μαρτυρεί ο παλαιός
εκκλησιαστικός τύπος «Ἄξιος», σύμβολο κοινής αποδοχής και χαράς για την εκλογή.
Τρίτον, γίνεται φανερό ότι στην Ιταλία του 4ου
αιώνα η πολιτική εξουσία μπορούσε να επηρεάζει ή να εγκρίνει την εκλογή,
ιδιαίτερα σε μεγάλες πόλεις όπως τα Μεδιόλανα, που αποτελούσαν τότε την
αυτοκρατορική έδρα και διοικητικό κέντρο της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Η ιστορία της εκλογής του Αμβροσίου μαρτυρείται
από τέσσερις κύριες πηγές:
Αυγουστίνος, Εξομολογήσεις Β΄ 13 – περιγράφει το
θαυμαστό γεγονός της λαϊκής συμφωνίας.
Παυλίνος, Vita Ambrosii – σύγχρονη με
τα γεγονότα βιογραφία που αναλύει το επεισόδιο και την καθολική αποδοχή του
Αμβροσίου.
Θεοδώρητος Κύρου, Εκκλησιαστική Ιστορία II.13 – παρουσιάζει την εκλογή ως πράξη
θείας επέμβασης.
Σωκράτης Σχολαστικός, Εκκλησιαστική Ιστορία IV.30 – επιβεβαιώνει ότι ο Αμβρόσιος εξελέγη
με την σύμφωνη γνώμη όλων κάτι το οποίο θεωρήθηκε ως θεία έμπνευση.
Όλες οι πηγές συμφωνούν πως δεν υπήρξε ψηφοφορία
του λαού, αλλά μαρτυρία αποδοχής που οι Επίσκοποι θεώρησαν θεοσημεία. Έτσι, η
εκλογή του Αμβροσίου συνάδει απολύτως με την κανονική παράδοση: ο λαός πρότεινε
και συναίνεσε, οι Επίσκοποι εξέλεξαν, και κατόπιν τελέσθηκε η κανονική
χειροτονία.
***
The Election of
Saint Ambrose as Bishop of Milan and the Method of Electing Bishops in
Fourth-Century Italy
The election of
Saint Ambrose as Bishop of Milan is one of the most remarkable and wondrous
events in Church history. Through this example, we can understand how bishops
were elected in the fourth century in the Western Church—the institutional
procedure, the role of the bishops, and the participation of the people (the
lay members of the Church).
After the
legalization of Christianity by Emperor Constantine the Great (313 A.D.), the
Church acquired a more defined organizational structure, based on the
Metropolitan system that had already taken shape in the third century and was
canonically established by the First Ecumenical Council (325 A.D.). The
election of bishops continued according to the principles of ancient
ecclesiastical tradition. The relevant canons (such as Canon 4 of the First
Ecumenical Council, 325 A.D.) stipulated that: "A bishop must be appointed
by all the bishops of the province, with their unanimous or majority
vote."
The process
involved three main stages:
1. Examination
of Candidates — The bishops of the province investigated the faith and moral
conduct of each candidate to determine whether they “rightly proclaimed the
word of truth” and lived “a blameless life.” This examination was an essential
and irreplaceable part of the election, since correct doctrine and integrity of
life were considered fundamental prerequisites for assuming the episcopal
office. Only those judged to be “orthodox in faith” and “irreproachable in
conduct” could be duly elected and ordained. This practice had an institutional
character, as canonical election involved not only the consent of the bishops
but also a doctrinal examination that safeguarded the unity of faith and the
credibility of the shepherd before the people.
2. Election of
the Bishop — The bishops of the province decided, by vote and mutual agreement,
who was suitable to assume the episcopal throne.
3. Ordination —
The final confirmation and transmission of the grace of the Holy Spirit through
the laying on of hands by the bishops.
The ancient
Church granted the people participation but not a decisive vote. The faithful
had the right to be present in the church during the election and ordination,
to propose candidates, and to approve or disapprove with acclamations and
shouts the election made by the bishops.
The consent of
the people was regarded as a sign of divine favor. Nevertheless, the final
election belonged to the bishops alone, since apostolic succession and the
validity of ordination derived solely from them. Thus, the participation of the
laity had a confirmatory and expressive character rather than a formal vote.
This practice
is already attested in the Apostolic Canons and in Hippolytus’s Traditio
Apostolica (3rd century), which describes the people “shouting” their approval,
while the bishops performed the canonical election and ordination.
In 374 A.D.,
Auxentius, Bishop of Milan—who belonged to the Arian faction—died. Riots then
broke out between the Orthodox and the Arians over his successor. Ambrose, then
the provincial governor (consularis) of Liguria and Emilia, went to the church
to restore public order. He was respected by all for his sense of justice and
eloquence but was still unbaptized—a catechumen.
Amid the
disorder, a child from the crowd suddenly cried out: “Ambrosius episcopus!”
(“Ambrose for bishop!”)
According to
Paulinus in the Life of Ambrose (Vita Ambrosii 7), this cry was immediately
followed by loud acclamations from the entire crowd, both Orthodox and Arian.
Although Ambrose tried to refuse and flee, Emperor Valentinian I approved the
proposal, and the bishops of the region proceeded with his election and
ordination. Ambrose was baptized, and within eight days he ascended to the
episcopal throne.
The case of
Saint Ambrose is an exceptional yet fully documented example of how the
Churches of fourth-century Italy conducted episcopal elections.
First, we see
that the final election was made by bishops—they held the institutional
authority and the vote. The acclamation of the people was not a canonical
election but was interpreted as a sign of divine providence.
Second, the
people played a strong role in proposing and approving the candidate,
reflecting the Church’s collective spirit. The people’s participation was
expressed through loud approval and joy, as shown in the ancient ecclesiastical
exclamation “Axios” (“He is worthy”), symbolizing communal acceptance and
delight at the election.
Third, it
becomes clear that in fourth-century Italy, political power could influence or
ratify the election, especially in major cities such as Milan, which at that
time served as the imperial seat and administrative center of the Western Roman
Empire.
The story of
Ambrose’s election is attested by four principal sources:
Augustine,
Confessions II.13 – describes the wondrous unanimity of the people.
Paulinus, Vita
Ambrosii – a contemporary biographical account analyzing the episode and the
universal acceptance of Ambrose.
Theodoret of
Cyrus, Ecclesiastical History II.13 – presents the election as a divine
intervention.
Socrates
Scholasticus, Ecclesiastical History IV.30 – confirms that Ambrose was elected
with the unanimous consent of all, which was seen as inspired by God.
All these
sources agree that there was no formal popular vote but rather a demonstration
of approval that the bishops interpreted as a divine sign. Thus, the election
of Ambrose fully aligns with canonical tradition: the people proposed and
consented, the bishops elected, and then the canonical ordination followed.

2 σχόλια:
Πολύ ωραία ολα αυτά περί της εκλογής των Επισκόπων που μας παρέθεσε ο Μητροπολίτης Νεκτάριος.
Θα ήταν πιο ολοκληρωμένα και ορθά τα πράγματα στήν Εκκλησία, αν βρισκόταν και ένας Επίσκοπος σήμερα να μας παρουσιάσει και την υπόλοιπη αλήθεια, αυτή που καταμαρτυρεί ο κορυφαίος θεολόγος του 20ου αιώνος, π. Γεώργιος Γεώργιος Φλωρόφσκυ:
''Πολύ συχνά το μέτρον της αληθείας είναι η μαρτυρία της μειοψηφίας.
Είναι δυνατόν να είναι Καθολική Εκκλησία το μικρόν ποίμνιον. Ίσως υπάρχουν περισσότεροι ετερόδοξοι παρά Ορθόδοξοι.
Είναι δυνατόν να εξαπλωθούν οι αιρετικοί παντού και να καταλήξει η Εκκλησία στο περιθώριο της Ιστορίας ή να αποσυρθεί στην έρημο.
Αυτό συνέβη κατ' επανάληψη στην Ιστορία και είναι πολύ πιθανό, να συμβεί και πάλι...
Το καθήκον της υπακοής παύει όταν ο επίσκοπος παρεκκλίνει από τον καθολικόν κανόνα
και ο Λαός έχει το δικαίωμα να τον κατηγορήσει, ακόμη δε και να τον καθαιρέσει...''
Tο μέτρον της Aληθείας ~ Πρωτ. Γεώργιος Φλωρόφσκυ
Αγία Γραφή, Εκκλησία, Παράδοσις, Εκδ. Π.Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη, σελ. 71 και 75.
Πράγματι η εκλογή του Αγίου Αμβροσίου υπήρξε εξαιρετική επιτυχία, διότι αποδείχθηκε, εκτός τών άλλων, καί ά;νθρωπος με τόλμη καί θάρρος, ειδικά όταν απαγόρευσε την είσοδο στον ναό στον Αυτοκράτορα Μέγα Θεοδόσιο.
Σήμερα υπάρχει "Συναλληλία" μεταξύ Εκκλησίας καί Αρχόντων καί οι Πολιτικοί μπορούν ελεύθερα να εισέρχονται στους ναούς, ανεξάρτητα με τούς νόμους που ψηφίζουν.
Δημοσίευση σχολίου