Το Κλειδί της Φάτνης, μια χριστουγεννιάτικη ιστορία.
Ο παπα-Λουκάς υπηρετούσε σε μια μικρή ενορία ενός
ορεινού χωριού. Τα Χριστούγεννα για εκείνον ήταν η πιο κουραστική, αλλά και η
πιο φωτεινή μέρα του χρόνου. Μετά την πανηγυρική Λειτουργία, όταν οι πιστοί
έφυγαν για τα στρωμένα τραπέζια τους, ο παπα-Λουκάς έμεινε μόνος να σβήσει τα
κεριά.
Καθώς ετοιμαζόταν να κλειδώσει τη βαριά ξύλινη
πόρτα, είδε μια σκιά να κάθεται στα σκαλιά. Ήταν ένας ξένος, ταλαιπωρημένος, με
ρούχα που δεν άντεχαν το χιόνι της Πίνδου.
— «Ευλόγησον, πάτερ», ψιθύρισε ο άντρας. «Δεν
ζητώ χρήματα. Απλώς μια γωνιά να ζεσταθώ για λίγο. Όλες οι πόρτες στο χωριό
είναι κλειστές γιατί γιορτάζουν οικογενειακά».
Ο παπα-Λουκάς κοίταξε το ρολόι του. Η πρεσβυτέρα τον περίμενε με τη ζεστή σούπα και τα εγγόνια του. Όμως, κοιτάζοντας την εικόνα της Γέννησης, θυμήθηκε πως ούτε για την Παναγία υπήρχε «τόπος εν τω καταλύματι».
— «Έλα μαζί μου, παιδί μου», του είπε απλά.
Δεν τον πήγε στο σπίτι του – ήξερε πως ο ξένος
ένιωθε αμήχανα. Τον οδήγησε στο μικρό αρχονταρίκι της εκκλησίας, άναψε τη σόμπα
και του έφερε ένα πιάτο φαγητό από το δικό του σπιτικό. Κάθισαν οι δυο τους για
ώρα.
Ο παπα-Λουκάς δεν έκανε κήρυγμα. Απλώς άκουγε.
Άκουσε για την ξενιτιά, για την απώλεια, για την απελπισία.
Όταν ο ξένος ζεστάθηκε και ηρέμησε, ο παπα-Λουκάς
του έδωσε μια παλιά κάπα και το κλειδί του ξενώνα της κοινότητας.
— «Ξέρεις, πάτερ», είπε ο άντρας φεύγοντας,
«νόμιζα πως ο Χριστός γεννήθηκε πριν δύο χιλιάδες χρόνια. Απόψε κατάλαβα πως
γεννιέται κάθε φορά που κάποιος ανοίγει μια πόρτα».
Ο παπα-Λουκάς επέστρεψε στο σπίτι του αργά. Το
φαγητό είχε κρυώσει, αλλά η καρδιά του ήταν πιο ζεστή από ποτέ. Είχε καταλάβει
πως η Λειτουργία δεν τελειώνει στο «Δι’ ευχών», αλλά συνεχίζεται στον δρόμο,
έξω από την πόρτα της εκκλησίας.
π. Ιουστίνος Κεφαλούρος

1 σχόλιο:
Ευχαριστούμε, σεβαστέ πατέρα. Ελ.
Δημοσίευση σχολίου